Αθήνα, 22 Ιουνίου 2010
ΟΜΙΛΙΑ
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ
ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΣΤΗ ΔΙΑΡΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
Για το υπό κατάθεση νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών:
«Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις οδηγίες 2007/64/ΕΚ, 2007/44/ΕΚ και 2010/16/ΕΕ που αφορούν υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, προληπτική αξιολόγηση προτάσεων απόκτησης συμμετοχής σε επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα και άλλες διατάξεις».
Κύριες και κύριοι συνάδελφοι,
με το προσχέδιο που σας δόθηκε και το σχέδιο νόμου που θα ακολουθήσει επιδιώκεται η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία τριών ευρωπαϊκών οδηγιών. Ουσιαστικά το μεγαλύτερο μέρος από το σχέδιο νόμου που θα κατατεθεί αφορά τρείς οδηγίες, την οδηγία 2007/64 που αφορά τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά και τις 2007/44 και 2010/16 που αφορούν την προληπτική αξιολόγηση προτάσεων απόκτησης συμμετοχής σε επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα. Επιπλέον κατατίθεται μια σειρά από λοιπές διατάξεις, τροποποιήσεις στο νόμο 3601 του 2007 ώστε να είναι συμβατός με την ενσωμάτωση της οδηγίας 2007/44. Τέλος, στις λοιπές διατάξεις του σχεδίου που θα κατατεθεί περιέχεται και το σχετικό άρθρο με το οποίο παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών προκειμένου να εκπροσωπεί το ελληνικό δημόσιο στον πρόσφατο ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης.
Το πρώτο μέρος του σχεδίου που θα κατατεθεί έχει ως σκοπό την εναρμόνιση του ελληνικού δικαίου με τις διατάξεις της οδηγίας 2007/64. Έτσι θεσμοθετείται ένα σύγχρονο νομοθετικό πλαίσιο για τη δημιουργία ενός ενιαίου πλαισίου στον τομέα των υπηρεσιών πληρωμών και την ορθή και ενιαία λειτουργία της αγοράς των υπηρεσιών πληρωμών. Η πλειονότητα των κρατών μελών έχει ενσωματώσει πλήρως την οδηγία αλλά 6 κράτη - μέλη, η Κύπρος, η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Σουηδία δεν έχουν ενσωματώσει όλες ή ορισμένες από τις διατάξεις της. Ειδικότερα, η Ελλάδα, η Σουηδία και η Πολωνία δεν έχουν ακόμη ενσωματώσει καμία από τις διατάξεις της οδηγίας για τις υπηρεσίες πληρωμών ενώ η προθεσμία για την ενσωμάτωση έληξε τον Νοέμβριο 2009.
Στόχος της οδηγίας και του σχεδίου νόμου είναι η ενίσχυση του ανταγωνισμού, η μεγαλύτερη διαφάνεια και η αυξημένη υποχρέωση ενημέρωσης στην αγορά υπηρεσιών πληρωμών προς όφελος των καταναλωτών και άλλων χρηστών υπηρεσιών πληρωμών, διασφάλιση της ισότιμης και απρόσκοπτης πρόσβασης τους στις αγορές πληρωμών και η βελτίωση της προστασίας των δικαιωμάτων των καταναλωτών. Αυτό αποτελεί μέρος της θεμελιώδους πολιτικής και σκοπού της Κοινότητας, δηλαδή της δημιουργίας ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα μέσα στον οποίο διασφαλίζεται η ελεύθερη και απρόσκοπτη διακίνηση και κυκλοφορία εμπορευμάτων, προσώπων, υπηρεσιών και κεφαλαίων καθώς και η λειτουργία εκείνων των προϋποθέσεων και συνθηκών προκειμένου η οικονομία της ζώνης του ευρώ να είναι σε θέση να αξιοποιήσει πλήρως τα οφέλη της νομισματικής ένωσης.
Αρχικά κατά την εισαγωγή του ενιαίου νομίσματος το 1999 αναπτύχθηκε το σύστημα Target το οποίο αφορούσε ένα ενιαίο σύστημα πληρωμών μεγάλης αξίας σε ευρώ. Αυτό έλυσε πολλά ζητήματα των μεγάλων διατραπεζικών κυρίως συναλλαγών. Παρά τη δρομολόγηση μιας σειράς ρυθμίσεων και ευρωπαϊκών αποφάσεων για το τομέα των πληρωμών, αντίστοιχη βελτίωση δεν υλοποιήθηκε και στον χώρο των συναλλαγών μικρής αξίας. Παρά το γεγονός ότι στη πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών υπάρχουν αξιόπιστα συστήματα πληρωμών μικρής αξίας, παρατηρούμε, ότι αυτά έχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις στα πρότυπα τους, ενώ καταγράφεται σημαντική υστέρηση στην ανάπτυξη των ηλεκτρονικών πληρωμών. Αξίζει χαρακτηριστικά να αναφέρω ότι με βάση τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το 2008 η ποσότητα του ηλεκτρονικού χρήματος σε κυκλοφορία ανερχόταν μόλις σε 731 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με τα 723 δισ. εκατ. ευρώ σε μετρητά.
Αναγκαστικά λοιπόν σε ένα τέτοιο περιβάλλον οι εταιρείες αλλά και οι καταναλωτές που διενεργούν μεγάλο αριθμό διασυνοριακών πληρωμών, έρχονται αντιμέτωπες με πολύπλοκες και συχνά υψηλού κόστους διαδικασίες. Για παράδειγμα συχνά αναγκάζονται να τηρούν τραπεζικούς λογαριασμούς σε πολλές από τις χώρες που ασκούν επιχειρηματικές δραστηριότητες. Αυτό επηρεάζει αρνητικά τόσο τις διασυνοριακές πληρωμές όσο και τις εγχώριες πληρωμές σε ευρώ. Επίσης θέτει εμπόδια στην ανάπτυξη καινοτόμων πρακτικών και στον ανταγωνισμό στο επίπεδο της ζώνης του ευρώ. Ταυτόχρονα τα αντισυμβαλλόμενα μέλη σε μια συναλλαγή μπορούν επίσης να υπόκεινται σε διαφορετικούς κανόνες και απαιτήσεις ανάλογα με τη χώρα προέλευσης. Η δημιουργία ενός κοινού πλαισίου θα επιτρέψει την παροχή καινοτόμων λύσεων στον τομέα των πληρωμών ανεξάρτητα από τα εθνικά σύνορα. Ο στόχος του Ενιαίου Χώρου Πληρωμών σε Ευρώ είναι η δημιουργία μιας ολοκληρωμένης, ανταγωνιστικής και καινοτόμου αγοράς πληρωμών μικρής αξίας για όλες τις πληρωμές σε ευρώ χωρίς μετρητά, οι οποίες με τη πάροδο του χρόνου θα διενεργούνται εξ’ ολοκλήρου ηλεκτρονικά.
Εδώ, πρέπει να διευκρινιστεί πως η Οδηγία και κατ’ ακολουθία το παρόν σχέδιο νόμου, εξαιρεί από το πεδίο της εφαρμογής του, τις συναλλαγές με αξιόγραφα, προωθώντας κυρίως τις πληρωμές διαμέσου ηλεκτρονικών μέσων, όπως αναφέρθηκε παραπάνω και ρυθμίζει αποκλειστικά τις ενδιάμεσες υπηρεσίες πληρωμών. Δηλαδή, τις περιπτώσεις εκείνες όπου μεταξύ αυτού που πληρώνει και αυτού που εισπράττει, παρεμβάλλεται πάροχος υπηρεσιών πληρωμής. Γίνεται, λοιπόν, εύκολα αντιληπτό, ότι η ύπαρξη μιας εύρυθμης, σωστής και ενιαίας λειτουργίας της αγοράς των υπηρεσιών πληρωμών, επιφέρει πολλαπλές ωφέλειες, τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τις επιχειρήσεις.
Γι’ αυτό και η Οδηγία εναρμονίζει το νομικό πλαίσιο των υπηρεσιών πληρωμών στην Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένων των όρων των πληροφοριών, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των μερών, στοχεύοντας να αναπτύξει τις υποδομές, τις διαδικασίες, τους κοινούς κανόνες και τα πρότυπα που απαιτούνται για ένα πανευρωπαϊκό σύστημα πληρωμών. Στις υπηρεσίες πληρωμών, περιλαμβάνονται οι υπηρεσίες που επιτρέπουν την τοποθέτηση μετρητών σε λογαριασμό πληρωμών, την ανάληψη μετρητών από λογαριασμό πληρωμών, την εκτέλεση πράξεων πληρωμής, ακόμα και αν τα ποσά καλύπτονται από πιστωτικό άνοιγμα. Την εκτέλεση εντολών άμεσης χρέωσης, συμπεριλαμβανομένης της εφάπαξ άμεσης χρέωσης, την εκτέλεση πράξεων πληρωμής με κάρτα πληρωμής ή ανάλογο μέσο, την εκτέλεση μεταφορών πίστωσης συμπεριλαμβανομένων των πάγιων εντολών, την έκδοση και την αποδοχή μέσων πληρωμών, όπως για παράδειγμα κάρτας ή εμβασμάτων.
Ενισχύεται ο ανταγωνισμός με τον καθορισμό των φορέων, που παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών και με τη ρύθμισή της πρόσβασής τους στα συστήματα πληρωμών. Τέτοιοι φορείς, είναι τα πιστωτικά ιδρύματα, τα ιδρύματα έκδοσης ηλεκτρονικού χρήματος, τα ιδρύματα πληρωμών, τα Ελληνικά Ταχυδρομεία, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες, όταν δεν ενεργούν υπό την ιδιότητά τους ως Νομισματικές Αρχές. Επιπλέον, θεσμοθετείται μια νέα μορφή χρηματοδοτικού ιδρύματος, τα «Ιδρύματα Πληρωμών». Αυτά θα επιτρέπεται να παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών, χωρίς όμως να καθίστανται πιστωτικά ιδρύματα, ενώ θα τελούν υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Καθορίζεται ο τρόπος αδειοδότησής τους και οι μεταβατικές διατάξεις για όλα τα νομικά πρόσωπα, που ήδη παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες.
Σε ό,τι αφορά τις υποχρεώσεις διαφάνειας συμβατικών όρων και πληροφόρησης κατά την παροχή υπηρεσιών πληρωμών, καθιερώνεται διαφάνεια των όρων και θεσπίζονται απαιτήσεις ενημέρωσης των χρηστών των υπηρεσιών των πληρωμών. Ο φορέας παροχής υπηρεσιών πληρωμών δεν επιτρέπεται κατ’ αρχήν να χρεώνει τον χρήστη υπηρεσιών πληρωμών για την παροχή των προβλεπόμενων πληροφοριών. Για τις μεμονωμένες πράξεις πληρωμών θεσπίζεται η υποχρέωση προηγούμενης γενικής ενημέρωσης των χρηστών πληρωμών από τον φορέα παροχής υπηρεσιών πληρωμών, η υποχρέωση παροχής εκτεταμένης πληροφόρησης στον πληρωτή μετά την λήψη εντολής πληρωμής και η υποχρέωση παροχής πληροφοριών στον δικαιούχο μετά την εκτέλεση της συναλλαγής πληρωμής.
Σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, ο φορέας παροχής υπηρεσιών πληρωμής απαγορεύεται να αποστέλλει εργαλεία πληρωμής, χωρίς προηγούμενο αίτημα του χρήστη, εκτός αν πρόκειται για την κατάσταση υφιστάμενου εργαλείου πληρωμών. Ο φορέας παροχής υπηρεσιών πληρωμών πρέπει να παρέχει τα μέσα για να είναι δυνατή η ειδοποίηση σε περίπτωση κλοπής του εργαλείου πληρωμών. Μια συναλλαγή πληρωμής θεωρείται ως εγκεκριμένη μόνο εφόσον ο πληρωτής έχει συναινέσει στην εκτέλεσή της. Το υπόλοιπο σχεδόν μέρος του νομοσχεδίου αφορά την ολοκλήρωση ενσωμάτωσης της Οδηγίας 2007/44, που αφορά τον καθορισμό διαδικαστικών κανόνων και κριτηρίων για την προληπτική αξιολόγηση προτάσεων απόκτησης συμμετοχής σε πιστωτικά ιδρύματα και σε ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις. Με την Οδηγία αυτή καθορίζεται εν γένει η διαδικασία που ακολουθείται, όταν ένας υποψήφιος σκοπεύει να αποκτήσει ή να εκχωρήσει σημαντικά ποσοστά σε πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση, εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και σε εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων.
Επιπλέον, εξειδικεύει περαιτέρω παλαιότερες διατάξεις του ν. 3601/2007, που αφορά τα πιστωτικά ιδρύματα και του νομοθετικού διατάγματος 400/70, που αφορούν την ασφαλιστική αγορά, επιδιώκοντας να θεσπίσει ενιαίες και λεπτομερείς διαδικασίες για την αντιμετώπιση των σχετικών θεμάτων.
Η δραστηριότητα των επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα έχει ιδιάζουσα σπουδαιότητα για την ευστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως τόσο επώδυνα μας υπέδειξε η κρίση την οποία διερχόμαστε. Ταυτόχρονα όμως σε μικροοικονομικό επίπεδο, το πλέγμα των σχέσεων και λειτουργιών κάθε εταιρείας με τους μετόχους, τους πελάτες, καταθέτες και δανειολήπτες, ασφαλισμένους και επενδυτές, χαρακτηρίζεται από πολυπλοκότητα, αλλά ουσιαστικά έχει έναν κοινό παρανομαστή.
Αυτός είναι η εμπιστοσύνη και η φερεγγυότητα. Η Οδηγία, επιδιώκει την ενίσχυση της διαφάνειας και της εμπιστοσύνης, τόσο αναφορικά προς την άσκηση της διοίκησης και της διαχείρισης, αλλά και τη διαφάνεια των ιδιοκτησιακών σχέσεων σε αυτές τις επιχειρήσεις. Έτσι, σ΄ αυτό το πλαίσιο κινείται η άσκηση προληπτικής αξιολόγησης και η εκτίμηση της αξιοπιστίας ενός υποψηφίου αγοραστή ως προς την επαγγελματική εντιμότητα και οικονομική ευρωστία αυτού, αποδίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στις επιπτώσεις της πιθανής συμμετοχής του σε διοικητικά ή εκτελεστικά όργανα του ιδρύματος ή της επιχείρησης.
Με αυτόν τον τρόπο συμπληρώνονται διατάξεις της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας για την απαίτηση τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων και τα διευθυντικά στελέχη να είναι ικανά και κατάλληλα πρόσωπα. Ο κατάλογος των δικαιολογητικών που απαιτούνται για τη διενέργεια της προληπτικής αξιολόγησης καταρτίζεται από τα κράτη - μέλη βάσει των κριτηρίων αξιολόγησης της παρούσας Οδηγίας. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται μια ενιαία και εκ των προτέρων γνωστή διαδικασία.
Ταυτόχρονα, προβλέπεται η ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων εποπτικών αρχών, τόσο σε εθνικό όσο και σε επίπεδο Ε.Ε. Η συνεργασία αποβλέπει στην ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τους υποψήφιους αγοραστές αναφορικά με τη φερεγγυότητα και εντιμότητά τους, το οικονομικό μέγεθος και την προηγούμενη επιχειρηματική τους συμπεριφορά, ιδίως όταν με την προτεινόμενη απόκτηση συμμετοχής θα αποκτήσουν υψηλό ποσοστό και θα μπορούν να ασκήσουν επιρροή στην διοίκηση του υπό απόκτηση χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.
Τέλος, με το άρθρο 93 του παρόντος σχεδίου νόμου παρέχεται η εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών να εκπροσωπεί το Ελληνικό Δημόσιο στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης. Στο πλαίσιο αυτής της εξουσιοδότησης θα μπορεί να υπογράφει κάθε μνημόνιο συνεργασίας, συμφωνίας ή σύμβασης δανεισμού με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Επιπλέον, θα έχει την εξουσιοδότηση να προβαίνει σε κάθε αναγκαία ενέργεια για τη συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου σε νομικά πρόσωπα που συστήνονται για την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης.