ΣΗΜΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑΣ
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ - ΔΕΥΤΕΡΟΛΟΓΙΑ
(31 Αυγούστου)Επιτροπή του Απολογισμού και του Γενικού Ισολογισμού του Κράτους και Ελέγχου της Εκτέλεσης του Προϋπολογισμού του Κράτους, με θέμα ημερήσιας διάταξης: «Συζήτηση για την πορεία εκτέλεσης του Κρατικού Προϋπολογισμού κατά το διάστημα Μαΐου-Ιουλίου 2011.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω τους συναδέλφους για τις θετικές επισημάνσεις και παρατηρήσεις. Διαπίστωσα ότι επανήλθε στη σημερινή συζήτηση το θέμα της επιλογής που έπρεπε να κάνει η χώρα μας. Ετέθη κατά έναν διλλημματικό τρόπο, δηλαδή ακούστηκε η άποψη, ότι «η κυβέρνηση υλοποιεί ένα πρόγραμμα που στοχεύει αποκλειστικώς και μόνον στη μείωση των ελλειμμάτων εις βάρος της ανάπτυξης». Αλλά ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αυτή η τοποθέτηση αφήνει να εννοηθεί ότι κανονικά η κυβέρνηση θα πρέπει να ασχολείται μόνο με την ανάπτυξη και να αφήσει τα ελλείμματα εκεί που βρέθηκαν το 2009, περίπου στο 16%.
Δυστυχώς, η χώρα μας δεν βρέθηκε αντιμέτωπη με αυτό το δίλλημα πολιτικής: «Να προχωρήσουμε στη μείωση των ελλειμμάτων ή να προχωρήσουμε στην υιοθέτηση πολιτικών που θα ευνοούσαν την ανάπτυξη» Η χώρα μας ως μέλος μιας νομισματικής ένωσης με ένα πολύ υψηλό χρέος και με μια αφετηρία ελλείμματος το 2009 της τάξης του 15,4%, δεν είχε παρά μία και μόνο επιλογή. Να επιστρατευτεί στην ταυτόχρονη επίτευξη δύο στόχων. Ο πρώτος στόχος είναι η μείωση των ελλειμμάτων. Ο δεύτερος στόχος ήταν η επαναφορά της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Διότι όπως πολύ σωστά είπε ο κ. Γείτονας, το 2009 η οικονομία είχε έλλειμμα 15,4% και ταυτοχρόνως ύφεση μείον 2%.
Ας αξιολογήσουμε τη θεωρία που έχει διατυπωθεί εντός αυτής της αίθουσας, ότι η προσπάθεια μείωσης των ελλειμμάτων ευθύνεται για την αρνητική πορεία της οικονομίας μας.
Το 2008 ήταν μια χρονιά με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης- η τελευταία χρονιά μ’ αυτούς τους ρυθμούς- και το έλλειμμα ήταν της τάξης περίπου του 9,8% και σωστό θα ήταν με βάση τις εξελίξεις στον διεθνή οικονομικό περίγυρο που έδειχναν ότι επέρχεται η ύφεση, η χώρα μας να προσπαθήσει να αυξήσει ακόμη περισσότερο το δημοσιονομικό έλλειμμα, για να λειτουργήσει υποστηρικτικά ως προς το ζήτημα της μεγέθυνσης. Τελικώς το 9,8% έλλειμμα του 2008, εγινε έλλειμμα του 15,4% και αντί αυτό να επιδράσει θετικά, κατά την προσέγγιση που διατυπώνεται στη Βουλή, στην οικονομική μεγέθυνση του 2009, το 2009 όχι μόνο δεν είχαμε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά παρατηρήσαμε ύφεση -2%.
Άρα υπάρχει ένα πρόβλημα με αυτή τη θεωρία που διατυπώνεται επανειλημμένως εντός και εκτός αυτής της αίθουσας. Διότι υπάρχουν πάρα πολλοί που λένε ότι «η Κυβέρνηση με την επιλογή της μείωσης των ελλειμμάτων οδηγεί ψηλά την ύφεση». Όμως, όπως είπα και προηγουμένως, τελικά και με μεγάλη αύξηση του ελλείμματος, δεν υπήρχε κάποια θετική επίπτωση στην μεγέθυνση.
Εκτός και αν αφήνουν να εννοηθεί ότι πηγαίνοντας το έλλειμμα στο 15,4% μας επέτρεψε να κρατήσουμε την ύφεση στο -2%. Και ερωτώ αν δεν το κάναμε, τότε πού θα πηγαίναμε; Στο -10%; Ακόμη και αν προς στιγμήν δεχθώ ότι είναι σωστό αυτό το επιχείρημα, το 2010 τι θα έπρεπε να κάνουμε;
Η Αριστερά αλλά και η ΝΔ λέει ότι το μείγμα της οικονομικής πολιτικής και ιδιαιτέρως η μείωση των ελλειμμάτων οδηγεί τη χώρα στην ύφεση. Η πραγματικότητα σε ό,τι αφορά το σήμερα είναι η εξής. Λαμβάνοντας ως αφετηρία το 2009, με ύφεση -2% και έλλειμμα 15,4%, αν υιοθετήσουμε την άποψη ότι πρέπει πάση θυσία να κρατήσουμε το ανάχωμα, πού θα έπρεπε το δημοσιονομικό έλλειμμα να αυξηθεί πάνω από το 15,4%; Να πάει στο 20% η στο 25% του ΑΕΠ; Έναντι ποίου οφέλους; Δηλαδή, αν λειτουργήσει η αύξηση του ελλείμματος σύμφωνα με αυτή την θεωρητική προσέγγιση, πόσο μπορεί να ανασχέσει την ύφεση και να την πάει πού; Όσοι διατυπώνουν και υιοθετούν αυτή την προσέγγιση, θα πρέπει να μας εξηγήσουν ακριβώς τι υποστηρίζουν, διότι δεν στηρίζεται σε στερεά θεμέλια αυτή η θεωρητική προσέγγιση.
Ανεξαρτήτως του τι πιστεύει ο οποιοσδήποτε από εκείνους που παρακολουθούν την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ένας καλόπιστος αναλυτής που δεν έχει θεωρητικές προκαταλήψεις -αν ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι κεϋνσυανός ή κλασικός , διότι έτυχε να έχει οικονομική παιδεία και να εντάξει τον εαυτό του σε μια από τις πολλές σχολές οικονομικής σκέψης - αν βρεθεί αντιμέτωπος με μια απλή μαθηματική εξίσωση που περιγράφει τη δυναμική του χρέους και κληθεί από τον οποιονδήποτε να διατυπώσει την άποψή του για το τι πιστεύει ότι μπορεί να συμβεί στο χρέος της Ελλάδος μέσα στα επόμενα χρόνια και αν αυτό το χρέος είναι διαχειρήσιμο ή όχι, το πρώτο πράγμα που θα ρωτήσει, διότι αυτό επιβάλλει η μαθηματική εξίσωση, είναι ποια είναι η εκτίμηση που κάνουμε για την ονομαστική αύξηση του εισοδήματος της χώρας, με ποια επιτόκια θα δανείζεται αυτή η χώρα και ποια είναι τα πρωτογενή πλεονάσματα που μπορεί αυτή χώρα να διασφαλίσει, όχι για τα επόμενα ένα ή δύο χρόνια, αλλά σε βάθος δεκαετίας και δεκαπενταετίας.
Εάν σε αυτόν τον αναλυτή δώσουμε αυτά τα στοιχεία μπορεί να δώσει απάντηση στο ερώτημα αν το χρέος της χώρας μας είναι διαχειρίσιμο ή όχι. Όμως ακόμη και χωρίς να του δώσουμε κανένα στοιχείο, απλώς να του πούμε ότι για παράδειγμα η αφετηρία είναι ένα χρέος της τάξης του 130% ή 140% δεν χρειάζεται να του κάνουμε καμία άλλη υπόδειξη για το ποια είναι η υπόθεση εργασίας σχετικά με την ανάπτυξη ή το επιτόκιο, θα μας πει ότι από ένα τέτοιο υψηλό επίπεδο χρέους θα πρέπει αυτή η χώρα για πάρα πολλά χρόνια να διασφαλίζει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και μάλιστα ιστορικά να έχει καταγραφεί ότι είναι επιτεύξιμα, δηλαδή να είναι πρωτογενή πλεονάσματα που να διασφαλίζουν κοινωνική συνοχή και ευρύτερη κοινωνική συναίνεση στη χώρα.
Δεύτερον, θα μας πει ότι όσο υψηλότερος είναι ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας και όσο χαμηλότερα είναι τα επιτόκια, με τα οποία δανείζεται χώρα, τόσο πιο πιθανό είναι ότι όχι μόνο η χώρα αυτή θα πετύχει να σταθεροποιήσει το χρέος της, αλλά θα καταφέρει κιόλας να το μειώσει.
Ακριβώς επειδή αντιλαμβανόμαστε αυτή την ανάλυση που κάνουν όλοι, εργαζόμαστε προς αυτή την κατεύθυνση και θέτουμε διττό στόχο, δηλαδή το στόχο της ανάπτυξης και τον στόχο της μείωσης των ελλειμμάτων, διότι αν στοχεύσουμε μόνο την ανάπτυξη και δεν κάνουμε τίποτε για τα ελλείμματα, αυτά θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν το χρέος και εκείνο με τη σειρά του θα οδηγηθεί σε μια κατάσταση που θα είναι μη διαχειρίσιμη.
Αν από την άλλη πλευρά, όπως πολύ σωστά επισημαίνεται από πολλούς συναδέλφους, ασχοληθούμε μόνο με τη μείωση των ελλειμμάτων και αδιαφορήσουμε εντελώς για την ανάπτυξη, τότε σας διαβεβαιώ ότι με μαθηματική ακρίβεια η χώρα δεν θα μπορέσει να ξεφύγει από την παγίδα του χρέους.
Επειδή οι προσδοκίες σ' ένα μεγάλο βαθμό διαμορφώνονται από το τι ακριβώς συμβαίνει και ποια είναι τα δεδομένα, εμείς θα πρέπει να επηρεάσουμε με θετικό τρόπο τις προσδοκίες των επενδυτών, των καταναλωτών, των πολιτών, αλλά και όλων όσων σκέφτονται τι πρέπει να κάνουν ως προς την Ελλάδα, δηλαδή αν θα πρέπει να επενδύσουν στη χώρα. Γιατί, ένα καθοριστικό ζήτημα για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας είναι να προσελκύσουμε τις ξένες επενδύσεις, να διαμορφώσουμε θετικές προσδοκίες και να τους πούμε ότι εμείς κάνουμε όλα αυτά τα οποία είναι αναγκαία και απαραίτητα για να λειτουργεί πιο αποτελεσματικά η οικονομία.
Απαντώ στο ερώτημα, το οποίο έθεσε ο κ. Βορίδης για το εάν τελικά η χώρα έχει μία στρατηγική για το πού θέλει να βαδίσει και τι ακριβώς θέλει να πετύχει. Είναι ξεκάθαρο αυτό που θέλουμε να πετύχουμε, κ. Βορίδη. Βεβαίως, θέλουμε να μειώσουμε τα ελλείμματα και για να μειώσουμε τα ελλείμματα ψηφίσαμε το Μεσοπρόθεσμο, για το οποίο όπως ξέρετε ξεσηκώθηκε τεράστια ταραχή, για να αντιμετωπίσουμε τις όποιες αποκλίσεις.
Στα στοιχεία του επταμήνου δεν έχουμε τη δυνατότητα να δούμε την επίδραση από τις παρεμβάσεις οι οποίες έγιναν με τον πρώτο και δεύτερο εφαρμοστικό νόμο.
Αφήστε να δούμε πρώτα ποιές θα είναι οι επιπτώσεις στην εκτέλεση του προϋπολογισμού από τις παρεμβάσεις και βεβαίως μετά να κάνουμε τη συζήτηση για το που πηγαίνει ο προϋπολογισμός.
Επανέρχομαι, όμως, στο ζήτημα της ανάπτυξης - και το λέω αυτό γιατί έχω την εντύπωση ότι πολλές φορές στη δημόσια συζήτηση αλλά και σε συζητήσεις εδώ στην Επιτροπή η ανάπτυξη αντιμετωπίζεται με έναν τρόπο μηχανικό, κατά έναν τρόπο αφαιρετικό. Είναι, δηλαδή, σαν να είναι κάτι το οποίο μπορεί ο οποιοσδήποτε εδώ μέσα να το υλοποιήσει πλην της Κυβέρνησης. Έχουμε, δηλαδή, τριακόσιους βουλευτές; Όσοι ανήκουν στην κυβερνητική πλειοψηφία και κατά τεκμήριο ο Υπουργός των Οικονομικών και οι συναρμόδιοι συνάδελφοί του δεν θέλουν την ανάπτυξη. Όσοι είναι στην αντιπολίτευση μέσα στην Βουλή, αλλά και έξω από την Βουλή, κοινωνικοί εταίροι που τοποθετούνται δημόσια είναι σαν να έχουν βρει αυτόν τον μαγικό τρόπο με τον οποίο η ανάπτυξη στην Ελλάδα μπορεί να διασφαλιστεί πατώντας ένα κουμπί.
Δηλαδή, όταν ακούει τις προτάσεις που διατυπώνονται έχει την αίσθηση ότι κάποιοι αντιμετωπίζουν το γραφείο του Υπουργού Οικονομικών ως ένα γραφείο το οποίο έχει έναν πίνακα επάνω, ένα μενού με διάφορες επιλογές. Τι έλλειμμα θέλω, τι ανάπτυξη θέλω. Πατώ ένα κουμπί και ζητώ μια ανάπτυξη 3%, πατάω αυτό το κουμπί και έρχεται η ανάπτυξη. Η ανάπτυξη δεν είναι μια μηχανική διαδικασία. Η ανάπτυξη είναι μια σύνθετη διαδικασία και δεν είναι τυχαίο ότι έχουν αφιερωθεί τόνοι χαρτιού για να καταγραφούν απόψεις από πολλούς, οι οποίοι πραγματικά προσπαθούν να δώσουν μια απάντηση, πώς οι οικονομίες χωρών μπορούν να διασφαλίσουν μια διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Λέω, λοιπόν, ότι για να έχεις ανάπτυξη, θα πρέπει να διασφαλίσεις μια σταθερότητα. Η σταθερότητα αυτή, την οποία απαιτεί, είναι αναγκαία, γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσουμε να προσελκύσουμε ξένες επενδύσεις αλλά και εγχώριες, αλλά είναι και ο μόνος τρόπος η σταθερότητα αυτή μαζί με τις διαρθρωτικές αλλαγές να επιτρέψουν στην Ελλάδα να αξιοποιήσει την δυνατότητα πρόσβασης σε διεθνείς αγορές και σε ένα μεγάλο βαθμό να προχωρήσει και στην υποκατάσταση των εισαγωγών. Το λέω αυτό, διότι, στο δημόσιο διάλογο που γίνεται παραβλέπεται επίσης ένα άλλο σημαντικό γεγονός.
Έφτασε η ελληνική οικονομία σε συνθήκες ΟΝΕ να έχει ένα έλλειμμα στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών της τάξης του 14,5%. Αλήθεια, αναρωτήθηκε ποτέ κανένας τι ακριβώς σημαίνει 14,5% έλλειμμα μέσα σε μια νομισματική ένωση; Το έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυτής της τάξης είναι ταυτόσημο με διόγκωση της ανεργίας. Απλώς η ταχύτητα με την οποία καταγράφονται οι εξελίξεις και οι επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία σε σχέση με αυτό που καταγράφεται στο έλλειμμα του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών δεν είναι γραμμική συνάρτηση. Δηλαδή, δεν έχω την διόγκωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και την επόμενη μέρα έχω την αύξηση της ανεργίας. Έρχεται με κάποια υστέρηση, γι’ αυτό και φτάσαμε το 2007 και το 2008, να έχουμε ένα έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της τάξης του 14,5% και αμέσως μετά κατέρρευσε η ανάπτυξη, η οποία ήταν σε σαθρά θεμέλια και μαζί με την κατάρρευση της ανάπτυξης ήρθε και η διόγκωση της ανεργίας.
Ας μην ψάχνουνε, λοιπόν, να βρούνε κάποιοι την αφορμή της διόγκωσης της ανεργίας και την επιμήκυνση της ύφεσης αποκλειστικά και μόνο στην εφαρμογή του συγκεκριμένου οικονομικού προγράμματος. Ας αναζητούσουν τα μακροοικονομικά μεγέθη της δεκαετίας του 2000 και ιδιαίτερα από το 2001 και μετά όταν η χώρα μπήκε στην ΟΝΕ και ας αναλογιστούν τι όφειλε να κάνει μια χώρα μέλος μιας νομισματικής ένωσης, η οποία ξέρει ότι μετέχοντας στην ένωση χάνει το βασικότερο εργαλείο πολιτικής το οποίο διέθετε μέχρι εκείνη την ημέρα και εννοώ τη νομισματική πολιτική και βέβαια, τη συναλλαγματική πολιτική.
Δεν μπορεί να καθορίσει τα επιτόκια, διότι δεν έχει δικιά της κεντρική τράπεζα. Δεν μπορεί να καθορίσει τη συναλλαγματική υποτίμηση. Αυτά είναι τα δύο βασικά εργαλεία που χρησιμοποίησε η Ελλάδα από το 1950 μέχρι το 2001. Σήμερα, είναι υποχρεωμένη, σε περίπτωση που βρεθεί αντιμέτωπη με μία αρνητική διαταραχή, να έχει στη διάθεσή της μόνο ένα εργαλείο. Ποιο είναι αυτό το εργαλείο; Το εργαλείο της δημοσιονομικής πολιτικής. Μόνο με αυτό μπορείς, πραγματικά να ακολουθήσεις μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική και να στηρίξεις τη ζήτηση όταν το πρόβλημα, η διαταραχή με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η οικονομία είναι πρόβλημα ζήτησης.
Με βάση αυτή τη προσέγγιση από το 2001 και μετά συστηματικά, θα έπρεπε η χώρα να προχωρεί όχι σε αύξηση των ελλειμμάτων αλλά σε μείωση των ελλειμμάτων, όχι μόνο σε μείωση των ελλειμμάτων, αλλά σε διαμόρφωση πλεονασμάτων, διότι είχαμε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Αν λοιπόν κάποιος θεωρεί τον εαυτό του στρατευμένο σε μια κενσιανή προσέγγιση της πραγματικότητας αυτό θα έπρεπε να προτείνει. Ο Κέυνς, τι είπε; Απλά πράγματα, ότι όταν έχεις ύφεση, ενεργοποιείς τη δημόσια δαπάνη για να στηρίξεις τη ζήτηση, αλλά όταν πηγαίνεις με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης μηδενίζεις τα ελλείμματα, τα κάνεις πλεονάσματα, έτσι ώστε να απομοιώσεις το χρέος, το οποίο συσσωρεύεται κατά την περίοδο της ύφεσης και των ελλειμμάτων.
Δυστυχώς η χώρα μας, από το 2001 και μετά, ουδέποτε εργάστηκε κατά έναν τρόπο συστηματικό να προχωρήσει σε μείωση του δημόσιου χρέους.
Το δημόσιο χρέος, έχω τοποθετηθεί πολλές φορές και εδώ στην Επιτροπή για το θέμα αυτό, συνέχισε να διογκώνεται. Ταυτόχρονα διογκώνονταν και το εξωτερικό χρέος. Αυτές ήταν οι αφετηρίες της κρίσης την οποία τώρα παρατηρούμε.
Έχουμε λοιπόν διπλό πρόβλημα. Πρόβλημα υψηλού χρέους δημόσιου και εξωτερικού χρέους. Αλλά έχουμε και μία παραγωγική βάση, η οποία δεν είναι ανταγωνιστική, δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που διαμορφώθηκαν από την παγκοσμιοποίηση. Δεν μπορεί, δηλαδή, να διαδραματίσει τον ιστορικό της ρόλο στον νέο παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και να οδηγήσει τη χώρα στην ανάπτυξη. Αυτά, για να κλείσουμε τη συζήτηση για το τι πρέπει να γίνεται και τι δεν πρέπει να γίνεται.
Επειδή τέθηκαν μια σειρά από ερωτήματα, θέλω να απαντήσω στο πρώτο και βασικό ερώτημα που αφορά στις δαπάνες και ιδιαίτερα τις πρωτογενείς.
Κύριε Καράογλου, ειλικρινά σας λέω, δεν ήθελα να σας διακόψω την ώρα που κάνατε την τοποθέτησή σας, θα ήθελα να δείτε - αν δεν μπορούμε να το κάνουμε σήμερα μπορούμε να τα κάνουμε στην επόμενη συζήτηση - την εκτέλεση του προϋπολογισμού, να παρακολουθήσετε τις επιμέρους δαπάνες, δηλαδή, να παρακολουθήσετε ποια είναι η πορεία των κονδυλίων για αποδοχές και συντάξεις, ποια είναι η πορεία των κονδυλίων για ασφάλιση, περίθαλψη και κοινωνική προστασία και ποια είναι η πορεία των λειτουργικών δαπανών. Διότι στο δημόσιο διάλογο, ακούω από διάφορους περιπατητές της φιλοσοφικής σχολής, να διατυπώνεται η άποψη, ότι υπάρχουν δαπάνες λειτουργικές-καταναλωτικές τις οποίες δεν έχει συγκρατήσει η Κυβέρνηση και υπάρχει αυτήν τη στιγμή μια τεράστια σπατάλη και αυτό ευθύνεται για το γεγονός ότι έχει ξεφύγει ο προϋπολογισμός. Είναι χρήσιμο όταν συζητάμε η συζήτηση να γίνεται με βάση τα πραγματικά στοιχεία.
Για αποδοχές και συντάξεις στο επτάμηνο του Ιουλίου του 2011, έχουμε δώσει 12,7 δισ. ευρώ, όταν πέρυσι δώσαμε 13,2 δισ. ευρώ. Άρα, έχουμε σαφή μείωση, άρα, έχουμε 500 εκατ. λιγότερα σε σχέση με πέρυσι στο επτάμηνο για αποδοχές και συντάξεις.
Στην ασφάλιση, περίθαλψη και κοινωνική προστασία, δώσαμε πέρυσι τέτοιο καιρό 8.217 εκ. ευρώ και φέτος 10.721 εκ. ευρώ. Άρα, έχουμε μια αύξηση η οποία είναι περίπου 2,5 δισ.
Στις λειτουργικές και λοιπές δαπάνες 4.072 εκ. ευρω πέρυσι στο πρώτο επτάμηνο, 3.311 εκ. ευρω φέτος. Άρα, έχουμε περικοπή των λειτουργικών και λοιπών δαπανών κατά 700 εκατ..
Όλοι αυτοί λοιπόν που συζητούν και λένε ότι η Κυβέρνηση εξακολουθεί να κάνει σπατάλες, πού ακριβώς εδράζουν τα επιχειρήματά τους αυτά; Διότι τα επιχειρήματα προκύπτουν από αυτόν εδώ τον πίνακα. Και βεβαίως, πέρα από τις αυξημένες δαπάνες για την επιχορήγηση, των ταμείων έχουμε και τις αυξημένες δαπάνες για τους τόκους. Ξέρετε πολύ καλά, ότι παρέμβαση πάνω στο ζήτημα των τόκων, πέρα από τις διαπραγματεύσεις που κάναμε για να διασφαλίσουμε ότι από δω και πέρα η χώρα θα δανείζεται με πολύ χαμηλότερα επιτόκια, δεν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε. Άρα, ότι ήταν να εξασφαλίσουμε σε ότι αφορά τον τόκο με τον οποίο εξυπηρετείται το δημόσιο χρέος, το πετύχαμε μέσα από τη συμφωνία της 21ης Ιουλίου, η οποία πραγματικά διασφαλίζει για τη χώρα, όχι μόνο επιμήκυνση της μέσης ληκτότητας του χρέους, αλλά και πολύ χαμηλά επιτόκια.
Το μόνο λοιπόν στοιχείο το οποίο έχει ξεφύγει, σχετίζεται με τις επιχορηγήσεις των ασφαλιστικών ταμείων και του ΟΑΕΔ. Και σας ερωτώ, λοιπόν, θέλετε και προτρέπετε την Κυβέρνηση να προχωρήσει σε περικοπή αυτών των κονδυλίων;
Ξέρετε πάρα πολύ καλά ότι γίνεται μία προσπάθεια αυτή την στιγμή να εξορθολογήσουμε όλες τις δαπάνες με βάση την αποτελεσματικότητα. Θα ήθελα λοιπόν την επόμενη φορά που θα βρεθούμε σε αυτή την αίθουσα και θα ειπωθεί από κάποιους ότι έχουνε ξεφύγει οι πρωτογενείς δαπάνες, για να δείξουν ότι η Κυβέρνηση σε σχέση με πέρυσι έχει χάσει τον έλεγχο, να έρθει κάποιος και να καταθέσει στοιχεία από τα οποία να προκύπτουν ότι έχουν ξεφύγει οι λειτουργικές και οι υπόλοιπες δαπάνες.
Έρχομαι στο ζήτημα των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Σε ένα βαθμό παρατηρείται μία αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών γιατί υπάρχουν εγγενείς αδυναμίες στον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης υπό τα νέα δεδομένα του νέου δημόσιου λογιστικού. Θα ήθελα να σας ενημερώσω και να σας διαβεβαιώσω ότι το ποσοστό διάθεσης πιστώσεων στο πρώτο επτάμηνο είναι της τάξης του 49%. Κοιτάξτε, λοιπόν, τι απορροφητικότητα έχουμε στις λειτουργικές δαπάνες και ιδιαίτερα στις προμήθειες. Αν λοιπόν, κοιτάξει κάποιος τον πίνακα, θα διαπιστώσει ότι η απορροφητικότητα για παράδειγμα στις προμήθειες είναι της τάξης του 23,5%. Ενώ το Γενικό Λογιστήριο έχει αποδεσμεύσει πιστώσεις της τάξης του 49% η απορροφητικότητα είναι το 23%.
Έχουμε, λοιπόν, την εξής αδυναμία. Τους έχουν χορηγηθεί τα χρήματα, είναι στην διάθεση τους για να μπορέσουν να τα χρησιμοποιήσουν προκειμένου να αποπληρώσουν, άλλα υπάρχει μία αδυναμία του μηχανισμού να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Είναι, η εφαρμογή του μητρώου δεσμεύσεων, είναι η εφαρμογή του νέου δημόσιου λογιστικού, η προσαρμογή των μηχανογραφικών συστημάτων, που έχει εμποδίσει τους μηχανισμούς της δημόσιας διοίκησης να απορροφήσει τις πιστώσεις.
Βέβαια, υπάρχει και μία πάγια πρακτική από πολλούς φορείς, να αφήνουν την αποπληρωμή για τους τελευταίους μήνες με ιδιαίτερο σημείο αναφοράς το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Δηλαδή, υπάρχει ένας πολύ αργός ρυθμός τους πρώτους μήνες σε ό,τι αφορά τις δαπάνες, ο οποίος επιταχύνεται πάρα πολύ τους τελευταίους μήνες.
Επομένως, θα δείτε και αυτή είναι η εκτίμησή μας, ότι θα υπάρξει μία σημαντική διαδικασία εξορθολογισμού των ληξιπρόθεσμων οφειλών, διότι είναι και μία από τις συμβατικές μας υποχρεώσεις.
Θα ήθελα να σας πω στο σημείο αυτό ότι ένας απ' τους λόγους για τον οποίο εμείς επιμένουμε ότι θα πρέπει να επιταχύνουμε την υλοποίηση των αποφάσεων της 21ης Ιούλιου, είναι γιατί μέρος από τη ρευστότητα που θα χορηγηθεί στην Ελλάδα έχει χορηγηθεί με το σκεπτικό ότι με μέρος αυτής θα προχωρήσουμε στην οριστική και πλήρη εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Δηλαδή, μέσα στα 109 δισεκατομμύρια, ένα ποσόν θα χορηγηθεί για να εξοφλήσουμε αυτό το στόχο των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Στόχος μας, είναι, να θέσουμε υπό έλεγχο την δυναμική και των πληρωτέων και των ληξιπρόθεσμων οφειλών.
Έκανε ορισμένες επισημάνσεις ο συνάδελφός ο κ.Λαφαζάνης, σε ό,τι αφορά: Πρώτον, την ποιότητα των στοιχείων, σε ό,τι αφορά τη συχνότητα των στοιχείων και έθεσε και ορισμένα ερωτήματα. Πρώτα-πρώτα, θα ήθελα να επισημάνω ότι ποτέ τουλάχιστον σε αυτά τα δύο χρόνια που είμαι στη θέση του υπεύθυνου του Γενικού Λογιστηρίου δεν έχω αρνηθεί να καταθέσω στοιχεία. Έχω ζητήσει κάθε φορά να μου υποδεικνύεται ποιες είναι οι αλλαγές που πρέπει να κάνω στο δελτίο, έτσι ώστε, να είναι διαφανέστερη και αποδοτικότερη, για τις εργασίες της συγκεκριμένης Επιτροπής η παρουσίαση των στοιχείων. Έχουμε δεσμευθεί ότι τα στοιχεία για κάθε μήνα θα δημοσιοποιούνται, τα μεν προκαταρκτικά στις 10 του επόμενου μήνα και τα οριστικά στις 20 του επόμενου μήνα.
Βεβαίως, πολύ σωστά επισημαίνετε ότι εξακολουθεί να υπάρχει μια υστέρηση ενός μήνα, μεταξύ των στοιχείων της Κεντρικής Κυβέρνησης και των στοιχείων της Γενικής. Δηλαδή, αυτή τη στιγμή μπορούμε να έχουμε στοιχεία του Ιουλίου στην Κεντρική Κυβέρνηση και του Ιουνίου στη Γενική Κυβέρνηση. Αλλά, αυτό δεν αναιρεί την πραγματικότητα ότι αυτή τη στιγμή έχουμε στοιχεία εξαμήνου στη Γενική Κυβέρνηση. Αν τώρα, για τον οποιοδήποτε λόγο, αυτά τα στοιχεία δεν φτάνουν στα χέρια των μελών της Επιτροπής, θα ζητήσω να επικοινωνήσει η Πρόεδρος της Επιτροπής με το Γενικό Λογιστήριο, έτσι ώστε να διασφαλίσουμε ότι κάθε φορά που γίνεται αυτή η συζήτηση, μαζί με τα στοιχεία του προϋπολογισμού της Κεντρικής Κυβέρνησης να έρχονται και τα στοιχεία της Γενικής, ώστε να μας δίνεται και η δυνατότητα να τα συζητήσουμε.
Βέβαια, καταγράφω ως αδυναμία του Γενικού Λογιστηρίου, το ότι δεν κατάφερε ακόμη να έχει για την ίδια χρονική περίοδο στοιχεία της Κεντρικής Κυβέρνησης και της Γενικής Κυβέρνησης και να έχουμε αυτή την υστέρηση του ενός μήνα. Αλλά, σαφέστατα, αποτελεί θεσμική κατάκτηση σε σχέση με το παρελθόν, όπου δεν ειχαμε στοιχεία, μηνιαία, της Γενικής Κυβέρνησης.
Έρχομαι τώρα στα ερωτήματα που έθεσε ο κ. Λαφαζάνης για τις εκδόσεις ομολόγων που χρησιμοποιήθηκαν για να πληρωθούν και να εξοφληθούν οι προμηθευτές των νοσοκομείων. Είπατε: «Συγνώμη, τα 4152 που αναφέρονται στον πίνακα κάτω από τον τίτλο εισπράξεις - πληρωμές που δεν περιλαμβάνονται στον παραπάνω πίνακα, δεν επηρεάζουν την εκτέλεση του προϋπολογισμού και κατά συνέπεια και το έλλειμμα;». Η αλήθεια είναι ότι όχι. Δημοσιονομικά και κατά ESA 95 δεν το επηρεάζουν, διότι πρόκειται για ληξιπρόθεσμες οφειλές οι οποίες υπήρχαν μέχρι το 2009 ή το 2010 και έχουν καταγραφεί στα ελλείμματα των προηγούμενων χρόνων. Αν θέλετε μπορείτε να μας ελέγξετε κοινοβουλευτικά ως προς αυτό, υποβάλλοντας μια ερώτηση. Δεσμεύομαι, όμως, με αυτό που σας λέω τώρα. Όλες αυτές οι οφειλές έχουν ταξινομηθεί τη χρονιά που γεννήθηκαν.
Στο σημείο να σας υπενθυμίσω τι ακριβώς έχει συμβεί με τις δαπάνες των νοσοκομείων από το 1997 μέχρι και σήμερα, το οποίο είναι ένα άλλο θέμα συζήτησης. Έχουμε τις εξής ρυθμίσεις χρεών: το 1997, 570 εκατ. ευρώ, το 2001, 960 εκατ. ευρώ, το 2004, αμέσως μόλις ανέλαβε η Ν.Δ., 2,6 δισ. ευρώ και το 2010, 4,8 δισ. ευρώ.
Βεβαίως, αυτό το ποσό δείχνει και το μέγεθος του προβλήματος, διότι η Βουλή ψηφίζει με τον προϋπολογισμό συγκεκριμένες επιχορηγήσεις που αφορούν τη λειτουργία των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, αλλά όλο αυτό το χρονικό διάστημα, από το 1997 μέχρι και σήμερα, τελικά οι πραγματικές δαπάνες των νοσοκομείων ήταν πολύ μακριά σε σχέση με αυτά που έπαιρναν από τον τακτικό προϋπολογισμό. Έτσι, φτάσαμε στο σημείο μέσα στο βάθος μιας δεκαπενταετίας με δύο διαφορετικές κυβερνήσεις, ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Ν.Δ., να έχουν δοθεί περίπου 10 δισ. ευρώ για να εξυπηρετηθούν τα χρέη των νοσοκομείων. Δεν θα πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό το σύστημα έχει παθογένειες και θα πρέπει κάποτε να θέσουμε υπό έλεγχο και να μη φτάνουμε στο σημείο μετά από μια τριετία ή τετραετία να ερχόμαστε στη Βουλή και να καταθέτουμε νομοσχέδια με τα οποία αναλαμβάνει η κυβέρνηση να αποπληρώσει τις συσσωρευμένες υποχρεώσεις;
Ο στόχος είναι να αντιμετωπίσουμε όλα αυτά τα προβλήματα. Το ζήτημα είναι ότι θα έπρεπε να μας ελέγξετε όσον αφορά στο αν εμείς προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε αυτές τις παθογένειες ή όχι και αν νομίζετε ότι το επιχειρούμε αυτό με λανθασμένο τρόπο, εκεί να μας ασκήσετε κριτική. Όχι, όμως, να έρχεστε και να λέτε ότι αυτή η Κυβέρνηση έχει διογκώσει τις σπατάλες, όταν βλέπετε ότι τα περισσότερα από τα μεγέθη τα οποία αυτή τη στιγμή έχουν οδηγήσει σε απόκλιση των πρωτογενών δαπανών του 2011 σε σχέση με το 2010 προέρχεται κυρίως από επιχορηγήσεις ασφαλιστικών ταμείων λόγω των προβλημάτων της ύφεσης.
Έρχομαι στο γενικότερο ζήτημα των μακροοικονομικών προβλέψεων.
Λέτε, δεν μπορούσε η κυβέρνηση να εκτιμήσει ότι αυτή θα ήταν η ύφεση; Δεν μπορούσε να εκτιμήσει ότι αυτή θα ήταν η ανεργία και επομένως να κάνει τις ανάλογες προβλέψεις;
Δεν ισχυρίζομαι ότι εμείς έχουμε στο Γενικό Λογιστήριο και στο Υπουργείο Οικονομικών γενικότερα το καλύτερο μακροοικονομικό μοντέλο. Εκείνο όμως για το οποίο μπορώ να σας επιβεβαιώσω είναι ότι ούτε σχεδιάζουμε στο κενό, ούτε αγνοούμε τις εκτιμήσεις άλλων φορέων οι οποίες δημοσιοποιούνται.
Όταν λοιπόν λέτε: «Μα καλά αυτή η Kυβέρνηση δεν ήξερε ότι αυτή η πολιτική οδηγεί στην ύφεση;» βεβαίως και είχαμε πει από την πρώτη στιγμή ότι θα έχουμε ύφεση το 2011. Εκείνο το οποίο δεν μπορούσαμε να εκτιμήσουμε είναι το μέγεθος της ύφεσης, διότι πιστεύαμε ότι θα εξελιχθεί κοντά στα επίπεδα που λίγο ή πολύ προέβλεπαν και άλλοι διεθνείς οργανισμοί.
Εμείς είπαμε στο Μεσοπρόθεσμο ότι θα είναι -3,5%. Η αυστηρότερη εκτίμηση που υπήρχε και ήταν αυτή της Τράπεζας της Ελλάδος, ήταν για -3,9 με -4%. Κανένας δεν αναφέρθηκε σε μεγέθη πάνω από 4% με εξαίρεση αν δεν απατώμαι έναν οργανισμό.
Όσον αφορά τις εκτιμήσεις όμως, υπάρχει πάντοτε ένα εύρος εντός του οποίου κινούνται. Και αυτό το εύρος καθορίζει ποια θα είναι η τελική κατάληξη σε ότι αφορά τα έσοδα, τις ασφαλιστικές εισφορές, τα επιδόματα ανεργίας.
Όμως ο Προϋπολογισμός δεν μπορεί να γίνεται στην βάση ενός εύρους, δηλαδή δεν μπορώ να πω για παράδειγμα ότι εκτιμώ ότι η ανάπτυξη θα κυμανθεί από εκεί μέχρι εκεί, άρα τα φορολογικά έσοδα θα κυμανθούν από εκεί μέχρι εκεί, άρα τα ασφαλιστικά έσοδα θα κυμανθούν από εκεί μέχρι εκεί.
Πρέπει να επιλέξω μια συγκεκριμένη εκτίμηση για το που θα διαμορφωθεί και στην βάση αυτής της εκτίμησης να καταστρώσω τον Προϋπολογισμό. Αν για τον οποιοδήποτε λόγο υπάρχουν αποκλίσεις τότε φροντίζω με παρεμβάσεις να αντιμετωπίσω αυτές τις αποκλίσεις.
Το λέω αυτό διότι εδώ συμπεριφερόμαστε και τοποθετούμαστε σαν να μην έχουμε ιστορική εμπειρία Προϋπολογισμού προηγούμενων χρόνων, όπου πολλές φορές ήταν τεράστιες οι αποκλίσεις όχι μόνο στα μακροοικονομικά μεγέθη τα οποία χρησιμοποιήθηκαν αλλά και στις εκτιμήσεις που υπήρχαν τόσο ως προς τα έσοδα, όσο και στα έξοδα.
Αλλά και εμείς ως Γενικό Λογιστήριο και το Υπουργείο Οικονομικών, δεν θα παραιτηθούμε από την προσπάθειά μας να βελτιώσουμε ακόμη περισσότερο την ποιότητα των εκτιμήσεων. Μάλιστα φέτος θα προσπαθήσουμε να δούμε αν είναι δυνατόν, να υπάρχει και μέσα στην εισηγητική του Προϋπολογισμού, ένα εύρος εκτιμήσεων για το που βρίσκεται η ανάπτυξη έτσι ώστε πραγματικά να βελτιώσουμε το περιεχόμενο της εισηγητικής έκθεσης.