ΠΕΤΡΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ:
Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι προφανές ότι η Νέα Δημοκρατία ζει στο σύνθημα του κ. Δημήτρη Αβραμόπουλου, ως Υπουργού Τουρισμού: «Ζήσε το μύθο σου στην Ελλάδα».
Συνεχίζει αυτή η εμβληματική φράση να διέπει το σύνολο των τοποθετήσεων της Νέας Δημοκρατίας, με ένα βιωματικό μύθο που ακούμε από κάθε αγορητή της σ’ αυτή την Αίθουσα.
Μόλις προ ολίγου ο κ. Δένδιας εξήγησε στον ελληνικό λαό το μύθευμα ότι το ΠΑΣΟΚ αποδιαρθρώνει τη δημόσια διοίκηση στους είκοσι μήνες που κυβερνά, σαν να μην είναι το Κόμμα της Νέας Δημοκρατίας που ήρθε στην εξουσία το 2004, ανακοινώνοντας ότι κεντρική προγραμματική θέση είναι η επανίδρυση του κράτους. Πρόκειται για μια επανίδρυση του κράτους η οποία ταυτίστηκε μετά από πεντέμισι χρόνια διακυβέρνησης με τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους.
Είναι δυνατόν, λοιπόν, να θεωρούμε ότι διαμορφώνεται πολιτικός διάλογος στη Βουλή των Ελλήνων και ο ελληνικός λαός τίθεται προ επιχειρημάτων, όταν υπάρχει τέτοια βίαιη παράκαμψη της πραγματικότητας, τέτοια διαστροφή της απλής αλήθειας και τέτοια ανατροπή των δεδομένων; Θα πηγαίναμε μπροστά, αν όλοι είχαμε μαζί με την κριτική και μία πλευρά αυτοκριτικής.
Είναι αλήθεια ότι η αυτοκριτική έλειψε στο πολιτικό σύστημα, αλλά δεν είναι δυνατόν να συνεχίζεται η τόσο προπετής, η τόσο θρασεία χρήση του μύθου στον πολιτικό διάλογο σε αυτή την Αίθουσα. Ακούστηκαν και ειπώθηκαν πολλά, όχι όλα αμελητέα, για παράδειγμα, η συγκεκριμένη κριτική του κ. Παυλόπουλου από τη Νέα Δημοκρατία είχε στοιχεία ουσιώδη, αλλά ο γενικός λόγος της Νέας Δημοκρατίας κινήθηκε στη σφαίρα του κ. Δένδια, κινήθηκε δηλαδή σε κάτι προσχηματικό και κάτι που ρίχνει την μπάλα στην εξέδρα σε σχέση με το συγκεκριμένο ζητούμενο, που είναι το νομοσχέδιο κατ’ εφαρμογήν του Συντάγματος. Από το 1985-1986 έλειπε αυτός ο κρίκος προσαρμογής της νομοθεσίας στη συνταγματική επιταγή. Άρα, όλη αυτή η κουβέντα ας έρθει στα ουσιώδη και να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα.
Σε κάθε χώρα ξεκινάς -στη χώρα μας ακόμα πιο συγκεκριμένα- από το ποιο είναι το ουσιώδες. Το ουσιώδες είναι η αποτελεσματική, ποιοτική διακυβέρνηση. Όντως, να διαμορφώσουμε ένα κράτος σύγχρονο, αποτελεσματικό, λειτουργικό, που θα γίνει ο αιμοδότης της ανάπτυξης, θα μπορέσει να κρατήσει το βάρος της οικονομικής κρίσης και θα μπορέσει να ανοίξει το δρόμο της ανάπτυξης.
Αυτή πρέπει να είναι η επικέντρωση των προσπαθειών μας, αυτό πρέπει να είναι το θεμελιώδες στοιχείο των επιλογών μας. Αυτή είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζει το πολιτικό σύστημα, αυτό είναι το αίτημα της εποχής: Να αποκτήσουμε και να διαμορφώσουμε τα εργαλεία αντιμετώπισης και υπέρβασης όχι απλώς της κρίσης, αλλά των αιτίων που οδήγησαν την Ελλάδα στην κρίση.
Διότι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ένας άλλος μύθος που καλλιεργεί η Νέα Δημοκρατία είναι ότι βρεθήκαμε στην κρίση ως αποτέλεσμα της διεθνούς κρίσης. Αυτό είναι απολύτως αναληθές όσον αφορά τη φύση της ελληνικής υπόθεσης.
(IK)
(01DE)
Η Νέα Δημοκρατία με την άφρονα πολιτική της -που ακόμα και σήμερα δεν αναιρεί και ακόμα και σήμερα δεν αναδέχεται την ευθύνη των επιλογών της- οδήγησε την Ελλάδα ανεξόπλιστη στη διεθνή κρίση, γιατί η πολιτική της διαμόρφωσε και το ύψος του ελλείμματος στο πρωτοφανές 15% και το ύψος του δανεισμού στα 340 δισεκατομμύρια στις 5 Οκτωβρίου 2009 και διαμόρφωσε και την κρίση αναξιοπιστίας, όταν την ίδια στιγμή εγγράφως διαβεβαίωνε τους εταίρους μας ότι είμαστε σε έλλειμμα 6%. Αν θέλουμε, λοιπόν, να άρουμε όλα αυτά, πρέπει να περάσουμε σε μία άλλη λειτουργία, σε μια άλλη σχέση ανάμεσά μας.
Το νομοσχέδιο αφ’ ενός κλείνει μία εκκρεμότητα εν σχέσει με τη συνταγματική επιταγή της Αναθεώρησης του 1985-1986 και αφ’ ετέρου εισάγει πάρα πολύ συγκεκριμένες αρχές και παραμέτρους για τη φύση των δημοψηφισμάτων, σύμφωνα πάντα με την επιταγή του Συντάγματος.
Αν θέλαμε να γενικεύσουμε τη συζήτηση, θα λέγαμε ότι όχι, με αυτό το νομοσχέδιο η Κυβέρνηση δεν επιλέγει αυτό που θα μπορούσε να ειπωθεί δημοψηφισματική δημοκρατία. Αυτό για παράδειγμα θα ήταν θέμα μιας ευρύτερης συζήτησης για την εισαγωγή των δημοψηφισμάτων κατόπιν λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας, όπως ισχύει σε πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης με τη συγκέντρωση ενός ορισμένου αριθμού υπογραφών. Διακόσιες χιλιάδες είναι στην Ουγγαρία, πεντακόσιες χιλιάδες είναι στην Ιταλία.
Υπάρχουν χώρες, όπως η Ελβετία, στην οποία τα δημοψηφίσματα -και πραγματικά είναι αδύνατο να τα συγκρατήσεις- πρέπει να υπερβαίνουν την τελευταία τριακονταετία τα πεντακόσια, εθνικά και τοπικά σε επίπεδο καντονίων. Είναι μία δημοκρατία, ένα δημοκρατικό πολίτευμα που έχει ενσωματώσει τη λογική της άμεσης έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας σε όλα τα επίπεδα της δομής του κράτους, είτε σε εθνικό επίπεδο είτε στα κρατίδια είτε τοπικά.
Δεν μιλάμε για αυτά. Δεν μιλάμε για την εισαγωγή καινούριων θεσμών που αφορούν –σε τελευταία ανάλυση- στη δομή και τη λειτουργία του πολιτεύματος. Γι’ αυτό και δεν μπαίνουμε στη συζήτηση απαράδεκτων πραγμάτων που ετέθησαν και ακούστηκαν σε αυτήν την Αίθουσα, όπως για παράδειγμα το ότι θα είχε δικαίωμα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας να εισηγείται δημοψήφισμα. Μα, αυτό, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, που λέγεται με τέτοια ευκολία είναι αλλαγή του τύπου του πολιτεύματος. Αυτό σημαίνει ότι εισάγουμε την Προεδρική Δημοκρατία, όταν μπορεί ο Πρόεδρος να είναι εναντίον της Βουλής. Είναι τόσο βαριά αυτά τα πράγματα, που δεν επιτρέπεται αυτή η ευκολία σε αυτήν την Αίθουσα.
Γι’ αυτό θα έπρεπε περισσότερο να ασχοληθούμε με την ουσία του συγκεκριμένου νομοθετήματος. Και η ουσία του συγκεκριμένου νομοθετήματος απαιτεί συγκεκριμένες παρατηρήσεις και συγκεκριμένες κριτικές.
Ασκήθηκε κριτική για το λευκό, αλλά θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ σωστή η διαφοροποίηση της λευκής ψήφου στις κοινοβουλευτικές εκλογές και στη σύνθεση της Βουλής από την ψήφο σε ένα δημοψήφισμα. Είναι εύλογη η θέση που προασπίζει το νομοσχέδιο, όσο απολύτως εύλογο είναι ότι στις εκλογές για το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να συγκαταλεγεί το λευκό, γιατί δεν μπορεί να υπάρχουν λευκά έδρανα σε αυτήν την Αίθουσα. Άρα, η διαφορετική τάξη των αποφάσεων επιβάλλει διαφορετική μεταχείριση και στάθμιση της ψήφου.
Από την άλλη μεριά, όμως, υπάρχουν θέματα που θα ήθελα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι και κύριε Υπουργέ, να τα σκεφθούμε λίγο.
Όπως ξέρουμε, σύμφωνα με την πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση που γίνεται στην Ευρώπη -που είναι η Venice Commission- στα δημοψηφίσματα υπάρχουν δύο αρχές οργάνωσής τους και δύο αρχές επικύρωσής τους. Είναι είτε το quorum of participation –το αίτημα της συμμετοχής- είτε το quorum of approval –το αίτημα της επικύρωσης- δηλαδή σε όποιες χώρες έχουμε νόμους για δημοψηφίσματα υπάρχουν δύο τρόποι αναγνώρισης της εγκυρότητάς τους, είτε με την τοποθέτηση μιας οροφής συμμετοχής είτε με την τοποθέτηση μιας οροφής θετικής ή φυσικά αρνητικής ψήφου.
(AD)
(1IK)
Στη συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία, εμείς διαλέγουμε το κριτήριο της συμμετοχής. Δεν θέτουμε το κριτήριο το «quorum of approval», δηλαδή της αποδοχής, ως το εγκριτικό σημείο της πρωτοβουλίας και της απόφασης του δημοψηφίσματος.
Μάλιστα, εδώ εισάγεται μία καίρια διάκριση ανάμεσα στο ποσοστό συμμετοχής, όταν έχουμε δημοψήφισμα για ένα κρίσιμο εθνικό θέμα και στο ποσοστό συμμετοχής, όταν έχουμε δημοψήφισμα επί ψηφισμένου νόμου. Στο μεν δημοψήφισμα επί ψηφισμένου νόμου αναγνωρίζουμε την οροφή του 50% της συμμετοχής, στο κρίσιμο εθνικό θέμα κατεβάζουμε την οροφή στο 40%. Γιατί; Ακριβώς επειδή η Βουλή είναι έκφραση λαϊκής κυριαρχίας, ακριβώς επειδή εδώ έχει συζητηθεί το νομοσχέδιο και ακριβώς επειδή το συζητηθέν και ψηφισθέν από τη Βουλή νομοσχέδιο τίθεται σε τελική κρίση του ελληνικού λαού, ζητάμε να υπάρχει η οροφή του 50%.
Όμως, στο κρίσιμο εθνικό θέμα που ζητάμε 40%, επειδή ακριβώς δεν έχει μεσολαβήσει διαδικασία στη Βουλή, υπάρχει κάτι αυτονόητο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι δηλαδή δεν μπορεί ένα κρίσιμο εθνικό θέμα να τεθεί με τη μορφή νόμου στη Βουλή. Το κρίσιμο εθνικό θέμα μπορεί να έχει μία υπόσταση εκτός νομοθετικής πρωτοβουλίας και προσδιορισμού.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το προειδοποιητικό κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή)
Είναι δυνατόν, λοιπόν, να μη δεχθούμε ότι και το κρίσιμο εθνικό θέμα πρέπει να ενοποιηθεί ως προς το κριτήριο οροφής στη συμμετοχή με την πρόβλεψή μας για το ψηφισθέν νομοσχέδιο; Θα πρότεινα, κύριε Υπουργέ, για το κύρος των θεμάτων και το κύρος της ενότητας των κριτηρίων, εφ’ όσον δεν υπάρχει ένα θέμα αρχής ή μία άλλη επιλογή, να σκεφτούμε μήπως η ενοποίηση θα ήταν κάτι χρήσιμο.
Από εκεί και πέρα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι απόλυτα φανερό ότι στην πορεία των κοινωνιών πάρα πολλές φορές ένα δημοψήφισμα μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο. Ήταν απόλυτα υγιές το Δημοψήφισμα του 1974. Έκλεισε μία εκκρεμότητα εκατόν πενήντα χρόνων πολιτειακής ανωμαλίας η θέληση του ελληνικού λαού, όπως εκφράστηκε στο Δημοψήφισμα του 1974 για το πολιτειακό.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας του κυρίου Βουλευτή)
Δεν υπάρχει κανένας λόγος, όταν κρίνονται μείζονα εθνικά θέματα, να μη δεχθούμε ότι ένα δημοψήφισμα μπορεί να ξεκαθαρίσει το έδαφος και μπορεί να δώσει ο ελληνικός λαός τη δική του απόφαση πάνω στην πορεία που επιλέγει για τη χώρα.
Γι’ αυτό, ας κρίνουμε το νομοσχέδιο γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που φανταζόμαστε ότι θα μπορούσε κάτι άλλο να περιέχει ή δυνητικά να έχουμε εμείς την αίσθηση ότι θα μπορούσε να είναι.
Σας ευχαριστώ.
(Χειροκροτήματα από την πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ)