Προς τα μέλη της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής
Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές,
για πρώτη φορά τις τελευταίες πολλές δεκαετίες η Βουλή των Ελλήνων καλείται να επεξεργαστεί και να ψηφίσει τον κρατικό προϋπολογισμό του επόμενου οικονομικού έτους υπό τέτοιες συνθήκες κρίσης και πίεσης.
Το τεράστιο δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας έχει δυστυχώς διασταυρωθεί με τη βαθιά πολλαπλή κρίση της Ευρωζώνης και με την ανυπαρξία επαρκών και λειτουργικών θεσμών παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης. Η κρίση στην Ευρωζώνη δεν είναι μόνον δημοσιονομική και χρηματοοικονομική, αλλά θεσμική και πολιτική. Στην πραγματικότητα έχει καταστεί πλέον σαφές ότι η διαχείριση του Ευρώ απαιτεί άλλο επίπεδο πολιτικής και θεσμικής ολοκλήρωσης της Ευρωζώνης και ευρύτερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο μεταξύ, όμως, οι επιμέρους προσεγγίσεις και προτεραιότητες των κρατών – μελών – ανάλογα με το μέγεθος και τη δημοσιονομική και οικονομική κατάσταση του καθενός – καθιστούν ιδιαίτερα πολύπλοκη και δυσχερή τη λήψη και κυρίως την εφαρμογή οριστικών και καθαρών αποφάσεων που θωρακίζουν το Ευρώ απέναντι στην κερδοσκοπική ευελιξία των αγορών και ιδίως των μη ρυθμιζόμενων οντοτήτων της διεθνούς χρηματοοικονομικής αγοράς.
Η Ελλάδα βρίσκεται μέσα σ΄ αυτό το διεθνές μαγνητικό πεδίο δυστυχώς αδύναμη και εκτεθειμένη γιατί το μέγεθος του δημοσίου χρέους της και οι διαρθρωτικές αδυναμίες του κράτους, της οικονομίας και της κοινωνίας μας, μας έφεραν στη θέση να εξαρτώμεθα από τη βοήθεια και από τις αποφάσεις των θεσμικών μας εταίρων που είναι όμως ταυτοχρόνως και πιστωτές μας. Δεκαοκτώ σχεδόν μήνες μετά την υπαγωγή της χώρας μας στο αρχικό πρόγραμμα στήριξής της από τα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης και το ΔΝΤ, η κατάσταση διαμορφώνεται σε γενικές γραμμές ως εξής:
· Η Ελλάδα έχει εισπράξει περίπου 65 από τα 110 δισ. ευρώ του αρχικού προγράμματος στήριξης με τη μορφή διακρατικού δανείου από τα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης και δανείου από το ΔΝΤ.
- Η εικόνα που έχει εμπεδωθεί στους θεσμικούς μας εταίρους και τη διεθνή κοινή γνώμη είναι πως οι εσωτερικές πολιτικές, κοινωνικές, θεσμικές, διοικητικές και παραγωγικές συνθήκες καθιστούν αβέβαιη την ύπαρξη της εθνικής βούλησης και ικανότητας για την εφαρμογή ενός προγράμματος προσαρμογής που εκτός από τα δημοσιονομικά μέτρα που στοχεύουν στην πολύ γρήγορη και δραστική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, περιλαμβάνει πολλά κρίσιμα, επίπονα, αλλά και αναγκαία μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα που κατατείνουν στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
- Παρόλα αυτά, μετά την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής και των βασικών εφαρμοστικών νόμων, άνοιξε ο δρόμος, με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 21ης Ιουλίου 2011, για ένα νέο πρόγραμμα στήριξης με διπλασιασμό της συμμετοχής των θεσμικών μας εταίρων από τα 110 στα 219 δισ. ευρώ, με παράλληλη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα με την ανταλλαγή ή επέκταση της λήξης ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, με στόχο τη δραστική βελτίωση των όρων εξυπηρέτησης και άρα τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους.
- Είχε προηγηθεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τον Μάρτιο του 2011 για την επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και τη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του αρχικού δανείου των 110 δισ. ευρώ, κατά το μέρος που αυτό αφορά την Ευρωζώνη.
Παρότι οι αποφάσεις της 21ης Ιουλίου αφορούν συνολικά την Ευρωζώνη και στοχεύουν στην προστασία του Ευρώ και μάλιστα του σκληρού του πυρήνα που συγκροτείται από κράτη – μέλη με μεγέθη ικανά να επηρεάζουν τα συνολικά δημοσιονομικά και χρηματοοικονομικά μεγέθη της Ευρωζώνης, η απόφαση αυτή είναι ιδιαίτερη κρίσιμη για την Ελλάδα. Πρώτον, γιατί στην Ελλάδα θα εφαρμοστεί το νέο διευρυμένο θεσμικό πλαίσιο του EFSF και, δεύτερον, γιατί από τη δική μας οπτική γωνία η εφαρμογή των αποφάσεων αυτών είναι ζωτικής σημασίας όχι μόνον για την κάλυψη των δανειακών αναγκών της χώρας, αλλά και για την άμεση βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας που επικρατούν στην ελληνική οικονομία.
Μέσα σ΄ αυτές τις συνθήκες, η εκπλήρωση των υποχρεώσεων της χώρας μας έναντι των θεσμικών της εταίρων προσλαμβάνει διαστάσεις πολύ πιο κρίσιμες. Το κάθε τι λειτουργεί ως κρίσιμος και εύθραυστος, ταυτοχρόνως, κρίκος γιατί δίπλα στο δημοσιονομικό και χρηματοοικονομικό πρόβλημα της Ευρωζώνης, υπάρχει η ανησυχία των ευρωπαίων πολιτών, εσωτερική πολιτική ένταση σε πολλά κράτη – μέλη και συνεχής ανησυχία στις διεθνείς αγορές.
Είναι προφανές ότι αυτή η προσέγγιση των θεμάτων αδικεί μια πρωτοφανή προσπάθεια δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής που συντελείται στη χώρα μας. Από το 2009 έως το τέλος του 2011, με την εφαρμογή του προγράμματος, το πρωτογενές έλλειμμα θα έχει μειωθεί κατά 21 δισ. ευρώ, δηλαδή κατά περίπου 10% του ΑΕΠ, ενώ παράλληλα θα έχει καταγραφεί μια σωρευτική ύφεση της τάξης του 12%.
Μέσα σε συνθήκες αβεβαιότητας και μειωμένης ρευστότητας, μέσα σε συνθήκες διεθνούς νευρικότητας που τροφοδοτούνται από καθημερινές δηλώσεις, ακριτομυθίες, σχόλια και αναλύσεις που θέτουν σε αμφισβήτηση όχι μόνο την ικανότητα της Ελλάδας να ξεπεράσει το πρόβλημα της, αλλά και την επάρκεια των αποφάσεων της 21ης Ιουλίου, που έλαβε ομόφωνα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μετά τη συνάντηση του Βερολίνου μεταξύ Γερμανίας, Γαλλίας και ΕΚΤ, η Ελλάδα καλείται να πετύχει άκρως απαιτητικούς στόχους.
Αλλά και αυτό δεν αρκεί, η διάψευση βασικών μακροοικονομικών προγνώσεων των διεθνών οργανισμών ως προς το μέγεθος της ύφεσης, μετακινεί προς τα πίσω τους στόχους με αποτέλεσμα να απαιτούνται ακόμη περισσότερα μέτρα, με ακόμη μεγαλύτερο οικονομικό, αναπτυξιακό, πολιτικό και κυρίως κοινωνικό κόστος. Είναι όμως προφανές ότι στο σημείο που βρισκόμαστε, μετά τις θυσίες που έχει υποστεί ο ελληνικός λαός και μετά το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής που έχει ήδη επιτευχθεί, είναι πράγματι κρίμα να μην καταβληθεί η πρόσθετη προσπάθεια που απαιτείται, προσπάθεια πολύ επώδυνη για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων που κατατείνουν στην επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος το 2012.
* * * *
Αυτή είναι η βασική επιλογή και η κρίσιμη παραδοχή στην οποία βασίζεται το προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2012, ως τμήμα του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής της περιόδου 2011 – 2015, όπως αυτό προσαρμόζεται ex post ως προς τις πραγματοποιήσεις του προϋπολογισμού του 2011 και ex ante ως προς το μακροοικονομικό πλαίσιο και τους δημοσιονομικούς στόχους του 2012 και των επόμενων ετών του προγράμματος.
Για να επιτευχθεί ο δημοσιονομικός στόχος του 2012, το Υπουργικό Συμβούλιο με τη στήριξη της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ έλαβε μια σειρά από πολύ δύσκολες αποφάσεις για τη συγκέντρωση των αναγκαίων δημοσίων εσόδων και την όσο γίνεται μεγαλύτερη περικοπή των δημοσίων δαπανών.
Οι αποφάσεις αυτές, που κατέστησαν ήδη ή καθίστανται τις επόμενες ημέρες νόμος του κράτους, ελήφθησαν παρά το βαρύτατο πολιτικό, κοινωνικό και συναισθηματικό κόστος, γιατί πιστεύουμε ότι υπό τις παρούσες συνθήκες, με τις αποφάσεις αυτές, θωρακίζεται και προστατεύεται η χώρα όχι τόσο απέναντι στις ορθολογικές αποφάσεις των θεσμικών μας εταίρων, όσο απέναντι σε τυχαίες και ανεξέλεγκτες καταστάσεις που μπορεί να προκληθούν λόγω της ευρωπαϊκής θεσμικής πολυπλοκότητας, των εσωτερικών πολιτικών εμπλοκών σε κάποια από τα κράτη – μέλη της Ευρωζώνης και των ανώμαλων καταστάσεων που μπορούν ανά πάσα στιγμή να εμφανισθούν στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές.
Έχω πει πολλές φορές ότι οι συμπολίτες μας νομίζουν πως αυτό που ζούμε - οι περικοπές μισθών και συντάξεων, η περιορισμένη ρευστότητα, η αύξηση της ανεργίας, οι φορολογικές επιβαρύνσεις – είναι η κρίση. Μακάρι να ήταν τόσο απλή η προσέγγιση. Όλη αυτή η κατάσταση που είναι αποτέλεσμα του δημοσιονομικού εκτροχιασμού της χώρας και όχι της προσφυγής μας στη βοήθεια και άρα στην επιτήρηση των εταίρων μας, δεν είναι αυτή καθεαυτή η κρίση, αλλά το κόστος που πρέπει να καταβληθεί από το Λαό μας για την αποφυγή της πραγματικής κρίσης, δηλαδή του δημοσιονομικού αδιεξόδου και της κατάρρευσης της χρηματοπιστωτικής σφαίρας με δραματικές επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία, το επίπεδο ζωής και την κοινωνική συνοχή.
Οι όροι υπό τους οποίους δίνουμε ως Έθνος τον αγώνα αυτό είναι δυστυχώς εξ αρχής άνισοι.
Δεν καταφέραμε ως Έλληνες να διαμορφώσουμε το πλαίσιο εθνικής ενότητας, πολιτικής συνείδησης και κοινωνικής συνοχής που αρμόζει στο μέγεθος της κρίσης και του κινδύνου.
Αν, όπως πιστεύω, ξεπεράσουμε τον κίνδυνο, αυτό που θα έχει μείνει στη μνήμη της κοινωνίας θα είναι οι περιορισμοί και οι πιέσεις της περιόδου αυτής και όχι η εικόνα μιας κατάρρευσης που δεν ήρθε ποτέ: Δεν ξέρω αν θα γίνει ευρύτερα κατανοητό και αποδεκτό το πολιτικό, κοινωνικό, δημοσιονομικό και αναπτυξιακό περιεχόμενο του εγχειρήματος. Η πλήρης απόδειξη της θέσης μας θα ήταν οι τραγικές επιπτώσεις που θα είχε η αποτυχία των προσπαθειών μας. Αυτό όμως δεν θέλουμε να το ζήσουμε, μπορούμε να μη το ζήσουμε, δεν θα το ζήσουμε.
Είναι δυστυχώς πολλοί που κάτω από τις σημερινές συνθήκες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν τα θέματα με το συνήθη συμβατικό, κοινωνικό, κομματικό, συνδικαλιστικό ή δημοσιογραφικό τρόπο.
Υπάρχουν δυστυχώς ακόμη κάποιοι που πιστεύουν (ελπίζω απλώς να ισχυρίζονται ότι πιστεύουν) πως η κυβέρνηση θα μπορούσε ίσως να κάνει άλλες πιο ήπιες και φιλικές για τους πολίτες επιλογές, αλλά δεν τις κάνει γιατί αρέσκεται να αναλαμβάνει πολιτικό κόστος και να φθείρεται πολιτικά και συναισθηματικά ή γιατί είναι υποταγμένη στα κελεύσματα της Τρόϊκας ή των διεθνών αγορών.
Όταν τα ζητήματα τίθενται με αυτό τον τρόπο, δεν υπάρχουν περιθώρια ορθολογικής και ειλικρινούς συζήτησης, γιατί τα επίπεδα στα οποία κινούνται οι προσεγγίσεις μας είναι δυστυχώς ασύμπτωτα.
Επειδή όμως ο πολιτικός χρόνος έχει συμπυκνωθεί σε υπερβολικό βαθμό και όλα περνούν με μεγάλη ταχύτητα από τη συγκυρία στην ιστορία, είναι πολύ πιθανό η τελική αξιολόγηση των επιλογών μας να γίνει μέσα στα όρια του ανθρώπινου χρόνου που μας απομένει.
Δεν είναι καθόλου εύκολο να απαντήσεις στον άνεργο, στο μισθωτό που βλέπει το οικογενειακό του εισόδημα να μειώνεται, στο συνταξιούχο που υφίσταται έστω και μικρή περικοπή της σύνταξής του, στον επιχειρηματία που δε βρίσκει πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα, στη μοναχική μητέρα που αγωνίζεται με ένα μικρό μισθό ή ένα επίδομα ανεργίας να μεγαλώσει τα παιδιά της. Κυρίως δεν είναι καθόλου εύκολο να απαντήσεις στην νέα γενιά που, έχοντας υψηλά μορφωτικά προσόντα και μεγάλα ταλέντα, δυσκολεύεται να βρει μία θέση κάτω από τον ήλιο της πατρίδας μας.
Αυτή είναι όμως μια παροδική κατάσταση κρίσης που πρέπει να τη ξεπεράσουμε το ταχύτερο κάνοντας την υπερπροσπάθεια που απαιτείται, προκειμένου η χώρα να ξαναβρεί την αξιοπρέπεια, τη δημοσιονομική της κυριαρχία, την πολιτική της ισχύ, τον κανονικό αναπτυξιακό της ρυθμό.
Ο προϋπολογισμός του 2012 μπορεί να είναι ο προϋπολογισμός της μετάβασης από την κατάσταση της απαισιοδοξίας σε μία νέα εθνική αφετηρία.
Ο προϋπολογισμός του 2012 δεν έχει εύκολες παραδοχές. Κάνει όμως αναγκαίες παραδοχές και υπηρετεί επιτακτικούς εθνικούς στόχους. Ο προϋπολογισμός του 2012 και η εκτέλεσή του, μαζί με τις συναφείς διαρθρωτικές αλλαγές – τις ιδιωτικοποιήσεις, την αναδιάρθρωση του κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, το άνοιγμα της αγοράς και των επαγγελμάτων, την εφαρμογή ενός νέου Εθνικού Φορολογικού Συστήματος δικαιοσύνης και διαφάνειας – είναι προϋπόθεση για τη διασφάλιση της πλήρους και άμεσης εφαρμογής αποφάσεων της Ευρωζώνης, που διασφαλίζουν τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους.
Το τελευταίο τρίμηνο του 2011, ανοίγει το πεδίο της δοκιμασίας, αλλά και της ευκαιρίας της χώρας να βγει από τη διαρκή περιδίνηση. Να σταθεροποιηθεί. Να αποκτήσει μια νέα δημοσιονομική και αναπτυξιακή αφετηρία και προοπτική.
Για να το πετύχουμε αυτό, πρέπει να πιστέψουμε στις δυνατότητές μας και να διασφαλίσουμε την εθνική και κοινωνική συνοχή.
Ο προϋπολογισμός του 2012 είναι συνεπώς κάτι πολύ περισσότερο από πίνακες, μακροοικονομικές προβλέψεις, δημοσιονομικούς στόχους και μέτρα. Δεν είναι ένα συμβατικό νομοθετικό ή δημοσιονομικό κείμενο. Είναι ένα όργανο δουλειάς για την έξοδο από την κρίση και κυρίως μία εμβληματικού χαρακτήρα απόφαση της Βουλής των Ελλήνων για το μέλλον της χώρας.
Μπορούμε και οφείλουμε να στείλουμε πολύ ισχυρό και καθαρό μήνυμα τόσο προς τους Έλληνες πολίτες όσο και προς τους θεσμικούς μας εταίρους και τη διεθνή κοινή γνώμη.
Ας το κάνουμε. Το οφείλουμε στην ιστορία και κυρίως στο μέλλον της πατρίδας μας.
Αθήνα, 3 Οκτωβρίου 2011
Ευάγγελος Βενιζέλος
Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης
και Υπουργός Οικονομικών