ΟΜΙΛΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ
ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ
30 ΝοεμβρίουΣυζήτηση επί της αρχής, των άρθρων και του συνόλου του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Οικονομικών: Κύρωση Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Ρύθμιση θεμάτων χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα».
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σήμερα ζούμε την κορύφωση της κρίσης στην Ευρώπη. Τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ δέχονται σημαντικές πιέσεις στις αγορές ομολόγων και το κόστος δανεισμού τους, ειδικά για χώρες με άμεσες δανειακές ανάγκες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, έχει εκτοξευτεί σε ύψη που καθιστούν τη μακροπρόθεσμη διαχείριση του χρέους τους δύσκολη, αν όχι προβληματική. Ταυτόχρονα, εκδηλώνονται πιέσεις που ανεβάζουν το κόστος δανεισμού και σε χώρες που μέχρι πρότινος θεωρούντο απρόσβλητες, όπως η Γαλλία. Αλλά και η Γερμανία πρόσφατα αντιμετώπισε δυσκολίες σε μία δημοπρασία ομολόγων, δείχνοντας ότι κανείς τελικά δεν πρέπει να θεωρεί ότι βρίσκεται στο απυρόβλητο. Σήμερα διατυπώνονται - το τελευταίο τεύχος του Economist αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση- δυσοίωνες προβλέψεις και εκτιμήσεις για την τύχη του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος και της ευρωζώνης. Όσοι αγωνιούν για την τύχη της ευρωζώνης, για το μέλλον και την προοπτική του ευρώ, απευθύνουν εκκλήσεις για άμεση αντίδραση των ευρωπαϊκών χωρών και κυρίως, των ισχυρότερων χωρών από αυτές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ομιλία Υπουργού Εξωτερικών χώρας της Ε.Ε. με ιδιαίτερη ιστορική εμπειρία στον 20ο αιώνα, που αποτελεί μία πολύ χαρακτηριστική περίπτωση αγωνιώδους έκκλησης για ταχεία αντιμετώπιση του προβλήματος. Είναι σίγουρο ότι η εξέλιξη της κρίσης έχει πολλές αναγνώσεις, ανάλογα με το θεωρητικό και ιδεολογικό πλαίσιο ερμηνείας που επιλέγει κάποιος να χρησιμοποιήσει. Οι οικονομολόγοι, που δεν ανήκουν στην ορθόδοξη σχολή οικονομικής σκέψης, αντιλαμβάνονται αυτήν την κρίση ως συστημική κρίση του καπιταλισμού. Θα συμφωνήσω με την προσέγγιση αυτή. Θεωρώ ότι πίσω απ’ αυτήν την κρίση βρίσκεται μία δογματική αντίληψη για το ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι αγορές, καθώς επίσης και για μία αντίληψη κυρίαρχη κατά την τελευταία εικοσαετία, τριακονταετία, ότι θα πρέπει η εποπτεία σε τομείς των αγορών και ιδιαίτερα στον χρηματοοικονομικό τομέα και το σκιώδη χρηματοοικονομικό τομέα, να είναι μικρότερη απ’ αυτήν που απαιτούσαν οι συνθήκες.
Από το αρχικό ξέσπασμα της κρίσης, από το 2008 έως την κορύφωσή της σήμερα, οι αντιδράσεις της Ευρώπης μάλλον δεν ήταν αυτές που απαιτούσαν οι συνθήκες. Το ερώτημα που έχει τεθεί είναι γιατί; Έχουν δοθεί πολλές εξηγήσεις. Μία απ’ αυτές σχετίζεται με τη δυσκολία επίτευξης συμφωνίας μεταξύ των χωρών της Ευρώπης ως προς το τι είδος της κρίσης. Αυτό επηρέασε και τη στάση των χωρών ως προς τις λύσεις που υπήρχαν προς συζήτηση. Υπήρχε μία αντίληψη, η οποία έλεγε ότι το πρόβλημα είναι κατ’ εξοχήν ελληνικό και ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αναλάβει τις δικές της ευθύνες. Εάν -έλεγε αυτή αντίληψη- η Ελλάδα αναλάβει τις ευθύνες της, δεν υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης της κρίσης, διότι κατά την άποψη αυτή, οι υπόλοιπες οικονομίες, αλλά και τα τραπεζικά συστήματα των χωρών αυτών, ήταν κατά βάση υγιή και επομένως δεν υπήρχε τέτοιος κίνδυνος μετάδοσης. Ήταν, όπως αποδεικνύουν οι τελευταίες εξελίξεις, μία λάθος ανάγνωση της πραγματικότητας, γιατί στηρίζονταν σε μία λανθασμένη διάγνωση του προβλήματος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η Ευρώπη να καθυστερήσει στη λήψη των αποφάσεων. Η ροή των οικονομικών εξελίξεων και η ταχύτητα με την οποία αντιδρούν οι αγορές, διατηρούσαν προβάδισμα έναντι των αντιδράσεων από τις πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης, που στο τέλος κάθε γύρου αποφάσεων φέρονταν τελικά να έχουν πράξει πολύ λίγα και πολύ αργά, προκειμένου να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η κρίση. Έχει ειπωθεί ότι υπάρχει πρόβλημα με την πολυγλωσσία και με τη δυσκολία συντονισμού και συνεννόησης τόσων πολλών χωρών. Δεν θα πρέπει, όμως, να παραγνωρίζουμε και τις επιμέρους εθνικές στρατηγικές και συμφέροντα που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της κρίσης και καθορίζουν τη στάση των χωρών.
Η χώρα μας κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να πείσει τους ευρωπαίους εταίρους για τη δημιουργία έγκαιρα ενός μηχανισμού στήριξης, για την προστασία των χωρών που βρίσκονται στο επίκεντρο κερδοσκοπικών επιθέσεων. Προσπαθούσε για δύο χρόνια να πείσει ότι η κρίση αυτή δεν αφορούσε τη χώρα μας, αλλά είχε και μία σημαντική ευρωπαϊκή διάσταση που πήγαζε από τις ανισορροπίες στον τρόπο που λειτουργεί η Νομισματική Ένωση και το ευρώ. Επιπλέον, πίεζε για τη λήψη μέτρων και τη δημιουργία μηχανισμών που θα έδιναν αποτελεσματική απάντηση σ’ αυτήν την κρίση. Οι προτάσεις που κατατέθηκαν το 2010 και το 2011 και υιοθετήθηκαν σε ένα μεγάλο βαθμό, αποδείχθηκε ότι δεν έδωσαν οριστική λύση στα προβλήματα της ευρωζώνης, καθώς το κεντρικό και αξεπέραστο ίσως πρόβλημα της ευρωζώνης είναι η έλλειψη στενότερης πολιτικής συνεργασίας ή τουλάχιστον αποτελεσματικότερης δημοσιονομικής συνεργασίας, η οποία θα αποτελέσει το απαραίτητο συμπλήρωμα στη Νομισματική Ένωση.
Όταν πριν από είκοσι χρόνια οι χώρες της Ευρώπης συζητούσαν για την προοπτική δημιουργίας της Ευρωζώνης, είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να μεταβιβαστεί η αρμοδιότητα για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής σε μία ενιαία αρχή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτό και έκαναν. Εκείνο, όμως, που δεν συνειδητοποίησαν εκείνη τη στιγμή είναι ότι ταυτόχρονα με τη μετάβαση στο ευρώ και με τη μεταβίβαση της αρμοδιότητας άσκησης νομισματικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, έχασαν ένα βασικό εργαλείο πολιτικής: το εργαλείο της συναλλαγματικής ισοτιμίας, το οποίο τους επέτρεπε πρόσκαιρα να αντιμετωπίσουν προβλήματα που μπορεί να προέκυπταν από τη διολίσθηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Είχαμε, λοιπόν, προχωρήσει στη δημιουργία ενός συστήματος με διαγνωσμένες ανισορροπίες και αδυναμίες. Η λειτουργία του κοινού νομίσματος τέθηκε σε πλήρη εφαρμογή κατά μία περίοδο όπου παγκοσμίως καταγράφονταν έκρηξη των δραστηριοτήτων των χρηματοπιστωτικών αγορών και μια ανάπτυξη σύνθετων χρηματοοικονομικών προϊόντων. Πραγματώθηκε και μια μεγαλύτερη διασύνδεση των αγορών και του πιστωτικού συστήματος διεθνώς. Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, δεν υπήρξε και αντίστοιχη βελτίωση της εποπτείας των αγορών, ενώ παραγνωρίστηκαν σε μεγάλο βαθμό και οι συστημικοί κίνδυνοι που αναδείχθηκαν από αυτές τις εξελίξεις.
Έχουμε, λοιπόν, ως δεδομένο ένα βασικό χαρακτηριστικό ή μία αδυναμία, μπορεί κάποιος να πει, της ευρωζώνης, που είναι η ανυπαρξία ενός αναδιανεμητικού μηχανισμού μεταξύ των χωρών στο πλαίσιο ενός κεντρικά καταρτιζόμενου προϋπολογισμού της ευρωζώνης. Με αυτό ως δεδομένο, πώς κινήθηκαν οι χώρες μέσα σ’ αυτό το οικονομικό περιβάλλον; Αν λάβουμε για παράδειγμα τη ζωντανή εμπειρία που έχουμε από μια επιτυχημένη νομισματική ένωση όπως είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, θα δούμε ότι όταν μια πολιτεία βρίσκεται αντιμέτωπη με μία κρίση, είτε αυτή είναι κρίση από την πλευρά της προσφοράς είτε είναι μια κρίση από την πλευρά της ζήτησης, υπάρχει ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός ο οποίος λειτουργεί αναδιανεμητικά. Δηλαδή έρχεται η ομοσπονδιακή κυβέρνηση και στηρίζει εκείνη την πολιτεία, η οποία βρίσκεται σε μια στιγμή αδυναμίας. Στην περίπτωση της ευρωζώνης δεν έχουμε αυτό τον ομοσπονδιακό αναδιανεμητικό μηχανισμό, διότι έγινε η επιλογή να μην τεθεί σε εφαρμογή ένας τέτοιος μηχανισμός, δεν δημιουργήθηκε σχετικό θεσμικό πλαίσιο και προκρίθηκε η λύση κάθε κράτος-μέλος να διαμορφώνει τη δημοσιονομική πολιτική του έτσι ώστε να αντιμετωπίζονται αυτές οι ανισορροπίες. Αυτό, όμως, τελικά οδήγησε πολλές χώρες στην υπερχρέωση καθώς οι αγορές απέτυχαν να αποτιμήσουν αποτελεσματικά το κόστος δανεισμού που κάθε χώρα θα έπρεπε να έχει. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η πρώτη λύση, αυτή δηλαδή της οικονομικής και δημοσιονομικής ενοποίησης, που ήταν πιθανότατα και η αποτελεσματικότερη, προϋπέθετε μεγαλύτερη θεσμική και πολιτική συνεργασία των ευρωπαϊκών χωρών και βαθύτερες συναινέσεις, που βέβαια πριν από είκοσι χρόνια όταν συζητούσαμε την προετοιμασία της ευρωζώνης, η οποία αποτυπώθηκε στο κείμενο της Συνθήκης του Μάαστριχτ, τέτοια ενοποίηση μάλλον δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στον ευρωπαϊκό χώρο.
Ενώ, λοιπόν, όλοι επιζητούσαν λύση και άρχισαν να ενεργοποιούνται ο μηχανισμός στήριξης της χώρας μας και ο ευρωπαϊκός μηχανισμός, το πρόβλημα τελικά αντί να αντιμετωπιστεί -όπως αρχικά εκτιμήθηκε μέσα από τη δημιουργία του ελληνικού και του ευρωπαϊκού μηχανισμού- οδηγήθηκε ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση μετά τις αποφάσεις στη Ντοβίλ τον Οκτώβριο του 2010. Τότε είναι που άρχισε να γίνεται ξεκάθαρο ότι προκρίνεται ως λύση, μέρος του χρέους να το επωμισθούν ιδιώτες επενδυτές, υπό την έννοια ότι και αυτοί θα έπρεπε να φέρουν μέρος της ευθύνης για την υπερχρέωση των κρατών-μελών της Νομισματικής Ένωσης. Αυτή, όμως, η επιλογή παρά την όποια λογική μπορεί να έχει, ενείχε και τους κινδύνους που στους επόμενους μήνες επηρέασαν και τη στάση των αγορών. Η αβεβαιότητα στις αγορές ομολόγων μεγάλωσε το κόστος δανεισμού χωρών -όπως η Πορτογαλία και η Ιρλανδία - σταδιακά κατέστη απαγορευτικό με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να ζητήσουν εξωτερική βοήθεια για να αποφύγουν τη στάση πληρωμών, όπως είχε κάνει και η χώρα μας μερικούς μήνες πριν.
Και ο λόγος για τον οποίον οι αγορές αντιδρούν μ’ αυτόν τον τρόπο είναι απλός. Διότι οι επενδυτές καλούνται πλέον να αποφασίσουν για τον δανεισμό και να αποτιμήσουν τα χρεόγραφα στα οποία επενδύουν υπό νέα δεδομένα. Και ποια είναι τα νέα δεδομένα τα οποία διαμορφώθηκαν; Είναι ότι τα ομόλογα των χωρών της Ευρωζώνης δεν είναι μηδενικού κινδύνου, όπως μέχρι τότε εκτιμούσαν οι αγορές. Το άλλοτε απαράβατο ταμπού ότι δεν νοείται χρεοκοπία στην Ευρωζώνη στα μάτια των αγορών είχε παραβιαστεί με αποτέλεσμα να διαφοροποιηθεί πλήρως ο τρόπος με τον οποίον αντιλαμβάνονται και αποτιμούν πλέον τους κινδύνους. Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, ότι σήμερα βιώνουμε το αποτέλεσμα αυτών των αποφάσεων που στηρίχθηκαν σε λανθασμένη διάγνωση του προβλήματος της Ευρωζώνης. Σίγουρα η χώρα μας δε δημιούργησε τα προβλήματα της Ευρωζώνης. Ούτε το ειδικό οικονομικό μας βάρος είναι τέτοιο που θα μπορούσε να συμπαρασύρει τις υπόλοιπες χώρες. Ωστόσο, εμείς ήμασταν οι πρώτοι μέσω των οποίων αμφισβητήθηκε η αποτελεσματικότητα του νομικού πλαισίου της νομισματικής ένωσης και είχαμε το μεγαλύτερο χρέος και το μεγαλύτερο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Αλλά εμείς ήμασταν εκείνοι που τελικά βοηθήσαμε την Ευρώπη να κατανοήσει το έλλειμμα που υπήρχε στο θεσμικό πλαίσιο της λειτουργίας της Ευρωζώνης. Γι’ αυτό και στις 2 Μαΐου έσπευσε να δημιουργήσει τον ελληνικό μηχανισμό και στις 9 Μαΐου να δημιουργήσει τον ευρωπαϊκό μηχανισμό.
Σήμερα, όμως, έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που τελικά αναδεικνύεται και ποιος είναι ο ρόλος που επέλεξαν οι συντάκτες της συνθήκης του Μάαστριχτ για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ο αποκλεισμός της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από το ρόλο του δανειστή έσχατης ανάγκης των κρατών, εκτιμάται ολοένα και από περισσότερους ότι δε βοήθησε αποτελεσματικά την Ευρωζώνη να αντιμετωπίσει την παρούσα κρίση. Και μπορεί εύλογα πριν από άλλες αποφάσεις και δράσεις να τοποθετείται ως αναγκαίο προαπαιτούμενο η επίτευξη στενότερης δημοσιονομικής διακυβέρνησης, εκτιμώ όμως ότι σήμερα η Ευρωζώνη δεν έχει πλέον την άνεση του χρόνου, έτσι ώστε να θεσμοθετήσει εκείνο το δημοσιονομικό πλαίσιο που είναι απαραίτητο κατά την εκτίμηση ορισμένων να προηγηθεί πριν δοθεί λύση στο πρόβλημα της Ευρωζώνης. Ο χρόνος των αγορών έχει συμπυκνωθεί και κινείται πολύ γρηγορότερα από τον πολιτικό χρόνο.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, από την αρχή της κρίσης τέθηκαν σε εφαρμογή μια σειρά μέτρων με σκοπό τη στήριξη των πιστωτικών ιδρυμάτων και την ενίσχυση της σταθερότητας του πιστωτικού συστήματος. Οι τράπεζες ιστορικά διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στο οικονομικό μας σύστημα και αποτελούν πυλώνα στήριξης και ενίσχυσης της ανάπτυξης και της οικονομικής δραστηριότητας. Η Ελλάδα δρομολόγησε στις αρχές του 2009 προγράμματα ενίσχυσης της ρευστότητας της οικονομίας και στήριξης του πιστωτικού συστήματος.
Έχει επισημανθεί από αρκετούς συναδέλφους ότι ένα μέρος από τα προβλήματα με τα οποία σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπο το τραπεζικό σύστημα δεν προκύπτει από λανθασμένες επιλογές του τραπεζικού συστήματος αλλά προκύπτει από τα προβλήματα τα οποία σχετίζονται με την κρίση με την οποία βρέθηκε αντιμέτωπο το ελληνικό δημόσιο. Η έντονη πίεση στη ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών προκλήθηκε από υποβαθμίσεις των ελληνικών ομολόγων από την άνοδο κόστους δανεισμού και το κλείσιμο των αγορών κεφαλαίων για τις ελληνικές τράπεζες για αρκετό καιρό. Ταυτόχρονα η βαθιά ύφεση της οικονομίας προκαλεί σημαντικές πιέσεις και στα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών καθώς καταγράφεται αύξηση των επισφαλειών και αισθητή επιβράδυνση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης.
Όπως γνωρίζετε ο βασικός, αν όχι μοναδικός χορηγός ρευστότητας, τα προηγούμενα δυο έτη υπήρξε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από την οποία τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα αρχικά αντλούσαν ρευστότητα κυρίως με ενεχυρίαση ελληνικών και ευρωπαϊκών ομολόγων χωρίς την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Καθώς όμως η κρίση βάθαινε η απομείωση της αξίας του εν λόγω ενεχύρου οδήγησε τα ιδρύματα στο να αντλούν ρευστότητα καταθέτοντας βασικά ως ενέχυρο τίτλους που έχουν εκδώσει με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Αυτή η ρευστότητα έχει μεσομακροπρόθεσμο χαρακτήρα. Ωστόσο πέρα από τη σταθερή πηγή άντλησης ρευστότητας η αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών και πιέσεων στη ρευστότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων αντιμετωπίστηκε και με τη μορφή παροχής έκτακτων χρηματοδοτικών διευκολύνσεων από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες που συνιστούν το ευρωσύστημα.
Στο πλαίσιο αυτό η Τράπεζα της Ελλάδος παρείχε έκτακτη χρηματοδότηση. Η χρηματοδότηση αυτή παρασχέθηκε για να αντισταθμιστούν οι παράγοντες που μειώνουν τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος στις παρούσες συνθήκες της δυσλειτουργίας των αγορών, συμπεριλαμβανομένης και της σημαντικής υποχώρησης των καταθέσεων. Η Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο του ευρωσυστήματος είναι έτοιμη να συνεχίσει την παροχή περαιτέρω ρευστότητας στο τραπεζικό σύστημα εάν αυτό χρειαστεί. Ανταποκρινόμενη η Κυβέρνηση στον επείγοντα χαρακτήρα της ανάγκης των πιστωτικών ιδρυμάτων για ρευστότητα, προχώρησε τον περασμένο Σεπτέμβριο στην επέκταση της εγγύησης με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου. Με το παρόν σχέδιο νόμου προτείνεται η κύρωση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου του προηγούμενου Σεπτεμβρίου με την οποία καθορίστηκε τελικά ότι το ύψος της συνολικής εγγύησης του ελληνικού δημοσίου προς την Τράπεζα της Ελλάδος για παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων προς τις ελληνικές τράπεζες μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 30 δισεκατομμύρια ευρώ, το οποίο επεκτείνεται έως τα 60 δισεκατομμύρια ευρώ, καθώς και επεκτάθηκε το χρονικό όριο για τις εν λόγω συμβάσεις που θα καταρτιστούν μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος και των πιστωτικών ιδρυμάτων έως την 31η Δεκεμβρίου του 2012.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι όλοι θα συμφωνήσουμε σε αυτήν την Αίθουσα ανεξάρτητα από το ποια είναι η οπτική γωνία με την οποία ο καθένας βλέπει το πρόβλημα με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπη η χώρα μας ότι αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για να μπορέσει η χώρα να επιστρέψει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης είναι η παρουσία ενός υγιούς και ισχυρά κεφαλαιοποιημένου τραπεζικού συστήματος. Για το λόγο αυτό θεωρώ ότι οι πρωτοβουλίες τις οποίες παίρνει η Κυβέρνηση με την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου αλλά και με τις άλλες παρεμβάσεις, οι οποίες θα δρομολογηθούν στα πλαίσια των αποφάσεων της 26ης Οκτωβρίου διασφαλίζουν αυτήν την προϋπόθεση, μία προϋπόθεση αναγκαία για να επιστρέψουμε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Θα ήθελα, δε, κλείνοντας να κάνω και μια παρατήρηση σημειολογικού χαρακτήρα. Ακούω τους συναδέλφους, τόσο της Νέας Δημοκρατίας όσο και του ΛΑΟΣ, να έχουν μια ρητορική η οποία δεν συνάδει με την πρωτοβουλία που πήραν περίπου πριν από δυο εβδομάδες να στηρίξουν την Κυβέρνηση Συνεργασίας υπό τον κ. Λουκά Παπαδήμο. Θα πρέπει, λοιπόν, να τους υπενθυμίσω ότι η Νέα Δημοκρατία και ο ΛΑΟΣ έχουν Υπουργούς, οι οποίοι συμμετέχουν στο Υπουργικό Συμβούλιο. Έχουν τη δυνατότητα όλες τις απόψεις τις οποίες υποστηρίζουν για το τι πρέπει να γίνει -και υλοποιείται η πολιτική από την παρούσα Κυβέρνηση, την Κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου- να τις καταθέτουν μέσω αυτής. Δεν χρειάζεται να έρχονται στη Βουλή με έναν καταγγελτικό λόγο και να απευθύνονται ως σαν να απευθύνονται σε μια κυβέρνηση, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ. Στο Υπουργείο Οικονομικών, υπάρχει ο Υφυπουργός Οικονομικών, ο κ. Μουρμούρας και όποια ζητήματα αναδεικνύονται και αφορούν προτάσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με οποιαδήποτε προσαρμογή θα μπορούσε να γίνει, θα μπορούσε κάλλιστα η Νέα Δημοκρατία δια των εκπροσώπων της είτε στο Υπουργικό Συμβούλιο είτε στο Υπουργείο Οικονομικών να τις καταθέτει, διότι εδώ όλοι αγωνιζόμαστε για τον ίδιο ακριβώς στόχο: Να δώσουμε στη χώρα μας την ευκαιρία να ξεπεράσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα προβλήματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη.