Αθήνα, 16 Φεβρουαρίου 2011
ΟΜΙΛΙΑ
ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΣΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
«ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΩΝ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ»
ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, συζητάμε, σήμερα, το «άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων», μια πολύ μεγάλη τομή στην οικονομία της χώρας μας, μια προεκλογική δέσμευση του ΠΑΣΟΚ. Μια δέσμευση που είχαν αναλάβει και άλλα κόμματα, όταν ήταν στην εξουσία, αλλά δεν τόλμησαν να πραγματοποιήσουν. Εμείς το τολμούμε.
Πριν αναφερθώ, όμως, στο νομοσχέδιο θα ήθελα να κάνω μια αναφορά για το ζήτημα, το οποίο έχει απασχολήσει την κοινή γνώμη, τις τελευταίες ημέρες, και δεν είναι άλλο, βεβαίως, από τα 50 δισ. ευρώ και την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας.
Όπως όλοι γνωρίζετε, την περασμένη Παρασκευή, ολοκληρώθηκε η τρίτη αξιολόγηση του Προγράμματος Οικονομικής Πολιτικής της χώρας μας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, για να δοθεί το πράσινο φως για την εκταμίευση της τέταρτης δόσης του δανείου, αξίας 15 εκ. ευρώ. Η αξιολόγηση αυτή ήταν θετική. Αποτυπώθηκε ξεκάθαρα ότι η χώρα έχει κάνει αυτά, τα οποία έχει δεσμευτεί να κάνει και τα οποία έπρεπε να κάνει, τόσο στα ζητήματα δημοσιονομικής προσαρμογής, όσο και στο να κάνει πολύ μεγάλες αλλαγές, μεγάλες τομές, για να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη, για να έχουμε μια πιο ανταγωνιστική οικονομία.
Στο τέλος αυτής της αξιολόγησης, είθισται, η λεγόμενη «τρόικα» να δίνει μια συνέντευξη Τύπου, με την οποία αποτυπώνει τα αποτελέσματά της. Αυτό έγινε και αυτή την φορά. Μόνο που, αυτή την φορά, έγινε κάτι διαφορετικό. Δυστυχώς, στη συνέντευξη Τύπου, οι εκπρόσωποι των τριών Οργανισμών ξεπέρασαν το ρόλο, τον οποίο έπρεπε να είχαν. Υπερέβησαν τα εσκαμμένα. Ανακοίνωσαν μονομερώς ζητήματα που είναι θέματα της ελληνικής κυβέρνησης και κανενός άλλου. Έβαλαν περιεχόμενο σε δεσμεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης, που κανείς άλλος, πλην της ελληνικής κυβέρνησης, δεν είχε δικαίωμα να το κάνει. Πέρα από αυτό, χρησιμοποίησαν και μια σειρά από χαρακτηρισμούς για ζητήματα που αφορούν στην πολιτική της εγχώριας σκηνής της χώρας μας, που νομίζω πως ενόχλησαν όλους μας.
Με εντολή του Πρωθυπουργού, η κυβέρνηση, δια του Κυβερνητικού Εκπροσώπου, έκανε ξεκάθαρη την θέση της από την αρχή. Εγώ τοποθετήθηκα με δική μου ανακοίνωση, αντιδρώντας σε δημοσιεύματα σε κυριακάτικες εφημερίδες ενός εκ των εκπροσώπων που νομίζω -το ξαναλέω- ενόχλησαν όλους μας για το ύφος, αλλά και για το περιεχόμενο, το οποίο απλούστατα δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Οι τρεις αυτοί Οργανισμοί εξέδωσαν, στη συνέχεια, μια ανακοίνωση με την οποία αναγνώρισαν ότι αυτό το οποίο συνέβη, δεν έπρεπε να είχε συμβεί. Αναγνώρισαν τις προσπάθειες που κάνει όχι η ελληνική κυβέρνηση, αλλά ο Ελληνικός λαός, και ότι οι όποιες αποφάσεις ανήκουν σ’ αυτόν, που τον εκπροσωπεί στο Κοινοβούλιο, μέσω της δημοκρατικής διαδικασίας στις αποφάσεις που παίρνουμε συλλογικά και είναι η εκλεγμένη κυβέρνηση.
Αυτού του είδους η διαδικασία δεν θα ξανασυμβεί. Κι εγώ αισθάνομαι την ανάγκη, σήμερα, να το διευκρινίσω στο Σώμα, αλλά και στους Έλληνες πολίτες. Γιατί είναι μια διαδικασία, η οποία, επί της ουσίας, έδειξε σε όλους μας ότι πρέπει να αλλάξουμε κάποια πράγματα. Πέραν, όμως, από τη διαδικασία, υπάρχει και η ουσία. Νομίζω, εδώ, πρέπει να σταθούμε, γιατί το τελευταίο τριήμερο έχουν ακουστεί πάρα πολλά πράγματα.
Πρέπει να πούμε καθαρά στους Έλληνες πολίτες για τι πράγμα ακριβώς πρόκειται. Αν δεν είχε γίνει αυτή η ανακοίνωση, με τον τρόπο που έγινε, η κυβέρνηση θα είχε την δυνατότητα να ενημερώσει, να διαβουλευτεί, να εξηγήσει. Να εξηγήσει τι σημαίνει να βάζεις ένα μεσοπρόθεσμο στόχο πενταετίας για την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου. Να εξηγήσει τι σημαίνει να βάζεις ένα στόχο 50 δισ. ευρώ. Να εξηγήσει πώς θα το κάνει. Να εξηγήσει ποιες είναι οι «κόκκινες γραμμές», ποια είναι τα όρια. Για όλα αυτά δεν μας δόθηκε η δυνατότητα να το κάνουμε, εξαιτίας του τρόπου με τον οποίον έγινε ο χειρισμός.
Τι είναι, λοιπόν, αυτά τα 50 δισ. ευρώ; Καταρχάς, το πρώτο ζητούμενο, είναι «μνημονιακός» στόχος; Όχι, δεν είναι. Και δεν είναι, όχι μόνο γιατί ξεπερνά τα όρια του μνημονίου - το οποίο θυμίζω σε όλους ότι τελειώνει το 2013 - αλλά γιατί ακόμα και αυτού του είδους οι στόχοι - δηλαδή, οι στόχοι εσόδων από αποκρατικοποιήσεις και έσοδα ακίνητης περιουσίας - και μέσα στο πλαίσιο του μνημονίου, δεν έχουν ποτέ την ίδια δεσμευτικότητα που έχουν άλλοι στόχοι, όπως είναι το γεγονός ότι, για να μπορέσουν να εκταμιευτούν οι επόμενες δόσεις, πρέπει να μειώνουμε το έλλειμμα μας με συγκεκριμένους ρυθμούς και να έχουμε, στο τέλος του 2011, έλλειμμα 17 δισ. ευρώ.
Είναι ρεαλιστικός αυτός ο στόχος; Είναι. Είναι φιλόδοξος; Βεβαίως. Σε μια χώρα, όμως, στην οποία αφήνουμε ανεκμετάλλευτη την ακίνητη περιουσία του Δημοσίου, η συζήτηση θα έπρεπε να γίνεται για το πώς ακριβώς θα το κάνουμε, και όχι κατά πόσον αυτός ο φιλόδοξος στόχος μπορεί ή όχι να πιαστεί. Ακόμα και αν δεν τον πετύχουμε πλήρως, θα έχουμε κάνει αυτό το οποίο δεν έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα, θα έχουμε καταγράψει και θα έχουμε ξεκινήσει την αξιοποίηση.
Είναι η πρώτη φορά που μιλάμε για αυτό; Ας πάμε λίγο πίσω και ας θυμηθούμε. Τον Δεκέμβριο, είχαμε την απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποιήσεων και Αναδιαρθρώσεων, με την οποία ανακοινώνεται ότι δώδεκα ακίνητα προχωρούν πρώτα για αξιοποίηση με συγκεκριμένο τρόπο, με μακροχρόνιες μισθώσεις. Η ανακοίνωση αναφέρεται στο θεσμικό πλαίσιο που αλλάζει και δημιουργεί μια Γενική Γραμματεία, για να συντονίσει κάτι που ξεπερνά ένα μόνο Υπουργείο και αφορά σε όλα τα Υπουργεία. Με την ανακοίνωση λέμε ότι θα δημιουργηθούν ειδικά σχήματα επενδυτικού χαρακτήρα, για να αξιοποιήσουν αυτή την ακίνητη περιουσία. Με την ανακοίνωση λέμε ότι προχωράμε στην πρόσληψη συμβούλων, για να γίνει αυτή η καταγραφή, την οποία το Ελληνικό Δημόσιο δεν κατάφερε να κάνει ποτέ και την οποία έχουμε ήδη ξεκινήσει, τόσο στην ΚΕΔ, όσο και στα Τουριστικά Ακίνητα και στα Ολυμπιακά Ακίνητα. Άρα, δεν είναι κάτι που λέμε για πρώτη φορά.
Δεν είναι κάτι που κάνουμε για τους άλλους. Για εμάς το κάνουμε. Το κάνουμε για ένα πάρα πολύ απλό λόγο. Γιατί το χρέος της χώρας μας, προτού αρχίσει να αποκλιμακώνεται, θα ξεπεράσει το 150%. Και οτιδήποτε μειώνει αυτό το χρέος, βοηθάει τη μέση ελληνική οικογένεια, γιατί πρέπει να ξεφύγουμε και να φύγει η συζήτηση από το κόψιμο των μισθών και των συντάξεων και την αύξηση των φόρων και να πάει στις διαρθρωτικές τομές, που δίνουν ανάπτυξη σ’ αυτή τη χώρα και σε οτιδήποτε μπορεί να μειώσει το μεγάλο χρέος. Η σωστή αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, όπως ταυτόχρονα, και οι αποκρατικοποιήσεις, στο πλαίσιο το οποίο αυτή η κυβέρνηση έχει ήδη εξηγήσει, δηλαδή διατηρώντας την συμμετοχή του Δημοσίου στις στρατηγικές υποδομές της χώρας, είναι πράγματα θετικά, τα οποία τα χρειαζόμαστε, πρώτα απ’ όλα, εμείς, για τους Έλληνες πολίτες, πριν από οποιονδήποτε άλλον.
Μέσα σε αυτή την συζήτηση ακούσαμε μια σειρά από πράγματα, τα οποία ξεπέρασαν κάθε φαντασία. Ακούσαμε από τη Νέα Δημοκρατία μια αβάσταχτη ελαφρότητα, έναν απύθμενο λαϊκισμό, δυστυχώς, και βέβαια, μια τεράστια υποκρισία.
Θα ήθελα θα θυμίσω στο Σώμα και να καταθέσω τα σημεία ομιλίας του Αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, του κ. Σαμαρά, από εκδήλωση στο Ζάππειο, στις 7 Ιουλίου 2010, από μια εκτενή συζήτηση και ανάλυση, για το πώς μπορεί να γίνει η αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας, την οποία ολοκληρώνει λέγοντας: «Υπολογίζεται ότι ένα σύνολο 50 δισεκατομμυρίων μπορεί να βρεθεί τα επόμενα δύο χρόνια». Αυτό έλεγε ο κ. Σαμαράς. Προσέξτε τι έλεγε ο κ. Σαμαράς, έλεγε να κάνουμε τα έσοδα από την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου «μνημονιακή» υποχρέωση, δηλαδή να έχουμε ως υποχρέωσή μας, μέχρι το τέλος του μνημονίου να φέρουμε 50 δισ. ευρώ. Και το καταθέτω στα Πρακτικά για όποιον θέλει να το δει. Συνεχίζω. Προφανώς ενοχλώ, αλλά δεν πειράζει. Συνεχίζω καταθέτοντας ένα δεύτερο κείμενο στα Πρακτικά. Είναι ένα άρθρο στενού συνεργάτη του κ. Σαμαρά, με τίτλο «Η αξιοποίηση της περιουσίας του Δημοσίου στην πρόταση Σαμαρά». Εδώ, λοιπόν, μεταξύ άλλων υπάρχει και μια ανάλυση, η οποία έχει πολλά στοιχεία, τα οποία είναι σωστά, δεν είναι όλα λάθος. Όμως, λέει στο τέλος: «Έτσι, λοιπόν, καθαρά από τέτοιες εκκρεμότητες μπορούν να μπουν για πώληση δημόσια ακίνητα 90-110 δισεκατομμυρίων ευρώ». Είναι του στενού συνεργάτη του κ. Σαμαρά, του κ. Χρύσανθου Λαζαρίδη. Το καταθέτω και αυτό για τα Πρακτικά.
Λέει η Νέα Δημοκρατία τα ίδια πράγματα που λέμε και εμείς; Όχι, κυρίες και κύριοι Βουλευτές. Γιατί εμείς εξηγήσαμε πολύ καθαρά τι σκοπεύουμε και τι δεν σκοπεύουμε να κάνουμε στο ζήτημα της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου. Ο Πρωθυπουργός μίλησε, χθες, πολύ καθαρά και είπε ότι δεν πουλάμε δημόσια γη. Αυτό σημαίνει ότι δεν πουλάμε το «Ελληνικό». Εκμεταλλευόμαστε την έκταση του «Ελληνικού» με μακροχρόνια μίσθωση, δημιουργώντας ένα επενδυτικό σχήμα με στρατηγικό επενδυτή, δίνοντας μια μίσθωση που πάει στα τριάντα, σαράντα, πενήντα χρόνια, αλλά αυτό είναι διαφορετικό από την πώληση. Ισχύει αυτό παντού και πάντα; Ισχύει στις περισσότερες περιπτώσεις, εκτός από εκεί που αποφασίζουμε διαφορετικά μέσα από διαφανείς διαδικασίες. Είναι προφανές ότι, αν η ελληνική πολιτεία αποκτήσει από έναν πλειστηριασμό ή από ένα φοροφυγά ένα οικόπεδο, αυτό θα μπορεί να το πουλήσει. Άρα, λοιπόν, θερμή παράκληση, να κάνουμε μια συζήτηση επί πραγματικών στοιχείων, να κάνουμε μια συζήτηση, η οποία να βοηθήσει τη χώρα μας, τα επόμενα χρόνια, να μειώσει αυτό το τεράστιο χρέος.
Και εδώ, θα μου επιτρέψετε μια τελευταία παρατήρηση στο ζήτημα αυτό. Αυτή αφορά στην τοποθέτηση του εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο θα παρακαλούσα να ανακαλέσει τους χαρακτηρισμούς του για τον Πρωθυπουργό της χώρας, γιατί νομίζω ότι δεν έχει καταλάβει σε ποια αίθουσα βρίσκεται.
Προχωρώ, και πριν μπω στο ζήτημα του νομοσχεδίου για τα κλειστά επαγγέλματα, θα ήθελα να χρησιμοποιήσω μερικά λεπτά, για να συνδέσω αυτή τη συζήτηση που κάναμε με τη συζήτηση που γίνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Γνωρίζετε ότι, τις τελευταίες δύο μέρες, έγινε στις Βρυξέλλες η συνάντηση των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκεί, υπήρξε μια εκτενής συζήτηση για την Ελλάδα, μια συζήτηση που διήρκησε δύο ώρες, μια συζήτηση που αποτύπωσε πολύ καθαρά την πρόοδο μας, αλλά ταυτόχρονα, και την ανάγκη να πάμε πολύ παραπέρα. Να υλοποιήσουμε τις μεταρρυθμίσεις, τις οποίες λέμε, και να ετοιμάσουμε ένα μεσοπρόθεσμο σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής, το οποίο φτάνει μέχρι το 2014. Γιατί το 2014; Διότι, το 2014, το έλλειμμά μας πέφτει κάτω από το 3% και εμείς έχουμε πει ότι θέλουμε να πάμε και πέρα απ’ αυτό. Διότι έτσι λέει ο νόμος που ψήφισε η Βουλή το περασμένο καλοκαίρι.
Εκεί ρωτήθηκα με ποια διαδικασία θα το κάνουμε και απάντησα ότι θέλουμε να κάνουμε ένα διάλογο με τα πολιτικά κόμματα, θέλουμε συναινέσεις. Θέλουμε να συζητήσουμε, όλοι, από κοινού, πώς παίρνεις ένα έλλειμμα 17 δισ. ευρώ, στο τέλος του 2011, και το φτάνεις στα τρία δισ., στο τέλος του 2015, ή στα έξι δισ., στο τέλος του 2014, και ότι στο πλαίσιο αυτό έχουμε απευθύνει πρόσκληση στις πολιτικές δυνάμεις. Με ρώτησαν, αν βρήκαμε ανταπόκριση. Απάντησα ότι, δυστυχώς, η Αξιωματική Αντιπολίτευση, το κόμμα που είναι κατ’ εξοχήν υπεύθυνο και φόρτωσε με 150 δισ. χρέος και το έλλειμμα στα 36 δισ. ευρώ, εντός πέντε λεπτών από την παραλαβή της επιστολής μας, δήλωσε ότι δεν ενδιαφέρεται να συμμετάσχει. Όλοι κρινόμαστε σε αυτή την Αίθουσα για την υπευθυνότητα, την οποία έχουμε.
Όμως, θα ήθελα, εδώ, να κάνω μια μικρή αναφορά στο ζήτημα της ευρωπαϊκής συζήτησης. Η Ελλάδα προσήλθε σ’ αυτή τη συζήτηση λέγοντας κάποια πολύ ξεκάθαρα πράγματα. Θεωρούμε ότι το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας, όπως έχει τεθεί, είναι μείζον και η Ελλάδα έχοντας χάσει σημαντικά στην ανταγωνιστικότητα, τα τελευταία χρόνια, μπορεί και πρέπει να συμφωνήσει με το συνολικό πλαίσιο, το οποίο διαμορφώνεται ευρωπαϊκά. Μπορούμε να συμφωνήσουμε ή να διαφωνήσουμε σε επιμέρους σημεία, αλλά το συνολικό πλαίσιο το έχουμε ήδη ενσωματώσει στις πολιτικές μας.
Το μείζον για μας είναι η περίφημη συνολική λύση, που θα ξαναφέρει σταθερότητα στην Ευρωζώνη. Στην τοποθέτησή μας είπαμε ότι, για εμάς, αυτή η συνολική λύση αφορά σε περισσότερους πόρους για το Ευρωπαϊκό Ταμείο, αφορά σε μεγαλύτερη ευελιξία για το Ευρωπαϊκό Ταμείο, έτσι ώστε να μπορεί να παρεμβαίνει στην πρωτογενή και στη δευτερογενή αγορά και να δίνει τη δυνατότητα σε χώρες να κάνουν και επαναγορά του χρέους. Αφορά σε καλύτερους όρους δανεισμού, γιατί είναι σαφές ότι οι σημερινοί όροι δανεισμού, όπως δημιουργήθηκαν, όταν δημιουργήθηκαν, δεν βοηθούν τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους και αφορά, βεβαίως, και στην επιμήκυνση του δανείου των 110 δισ. ευρώ.
Πρέπει να σας πω ότι η συζήτηση που γίνεται είναι δύσκολη, ότι ο χρόνος που έχουμε μπροστά μας είναι πολύ μικρός, ότι οι προσδοκίες που έχουν δημιουργηθεί, όχι στη χώρα μας απλώς, αλλά συνολικά στην Ευρώπη, είναι πολύ μεγάλες. Πιστεύω και ελπίζω ότι θα καταφέρουμε να φτάσουμε εκεί με διμερείς διαπραγματεύσεις, με πολυμερείς διαπραγματεύσεις, αλλά την ώρα που μιλάμε, οι αποστάσεις ανάμεσα στις διαφορετικές χώρες εξακολουθούν να είναι μεγάλες. Δεν έχουμε φτάσει εκεί που θα έπρεπε να φτάσουμε. Θέλω να πω δύο λόγια -και θα επανέλθω, βεβαίως, στη δευτερολογία μου στο νομοσχέδιο - και να μείνω σε δύο, τρία ζητήματα τα οποία έχουν τεθεί.
Ένα πρώτο ζήτημα είναι, «μα, γιατί επαναλαμβάνετε τη διάταξη του Συντάγματος για την επαγγελματική ελευθερία; Δεν αρκεί;» Εκ των πραγμάτων, φάνηκε ότι δεν αρκεί, γιατί, όλα αυτά τα χρόνια, αυτή η διάταξη του Συντάγματος, η διάταξη για την επαγγελματική ελευθερία, δεν έχει ερμηνευθεί στενά, γιατί όλα αυτά τα χρόνια έχουν σωρευτεί μια σειρά από ρυθμίσεις, οι οποίες, είναι προφανές ότι, είναι εκεί, όχι για το δημόσιο συμφέρον, αλλά για το συμφέρον συγκεκριμένων ομάδων. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι μερικά αυτονόητα πρέπει να ανανεωθούν, να αναειπωθούν και, κυρίως, μερικά αυτονόητα πρέπει να αρχίσουν να εφαρμόζονται.
Αυτή είναι και η λογική της συνολικής γενικής ρύθμισης που κάνουμε στο πρώτο κεφάλαιο του νόμου, η οποία πρέπει να σας πω ότι είναι ο μόνος τρόπος, για να έχουμε μία πραγματική απελευθέρωση και «άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων» στη χώρα μας.
Δεύτερο ζήτημα το οποίο τίθεται. «Γιατί δεν δημοσιεύετε καταστάσεις με τα επαγγέλματα; Γιατί δεν λέτε σε κάθε επάγγελμα τι περιορισμούς καταργείτε;». Δυστυχώς, πίσω απ’ αυτά τα ερωτήματα κρύβεται μεταμφιεσμένη η ίδια πρακτική, η ίδια πελατειακή ιδεολογία και αντίληψη που μας έφερε στο σημείο που είμαστε σήμερα. Υπάρχουν εκατοντάδες ρυθμίσεις για εκατοντάδες επαγγέλματα. Υπάρχουν ακατανόητοι γεωγραφικοί περιορισμοί σε επαγγέλματα που δεν μπορείτε καν να φανταστείτε. Βέβαια, όταν ακούμε από την Αξιωματική Αντιπολίτευση την αξίωση για συγκεκριμένη μελέτη για κάθε επάγγελμα, αναρωτιόμαστε αν είχε γίνει μελέτη, για να εξηγήσει κάποιος, γιατί και πώς πρέπει να μπουν περαιτέρω ρυθμίσεις, όταν με πίεση συγκεκριμένων ομάδων η Βουλή νομοθέτησε ρυθμίσεις επί ρυθμίσεων, έτσι ώστε να είμαστε η ευρωπαϊκή χώρα με τις περισσότερες ρυθμίσεις και το δυσκολότερο επιχειρείν. Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, το συνταγματικό μας καθήκον δεν είναι να δικαιολογούμε την άρση των περιορισμών, αλλά να δικαιολογούμε την επιβολή περιορισμών. Αυτό λέει το Σύνταγμα και αυτό κάνουμε.
Ακούω ότι δίνουμε την δυνατότητα να αρθούν περιορισμοί μέσω Προεδρικών Διαταγμάτων. Λάθος. Οι περιορισμοί αίρονται με αυτό το νομοσχέδιο που ψηφίζει η Βουλή. Τα Προεδρικά Διατάγματα έρχονται, εκ των υστέρων, αν για λόγους επιτακτικού δημοσίου συμφέροντος επιλέξουμε να κρατήσουμε κάποιες από τις ρυθμίσεις που υπάρχουν σήμερα. Βεβαίως, γι’ αυτό το επιτακτικό δημόσιο συμφέρον θα υπάρχει και η άποψη της Δικαιοσύνης. Οι εξαιρέσεις είναι που πρέπει να δικαιολογούνται, όχι ο κανόνας.
Τέλος, θα αναφερθώ σε δύο ακόμη ζητήματα. Η Νέα Δημοκρατία ζήτησε τη μελέτη του Σώματος Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων για τα κλειστά επαγγέλματα. Την καταθέτω στη Βουλή. Είναι μία μελέτη που νομίζω ότι είναι πλήρης. Όπως κάθε μελέτη, έχει μία σειρά από επισημάνσεις, που νομίζω ότι θα βοηθήσουν όλους.
Θα κλείσω με μία αναφορά και πάλι στην Αξιωματική Αντιπολίτευση. Άκουσα τον εισηγητή της να λέει: «Είμαστε ”ναι” επί της φιλοσοφίας, αλλά ψηφίζουμε ”όχι” επί της αρχής». Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν έχω την τεράστια κοινοβουλευτική πείρα που έχουν άλλοι σ’ αυτή την Αίθουσα, αλλά αυτή την πολιτική θέση δεν την έχω ξανακούσει, ένα πολιτικό κόμμα να λέει ότι «θεωρητικά, επί της αρχής, είμαστε υπέρ, αλλά στην πράξη ερχόμαστε και καταψηφίζουμε».
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, όλοι κρινόμαστε σ’ αυτή την Αίθουσα. Αυτή η κυβέρνηση παίρνει δύσκολες αποφάσεις, κάθε μέρα. Δεν τα κάνει όλα σωστά, αλλά επιχειρεί να πάει τη χώρα πέντε βήματα μπροστά και αυτοί που επιχειρούν να την κρατήσουν πίσω, θα κριθούν πολύ αυστηρά από τους Έλληνες πολίτες.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Δευτερολογία:
Παρατηρώ τα εξής πράγματα. Πρώτον, την ανάγκη της Νέας Δημοκρατίας να απολογηθεί για το γεγονός ότι βγήκε στην αρχή να πανηγυρίσει, που ήρθαμε, υποτίθεται στα λόγια της, και στη συνέχεια έκανε μια απίστευτη στροφή και άρχισε να μας κατηγορεί για διάφορα πράγματα. Εγώ να το ξεκαθαρίσω. Εμείς δεν ξεκινάμε κακόπιστα. Δεν λέμε ότι εσείς θέλατε οπωσδήποτε να τα ξεπουλήσετε. Λέμε, όμως, το εξής, κάποιος ο οποίος έρχεται και λέει στον Ελληνικό λαό ότι, στα επόμενα δυο χρόνια, θα φέρω 50 δισ. από έσοδα από την ακίνητη περιουσία και δεν θα χρειαστεί να γίνουν άλλα πράγματα –αυτό είναι βασικά- τότε με συγχωρείτε, αυτό γίνεται «μνημονιακή» υποχρέωση και, άρα, τους όρους με τους οποίους γίνεται πρέπει να τους συζητήσουμε και ίσως θα έπρεπε να το είχατε σκεφθεί λίγο καλύτερα προτού το πείτε.
Μιλήσατε για το «Ελληνικό» και για φωτογραφίες. Να πάρουμε μία φωτογραφία του «Ελληνικού», το 2004, μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες και μία φωτογραφία του «Ελληνικού», το 2009, μετά από τα χρόνια της διακυβέρνησής σας και να δούμε, τι ακριβώς έχει συμβεί σε αυτό το οικόπεδο; Και να δούμε μετά ποιος ενδιαφέρεται για την ακίνητη περιουσία και ποιος όχι.
Και τέλος, επειδή αυτή η κυβέρνηση εννοεί το ζήτημα της συνεννόησης, εγώ θα επαναλάβω για το συγκεκριμένο ζήτημα, την πρόσκληση προς την Αξιωματική Αντιπολίτευση, επειδή έχει γράψει και χαρτιά και αναλύσεις για την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας. Θα σας προσκαλέσουμε, επίσημα, να έρθετε για να γίνει ένα σχέδιο αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου και εκεί να δούμε ποιος πραγματικά ενδιαφέρεται να το κάνει με όρους διαφάνειας και ποιος απλώς ρίχνει πυροτεχνήματα, όπως κάνετε εσείς.