ΟΜΙΛΙΑ
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ
ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ
ΓΙΑ ΤΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
«ΙΔΡΥΣΗ ΤΑΜΕΙΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ»
Σας ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πριν τοποθετηθώ επί του νομοσχεδίου, επιτρέψτε μου ένα σχόλιο στην άποψη που κατέθεσε ο Εισηγητής της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης ότι “προχωρούμε αγκομαχώντας”.
Κύριοι συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας, η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ όχι μόνο δεν αγκομαχά, αλλά παρά το γεγονός ότι έχουμε να διανύσουμε μία υπερμαραθώνια διαδρομή για να βγάλουμε τη χώρα από την κρίση, διαδρομή παρόμοια μ’ αυτές που τρέχει ο γνωστός αθλητής μας Γιάννης Κούρος, οι ταχύτητες της Κυβέρνησης είναι ταχύτητες που έχουν οι σπρίντερ.
Και αν συγκρίνει κανείς τις αλλαγές που έκανε η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στο πρώτο εννεάμηνο διακυβέρνησης, με αυτές επιδόσεις της εξαετούς διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι απτά. Και αυτό επιβεβαιώνεται και από τις επιδόσεις που έχουμε στη συγκράτηση του δημοσιονομικού ελλείμματος, με μείωση κατά 46% στο πρώτο εξάμηνο.
Αγαπητοί συνάδελφοι, εχθές, στη Βουλή, συζητήσαμε εκτενώς για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Εκτιμώ πως η αναγκαιότητα ίδρυσης του Ταμείου και οι στόχοι που καλείται να εξυπηρετήσει είναι κατανοητοί. Λυπάμαι γιατί κατά τη χθεσινή συζήτηση ακούστηκαν πολλές κινδυνολογίες, ενώ τα πράγματα είναι σαφή.
Δημιουργούμε το Ταμείο προκειμένου να διασφαλίσουμε την προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας από ένα μακρινό, αλλά έστω οριακά υπαρκτό, ενδεχόμενο κίνδυνο κατάρρευσης μίας τράπεζας. Είναι ένα ενδεχόμενο που μπορεί με τη σειρά του να κλονίσει την εμπιστοσύνη των καταθετών και προς το υπόλοιπο τραπεζικό σύστημα.
Η πιθανότητα για κάτι τέτοιο είναι μικρή, ελάχιστη. Όμως, οι επιπτώσεις, αν συμβεί έχετε αναρωτηθεί ποιες θα είναι άραγε; Θα είναι μεγάλες και πολύ ανεξέλεγκτες. Αυτή είναι η εμπειρία από τις χρηματοοικονομικές κρίσεις στο 19ο και στον 20ο αιώνα. Ξέρουμε τι συνέβη με την κρίση του 1997-1998 και αργότερα με την κρίση του 2001, αλλά και πολύ πρόσφατα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όταν ξέσπασε η τρέχουσα κρίση.
Έχουμε, λοιπόν, ευθύνη να διασφαλίσουμε την οικονομία, τις επιχειρήσεις, τις θέσεις των εργαζομένων, την κοινωνία, από ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Έχουμε ευθύνη να διασφαλίσουμε όχι μόνο την ευστάθεια του πιστωτικού συστήματος, αλλά και τα 220 δισεκατομμύρια ευρώ καταθέσεων των ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Διότι είναι κατανοητό πως αρκετοί συνάδελφοι, προκειμένου να υποστηρίξουν μία άποψη στη Βουλή, κάνουν πως αγνοούν τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, σε μία οικονομία που λειτουργεί με τις αρχές της ελεύθερης οικονομίας. Πιθανότατα, σε οικονομίες κεντρικού σχεδιασμού, οι τράπεζες να μην αντιμετώπιζαν τέτοιου είδους προβλήματα. Από την ιστορία, όμως, γνωρίζουμε ότι αντιμετώπιζαν άλλα προβλήματα και ξέρουμε ποια ήταν η κατάληξή τους.
Το νόημα, λοιπόν, της επάρκειας κεφαλαίων, χονδρικά και απλουστευτικά, είναι ότι πρέπει να κρατάνε εκείνο το τμήμα των κεφαλαίων που χρειάζεται έτσι ώστε να είναι φερέγγυες.
Δεν θα ήθελα να έχω διδακτικό τρόπο παρουσίασης των πραγμάτων, αλλά δεν μπορώ και να το αποφύγω, όταν ακούγονται φωνές ότι “χαρίζουμε λεφτά στους τραπεζίτες”, ότι “πετάμε τα λεφτά των φορολογούμενων”, ότι “ενισχύουμε την κερδοφορία των τραπεζών” και άλλες ανάλογες προσεγγίσεις που λέγονται απλά για να στηρίξουν μία αντιπολιτευτική θέση και στερούνται ουσιαστικής βάσης.
Αυτό που κάνουμε στην ουσία είναι ότι κρατάμε άμεσα διαθέσιμα κεφάλαια μέσω του Ταμείου, ώστε να μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε τη σταθερότητα του συστήματος στην περίπτωση που παραστεί ανάγκη για την κεφαλαιακή ενίσχυση μίας τράπεζας. Και είναι σαφές ότι αυτά τα χρήματα δεν χαρίζονται. Θα αποτελέσουν συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο μίας τράπεζας και το Ταμείο θα εισπράττει απόδοση για τη χρήση αυτών των κεφαλαίων.
Είναι, λοιπόν, αυτό “χάρισμα”; “Χάρισμα” θα ήταν, αν δίναμε αυτά τα χρήματα εν λευκώ, χωρίς έλεγχο, χωρίς τα πιστωτικά ιδρύματα να λαμβάνουν υποχρεώσεις έναντι του Ταμείου και χωρίς να αποδίδουν τίποτα για τη χρήση αυτών των κεφαλαίων.
Τέθηκε ξανά το ερώτημα «καλά, σε τι διαφέρει αυτός ο νόμος από το ν. 3723;». Σε σχέση με το ν. 3723, ο παρών νόμος έχει πολύ πιο αυστηρούς όρους για τις τράπεζες και πολύ πιο ευνοϊκούς όρους για το δημόσιο, ακριβώς γιατί το ελληνικό δημόσιο δανείζεται αυτά τα 10 δισεκατομμύρια στο πλαίσιο του μηχανισμού στήριξης. Γι’ αυτό και οι όροι είναι πιο αυστηροί. Και βέβαια διασφαλίζονται και κατοχυρώνονται τα συμφέροντα του δημοσίου. Το γεγονός ότι οι συνθήκες είναι πολύ πιο αυστηρές για τις τράπεζες και ότι οι διοικήσεις των τραπεζών κινδυνεύουν να χάσουν τον έλεγχο των τραπεζών τους, είναι το στοιχείο που περιλαμβάνει ο νόμος για να απαντήσει στο δίλημμα του ηθικού κινδύνου που τόσο πολύ συζητήθηκε χθες.
Γι’ αυτό θέτουμε και σκληρούς όρους για την παροχή αυτών των κεφαλαίων. Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να εξαντληθούν τα περιθώρια από μετόχους, παλαιούς ή και νέους, να βάλουν επιπλέον κεφάλαια. Και αν αυτό δεν καταστεί εφικτό, τότε η τράπεζα έχει πρόβλημα με την κεφαλαιακή της επάρκεια. Τότε μπορεί να απευθυνθεί στο Ταμείο, όπου βάσει των προβλέψεων στο σχέδιο νόμου, λέμε: «ναι μεν δεν βάζετε λεφτά, αλλά χάνετε τα δικαιώματα να καθορίζετε ουσιαστικά θέματα στην τράπεζα και να λαμβάνετε αποφάσεις και επιπλέον θα πληρώσετε και για τη στήριξη την οποία θα πάρετε». Είναι ξεκάθαρο, λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι η στήριξη που προβλέπει το σχέδιο νόμου δεν είναι “τσάμπα κέρασμα”.
Κατά τη χθεσινή συζήτηση αναφέρθηκα σε ένα σημαντικό μέρος των προβλέψεων αυτού του νομοσχεδίου. Θα σταθώ λίγο στις διαδικασίες, βάσει των οποίων πραγματοποιείται η προσφυγή ενός πιστωτικού ιδρύματος στο Ταμείο, όπως προσδιορίζεται και στο άρθρο 6 του σχεδίου νόμου.
Βασικό κριτήριο ενεργοποίησης είναι οι υποχρεώσεις κεφαλαιακής επάρκειας κάθε πιστωτικού ιδρύματος ξεχωριστά, όπως αυτές προκύπτουν και επικαιροποιούνται στο πλαίσιο των Πυλώνων Ι και ΙΙ του πλαισίου εποπτείας, σε συνδυασμό με την αδυναμία άμεσης υλοποίησης της αναγκαίας αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου.
Το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί να προσφύγει οικειοθελώς στο Ταμείο, βέβαια κάτω από προϋποθέσεις είτε μετά από εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδος. Στις περιπτώσεις που το πιστωτικό ίδρυμα δεν πληροί τις υποχρεώσεις για τα βασικά ίδια κεφάλαια, τότε η συμμετοχή του Ταμείου προβλέπεται να γίνεται με τη μορφή κοινών μετοχών. Επιπλέον, εάν το πιστωτικό ίδρυμα επιλέξει να μην ενταχθεί στο Ταμείο και δεν πληροί τις υποχρεώσεις σε κεφαλαιακή επάρκεια, τότε η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να διορίσει Επίτροπο ή να ανακαλέσει την άδειά του.
Αυτό που είναι σημαντικό είναι το πιστωτικό ίδρυμα να διαθέτει επαρκή, από πλευράς ποσότητας και ποιότητας, κεφάλαια για την αντιμετώπιση των πάσης φύσεως κινδύνων, τους οποίους έχει αναλάβει ή στους οποίους κινδυνεύει να εκτεθεί.
Αναφορικά με τις παρατηρήσεις ότι οι μετατροπές των προνομιούχων μετοχών σε κοινές επιφέρει μη αναστρέψιμη μετοχική μεταβολή στο πιστωτικό ίδρυμα, αυτό είναι αλήθεια. Εξαιρώντας τις περιπτώσεις απευθείας έκδοσης κοινών μετοχών, στις οποίες αναφέρθηκα πιο πάνω, πρέπει να αναλογιστούμε τι έχει προηγηθεί έτσι ώστε να φθάσουμε σ’ αυτό το σημείο που να γίνει η μετατροπή των προνομιούχων μετοχών σε κοινές.
Αυτό σημαίνει – και αποτυπώνεται άλλωστε στο άρθρο 9 του σχεδίου νόμου - ότι ουσιαστικά το πιστωτικό ίδρυμα δεν καλύπτει το ελάχιστα αποδεκτό εποπτικό όριο 8% του πρώτου πυλώνα και ότι το επιχειρησιακό πρόγραμμα, το οποίο εκπόνησε, δεν στάθηκε ικανό να αποκαταστήσει την αρτιότητα των κεφαλαίων του και να το επαναφέρει σε κανονική και απρόσκοπτη λειτουργία.
Άκουσα και μία παρατήρηση γύρω από τα ζητήματα της εκκαθάρισης. Ειπώθηκε το εξής: “Πρώτα είναι το Ταμείο και μετά είναι το δημόσιο”. Και πού είναι το πρόβλημα, κύριοι συνάδελφοι; Το δημόσιο δεν είναι ο καθολικός διάδοχος αυτού του Ταμείου; Επομένως, δεν διασφαλίζονται τα συμφέροντα του δημοσίου;
Άκουσα μία παρατήρηση σχετικά με το ζήτημα της ιδιότητας που έχει το Ταμείο. Είναι γεγονός, ότι το Ταμείο είναι ιδιωτικού χαρακτήρα και ο λόγος για τον οποίο γίνεται αυτό, είναι γιατί θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι δεν θα συμπεριληφθεί από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία στη γενική κυβέρνηση, κάτι το οποίο θα δημιουργούσε προβλήματα κάθε φορά που θα είχαμε την ανάγκη εκταμίευσης κάποιου ποσού, διότι αυτό θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται στις δαπάνες.
Σε ό,τι αφορά στην ερώτηση που έκανε ο Εισηγητής της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, θα ήθελα να πω ότι -σε αντίθεση μ’ αυτό που είπε, ότι είναι χρονοβόρες οι διαδικασίες ενεργοποίησης- από το άρθρο 7,2 διαπιστώνουμε ότι υπάρχει διάθεση για σύντμηση του χρόνου σύγκλησης της Γενικής Συνέλευσης.
Τέλος, σε ό,τι αφορά στα κριτήρια για την επιλογή των εκπροσώπων, επειδή το Ταμείο είναι πλήρως ανεξάρτητο αυτό θα προσδιορίσει τα κριτήρια για τον εκπρόσωπο που εκείνο θα ορίσει. Αλλιώς, αν εμείς είχαμε προσδιορίσει με το νόμο τα κριτήρια, θα αιρόταν η ανεξαρτησία του Ταμείου.
Αναφέρθηκε ο συνάδελφος, κ. Γείτονας, και στη διαδικασία επιλογής των προσώπων τα οποία θα στελεχώσουν το ΔΣ του Ταμείου. Εκείνο το οποίο είχα πει και κατά τη διάρκεια της συζήτησης στην Επιτροπή, είναι ότι η διαδικασία αυτή έχει δύο φάσεις. Η πρώτη φάση είναι η φάση της προεπιλογής. Η προεπιλογή όντως γίνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Στη δεύτερη φάση, εισηγείται η Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά ο Υπουργός των Οικονομικών είναι αυτός ο οποίος αποφασίζει για τη σύνθεση του ΔΣ. Και αυτό βεβαίως, όπως αντιλαμβάνεστε, με τον τρόπο με τον οποίο είναι διατυπωμένο, διασφαλίζει ότι υπάρχει μία άτυπη συναίνεση, ανάμεσα στο Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και στον Υπουργό Οικονομικών, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι θα έχουμε μία ικανοποιητική στελέχωση στη σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου.
Κλείνοντας, θέλω να τονίσω, ότι μπορούμε να συζητάμε επί ώρες σχετικά με το τραπεζικό σύστημα. Και είναι αλήθεια πως η συζήτηση κι εχθές πήρε έντονη ιδεολογική χροιά και σε μεγάλο βαθμό άρχισε να απομακρύνεται και από τα συγκεκριμένα θέματα και σημεία του νομοσχεδίου.
Δεν θεωρώ τις τράπεζες “ιερές αγελάδες” του οικονομικού συστήματος ούτε ότι οφείλουμε να τις έχουμε στο απυρόβλητο. Και εκτιμώ, όπως είναι ορατό και διεθνώς, ότι χρειάζονται σημαντικές μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις στη λειτουργία και στην εποπτεία του πιστωτικού συστήματος. Αντίθετα, ιδεοληψίες για το ρόλο των αγορών και γύρω από την αποφυγή της εποπτείας του πιστωτικού συστήματος, είναι που μας έχουν οδηγήσει στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα.
Είναι σε όλους κατανοητό, ότι η επόμενη ημέρα στο τραπεζικό τοπίο, θα είναι διαφορετική από τη σημερινή και όλοι έχουμε να ωφεληθούμε από κινήσεις και πρωτοβουλίες που θα κάνουν το τραπεζικό σύστημα πιο ισχυρό, πιο αποτελεσματικό και πιο στέρεο. Γιατί αυτό είναι που θα χρηματοδοτήσει τα επενδυτικά σχέδια, αυτό είναι που θα δώσει στον απλό πολίτη, στον εργαζόμενο, τα στεγαστικά δάνεια για να στεγάσει την οικογένεια του. Είναι αυτό που θα χορηγήσει την αναγκαία ρευστότητα, προκειμένου η χώρα να βγει από την ύφεση.
Οσοι ονειρεύονται επιστροφή σε πρακτικές του παρελθόντος, όπου οι τράπεζες λειτουργούσαν είτε με διοικητικά καθοριζόμενα επιτόκια είτε με εντολές από την κυβέρνηση για το ποσοστό της πιστωτικής επέκτασης και τους τομείς προς τους οποίους θα διοχετευθεί αυτή, φαίνεται ότι δεν έχουν διδαχτεί τίποτα από την ιστορία. Όπως επίσης φαίνεται, ότι δεν έχουν διδαχτεί τίποτα από την πρόσφατη εμπειρία, όσοι πιστεύουν ότι ένα τραπεζικό σύστημα μπορεί να λειτουργήσει χωρίς ισχυρή και αποτελεσματική εποπτεία.
Αναγνωρίζοντας αυτά, εκτιμούμε πως με τη δημιουργία του Ταμείου, διασφαλίζουμε σε μεγάλο βαθμό το ελληνικό πιστωτικό σύστημα από τέτοιους κινδύνους, πριν αυτοί αποκτήσουν συστημικό χαρακτήρα.
Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε
ΔΕΥΤΕΡΟΛΟΓΙΑ
Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Θα ήθελα η συζήτηση να κλείσει με παρατηρήσεις από τη μεριά των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων των κομμάτων πάνω στο περιεχόμενο του νομοσχεδίου. Αντ’ αυτού είχαμε μία γενικότερη αναφορά για το πώς φθάσαμε μέχρι εδώ, ποιος έφταιγε και ποιος δεν έφταιγε.
Ειλικρινά θλίβομαι, διότι έχουμε το εξής παράδοξο: Έχουμε ένα κόμμα, το οποίο με τοποθέτηση του εισηγητή του και επί της αρχής και επί των άρθρων λέει ότι συμφωνεί με το νομοσχέδιο, αλλά εάν δεν υπήρχε η δική σας πυροσβεστική παρέμβαση, ουδείς θα το αντιλαμβανόταν σε αυτήν την Αίθουσα, ασχέτως αν μου καταλογίσατε λαρισαϊκή σοφιστεία.
Εκείνο, το οποίο με ενδιαφέρει είναι να μην μείνουν αναπάντητα, αυτά τα οποία για δύο συνεχόμενες ημέρες επαναλαμβάνει στην Αίθουσα ο κ. Σαλμάς. Διότι, εδώ υπάρχει ο εξής κίνδυνος: Εάν αφήσω τον κ. Σαλμά χωρίς απάντηση, η αίσθηση που δημιουργείται είναι ότι όλα αυτά τα οποία λέει είναι σωστά και ότι η Κυβέρνηση αποφεύγει να τοποθετηθεί. Γι’ αυτό νομίζω ότι σε δύο-τρία ζητήματα πρέπει να δοθούν απαντήσεις.
Σας είπε κάτι ξεκάθαρο ο κύριος Παπουτσής, ότι το πρόβλημα που δημιουργήθηκε και με το οποίο είναι αντιμέτωπη η χώρα είναι πρόβλημα αξιοπιστίας. Και το πρόβλημα αξιοπιστίας δημιουργείται όταν ακολουθείς πρακτικές που δεν είναι αποδεκτές και παραβιάζεις τους όρους του παιχνιδιού. Κάθε χώρα υποχρεούται να παραδίδει κάποια στοιχεία σε ό,τι αφορά στα δημοσιονομικά της δεδομένα.
Σας ερωτώ, επειδή μιλήσατε σήμερα μιλήσατε και χθες για το έλλειμμα: “είναι αλήθεια ή όχι ότι τον Ιούνιο του 2009 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έστειλε στην Κυβέρνηση επιστολή με την οποία έλεγε ότι οδηγούμεθα σε διψήφιο ποσοστό και τέσσερις μέρες πριν τις εκλογές η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έστειλε επιστολή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή λέγοντας ότι το έλλειμμα είναι της τάξης του 6%;” Σας ερωτώ, “με το να στέλνεις μία ψευδή επιστολή τέσσερις μέρες πριν τις εκλογές σε ποιον κάνεις ζημιά;” Προφανώς όχι στη Νέα Δημοκρατία, γιατί οι εταίροι μας δεν βλέπουν τη Νέα Δημοκρατία, βλέπουν τη χώρα. Τη χώρα ζημιώσατε. “Είναι αλήθεια ή όχι ότι με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας έφυγε επιστολή από τη χώρα, η οποία έλεγε ότι τα χρέη των νοσοκομείων προς τους προμηθευτές ήταν της τάξης των δύο δισεκατομμυρίων, όταν όλοι ξέραμε ότι τα χρέη αυτά ήταν της τάξης των έξι δισεκατομμυρίων;” Και μάλιστα την υπογράφει ένα στέλεχος του Υπουργείου, που από ό,τι μαθαίνουμε από τον Τύπο συμμετείχε σε τριάντα μία επιτροπές. Αν είναι ψέματα αυτά να τα διαψεύσετε. Θέλω να σας ρωτήσω επίσης, “όταν ψευδώς λέγεται ότι τα χρέη είναι δύο δισεκατομμυρίων, ενώ αποδεικνύεται ότι είναι έξι, σε ποιον κάνουμε ζημιά;” Κάνουμε ζημιά στην αξιοπιστία της χώρας, ναι ή όχι; Γιατί είμαι σίγουρος ότι και πάλι την επιστολή αυτήν δεν είδαν στην Ε.Ε. ποιος την έστειλε. Δεν είδαν, αν την έστειλε ένας Υπουργός της Νέας Δημοκρατίας ή όχι, αλλά η Ελλάδα είναι που έπαθε ζημιά.
Λέτε και επαναλαμβάνετε συνεχώς σ’ αυτήν την Αίθουσα ότι φουσκώσαμε το έλλειμμα και το πήγαμε στο 12,7% τον Οκτώβριο. Ας δεχτώ εγώ την υπόθεση εργασίας ότι η Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. φούσκωσε το έλλειμμα και το πήγε στο 12,7%. Όταν, ήρθε εκ των υστέρων η Eurostat και έκανε αξιολόγηση του ελλείμματος της χώρας πριν από λίγο καιρό είπε ότι το έλλειμμα είναι της τάξης του 13,7%. Τι αφήνετε να εννοηθεί; Ότι έχει συμπράξει η Eurostat με την Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για να διαπομπεύσει τις επιλογές που έκανε η Νέα Δημοκρατία; Διότι αυτό εννοείτε, όταν λέτε ότι εμείς φουσκώσαμε το έλλειμμα. Έρχεται δηλαδή η Eurostat και λέει ότι είναι 13,7% και κάνει πλάτες στην Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για να χτυπήσει τη Νέα Δημοκρατία; Σε αυτό θέλω να απαντήσετε, γιατί δεν έχετε τοποθετηθεί ποτέ δημόσια για το ότι η Eurostat έδωσε το 13,7% και έβαλε και αστεράκι λέγοντας «Εξετάζουμε όλα τα στοιχεία που έχει καταθέσει αυτή η χώρα».
Επίσης, σας ακούω τώρα δύο μέρες συνεχώς να λέτε ότι μετατρέψαμε μία δημοσιονομική κρίση σε μία κρίση χρέους και ότι σε αυτό ευθύνεται η Κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ., η οποία δεν πήρε μέτρα από την επομένη των εκλογών. Είμαι σίγουρος ότι έμμεσα αναγνωρίζετε τις τεράστιες ενοχές για τα τεράστια λάθη τα οποία κάνατε. Διότι αν τα μέτρα ήταν αναγκαία στις 5 Οκτωβρίου τεκμαίρω ότι ήταν αναγκαία και στις 3 Οκτωβρίου, που όλως παραδόξως κυβέρνηση ήταν η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Δεν μπορεί τα μέτρα να είναι αναγκαία στις 5 Οκτωβρίου και να μην είναι αναγκαία στις 3 Οκτωβρίου. Το μέτρο που είναι αναγκαίο στις 5 Οκτωβρίου δια στόματος Αντώνη Σαμαρά είναι αναγκαίο και στις 3 Οκτωβρίου. Στις 3 Οκτωβρίου ήσασταν Κυβέρνηση εσείς και το δημοσιονομικό πρόβλημα είναι ένα πρόβλημα το οποίο είχε ξεσπάσει από τον Ιανουάριο του 2009. Τι κάνατε εννιά ολόκληρους μήνες μέχρι και τον Οκτώβριο του 2009; Αυτές τις ενοχές πότε θα βγείτε δημόσια να τις ομολογήσετε και να τις αναγνωρίσετε και να πείτε ότι η δημοσιονομική κρίση που μετατράπηκε και σε κρίση χρέους, δεν ήταν αποτέλεσμα της μη λήψης μέτρων από το ΠΑ.ΣΟ.Κ., αλλά της ανεπάρκειας της Νέας Δημοκρατίας;
Τέλος, να κλείσω με μία απάντηση στον κύριο Βορίδη, ο οποίος έθεσε ένα ζήτημα για το νομικό χαρακτήρα που έχει το Ταμείο το οποίο δημιουργείται.
Έχετε δίκιο στην επισήμανση την οποία κάνετε. Όντως υπάρχει μία ιδιομορφία. Sui Generis νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου είναι και η Ευρωπαϊκή Ένωση -είστε νομικός και γνωρίζετε καλύτερα από εμένα- δεν είναι κράτος ούτε ομοσπονδία. Sui Generis είναι ένα μόρφωμα. Τι ωθεί το νομοθέτη, τι ωθεί την Κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει τη συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία, να χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο τρόπο, να δώσει το συγκεκριμένο νομικό χαρακτήρα; Το απάντησα κατά την τοποθέτησή μου. Εάν λέγαμε ότι είναι ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, θα υπήρχε ο μεγάλος κίνδυνος να θεωρηθεί ότι είναι μέλος της γενικής Κυβέρνησης. Γι’ αυτό, λοιπόν, επιλέγουμε το συγκεκριμένο χαρακτήρα και προσπαθούμε να δώσουμε εκείνη τη νομική μορφή που δεν θα δημιουργήσει πρόβλημα. Δεν είναι έμπνευσης της τρόικας. Είναι μία επιλογή την οποία κάναμε για να απαντήσουμε στους προβληματισμούς, που τέθηκαν από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία για να μη δημιουργηθούν προβλήματα, όταν και αν ποτέ παρουσιαστεί ανάγκη να γίνουν εκταμιεύσεις από το συγκεκριμένο Ταμείο.
Σε ό,τι αφορά στα υπόλοιπα ζητήματα που τέθηκαν, κι εμείς κατανοήσαμε ότι υπήρχε ένα πρόβλημα με τον όρο και ήταν πολύ σωστή η παρατήρηση η οποία έγινε ότι πολλές φορές χρησιμοποιούμε αδόκιμους ή κατά έναν τρόπο λανθασμένους όρους. Ο όρος «μη σωρευτική αποζημίωση» έχει διορθωθεί και υπάρχει σωστά ως “απόδοση”. Επομένως δεν τίθεται ζήτημα.
Σας ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.