Μετά τις επιτυχίες που έχει σημειώσει το Πρακτορείο μας, από το 1980, και από το 2000 στο internet, συνεχίζουμε σταθερά, με νέα ρεκόρ δημοσιεύσεων και αναπαραγωγή των ρεπορτάζ μας στα ΜΜΕ στην Ελλάδα και στον κόσμο. www.vouli.net * Ανάρτηση των δελτίων τύπου σε 24ωρη βάση, καθώς και φωτογραφιών για την προβολή στα Μ.Μ.Ε. * Καταγράφουμε την πολιτική ιστορία του Ελληνισμού

15.7.11

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ: ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ - ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ

«ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ - 

ΘΕΜΑΤΑ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ 

ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ»



ΜΕΡΟΣ Α΄
ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ, ΣΥΝΘΕΤΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΣΥΝΘΕΤΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ

Άρθρο 1
Έννοια και προϋποθέσεις δημιουργίας σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων

  1. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 2160/1993, όπως ισχύει, προστίθεται περίπτωση Γ ως εξής:
«Γ. Σύνθετα Τουριστικά Καταλύματα:
Ως Σύνθετα Τουριστικά Καταλύματα χαρακτηρίζονται τα ξενοδοχειακά καταλύματα των περιπτώσεων α΄, γ΄ και δ΄ της παραγράφου 1Α, που ανεγείρονται σε συνδυασμό: α) με τουριστικές επιπλωμένες κατοικίες της περιπτώσεως α΄ της παραγράφου 1Β και β) με εγκαταστάσεις ειδικής τουριστικής υποδομής της παραγράφου 3.».

  1. α. Επί των τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών που περιλαμβάνονται στα σύνθετα τουριστικά καταλύματα της προηγούμενης παραγράφου επιτρέπεται η σύσταση διηρημένων ιδιοκτησιών, οριζοντίων και καθέτων, κατά τις κείμενες διατάξεις, και η σύσταση ή μεταβίβαση σε τρίτους ενοχικών και εμπραγμάτων δικαιωμάτων επ’ αυτών. Το ποσοστό των δυνάμενων να πωληθούν ή εκμισθωθούν μακροχρονίως τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 30% της συνολικώς δομούμενης επιφάνειας του σύνθετου τουριστικού καταλύματος. Η μακροχρόνια μίσθωση συνομολογείται για χρονικό διάστημα δέκα (10) τουλάχιστον ετών.

β. Η περίπτωση α΄ εφαρμόζεται μόνο εφόσον συντρέχουν σωρευτικώς οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
αα. Τα σύνθετα τουριστικά καταλύματα αναπτύσσονται σε γήπεδα ίσα ή μεγαλύτερα των 150.000 τ.μ.,
ββ. Τα ξενοδοχεία που συμπεριλαμβάνονται σε αυτά κατατάσσονται στην κατηγορία των πέντε αστέρων,
γγ. Έχουν εκδοθεί όλες οι οικοδομικές άδειες και λοιπές αναγκαίες εγκρίσεις για την έναρξη των οικοδομικών εργασιών του σύνθετου τουριστικού καταλύματος.

  1. Τα σύνθετα τουριστικά καταλύματα διέπονται από Κανονισμό Συνιδιοκτησίας και Λειτουργίας που καταρτίζεται, με συμβολαιογραφική πράξη, από τον ιδιοκτήτη του ακινήτου και εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού. Με τον κανονισμό αυτόν, ο οποίος μεταγράφεται μαζί με την πράξη σύστασης οριζοντίων και καθέτων ιδιοκτησιών, καθορίζονται ιδίως: (ι) τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των ιδιοκτητών των αυτοτελών διηρημένων ιδιοκτησιών και οι περιορισμοί της ιδιοκτησίας τους, καθώς και των λοιπών χρηστών που έλκουν από αυτούς δικαιώματα, (ιι) τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις επί των κοινόκτητων και κοινόχρηστων χώρων, κτισμάτων, εγκαταστάσεων έργων και υπηρεσιών και οι περιορισμοί αυτών, (ιιι) ο φορέας διαχείρισης και λειτουργίας και τα ζητήματα που αφορούν τη διοίκηση του σύνθετου τουριστικού καταλύματος καθώς και την εποπτεία και την άσκηση ελέγχου επί των επιμέρους αυτοτελών διηρημένων ιδιοκτησιών και (ιv) οι κοινές δαπάνες, και ο τρόπος υπολογισμού και κατανομής τους στους ιδιοκτήτες των αυτοτελών διηρημένων ιδιοκτησιών, ο τρόπος και το είδος εκμετάλλευσης των κοινόκτητων χώρων, έργων και υπηρεσιών και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού εγκρίνεται πρότυπος κανονισμός συνιδιοκτησίας και λειτουργίας και καθορίζεται το ελάχιστο περιεχόμενο αυτού. Ο εγκρινόμενος κατά τα ανωτέρω Κανονισμός Συνιδιοκτησίας και Λειτουργίας προσαρτάται σε κάθε δικαιοπραξία με αντικείμενο τη σύσταση, αλλοίωση, μετάθεση ή μεταβίβαση ενοχικών ή εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί των αυτοτελών διηρημένων ιδιοκτησιών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 και δεσμεύει όλους.

  1. Οι ιδιοκτήτες ή οι μισθωτές των αυτοτελών διηρημένων ιδιοκτησιών δεν μπορούν να εκμισθώνουν ή να υπομισθώνουν τα ακίνητα σε τρίτους ή να συνιστούν εμπράγματα δικαιώματα επικαρπίας ή οίκησης παρά μόνο σύμφωνα με τους όρους και περιορισμούς που καθορίζονται στον οικείο κανονισμό.

  1. Η μεταβίβαση της κυριότητας ή η εκμίσθωση των αυτοτελών διηρημένων ιδιοκτησιών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 επιτρέπεται μόνο μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής του ξενοδοχειακού καταλύματος και της ειδικής τουριστικής υποδομής και εφόσον έχει χορηγηθεί το σήμα λειτουργίας αυτών από τον ΕΟΤ. Η χορήγηση του σήματος μνημονεύεται στη σχετική πράξη μεταβίβασης ή εκμίσθωσης και σε κάθε άλλη συναφή πράξη.

  1. Οι ρυθμίσεις των προηγούμενων παραγράφων μπορεί να εφαρμόζονται και επί υφισταμένων ξενοδοχειακών καταλυμάτων της παραγράφου 1Α του άρθρου 2 του ν. 2160/1993 που έχουν κατασκευασθεί σε γήπεδα τουλάχιστον 50.000 τ.μ. και τα οποία πληρούν ή μπορεί να αποκτήσουν τις λοιπές προϋποθέσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο, εφόσον:
α) διαθέτουν σε ισχύ ειδικό σήμα λειτουργίας,
β) τα προς μεταβίβαση ή προς μακροχρόνια μίσθωση τμήματα δεν έχουν υπαχθεί στις επιδοτήσεις της αναπτυξιακής νομοθεσίας κατά τα τελευταία πέντε έτη. Σε αντίθετη περίπτωση, το ποσό της ενίσχυσης ή επιδότησης που έχει χορηγηθεί για τα τμήματα αυτά, επιστρέφεται και
γ) ο νομίμως υλοποιημένος συντελεστής δόμησης είναι ίσος ή μικρότερος του 0,15. Στην περίπτωση που ο νομίμως υλοποιημένος συντελεστής δόμησης υπερβαίνει το 0,15, η υπαγωγή στις ρυθμίσεις των προηγούμενων παραγράφων επιτρέπεται μόνον εφόσον συντρέχει και μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
αα. Εφόσον κατεδαφισθούν τμήμα ή τμήματα των τουριστικών εγκαταστάσεων τα οποία αντιστοιχούν στον συντελεστή δόμησης που υπερβαίνει το 0,15.
ββ. Εφόσον καταβληθεί ειδική εισφορά ίση με ποσοστό 5% επί της αντικειμενικής αξίας των τουριστικών εγκαταστάσεων οι οποίες αντιστοιχούν στον συντελεστή δόμησης που υπερβαίνει το 0,15. Η αντικειμενική αξία ορίζεται σύμφωνα με το σύστημα αντικειμενικών αξιών του Υπουργείου Οικονομικών. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού και Τουρισμού καθορίζεται η διαδικασία επιβολής της εισφοράς, ο τρόπος και οι υπόχρεοι καταβολής, η διαδικασία πληρωμής και κάθε σχετική λεπτομέρεια. Η καταβολή της εισφοράς αποτελεί προϋπόθεση για τη μεταβίβαση της κυριότητας των αυτοτελών ιδιοκτησιών. Στις περιπτώσεις της παραγράφου αυτής επί υφισταμένων ξενοδοχειακών καταλυμάτων που έχουν κατασκευασθεί σε γήπεδα μικρότερα των 150.000 τ.μ. το ποσοστό των δυνάμενων να πωληθούν ή εκμισθωθούν μακροχρονίως, κατά την έννοια της παραγράφου 2 α, τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20% της συνολικώς δομημένης επιφάνειας του σύνθετου τουριστικού καταλύματος.

  1. α. To πρώτο εδάφιο της παραγράφου 7 του άρθρου 2 του ν. 2160/1993 δεν εφαρμόζεται στα σύνθετα τουριστικά καταλύματα του παρόντος άρθρου.

β. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, καταργούνται η παρ. 13 του άρθρου 39 του ν. 3105/2003 (ΦΕΚ Α΄ 29) και το π.δ. 250/2003 (ΦΕΚ Α΄ 226).

Άρθρο 2
Όροι δόμησης και προδιαγραφές σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων
  1. α. Για τη δημιουργία σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων εκδίδεται κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτισμού και Τουρισμού και του κατά περίπτωση αρμοδίου υπουργού. Με την απόφαση αυτή καθορίζονται:
αα. Οι ειδικότερες κατηγορίες έργων, δραστηριοτήτων και εγκαταστάσεων που πρόκειται να ανεγερθούν στην έκταση του σύνθετου τουριστικού καταλύματος.
ββ. Η γενική διάταξη των κτιρίων και εγκαταστάσεων με αναφορά σε τοπογραφικό διάγραμμα κλίμακας 1:5.000. Στη γενική διάταξη πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε οι τουριστικές επιπλωμένες κατοικίες να αποτελούν ενότητα διακριτή από το ξενοδοχειακό κατάλυμα.
γγ. Οι περιβαλλοντικοί όροι του σύνθετου τουριστικού καταλύματος, ύστερα από τήρηση της διαδικασίας που ορίζεται στον ν. 1650/1986, όπως ισχύει.

β. Η δημιουργία σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων σε γήπεδα μεγαλύτερα των 800.000 τ.μ. επιτρέπεται μόνο σε Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (ΠΟΤΑ) που χαρακτηρίζονται και οριοθετούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 του ν. 2545/1997, όπως τροποποιείται με τον νόμο αυτόν. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται επί γηπέδων μεγαλύτερων των 800.000 τ.μ. για τα οποία έχουν καθοριστεί, με ειδικές διατάξεις, ειδικά πολεοδομικά καθεστώτα τουριστικής ανάπτυξης και αξιοποίησης.

γ. Ειδικώς στα κατοικημένα νησιά, η ελάχιστη απαιτούμενη επιφάνεια γηπέδου για τη δημιουργία σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων ορίζεται σε 100.000 τ.μ. Οι ρυθμίσεις της περιπτώσεως αυτής δεν εφαρμόζονται στις νήσους Κρήτη, Κέρκυρα και Ρόδο.

δ. Ως εμβαδά ιδιοκτησιών για την εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄, λαμβάνονται τα εμβαδά που αυτές είχαν στις 31.12.2010. Γήπεδα που δημιουργούνται από συνένωση μπορεί να υπάγονται στις διατάξεις των προηγούμενων περιπτώσεων και μετά την πάροδο της ημερομηνίας αυτής. Δρόμοι ή και άλλα τεχνικά έργα καθώς και ρέματα που διαπερνούν εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων δεν συνιστούν κατάτμηση αυτών.

ε. Σύνθετα τουριστικά καταλύματα επιτρέπεται να δημιουργούνται και εντός εγκαταλελειμμένων οικισμών προ του 1923 ή κάτω των 2.000 κατοίκων σε συνδυασμό με την ανάπλαση τμήματος ή και του συνόλου του οικισμού. Για τον σκοπό αυτό, οι ενδιαφερόμενοι δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς καταρτίζουν πρόγραμμα τουριστικής αξιοποίησης και οικιστικής αναζωογόνησης του οικείου οικισμού, το οποίο εγκρίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτισμού και Τουρισμού ύστερα από γνώμη του ΕΟΤ. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτισμού και Τουρισμού και του κατά περίπτωση αρμοδίου Υπουργού καθορίζονται τα ειδικότερα κριτήρια επιλογής των σχετικών οικισμών, οι τρόποι και τα μέσα πολεοδομικής επέμβασης, οι τρόποι απόκτησης των απαιτούμενων ακινήτων, τα παρεχόμενα πολεοδομικά ή και οικονομικά κίνητρα, οι φορείς υλοποίησης των σχετικών προγραμμάτων και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.

  1. α. Η δημιουργία σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων εναρμονίζεται με τις κατευθύνσεις του εκάστοτε ισχύοντος Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Τουρισμό και τις χρήσεις γης και λειτουργίες της ευρύτερης περιοχής. Με απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 3 του ν. 2742/1999 μπορεί να καθορίζονται ειδικές χωροταξικές κατευθύνσεις για τη δημιουργία σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων.

β. Όπου στις διατάξεις της υπ’ αριθμ. 24208/4.6.2009 απόφασης «Έγκριση Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Τουρισμό»  (ΦΕΚ Β΄ 1138) αναφέρονται οι «σύνθετες και ολοκληρωμένες τουριστικές υποδομές μικτής χρήσης» νοούνται εφεξής τα σύνθετα τουριστικά καταλύματα του παρόντος νόμου.

  1. α. Τα σύνθετα τουριστικά καταλύματα υπόκεινται στους όρους και περιορισμούς της εκτός σχεδίου δόμησης τουριστικών εγκαταστάσεων του από 20/28.1.1988 προεδρικού διατάγματος (ΦΕΚ 61 Δ΄), όπως ισχύει. Ο συντελεστής δόμησης είναι ενιαίος για το σύνολο του σύνθετου τουριστικού καταλύματος και δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0,15 και ειδικώς για τα νησιά της περιπτώσεως γ΄ της παραγράφου 1 το 0,10. Για τον υπολογισμό της μέγιστης εκμετάλλευσης και των λοιπών όρων και περιορισμών δόμησης, η έκταση στην οποία αναπτύσσεται το σύνθετο τουριστικό κατάλυμα νοείται ως ενιαίο σύνολο.

β. Εφόσον ο υλοποιούμενος συντελεστής δόμησης δεν υπερβαίνει το 0,10, το ποσοστό των δυνάμενων να πωληθούν ή εκμισθωθούν μακροχρονίως τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο, καθορίζεται σε 40% της συνολικώς δομούμενης επιφάνειας του σύνθετου τουριστικού καταλύματος. Το ποσοστό αυτό προσαυξάνεται σε 60% όταν ο υλοποιούμενος συντελεστής δόμησης είναι ίσος ή μικρότερος του 0,05.

γ. Η υπαγωγή σε μία εκ των δύο ανωτέρω περιπτώσεων α΄ ή β΄ είναι δεσμευτική και για κάθε μεταγενέστερη αναθεώρηση ή τροποποίηση της οικοδομικής αδείας του σύνθετου τουριστικού καταλύματος.

δ. Ειδικότερες διατάξεις με τις οποίες έχουν καθοριστεί μικρότεροι συντελεστές δόμησης ή και αυστηρότεροι όροι και περιορισμοί δόμησης για την τουριστική αξιοποίηση συγκεκριμένων γηπέδων, διατηρούνται σε ισχύ.

ε. Το ελάχιστο απαιτούμενο εμβαδόν των τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών ορίζεται σε 100 τ.μ. ανά αυτοτελή διηρημένη ιδιοκτησία. Οι ημιυπαίθριοι χώροι που κατασκευάζονται στις τουριστικές επιπλωμένες κατοικίες, οι στεγασμένοι χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων που δημιουργούνται εντός αυτών και οι υπόγειοι χώροι αυτών, η οροφή των οποίων υπερβαίνει τα 0,80 μ. από την οριστική στάθμη του εδάφους, προσμετρώνται στον συντελεστή δόμησης. Οι ρυθμίσεις της περιπτώσεως αυτής εφαρμόζονται και για τις τουριστικές επιπλωμένες κατοικίες που περιλαμβάνονται στα υφιστάμενα ξενοδοχειακά καταλύματα της παραγράφου 6 του άρθρου 1.

στ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτισμού και Τουρισμού μπορεί να καθορίζονται ειδικές ενεργειακές προδιαγραφές για τα σύνθετα τουριστικά καταλύματα, ιδίως όσον αφορά την εξοικονόμηση νερού, τη διαχείριση των αποβλήτων και την εν γένει ενεργειακή απόδοση των κτιρίων και εγκαταστάσεων που περιλαμβάνονται σε αυτά. Μέχρι την έκδοση της αποφάσεως αυτής, εφαρμόζονται οι ελάχιστες απαιτήσεις ενεργειακής απόδοσης κτιρίων για την κατηγορία Α+, οι οποίες καθορίζονται στον Κανονισμό Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων.

  1. Η επενδυτική δαπάνη των προς μεταβίβαση ή μακροχρόνια μίσθωση τμημάτων των σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων δεν μπορεί να υπάγεται στα κίνητρα της αναπτυξιακής νομοθεσίας.

  1. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού καθορίζονται οι τεχνικές και λειτουργικές προδιαγραφές, καθώς και οι λοιποί όροι και προϋποθέσεις, τις οποίες πρέπει να πληρούν τα σύνθετα τουριστικά καταλύματα για τη χορήγηση του ειδικού σήματος λειτουργίας. Με τις προδιαγραφές αυτές καθορίζονται και οι κοινόχρηστοι χώροι των ξενοδοχειακών καταλυμάτων, οι οποίοι πρέπει να είναι επαρκείς για την κάλυψη και της δυναμικότητας σε κλίνες που αντιστοιχεί στις τουριστικές επιπλωμένες κατοικίες.

  1. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού και Τουρισμού καθορίζονται τα μέτρα και οι προϋποθέσεις για την προστασία και κάλυψη των δικαιωμάτων των συνιδιοκτητών του σύνθετου τουριστικού καταλύματος, ιδίως στις περιπτώσεις που είτε κωλύεται η ορθή λειτουργία της συνιδιοκτησίας λόγω σοβαρής αδυναμίας του φορέα εκμετάλλευσης του τουριστικού καταλύματος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του προς αυτήν είτε εγείρονται αξιώσεις τρίτων κατά του πιο πάνω φορέα που θίγουν τα δικαιώματα συνιδιοκτησίας, και ρυθμίζεται κάθε σχετικό θέμα. Με την έκδοση του ως άνω προεδρικού διατάγματος ρυθμίζονται, μεταξύ άλλων, και θέματα υπαγωγής των φορέων εκμετάλλευσης των σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων σε συστήματα χρηματοοικονομικής ασφάλειας μέσω των κατάλληλων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένων χρηματοοικονομικών εγγυήσεων σε περίπτωση πτωχεύσεως ή αφερεγγυότητας.

  1. α. Τα άρθρα 610, 616 και 617 του Αστικού Κώδικα δεν εφαρμόζονται επί μακροχρονίων μισθώσεων τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών συναπτόμενων εντός σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων.

β. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 2 του ν. 1652/1986, καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 3 του ιδίου ως άνω νόμου, όπως ισχύουν, εφαρμόζονται αναλόγως και στις μακροχρόνιες μισθώσεις που συνάπτονται επί τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 1 του παρόντος.

  1. Τα δικαιώματα μακροχρόνιας μίσθωσης που αποκτώνται επί των τουριστικών επιπλωμένων κατοικιών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 1 του παρόντος, σημειώνονται στο περιθώριο των οικείων βιβλίων μεταγραφών των αρμοδίων Υποθηκοφυλακείων ή Κτηματολογικών Γραφείων. Μεταγραπτέα πράξη αποτελούν τα σχετικά μισθωτήρια συμβόλαια, τα οποία, επί ποινή ακυρότητας, καταρτίζονται με συμβολαιογραφικό έγγραφο.

  1. Στις ρυθμίσεις του άρθρου αυτού, μπορεί να υπαχθούν και τουριστικές επενδύσεις που διαθέτουν σε ισχύ εγκεκριμένους περιβαλλοντικούς όρους και οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 1. Στις περιπτώσεις αυτές, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.


Άρθρο 3
Απόσυρση παλαιών τουριστικών καταλυμάτων

  1. α. Οι κύριοι των τουριστικών καταλυμάτων που προβλέπονται στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1Α του άρθρου 2 του ν. 2160/1993 και τα οποία στερούνται σήματος λειτουργίας αδιαλείπτως κατά την χρονική περίοδο από 1.1.1981 έως και την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, οφείλουν να καταβάλουν ειδικό ετήσιο τέλος επιβάρυνσης του περιβάλλοντος η οποία προκαλείται από την εγκατάλειψή τους. Το τέλος επιβάλλεται εφόσον τα ανωτέρω καταλύματα δεν επαναλειτουργήσουν σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας τουριστικής νομοθεσίας εντός τριών ετών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και για όσο χρονικό διάστημα παραμένουν σε εγκατάλειψη. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτισμού και Τουρισμού καθορίζονται τα κριτήρια για τον χαρακτηρισμό τουριστικών καταλυμάτων ή και άλλων κτιρίων ως εγκαταλελειμμένων, η αρμόδια υπηρεσία, ο τρόπος και η διαδικασία ελέγχου, οι όροι και οι προϋποθέσεις διαπίστωσης και χαρακτηρισμού αυτών ως εγκαταλελειμμένων, οι περιπτώσεις εξαίρεσης από την επιβολή του τέλους λόγω ειδικότερων διατάξεων και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.

β. Το ετήσιο τέλος είναι ίσο με ποσοστό 2% επί της αντικειμενικής αξίας των ακινήτων σύμφωνα με το σύστημα αντικειμενικών αξιών του Υπουργείου Οικονομικών κατά τον χρόνο της επιβολής. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού και Τουρισμού καθορίζεται η διαδικασία επιβολής του τέλους, ο τρόπος βεβαίωσης αυτού, οι υπόχρεοι καταβολής, οι τρόποι πληρωμής και κάθε σχετική λεπτομέρεια. Η βεβαίωση του τέλους μπορεί να γίνει μία φορά και ισχύει μέχρις ότου προσκομιστεί από τον υπόχρεο βεβαίωση κατεδάφισης ή άδεια λειτουργίας του τουριστικού καταλύματος, εκτός εάν επαναπροσδιοριστεί το παραπάνω ποσοστό οπότε και επαναβεβαιώνεται. Ο επαναπροσδιορισμός του ποσοστού γίνεται επίσης με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού και Τουρισμού.

γ. Το τέλος κατατίθεται υπέρ του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Πράσινο Ταμείο», τηρείται σε ειδικό λογαριασμό με την ονομασία «Ταμείο Περιβαλλοντικού Ισοζυγίου» και διατίθεται για προγράμματα και δράσεις περιβαλλοντικής αποκατάστασης και προστασίας χώρων με ιδιαίτερη πολιτιστική, τουριστική και ιστορική σημασία, εντός του πρωτοβαθμίου ΟΤΑ στη διοικητική περιφέρεια του οποίου βρίσκονται τα εγκαταλελειμμένα τουριστικά καταλύματα. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτισμού και Τουρισμού μπορεί να καθορίζεται η διαδικασία κατάθεσης και απόδοσης του τέλους στο Πράσινο Ταμείο και κάθε σχετική λεπτομέρεια.

  1. α. Επιτρέπεται η κατεδάφιση των τουριστικών καταλυμάτων τα οποία προβλέπονται στις περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ της παραγράφου 1 Α του άρθρου 2 του ν. 2160/1993 και βρίσκονται εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεως και εκτός ορίων οικισμών που προϋφίστανται του έτους 1923 ή έχουν πληθυσμό κάτω των 2.000 κατοίκων, η οποία συνδυάζεται με την ανάπλαση και τη συνολική αναβάθμιση του άμεσου περιβάλλοντος υποδοχής τους.

β. Τα τουριστικά καταλύματα της περιπτώσεως α΄ που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου πρέπει:
αα. Να έχουν ανεγερθεί με βάση νόμιμη οικοδομική άδεια.
ββ. Να έχουν λειτουργήσει με βάση νόμιμη άδεια λειτουργίας για χρονική περίοδο μεγαλύτερη των δέκα πέντε (15) ετών.
γγ. Να μην έχουν λάβει για χρονική περίοδο μεγαλύτερη των δέκα (10) ετών οποιαδήποτε κρατική ενίσχυση. Σε αντίθετη περίπτωση το ποσό της ενίσχυσης ή επιδότησης που έχει χορηγηθεί επιστρέφεται. Με απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Περιφερειακής Ανάπτυξης και Ανταγωνιστικότητας και Πολιτισμού και Τουρισμού καθορίζονται η διαδικασία και ο φορέας επιστροφής της ενίσχυσης ή επιδότησης, τα δικαιολογητικά και στοιχεία που πρέπει να υποβάλει ο υπόχρεος και κάθε σχετική λεπτομέρεια.
δδ. Η συνδρομή των προϋποθέσεων της παραγράφου αυτής διαπιστώνεται με πράξη του ΕΟΤ ύστερα από αίτηση του κυρίου του ακινήτου.

γ. Kίνητρo για την υπαγωγή στις διατάξεις του άρθρου αυτού είναι το δικαίωμα χρήσης συντελεστή δόμησης έως 0,05 για τη δημιουργία νέων τουριστικών επιπλωμένων επαύλεων ή κατοικιών της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1Β του άρθρου 2 του ν. 2160/1993, οι οποίες θα συνοδεύονται υποχρεωτικώς και από μια, κατ’ ελάχιστον, εγκατάσταση ειδικής τουριστικής υποδομής της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του ν. 2160/1993, εφόσον οι παραπάνω χρήσεις δεν απαγορεύονται στην περιοχή του τουριστικού καταλύματος και κατά παρέκκλιση των όρων και περιορισμών δόμησης της περιοχής αυτής. Σε κάθε δε περίπτωση, η συνολική επιτρεπόμενη δόμηση για τις εγκαταστάσεις της περίπτωσης αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 15.000 τ.μ. Με την επιφύλαξη των όσων ορίζονται στην επόμενη περίπτωση, κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις του οικοδομικού και κτιριοδομικού κανονισμού.

δ. Οι διατάξεις της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 2 και των παραγράφων 3-5 του άρθρου 1, καθώς και οι διατάξεις της περιπτώσεως ε΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 2, εφαρμόζονται και επί των εγκαταστάσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο.

ε. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται σε τουριστικά κορεσμένες περιοχές ή σε περιοχές με φθίνουσα τουριστική ζήτηση ή με υποβάθμιση των φυσικών τους πόρων και του φυσικού περιβάλλοντος ή του τουριστικού τους προϊόντος λόγω κακής ποιότητας και παλαιότητας των τουριστικών καταλυμάτων, καθώς και στα νησιά που αναπτύσσονται τουριστικά ή στα νησιά με σημαντική τουριστική δραστηριότητα, όπως αυτά ορίζονται, με βάση την ένταση και το είδος της τουριστικής δραστηριότητας, στο άρθρο 5 της υπ’ αριθμ. 24208/4.6.2009 απόφασης «Έγκριση Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Τουρισμό»  (ΦΕΚ Β΄ 1138). Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτισμού και Τουρισμού μπορεί να καθορίζονται οι ειδικότερες περιοχές στις οποίες είναι δυνατή η κατεδάφιση των τουριστικών καταλυμάτων σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο αυτή.

στ. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού καθορίζεται η χρονική διάρκεια ισχύος της δυνατότητας απόσυρσης των παλαιών τουριστικών καταλυμάτων, τυχόν ειδικότερες δράσεις, μέτρα, παρεμβάσεις και κατευθύνσεις που εξυπηρετούν την απόσυρση των παλαιών τουριστικών καταλυμάτων και κάθε άλλη σχετική διαδικασία και λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.

  1. Στις ρυθμίσεις της παραγράφου 2 υπάγονται επίσης και τα τουριστικά καταλύματα που προβλέπονται στην περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού και τα οποία βρίσκονται σε περιοχές εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεως και εκτός ορίων οικισμών που προϋφίστανται του έτους 1923 ή έχουν πληθυσμό κάτω των 2.000 κατοίκων.

  1. Οι ρυθμίσεις της παραγράφου 2 που αφορούν ακίνητα τα οποία εμπίπτουν στο εθνικό σύστημα προστατευόμενων περιοχών του ν. 3937/2011 εφαρμόζονται μόνον εφόσον επιτρέπεται από τα υφιστάμενα ειδικά νομικά καθεστώτα προστασίας τους και υπό τους όρους και προϋποθέσεις που θεσπίζουν τα καθεστώτα αυτά.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ


Άρθρο 4
Ρυθμίσεις για τις Περιοχές Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (Π.Ο.Τ.Α)

  1. Η παρ. 3 του άρθρου 29 του ν. 2545/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. α. Ο χαρακτηρισμός και η οριοθέτηση των Π.Ο.Τ.Α. γίνεται μετά από αίτηση φυσικών ή νομικών προσώπων του ιδιωτικού ή και του δημόσιου τομέα με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτισμού και Τουρισμού ύστερα από γνώμη του οικείου περιφερειακού συμβουλίου. Η ανωτέρω γνώμη παρέχεται το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από την παραλαβή του σχετικού φακέλου. Παρεχομένης απράκτου της προθεσμίας αυτής, το ως άνω προεδρικό διάταγμα εκδίδεται χωρίς τη γνώμη του περιφερειακού συμβουλίου. Εφόσον στην Π.Ο.Τ.Α. περιλαμβάνονται και εκτάσεις που υπάγονται σε ειδικά καθεστώτα, όπως είναι ιδίως χώροι αρχαιολογικού ή ιστορικού ενδιαφέροντος, δάση και δασικές εκτάσεις, ή περιοχές προστασίας της φύσης και του τοπίου, η ένταξη των οποίων εντός των ορίων Π.Ο.Τ.Α. δεν αντίκειται στην ισχύουσα νομοθεσία, το προεδρικό διάταγμα προσυπογράφουν επιπλέον και οι καθ’ ύλην αρμόδιοι Υπουργοί.
β. Της προτάσεως για την έκδοση του πιο πάνω π.δ/τος προηγείται η έγκριση Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στην υπ’ αρ. ΥΠΕΧΩΔΕ/ΕΥΠΕ/οικ.107017/28.08.2006 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και του Υφυπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης «Εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 2001/42/ΕΚ «σχετικά με την εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων και προγραμμάτων» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Ιουνίου 2001» (ΦΕΚ 1225 Β΄/5.9.2006).
γ. Ο χαρακτηρισμός εκτάσεων ως Π.Ο.Τ.Α. εναρμονίζεται με τις κατευθύνσεις των εγκεκριμένων χωροταξικών σχεδίων εθνικού ή περιφερειακού επιπέδου, με τις χρήσεις γης και λειτουργίες της ευρύτερης περιοχής καθώς και με τους ευρύτερους αναπτυξιακούς στόχους. Με απόφαση της Επιτροπής του άρθρου 3 του ν. 2742/1999 μπορεί να καθορίζονται ειδικές χωροταξικές κατευθύνσεις για τον χαρακτηρισμό εκτάσεων ως Π.Ο.Τ.Α.
δ. Οι εκτάσεις που χαρακτηρίζονται ως Π.Ο.Τ.Α. μπορεί να πολεοδομούνται, στο σύνολο ή σε τμήμα τους».

  1. Η παρ. 4 του άρθρου 29 του ν. 2545/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. α. Με το παραπάνω προεδρικό διάταγμα καθορίζονται και εγκρίνονται τα εξής:
αα. Οι επιτρεπόμενες χρήσεις γης στο πλαίσιο εφαρμογής της διάταξης της παρ.2 του παρόντος άρθρου και η μέγιστη ανά χρήση εκμετάλλευση, καθώς και οι τυχόν πρόσθετοι περιορισμοί που αποσκοπούν στον έλεγχο της έντασης κάθε χρήσης.
ββ. Η γενική διάταξη των προβλεπόμενων εγκαταστάσεων, με ένδειξη των τμημάτων της Π.Ο.Τ.Α. που τυχόν θα πολεοδομηθούν και της μέγιστης ανά χρήσης εκμετάλλευσης στα τμήματα της Π.Ο.Τ.Α. που δεν πολεοδομούνται, καθώς και τα διαγράμματα των δικτύων υποδομής.
γγ. Ο φορέας ίδρυσης και εκμετάλλευσης της Π.Ο.Τ.Α.
β. Η μεταβολή της έκτασης και των ορίων της Π.Ο.Τ.Α. επιτρέπεται μόνον εφόσον τηρηθούν οι διαδικασίες που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος νόμου για την ίδρυσή της. Κατ’ εξαίρεση, με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτισμού και Τουρισμού επιτρέπεται η μεταβολή της έκτασης και των ορίων της Π.Ο.Τ.Α., χωρίς μεταβολή των προβλεπόμενων συνολικών χρήσεων ή της μέγιστης ανά χρήση εκμετάλλευσης, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
αα. Η προκύπτουσα, λόγω της μεταβολής των ορίων, μείωση ή αύξηση της έκτασης της ΠΟΤΑ δεν υπερβαίνει το 10% της αρχικώς οριοθετηθείσας εκτάσεως και
ββ. Δεν περιλαμβάνονται στην περιοχή επεκτάσεως της Π.Ο.Τ.Α. εκτάσεις υπαγόμενες σε ειδικά νομικά καθεστώτα ή εκτάσεις για τις οποίες έχουν καθοριστεί μη συμβατές με την Π.Ο.Τ.Α. χρήσεις γης.
Η ως άνω εξαίρεση μπορεί να εφαρμόζεται για μία μόνο φορά. Σε περίπτωση νέας αύξησης της συνολικής έκτασης της Π.Ο.Τ.Α., έστω και αν αυτή είναι πάλι μικρότερη του δέκα τοις εκατό (10%), ακολουθείται κανονικά η διαδικασία της παραγράφου 3. Δεν θεωρείται μεταβολή χρήσεως η αντικατάσταση μέρους της επιτρεπόμενης εντός Π.Ο.Τ.Α. συνολικής δυναμικότητας κύριων ξενοδοχειακών καταλυμάτων με τουριστικές επιπλωμένες κατοικίες της περιπτώσεως α΄ της παραγράφου 1Β του άρθρου 2 του ν. 2160/1993, όπως ισχύει, με σκοπό τη δημιουργία σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων.
γ. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτισμού και Τουρισμού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι ειδικότερες προϋποθέσεις και τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, καθώς και η διαδικασία για τον έλεγχο της συμβατότητας της αιτήσεως με τα δεδομένα του χωροταξικού σχεδιασμού, και ρυθμίζονται οι λοιπές λεπτομέρειες για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής».

  1. Στο τέλος της περίπτωσης στ΄ της παρ. 6 του άρθρου 4 του ν. 1650/1986 (ΦΕΚ 160 Α'), όπως ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:
«Προκαταρκτική Περιβαλλοντική Εκτίμηση και Αξιολόγηση δεν απαιτείται επίσης για τα έργα που εκτελούνται εντός των Περιοχών Ολοκληρωμένης Τουριστικής Ανάπτυξης (Π.Ο.Τ.Α.) του άρθρου 29 του ν. 2545/1997, όπως ισχύει».

  1. Π.Ο.Τ.Α. ή τμήματα αυτών που οριοθετήθηκαν και χαρακτηρίστηκαν βάσει των διατάξεων που ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, μπορεί να επαναχαρακτηρίζονται και επανοριοθετούνται σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στον παρόντα νόμο. Η επανοριοθέτηση είναι υποχρεωτική όταν πρόκειται να μεταβληθούν τα όρια της Π.Ο.Τ.Α. Εφόσον από την τυχόν μεταβολή των ορίων της Π.Ο.Τ.Α. δεν προκύπτει αύξηση της συνολικής της έκτασης και συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις που ορίζονται στην περίπτωση β΄ της παρ. 4 του άρθρου 29 του ν. 2545/1997, όπως αντικαθίσταται με τον παρόντα νόμο, για τον επαναχαρακτηρισμό και την επανοριοθέτηση της Π.Ο.Τ.Α. εφαρμόζονται οι διατάξεις της περιπτώσεως αυτής. Στις περιπτώσεις αυτές και εφόσον οι πιο πάνω Π.Ο.Τ.Α. ή τα τμήματα αυτών διαθέτουν σε ισχύ εγκεκριμένους περιβαλλοντικούς όρους, δεν απαιτείται η προηγούμενη έγκριση Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων.


Άρθρο 5
Σύσταση Ειδικής Υπηρεσίας Προώθησης και Αδειοδότησης
Τουριστικών Επενδύσεων στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού

  1. Συνιστάται Ειδική Υπηρεσία Προώθησης και Αδειοδότησης Τουριστικών Επενδύσεων στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, υπαγόμενη απευθείας στον Γενικό Γραμματέα του ΕΟΤ. Της υπηρεσίας προΐσταται υπάλληλος του ΕΟΤ με βαθμό Διευθυντού.

  1. Η ανωτέρω υπηρεσία έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α. Ενημερώνει τους επενδυτές για το θεσμικό, νομοθετικό, φορολογικό και χρηματοοικονομικό πλαίσιο των τουριστικών επενδύσεων, καθώς και για τις ενέργειες που απαιτούνται για την αδειοδότηση των δραστηριοτήτων αυτών και την ένταξή τους σε υφιστάμενα επενδυτικά προγράμματα ή σχεδιασμούς που αφορούν την προώθηση των τουριστικών επενδύσεων.
β. Λειτουργεί ως υπηρεσία μιας στάσεως για την έκδοση των αδειών και την παροχή των εγκρίσεων που είναι απαραίτητες για την έναρξη λειτουργίας των εγκαταστάσεων ειδικής τουριστικής υποδομής ανεξαρτήτως μεγέθους, των κυρίων τουριστικών καταλυμάτων δυναμικότητας άνω των 300 κλινών και των σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 1 του παρόντος. Για τον σκοπό αυτόν, παραλαμβάνει το φάκελο της κατά περίπτωση αιτούμενης αδειοδότησης, ελέγχει την πληρότητά του, φροντίζει για τη συμπλήρωση των αναγκαίων δικαιολογητικών από τον ενδιαφερόμενο και τον διαβιβάζει στους κατά περίπτωση αρμόδιους φορείς, οι οποίοι υποχρεούνται να προβαίνουν κατά προτεραιότητα στις επιβαλλόμενες για τον σκοπό αυτό ενέργειες, σύμφωνα με τις οικείες αρμοδιότητές τους. Οι φορείς αυτοί υποχρεούνται να παρέχουν στην Ειδική Υπηρεσία κάθε αναγκαία ενημέρωση, έγγραφη ή και προφορική, για το στάδιο, στο οποίο βρίσκονται οι σχετικές διαδικασίες, τις τυχόν ελλείψεις του φακέλου και τον τρόπο συμπλήρωσής τους, καθώς και για τους λόγους της καθυστέρησης ή της αδυναμίας παροχής των αιτουμένων αδειών ή εγκρίσεων.
γ. Διατυπώνει προτάσεις και υποδεικνύει λύσεις για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των διοικητικών δυσχερειών και προβλημάτων τα οποία προκύπτουν κατά την αδειοδοτική ή άλλη συναφή διαδικασία που αφορά σε τουριστικές επενδύσεις.
δ. Επεξεργάζεται σχέδια γενικών οδηγιών, εγκυκλίων και αποφάσεων για τη διευκόλυνση της αδειοδότησης των τουριστικών επενδύσεων.

  1. α. Εντός της ανωτέρω υπηρεσίας συνιστάται Πολεοδομικό Γραφείο, υπαγόμενο απευθείας στον Διευθυντή της υπηρεσίας αυτής. Του Πολεοδομικού Γραφείου προΐσταται υπάλληλος του ΕΟΤ με βαθμό Τμηματάρχη της κατηγορίας ΠΕ Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ή Πολιτικών Μηχανικών.

β. Στην αρμοδιότητα του πιο πάνω γραφείου ανήκει η έκδοση και αναθεώρηση οικοδομικών αδειών, ο έλεγχος μελετών για την έκδοσή τους, συναφούς χαρακτήρα πολεοδομικές αρμοδιότητες, καθώς και ο έλεγχος και η επιβολή προστίμων για την κατασκευή αυθαιρέτων κτισμάτων κατά την κείμενη νομοθεσία, για τις τουριστικές εγκαταστάσεις που αναφέρονται στην περίπτωση β΄ της προηγούμενης παραγράφου.

γ. Για την εφαρμογή των προηγούμενων περιπτώσεων απαιτείται προηγούμενη χορήγηση έγκρισης δόμησης (ισχύοντες όροι και περιορισμοί δόμησης της περιοχής) από το Πολεοδομικό Γραφείο του οικείου Δήμου, η οποία χορηγείται με αίτηση του ενδιαφερόμενου μέσω του πιο πάνω γραφείου. Το Πολεοδομικό Γραφείο του οικείου Δήμου υποχρεούται να χορηγήσει την έγκριση δόμησης (ισχύοντες όρους και περιορισμούς δόμησης της περιοχής) εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) εργάσιμων ημερών.

  1. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Οικονομικών και Πολιτισμού και Τουρισμού καθορίζεται ο τρόπος οργάνωσης της Ειδικής Υπηρεσίας, η διάρθρωσή της σε τμήματα και οι αναγκαίες για τη λειτουργία της οργανικές θέσεις μονίμου και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικού κατά κλάδους, κατηγορίες και ειδικότητες. Οι θέσεις αυτές καλύπτονται με μεταφορά οργανικών θέσεων από τον ΕΟΤ ή από υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού.

  1. Οι συνιστώμενες κατά την προηγούμενη παράγραφο θέσεις μπορεί να καλύπτονται και με απόσπαση προσωπικού, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, από υπηρεσίες του Δημοσίου, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και από φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Η διάρκεια της απόσπασης ορίζεται σε τρία (3) έτη με δυνατότητα ανανέωσης για ίσο χρονικό διάστημα.

  1. Ο Προϊστάμενος της ανωτέρω υπηρεσίας υποβάλλει, μέχρι την 1η Φεβρουαρίου κάθε έτους, στον Υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού και στον Πρόεδρο του ΕΟΤ απολογιστική έκθεση για το έργο που υλοποιήθηκε κατά το προηγούμενο έτος. Στην πιο πάνω έκθεση περιλαμβάνονται υποχρεωτικά πλήρη στοιχεία για τις επενδυτικές αιτήσεις που υποβλήθηκαν στην υπηρεσία και αυτές που διεκπεραιώθηκαν, τον χρόνο διεκπεραίωσης, τις αιτήσεις που καθυστέρησαν ή απορρίφθηκαν και τους λόγους της καθυστέρησης ή απόρριψης, καθώς και προτάσεις για την αντιμετώπιση των διοικητικών δυσχερειών και προβλημάτων τα οποία προέκυψαν κατά τη σχετική αδειοδοτική διαδικασία.

Άρθρο 6
Κεντρική Συντονιστική Ομάδα Αδειοδότησης
για τις τουριστικές επενδύσεις

  1. Για τον συντονισμό και την καλύτερη οργάνωση του συστήματος περιβαλλοντικής, πολεοδομικής και λειτουργικής αδειοδότησης των τουριστικών καταλυμάτων και των εγκαταστάσεων ειδικής τουριστικής υποδομής, καθώς και την επίλυση προβλημάτων που αφορούν τη χωροθέτηση των τουριστικών επενδύσεων, συγκροτείται Κεντρική Συντονιστική Ομάδα Αδειοδότησης για τις τουριστικές επενδύσεις με κοινή απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτισμού και Τουρισμού. Την ομάδα απαρτίζουν οι αρμόδιοι γενικοί γραμματείς και υπηρεσιακά στελέχη των δύο υπουργείων που εμπλέκονται στη διαδικασία αδειοδότησης των τουριστικών επενδύσεων.

  1. Η ομάδα έχει τις εξής αρμοδιότητες:
α) συντονίζει τις ενέργειες των αρμοδίων υπηρεσιών των δύο υπουργείων για την επιτάχυνση της χωροθέτησης και της εν γένει αδειοδοτικής διαδικασίας των τουριστικών επενδύσεων και την αντιμετώπιση σχετικών διοικητικών δυσχερειών.
β) εισηγείται την έκδοση εγκυκλίων και την πρόταση νομοθετικών παρεμβάσεων για την επίλυση προβλημάτων που αφορούν τη διαδικασία αδειοδότησης των τουριστικών επενδύσεων.
γ) επεξεργάζεται, αναλύει και παρέχει πληροφοριακά και στατιστικά στοιχεία για τις αδειοδοτήσεις των τουριστικών επενδύσεων.
δ) αξιολογεί την αποτελεσματικότητα του ισχύοντος συστήματος αδειοδότησης σε ετήσια βάση, ιδίως όσον αφορά τον χρόνο, το κόστος και τους διοικητικούς πόρους, με χρήση συγκριτικών στοιχείων και από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

  1. Με απόφαση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Πολιτισμού και Τουρισμού μπορεί να εξειδικεύονται οι αρμοδιότητες της Κεντρικής Συντονιστικής Ομάδας και να καθορίζονται ειδικότερα θέματα λειτουργίας της.


Άρθρο 7
Ζητήματα εφαρμογής του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό
και άλλες ρυθμίσεις για την προώθηση των τουριστικών επενδύσεων

  1. α. Με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων του παρόντος νόμου, για τη χωροθέτηση των τουριστικών καταλυμάτων και των εγκαταστάσεων ειδικής τουριστικής υποδομής, εφαρμόζονται οι κατευθύνσεις του εκάστοτε ισχύοντος Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Τουρισμό.

β. Απαγορεύεται η εγκατάσταση των πιο πάνω δραστηριοτήτων σε περιοχές όπου, σύμφωνα με τις διατάξεις της πολεοδομικής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας, έχουν καθοριστεί χρήσεις γης που αποκλείουν τις συγκεκριμένες δραστηριότητες.
γ. Σε περιοχές εκτός εγκεκριμένων σχεδίων πόλεων και εκτός ορίων οικισμών προ του 1923 ή κάτω των 2.000 κατοίκων, στις οποίες δεν έχουν καθορισθεί από πολεοδομικές και χωροταξικές ρυθμίσεις συγκεκριμένες χρήσεις γης, η χωροθέτηση των τουριστικών καταλυμάτων και των εγκαταστάσεων ειδικής τουριστικής υποδομής γίνεται σύμφωνα με τις κατευθύνσεις του εκάστοτε ισχύοντος Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Τουρισμό.

  1. Για τις διαδικασίες αδειοδότησης τουριστικών εγκαταστάσεων που βρίσκονταν σε εξέλιξη κατά την ημερομηνία δημοσίευσης της υπ’ αριθμ. 24208/4.6.2009 απόφασης «Έγκριση Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Τουρισμό»  (ΦΕΚ Β΄ 1138), δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της ανωτέρω απόφασης, εφόσον, πριν την ημερομηνία δημοσίευσής της, είχε εκδοθεί αρμοδίως μια από τις ακόλουθες πράξεις:
α. θετική γνωμοδότηση Προκαταρκτικής Περιβαλλοντικής Εκτίμησης και Αξιολόγησης (ΠΠΕΑ) κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 1650/86 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3010/2002 και τις διατάξεις των άρθρων 3 και 6 της με αρ. Η.Π. 11014/703/Φ104/14-3-2003 Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΦΕΚ 332 Β΄/20-3-2003).
β. έγκριση καταλληλότητας γηπέδου ή αρχιτεκτονικής μελέτης από τον ΕΟΤ.
γ. απόφαση κατάταξης στην υποκατηγορία 4 του οικείου Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 της ΚΥΑ με αρ.Η.Π.11014/703/Φ104/14-3-2003 (ΦΕΚ 332 Β΄/20-3-2003).

  1. Οι ρυθμίσεις της υπ’ αριθμ. 24208/4-6-2009 απόφασης «Έγκριση Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Τουρισμό»  (ΦΕΚ Β΄ 1138), δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις αιτήσεων επενδυτικών σχεδίων που υποβλήθηκαν μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 2008, σε συνέχεια της υπ’ αριθμ. 37643/31.8.2007 Απόφασης του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών. Προϋπόθεση για την εξαίρεση αυτή αποτελεί η ολοκλήρωση των εγκρίσεων από τον ΕΟΤ εντός διετίας και η έκδοση οικοδομικής άδειας εντός τριετίας από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

  1. Οι διατάξεις της παραγράφου Γ του άρθρου 10 της υπ’ αριθμ. 24208/4-6-2009 απόφασης «Έγκριση Ειδικού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Τουρισμό»  (ΦΕΚ Β΄ 1138) καταργούνται.

  1. Σε περίπτωση που επέρχεται, σύμφωνα με πολεοδομικές ή περιβαλλοντικές ρυθμίσεις, μεταβολή των χρήσεων γης που αποκλείει εφεξής τη χωροθέτηση τουριστικών καταλυμάτων και εγκαταστάσεων ειδικής τουριστικής υποδομής, ισχύουν τα ακόλουθα:
(α) Οι δραστηριότητες που λειτουργούν νόμιμα εξακολουθούν να λειτουργούν στο χώρο όπου βρίσκονται.
(β) Η επέκταση και ο εκσυγχρονισμός των ως άνω δραστηριοτήτων είναι δυνατός μέσα στο χώρο ή στο γήπεδο στο οποίο λειτουργούσε η δραστηριότητα πριν από την εφαρμογή των παραπάνω πολεοδομικών ή περιβαλλοντικών διατάξεων ή σε όμορο γήπεδο, εφόσον επιτρέπονται σ’ αυτό οι χρήσεις από τις προαναφερόμενες διατάξεις.
(γ) Οι δραστηριότητες για τις οποίες έχει εκδοθεί, προ της μεταβολής των χρήσεων γης, πράξη έγκρισης περιβαλλοντικών όρων, εφοδιάζονται με ειδικό σήμα λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν πριν από την αλλαγή των χρήσεων γης.
(δ) Εφόσον, από τις νέες πολεοδομικές ή περιβαλλοντικές ρυθμίσεις, επιβάλλεται η απομάκρυνση των πιο πάνω δραστηριοτήτων, αυτές απομακρύνονται υποχρεωτικά μέσα σε διάστημα δέκα ετών από την ημερομηνία εφαρμογής των σχετικών διατάξεων και αφού προηγηθεί καταβολή αποζημίωσης για την αναγκαστική διακοπή της λειτουργίας τους. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Πολιτισμού και Τουρισμού και Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής καθορίζονται οι προϋποθέσεις καταβολής της αποζημίωσης και το ύψος αυτής ανά κατηγορία και δυναμικότητα τουριστικής εγκατάστασης, ο τρόπος καταβολής της, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά που πρέπει να προσκομίσουν οι ενδιαφερόμενοι και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.

  1. Για την έκδοση πολεοδομικών ή περιβαλλοντικών πράξεων με τις οποίες καθορίζονται, σε συγκεκριμένες περιοχές, απαγορεύσεις και περιορισμοί στη χωροθέτηση τουριστικών καταλυμάτων και εγκαταστάσεων ειδικής τουριστικής υποδομής ή στην άσκηση τουριστικών δραστηριοτήτων και λειτουργιών, απαιτείται η προηγούμενη γνώμη του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, η οποία παρέχεται, κατόπιν εισήγησης της Ειδικής Υπηρεσίας του άρθρου 5, εντός διμήνου από την υποβολή του σχετικού αιτήματος.

  1. Μετά την παράγραφο 5 του άρθρου 14 του ν. 2971/2001 (ΦΕΚ Α΄ 285) προστίθεται παράγραφος 6, ως εξής, και οι παράγραφοι 6 έως και 10 του ιδίου άρθρου, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τους ν. 3468/2006 και 3851/2010, αναριθμούνται αντιστοίχως σε 7 έως και 11:
«6. α. Η εκτέλεση προσωρινών ή μόνιμων έργων επί αιγιαλού και παραλίας, που έχουν χαρακτηρισθεί Τουριστικά Δημόσια Κτήματα ή για τα οποία έχει εκδοθεί Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 1 της Κ΄ Συντακτικής Πράξης της 6/14 Φεβρουαρίου 1968 (ΦΕΚ Α΄ 33), καθώς και στον συνεχόμενο ή παρακείμενο αυτών θαλάσσιο χώρο, γίνεται με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού, με τη διαδικασία της επόμενης περιπτώσεως.
β. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού και Τουρισμού συγκροτείται εννεαμελής Επιτροπή, αποτελούμενη από το Γενικό Γραμματέα Τουρισμού του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, έναν εκπρόσωπο της Γενικής Γραμματείας Ναυτιλιακής Πολιτικής του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, έναν εκπρόσωπο της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας και Εθνικών Κληροδοτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, έναν εκπρόσωπο της Γενικής Διεύθυνσης Περιβάλλοντος του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, έναν εκπρόσωπο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, έναν εκπρόσωπο του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, έναν εκπρόσωπο της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού και έναν εκπρόσωπο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος. Πρόεδρος της Επιτροπής ορίζεται ο Γενικός Γραμματέας Τουρισμού του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού, αναπληρούμενος από τον Γενικό Διευθυντή της Γενικής Γραμματείας Ναυτιλιακής Πολιτικής του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας. Με την ίδια απόφαση ορίζονται οι αναπληρωτές των μελών και ο Γραμματέας της Επιτροπής με τον αναπληρωτή του. Η Επιτροπή μπορεί να υποβοηθείται στο έργο της οπό εξειδικευμένους συμβούλους, μετά από σχετική εισήγηση του Προέδρου της.
γ. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Τουρισμού καθορίζονται θέματα σχετικά με τη λειτουργία της Επιτροπής.
δ. Αντικείμενο της Επιτροπής είναι η εξέταση και η διατύπωση γνώμης προς τον Υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού για τη συνδρομή των προϋποθέσεων εκτέλεσης των έργων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, κατόπιν υποβολής του φακέλου και των μελετών που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία.
ε. Η Επιτροπή, στο πλαίσιο άσκησης των αρμοδιοτήτων της, μπορεί να διενεργεί αυτοψίες, καθώς και να ζητά πληροφορίες, τεχνικά ή άλλα στοιχεία από τους κατά τόπον αρμόδιους φορείς».

  1. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 3342/2005 (ΦΕΚ Α’ 131) αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Τον Γενικό Γραμματέα Πολιτιστικής και Τουριστικής Υποδομής ως Πρόεδρο με αναπληρωτή του έναν Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού που ορίζεται από τον Υπουργό Πολιτισμού και Τουρισμού».

  1. Στο άρθρο 1 του ν. 3342/2005 (Α' 131) προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Η ανέγερση ή η τοποθέτηση προσωρινών ή κινητών λυόμενων κατασκευών και εγκαταστάσεων για την εξυπηρέτηση εκτάκτων, πρόσκαιρων και βραχυχρόνιων εκδηλώσεων, όπως υπαίθριες αγορές, εορταστικές εκδηλώσεις, διοργάνωση εκθέσεων, επιτρέπεται ύστερα από έγκριση εργασιών που χορηγείται από την υπηρεσία της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, στην οποία καθορίζονται οι απαιτήσεις ασφάλειας και αισθητικής που πρέπει να πληρούν οι κατασκευές και εγκαταστάσεις αυτές, καθώς και ο χρόνος διατηρήσεώς τους. Για την έγκριση εργασιών προσκομίζεται τεχνική έκθεση, στην οποία περιγράφονται οι υφιστάμενες εγκαταστάσεις και οι αιτούμενες εργασίες, καθώς και τοπογραφικό διάγραμμα. Οι προσωρινές ή κινητές λυόμενες κατασκευές και εγκαταστάσεις αποξηλώνονται εντός δέκα (10) ημερών από τη λήξη της εκδήλωσης, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη άδεια ή έγκριση δημόσιας αρχής».

  1. Η παράγραφος 10 του άρθρου 39 του ν. 3105/2003 (ΦΕΚ Α΄ 29) αντικαθίσταται ως εξής:
«10. Τα δημόσια κτήματα, περιλαμβανομένων του αιγιαλού και της παραλίας, που ευρίσκονται μεταξύ ακινήτων που ανήκουν κατά κυριότητα ή κατά διοίκηση και διαχείριση στην εταιρεία με την επωνυμία «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα Α.Ε.» και της ακτογραμμής, θεωρούνται αυτοδικαίως Τουριστικά Δημόσια Κτήματα του άρθρου 12α του ν.δ. 180/1946, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 2 του α.ν. 827/1948 (ΦΕΚ Α΄ 258), και η διοίκηση και διαχείρισή τους ανατίθεται στην εταιρεία αυτή, έναντι ανταλλάγματος. Τα αυτά ισχύουν και ως προς τα δημόσια κτήματα που προκύπτουν από τη μετακίνηση της γραμμής αιγιαλού προς τη θάλασσα, συνεπεία φυσικών προσχώσεων ή τεχνικών έργων, ανεξαρτήτως του αν εχώρησε επανακαθορισμός της οριογραμμής του αιγιαλού ή της παραλίας».


ΜΕΡΟΣ Β΄
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ KAI ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Άρθρο 8
Τροποποίηση διατάξεων του π.δ. 169/2007
1. Στο τέλος του άρθρου 1 του π.δ. 169/2007 ( Α’ 210), προστίθεται παράγραφος 16 ως εξής :
«16. Το τακτικό προσωπικό των Δήμων και το τακτικό προσωπικό των ν.π.δ.δ., των ιδρυμάτων και των συνδέσμων δήμων που διέπεται από τις συνταξιοδοτικές διατάξεις για τους δημοτικούς υπαλλήλους καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους, αποκτούν δικαίωμα σύνταξης από το Δημόσιο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα και τις διατάξεις του ν.2084/1992, κατά περίπτωση, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 2 του ν.3865/2010 (Α΄ 120).»

  1. Οι διατάξεις της περίπτωσης δ΄ της παρ.2 του άρθρου 9 του π.δ.169/2007, όπως ισχύουν, αντικαθίστανται, ως εξής:
«δ. για τα μέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ , ΕΠ των ΤΕΙ και ΕΠ της Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε το επίδομα διδακτικής προετοιμασίας και εξωδιδακτικής απασχόλησης, καθώς και το επίδομα πάγιας αποζημίωσης για δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης και για συμμετοχή σε συνέδρια των περιπτώσεων β΄ και γ΄ της παραγράφου 2 των άρθρων 36 και 37 του ν.3205/ 2003 (Α΄297) αντίστοιχα.»

  1. Στο τέλος του του άρθρου 9 του π.δ.169/2007, προστίθεται παράγραφος 18 ως εξής :
«18. Ως μισθός για τον κανονισμό της σύνταξης των συμβούλων και μόνιμων Παρέδρων του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, που εντάσσονται στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 20 του ν. 3966/2011 (Α΄118), λαμβάνεται υπόψη ο μηνιαίος βασικός μισθός της παρ. 14 του άρθρου 11 του ανωτέρω νόμου όπως αυτός ορίζεται από τις διατάξεις, που ισχύουν (κάθε φορά) και με βάση τον οποίο μισθοδοτούνταν κατά τον χρόνο της εξόδου τους από την υπηρεσία, προσαυξημένος με το επίδομα χρόνου υπηρεσίας που αντιστοιχεί στο μισθό αυτό και στα έτη υπηρεσίας τους καθώς και με το ειδικό ερευνητικό επίδομα της περ. γ της παρ. 15 του ίδιου άρθρου, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά.»

  1. α. Οι διατάξεις της παρ. 15 του άρθρου 11 του π.δ. 169/2007 που προστέθηκαν με τις διατάξεις της παρ. 12 του άρθρου 6 του ν.3865/2010, αντικαθίστανται, από της ισχύος τους ως εξής:
«15.α. Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1.1.2011 και μετά, αναγνωρίζεται ως συντάξιμος χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας, ο οποίος ανέρχεται σε ένα (1) έτος για το πρώτο παιδί και σε δύο (2) έτη για κάθε επόμενο παιδί και μέχρι το τρίτο.
Ο χρόνος αυτός λαμβάνεται υπόψη για τη θεμελίωση, καθώς και για την προσαύξηση της σύνταξης, με την προϋπόθεση ο υπάλληλος να έχει συμπληρώσει δεκαπενταετή (15ετή) πραγματική δημόσια υπηρεσία.
β. Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης έχουν εφαρμογή και για όσους θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με συνυπολογισμό και του αναγνωριζόμενου σύμφωνα με τα ανωτέρω, χρόνου μέχρι την 31.12.2010. Στην περίπτωση αυτή ο προαναφερόμενος χρόνος δεν λαμβάνεται υπόψη για την προσαύξηση της σύνταξης.
γ. Ο ανωτέρω χρόνος αναγνωρίζεται ως συντάξιμος σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 των άρθρων 17 και 20 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ165Α΄), κατά περίπτωση.
δ. Αν ο υπάλληλος έχει χρόνο ασφάλισης και σε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης, ο ανωτέρω χρόνος αναγνωρίζεται σε έναν μόνο φορέα κατ΄ επιλογή.»

β. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για όσους υπαλλήλους έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά από 1.1.1993 και μετά.

γ. Δικαιώματα που έχουν αναγνωριστεί με βάση τις αντικαθιστώμενες διατάξεις, μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού παραμένουν ισχυρά.

  1. α. Στο τέλος της περ. γ της παρ. 2 του άρθρου 12 του ΠΔ 169/2007, προστίθενται εδάφια ως εξής :
«Προκειμένου για υπάλληλο που προσλήφθηκε για πρώτη φορά από 1.1.1983 και μετά, εφόσον για την προϋπηρεσία του η οποία απετέλεσε προσόν διορισμού κατά τ’ ανωτέρω, έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές σε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 10 ή 11 του Ν.1405/1983.
.Στην περίπτωση που η προϋπηρεσία η οποία απετέλεσε προσόν διορισμού για την πρόσληψη του υπαλλήλου, διανύθηκε σε χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με ασφάλιση σε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης της χώρας αυτής, για τον υπολογισμό της ως συντάξιμης έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των Κοινοτικών Κανονισμών για την Κοινωνική Ασφάλιση όπως αυτοί, κάθε φορά ισχύουν.».

β. Στο τέλος του άρθρου 13 του ΠΔ 169/2007, προστίθεται παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Για το συντάξιμο κάθε υπηρεσίας από εκείνες που αναφέρονται στο άρθρο 12 η οποία έχει διανυθεί σε χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, με ασφάλιση για σύνταξη σε ασφαλιστικό οργανισμό κύριας ασφάλισης της χώρας αυτής, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των Κοινοτικών Κανονισμών για την Κοινωνική Ασφάλιση.»

γ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για υπηρεσίες που έχουν διανυθεί σε χώρες μη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οποίες όμως έχουν επεκταθεί οι Κοινοτικοί Κανονισμοί για την Κοινωνική Ασφάλιση.

  1. Στο τέλος της περ. α’ της παρ. 11 του άρθρου 15 και της περ. α΄ της παρ. 7 του άρθρου 42 του π.δ. 169/2007, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Το κατά τα ανωτέρω υπολογιζόμενο ποσό σύνταξης των υπαλλήλων ή λειτουργών του Δημοσίου επαναπροσδιορίζεται οίκοθεν, σε ποσό που μάλλον προσεγγίζει την κανονισθείσα σύνταξη, όπως αυτό προκύπτει από την οίκοθεν ένταξή τους σε ανάλογο, του συνολικού χρόνου ασφάλισης, συντάξιμο μισθό της αντίστοιχης κατηγορίας υπαλλήλων ή λειτουργών του Δημοσίου, όπως ο συντάξιμος αυτός μισθός ισχύει κάθε φορά.»

  1. α. Οι διατάξεις της παρ. 22 του άρθρου 22 και της παρ. 7 του άρθρου 50 του π.δ. 169/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«Αιτήσεις που υποβάλλονται ή ένδικα μέσα που ασκούνται, στην Υπηρεσία Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους από οποιονδήποτε τρίτο για αναγνώριση δικαιώματος σύνταξης ή επιδόματος, την αύξησή τους ή την αναγνώριση και προσμέτρηση χρόνου συντάξιμης υπηρεσίας, δεν έχουν κανένα έννομο αποτέλεσμα, ούτε λαμβάνονται υπόψη αν δε συνοδεύονται από συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, το οποίο να παρέχει τη σχετική εντολή. Σε κάθε άλλη περίπτωση απαιτείται η υποβολή εξουσιοδότησης προς τον φέροντα, θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής από δημόσια Αρχή και προκειμένου για κατοίκους εξωτερικού από την οικεία Προξενική Αρχή.»

β. Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης έχουν εφαρμογή και για τις συντάξεις που καταβάλλονται με βάση τις διατάξεις των π.δ 167/2007 (ΦΕΚ 208 Α’) και 168/2007 (Α΄ 209).

  1. α. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 41 του πδ 169/2007, όπως ισχύει μετά την παρ. 6 του άρθρου 20 του Ν.3865/2010, αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο διπλασιασμός ή τριπλασιασμός του συντάξιμου χρόνου των στρατιωτικών που τελούν σε κατάσταση πτητικής ενέργειας γίνεται:
- για όσους συμπληρώνουν 18ετή πραγματική στρατιωτική υπηρεσία το έτος 2011, εφόσον συμπληρώσουν 19½ έτη πραγματικής στρατιωτικής υπηρεσίας,
- για όσους συμπληρώνουν 18ετή πραγματική στρατιωτική υπηρεσία το έτος 2012, εφόσον συμπληρώσουν 21 έτη πραγματικής στρατιωτικής υπηρεσίας,
- για όσους συμπληρώνουν 18ετή πραγματική στρατιωτική υπηρεσία το έτος 2013, εφόσον συμπληρώσουν 22½ έτη πραγματικής στρατιωτικής υπηρεσίας,
- για όσους συμπληρώνουν 18ετή πραγματική στρατιωτική υπηρεσία το έτος 2014, εφόσον συμπληρώσουν 24 έτη πραγματικής στρατιωτικής υπηρεσίας και
- για όσους συμπληρώνουν 18ετή πραγματική στρατιωτική υπηρεσία από το έτος 2015 και μετά, εφόσον συμπληρώσουν 25 έτη πραγματικής στρατιωτικής υπηρεσίας.
Ο διπλασιασμός ή τριπλασιασμός του συντάξιμου χρόνου των λοιπών στρατιωτικών της παρ. 1 καθώς και αυτών της παρ. 9 γίνεται:
- για όσους συμπληρώνουν 20ετή πραγματική στρατιωτική υπηρεσία το έτος 2011, εφόσον συμπληρώσουν 21 έτη πραγματικής στρατιωτικής υπηρεσίας,
- για όσους συμπληρώνουν 20ετή πραγματική στρατιωτική υπηρεσία το έτος 2012, εφόσον συμπληρώσουν 22 έτη πραγματικής στρατιωτικής υπηρεσίας,
- για όσους συμπληρώνουν 20ετή πραγματική στρατιωτική υπηρεσία το έτος 2013, εφόσον συμπληρώσουν 23 έτη πραγματικής στρατιωτικής υπηρεσίας,
- για όσους συμπληρώνουν 20ετή πραγματική στρατιωτική υπηρεσία το έτος 2014, εφόσον συμπληρώσουν 24 έτη πραγματικής στρατιωτικής υπηρεσίας και
- για όσους συμπληρώνουν 20ετή πραγματική στρατιωτική υπηρεσία από το έτος 2015 και μετά, εφόσον συμπληρώσουν 25 έτη πραγματικής στρατιωτικής υπηρεσίας.»

β. Το δεύτερο εδάφιο της παρ.9 του άρθρου 41 του π.δ.169/2007, καταργείται.

  1. α. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 55 του π.δ. 169/2007, καταργούνται και το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, αντικαθίσταται ως εξής:
«Κατ΄ εξαίρεση, αν συντρέχει περίπτωση προσαύξησης της σύνταξης λόγω εξαμήνων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 43 του Κώδικα αυτού, η σύνταξη που προσαυξάνεται για το λόγο αυτό, μπορεί να ορισθεί μέχρι το μηνιαίο μισθό ενέργειας, με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη, όπως αυτός ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 9 και στην παρ. 2 του άρθρου 34 αυτού του Κώδικα, κατά περίπτωση, προσαυξημένου κατά 50%.»

β. Οι διατάξεις της παρ.4 του άρθρου 55 του π.δ. 169/2007, αντικαθίστανται από 1.6.2011, ως εξής:
«4. Για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, γενικά, οι οποίοι λαμβάνουν και άλλη σύνταξη είτε από το Δημόσιο, είτε από οποιονδήποτε ασφαλιστικό φορέα κύριας ή επικουρικής ασφάλισης, το ακαθάριστο ποσό σύνταξης ή το άθροισμα των ακαθάριστων ποσών συντάξεων, που καταβάλλονται, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ακαθάριστο ποσό των μηνιαίων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου με 35 χρόνια υπηρεσίας, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του ν. 3670/2008, ειδικά δε για τους συνταξιούχους δικαστικούς λειτουργούς και τους συνταξιούχους του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ακαθάριστο ποσό των μηνιαίων αποδοχών του Προέδρου του Αρείου Πάγου με 35 χρόνια υπηρεσίας όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά. Στον περιορισμό του προηγούμενου εδαφίου υπάγονται και οι συντάξεις που διέπονται από τις διατάξεις των π.δ.167/2007 (ΦΕΚ 208Α΄) και 168/2007 (Α΄ 209).»
  1. Οι διατάξεις της περ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007, αντικαθίστανται ως εξής:
«γ. Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης το έτος 2011, η σύνταξη καταβάλλεται ολόκληρη με τη συμπλήρωση τριάντα έξι (36) ετών πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας και του πεντηκοστού ογδόου (58ου) έτους της ηλικίας τους. Ο ανωτέρω χρόνος υπηρεσίας των τριάντα έξι (36) ετών, για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από το έτος 2012 και μετά, αυξάνεται κατά 1 έτος για κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος και μέχρι τη συμπλήρωση σαράντα (40) ετών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.
Το όριο ηλικίας που προβλέπεται από το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης αυτής, αυξάνεται σταδιακά από 1.1.2012 κατά ένα (1) έτος ετησίως και μέχρι τη συμπλήρωση του 60ου έτους της ηλικίας.»
  1. α. Οι διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της υποπερίπτωσης αα) της περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007, αντικαθίστανται ως εξής:
«Το ίδιο ισχύει και όταν ο υπάλληλος, ενώ έχει θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης και αποχωρήσει πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, καταστεί στο μεταξύ ανίκανος για την άσκηση κάθε βιοποριστικού επαγγέλματος, κατά ποσοστό τουλάχιστον 67%.»

β. Οι διατάξεις της υποπερίπτωσης εε) της περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007, καταργούνται από 1.1.2013.

γ. Από 1.1.2013 τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης που προβλέπονται, κατά περίπτωση, για τους τακτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου, έχουν εφαρμογή και για τα το φυλακτικό προσωπικό των γενικών, ειδικών και θεραπευτικών καταστημάτων κράτησης της παρ. 3 του άρθρου 97 του ν.1851/1989, καθώς και για τους παιδονόμους των ιδρυμάτων αγωγής ανηλίκων.

  1. Οι διατάξεις της παρ. 12 του άρθρου 58 του π.δ. 169/2007 καταργούνται.

  1. Στο τέλος του άρθρου 66 του π.δ.169/2007, προστίθεται παράγραφος 12 ως εξής:
«12. α. Δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση η ανάκληση πράξης με την οποία περιορίζεται χρόνος που έχει ήδη αναγνωρισθεί ως συντάξιμος με καταβολή συμπληρωματικής εισφοράς εξαγοράς ή εισφοράς εξαγοράς, μετά την παρέλευση της προθεσμίας της παρ. 2β του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007. Κατ’ εξαίρεση, αναγνωριστική πράξη που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.1405/1983 μπορεί να ανακληθεί στο σύνολό της, μετά από αίτηση του υπαλλήλου οποτεδήποτε, εφόσον ο χρόνος που έχει αναγνωρισθεί μ’ αυτήν μπορεί να χρησιμεύσει για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος από το Δημόσιο ή από άλλον ασφαλιστικό φορέα.
Επίσης, κατ’ εξαίρεση και μετά από αίτηση του υπαλλήλου είναι επιτρεπτή η έκδοση τροποποιητικής πράξης, με την οποία περιορίζεται ο χρόνος που έχει ήδη αναγνωρισθεί ως συντάξιμος με τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν.1405/1983 εφόσον το αρμόδιο συνταξιοδοτικό όργανο διαπιστώσει ότι σ’ αυτόν έχει συνυπολογισθεί και χρόνος που απετέλεσε απαραίτητο προσόν κατά την πρόσληψη του υπαλλήλου στη δημόσια υπηρεσία και η αναγνώρισή του ως συντάξιμου δεν απαιτούσε την καταβολή συμπληρωματικής εισφοράς εξαγοράς.
Ποσά που έχουν ήδη καταβληθεί από τον υπάλληλο για την αναγνώριση του χρόνου που αναφέρεται στις παραπάνω περιπτώσεις δεν επιστρέφονται μετά την παρέλευση πενταετίας από την έκδοση των πράξεων που ανακαλούνται ή τροποποιούνται».
β. Αιτήσεις για ανάκληση αναγνωριστικών πράξεων ή για περιορισμό χρόνου που έχει ήδη αναγνωρισθεί, οι οποίες έχουν υποβληθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και εκκρεμούν για εξέταση στις διευθύνσεις συντάξεων, καθώς και οι σχετικές πράξεις που έχουν ήδη εκδοθεί μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία και εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο στις διευθύνσεις συντάξεων, τίθενται στο αρχείο.»
  1. Το δωδέκατο εδάφιο της παρ. 10 του άρθρου 12 και της παρ. 8 του άρθρου 37 του π.δ 169/2007 καθώς και το δεύτερο εδάφιο της παρ. 14 του άρθρου 5 του ν.2703/1999 (Α΄72 ) αντικαθίσταται ως εξής:
«Αν η αναγνώριση γίνει μετά τη συνταξιοδότηση του υπαλλήλου το ποσό των μηνιαίων κρατήσεων δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από τα ¾ της κατά τα ανωτέρω υπολογιζόμενης μηνιαίας δόσης.».


Άρθρο 9
Λοιπές συνταξιοδοτικές διατάξεις

  1. α. Μετά το πρώτο εδάφιο της περ. α΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν.2084/1992, προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«Για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης από 1.1.2013 και μετά, η σύνταξη καταβάλλεται ολόκληρη με τη συμπλήρωση σαράντα (40) ετών πλήρους πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας και του εξηκοστού (60ού) έτους της ηλικίας τους.»

β. Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 5 του ν.2084/1992, αντικαθίστανται, από 1.1.2008, ως εξής :
«4. α. Οι διατάξεις του τέταρτου εδαφίου της περίπτωσης α΄ της παρ.1 του άρθρου 1 του ΠΔ 169/2007,όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα πρόσωπα αυτά υπάγονται στις διατάξεις του νόμου αυτού.
β. Ειδικά για τον υπολογισμό της σύνταξης των ανωτέρω προσώπων που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μέχρι 31-12-2014, λαμβάνεται υπόψη το ποσοστό αναπλήρωσης που αντιστοιχεί στα 35 έτη ασφάλισης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.»

γ. Οι διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 9 του ν.2084/1992, αντικαθίστανται, από 1.1.2008, ως εξής:
«7. α. Οι διατάξεις του τέταρτου εδαφίου της περίπτωσης α΄ της παρ.1 του άρθρου 26 του ΠΔ 169/2007,όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσα από τα πρόσωπα αυτά υπάγονται στις διατάξεις του νόμου αυτού.
β. Ειδικά για τον υπολογισμό της σύνταξης των ανωτέρω προσώπων που θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης μέχρι 31-12-2014, λαμβάνεται υπόψη το ποσοστό αναπλήρωσης που αντιστοιχεί στα 35 έτη ασφάλισης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.»

δ. Οι διατάξεις των περ. β’ και γ’ έχουν εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα έχουν αποχωρήσει από την Υπηρεσία πριν την ισχύ των διατάξεων αυτών.

  1. α. Στο τέλος της περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν.3865/2010, προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Σε περίπτωση που για τα ανωτέρω πρόσωπα προκύπτει σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία υποχρεωτική ασφάλιση στο Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α.), έχουν εφαρμογή οι καταστατικές διατάξεις των τομέων αυτού. Ειδικά για όσους από τους ανωτέρω έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση από 1.1.1993 και μετά εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 2084/1992.».

β. Οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 21 του ν. 3865/2010, αντικαθίστανται, από την ημερομηνία ισχύος τους, ως εξής:
«3.α. Ειδικά τα πρόσωπα του άρθρου 7 του ν.2084/1992, για τα οποία προκύπτει βάσει γενικών ή καταστατικών διατάξεων υποχρεωτική ασφάλιση στον Τομέα Σύνταξης Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε.), και στον Τομέα Σύνταξης και Ασφάλισης Υγειονομικών (Τ.Σ.Α.Υ.), του Ε.Τ.Α.Α., ασφαλίζονται υποχρεωτικά στους ανωτέρω Τομείς, κατά περίπτωση.
Τα ανωτέρω πρόσωπα υπάγονται στην Ειδική Προσαύξηση του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και στον Κλάδο Μονοσυνταξιούχων του Τ.Σ.Α.Υ. σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν.3518/2006 (Α΄ 272) και της παρ. 8 του άρθρου 7 του ν.982/1979 (Α΄ 239), αντίστοιχα.
Για τους λοιπούς κλάδους ασφάλισης υπάγονται υποχρεωτικά στους αντίστοιχους Τομείς των κλάδων επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και ασθένειας του Ε.Τ.Α.Α.
Για τους ελλείποντες κλάδους έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 39 του ν. 2084/1992.
β. Τα πρόσωπα της προηγούμενης περίπτωσης, εφόσον το επιθυμούν, μπορούν να ασφαλιστούν προαιρετικά στο Δημόσιο, καταβάλλοντας την εισφορά ασφαλισμένου που προβλέπεται για όσους έχουν υπαχθεί στην ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης ή το Δημόσιο μέχρι 31/12/1992.
γ. Εφόσον τα ανωτέρω πρόσωπα επιλέξουν την ασφάλισή τους προαιρετικά στο Δημόσιο, υπάγονται επίσης προαιρετικά για επικουρική ασφάλιση και πρόνοια στην ασφάλιση των αντίστοιχων Μετοχικών Ταμείων ή των αντίστοιχων τομέων του ΤΕΑΠΑΣΑ, καταβάλλοντας τις προβλεπόμενες για τους ασφαλισμένους από 1/1/1993 και εφεξής ασφαλιστικές εισφορές.
δ. Τα προβλεπόμενα στις περιπτώσεις α και β έχουν εφαρμογή και για όσα από τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν καταταγεί μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού.
ε. Εφόσον τα ανωτέρω πρόσωπα, από την κατάταξή τους μέχρι και την ισχύ της παρούσας ρύθμισης, έχουν ασφαλιστεί στο Δημόσιο υποχρεωτικά αντί του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. ή του Τ.Σ.Α.Υ. και επιθυμούν να συνεχίσουν την ασφάλισή τους στο Δημόσιο προαιρετικά, οι εισφορές που παρακρατήθηκαν υπέρ του Δημοσίου θεωρούνται εισφορές υπέρ της προαιρετικής ασφάλισης.
στ. Εάν τα ανωτέρω πρόσωπα δεν επιθυμούν να υπαχθούν προαιρετικά στο Δημόσιο καθώς και στους φορείς – τομείς επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, τότε οι εισφορές που έχουν καταβληθεί για την ασφάλισή τους στο Δημόσιο και στους αντίστοιχους φορείς – τομείς επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, αποδίδονται στους Τομείς Μηχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων και Υγειονομικών των κλάδων κύριας ασφάλισης, επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας του Ε.Τ.Α.Α. για την τακτοποίηση της ασφάλισής τους, με εξαίρεση τις εισφορές για τους αντίστοιχους Τομείς του κλάδου ασθένειας του Ε.Τ.Α.Α.
ζ. Σε περίπτωση που επιθυμούν να συνεχίσουν την προαιρετική ασφάλισή τους στο Δημόσιο και δεν έχουν ασφαλιστεί στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. ή το Τ.Σ.Α.Υ. καθώς και στους φορείς – τομείς επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, τότε η τακτοποίηση της ασφάλισής τους στους εν λόγω Τομείς για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα γίνεται με τη καταβολή της προβλεπόμενης εισφοράς για τους από 1.1.1993 και εφεξής ελεύθερους επαγγελματίες, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά τη δημοσίευση του παρόντος, για κάθε μήνα ασφάλισης, χωρίς την επιβολή προσθέτων τελών και λοιπών επιβαρύνσεων. Ασφαλιστικές εισφορές προς τους Τομείς του κάδου ασθένειας του Ε.Τ.Α.Α. δεν αναζητούνται.
Η ως άνω καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών γίνεται εφάπαξ εντός τριμήνου από την πρώτη του επομένου της δημοσίευσης μήνα, ή σε ισόποσες μηνιαίες δόσεις ίσες με το ήμισυ του αριθμού των μηνών για τους οποίους καταβάλλονται ασφαλιστικές εισφορές. Η πρώτη δόση καταβάλλεται εντός του τρίτου από τη δημοσίευση του παρόντος μήνα, και σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής δόσης, αυτή επιβαρύνεται με τα προβλεπόμενα για τις ασφαλιστικές εισφορές πρόσθετα τέλη και λοιπές επιβαρύνσεις. Το ποσό κάθε δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 100,00€.
Για χρόνο ασφάλισης από την ισχύ του νόμου αυτού και εφεξής, καταβάλλονται οι προβλεπόμενες εισφορές για τους από 1/1/1993 και εφεξής εμμίσθους ασφαλισμένους των Τομέων Μηχανικών και Υγειονομικών του Ε.Τ.Α.Α.
η. Σε περίπτωση συνταξιοδότησης πριν την εξόφληση της οφειλής έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 61 του ν.3863/2010 (Α 115), όπως ισχύουν.
θ. Ασφαλιστικές εισφορές προς τους Τομείς του κλάδου ασθένειας του Ε.Τ.Α.Α., που δεν έχουν καταβληθεί από τα ως άνω πρόσωπα που είχαν ασφαλιστεί στο Δημόσιο αντί του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε ή του Τ.Σ.Α.Υ., δεν αναζητούνται.
ι. Για όσα από τα πρόσωπα της παραγράφου αυτής έχουν καταταγεί για πρώτη φορά από 1-1-2011 και μετά έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3865/2010, όπως ισχύουν κάθε φορά.»
  1. α. Οι διατάξεις της περ. β’ της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 3865/2010 αντικαθίστανται ως εξής:
«της παρ. 15 του άρθρου 9, της παρ. 7 του άρθρου 18, της παρ. 4 του άρθρου 20, της παρ. 17 του άρθρου 34, καθώς και της παρ. 7 του άρθρου 46 του π.δ. 169/2007 και»

β. Από τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 4 του ν.3865/2010 διαγράφονται οι λέξεις «του άρθρου 11 του νόμου αυτού και» και το πρώτο εδάφιο της περ. α της παρ. 2 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, αντικαθίσταται ως εξής:
«α. Τα πρόσωπα της παρ. 3 του άρθρου 1, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής τους στην ασφάλιση, που θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα από την 1.1.2015 και εφεξής».

γ. Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 5 του ν.3865/2010, αντικαθίστανται, ως εξής:
«1. Μετά τη δημιουργία του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.), από 1.1.2011 και την κατάργηση, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 6 του ν.3863/2010 (Α΄ 115), όλων των άλλων Επιτροπών Πιστοποίησης Αναπηρίας, εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου που προβλέπουν δικαιοδοσία των Ανωτάτων Υγειονομικών Επιτροπών, Στρατού (Α.Σ.Υ.Ε.), Ναυτικού (Α.Ν.Υ.Ε.), Αεροπορίας (Α.Α.Υ.Ε.), καθώς και της Ανώτατης Υγειονομικής Επιτροπής της Ελληνικής Αστυνομίας.»
δ. Οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 6 του ν. 3865/2010 αντικαθίστανται, από 1.1.2011, ως εξής:
«5. Οι διατάξεις της περ. ε’ της παρ. 2 και της περ. στ’ της παρ. 3 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007 καταργούνται από 1.1.2011.»
ε. Στο τέλος της παρ. 9 του άρθρου 6 του ν. 3865/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Από την ανωτέρω ημερομηνία καταργούνται οι διατάξεις της περ. α’ της παρ. 3 του άρθρου 56 του π.δ. 169/2007.»

  1. α. Στο τέλος της παρ. 11 του άρθρου 6 του ν. 3865/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής δεν έχουν εφαρμογή για όσους θεμελιώνουν, κατά παρέκκλιση, συνταξιοδοτικό δικαίωμα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 19 του ν. 2084/1992, με εξαίρεση όσους έχουν αποχωρήσει μέχρι την 31.12.2010.»

β. Οι διατάξεις του πρώτου και δεύτερου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 19 του ν.2084/1992, αντικαθίστανται, από 1.1.2011, ως εξής:
«7. Υπάλληλοι και λειτουργοί του Δημοσίου καθώς και στρατιωτικοί που έχουν ασφαλισθεί, για κύρια σύνταξη, σε οποιονδήποτε ασφαλιστικό Οργανισμό πριν την 1.1.1993, δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο κατά παρέκκλιση των διατάξεων των άρθρων 1 και 26 του π.δ.169/2007, εφόσον συμπληρώνουν 15ετή πλήρη πραγματική συντάξιμη υπηρεσία και το 65ο έτος της ηλικίας τους.»
  1. α. Οι διατάξεις της περ. α’ της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3865/2010 αντικαθίστανται ως εξής:
«2. α. Οι διατάξεις των περιπτώσεων α’, β’ και δ’ της παρ. 1 του άρθρου 62 του ν. 2676/1999 (Α΄ 1), όπως ισχύουν, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τους επιζώντες συζύγους με εξαίρεση όσους έχουν αναπηρία κατά ποσοστό 67% και άνω, που λαμβάνουν κατά μεταβίβαση ή εξ ιδίου δικαιώματος σύνταξη από το Δημόσιο. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου δεν έχουν εφαρμογή για όσα από τα ανωτέρω πρόσωπα λαμβάνουν πολεμική σύνταξη, γενικά, ή σύνταξη με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (Α΄ 120) και 1977/1991 (Α΄ 185), καθώς και για όσα από αυτά υπάγονται στις διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998. Η σύνταξη που καταβάλλεται μειωμένη κατά 75% σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 4 του ν. 3620/2007 δεν λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.»

β. Οι επιζώντες των συζύγων που κατ’ εφαρμογή της παρ. 9 του άρθρου 4 του ν.3620/2007, έχουν δικαιωθεί σύνταξη λόγω θανάτου από το Δημόσιο ή από φορέα κύριας ασφάλισης με καθεστώς εξομοιούμενο με αυτό του Δημοσίου, δικαιούνται την αντίστοιχη για την αυτή αιτία σύνταξη και από τον επικουρικό τους φορέα, ανεξάρτητα από την ημερομηνία που έχει επέλθει ο θάνατος, κατά τα οριζόμενα και με τους περιορισμούς που προβλέπονται στην παρ.1 του άρθρου 13 του ν.3863/2010. Αιτήσεις που έχουν ήδη υποβληθεί και είναι σε εκκρεμότητα κρίνονται οίκοθεν από τις αρμόδιες υπηρεσίες των φορέων και τα οικονομικά αποτελέσματα επέρχονται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου.

γ. Η σύνταξη που χορηγείται στον επιζώντα σύζυγο με βάση τις οικείες διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, κατά περίπτωση, περιορίζεται ως ακολούθως:
Αν η διαφορά ηλικίας μεταξύ του αποβιώσαντος και της συζύγου του, αφαιρουμένου του διαστήματος του γάμου τους, είναι μεγαλύτερη από δέκα έτη, η σύνταξη του επιζώντος συζύγου, υφίσταται, για κάθε πλήρες έτος διαφοράς, μείωση που καθορίζεται σε:
1% για τα έτη που συμπεριλαμβάνονται μεταξύ του 10ου και του 20ού έτους.
2% για τα έτη από το 21ο έως το 25ο έτος.
3% για τα έτη από το 26ο έως το 30ο έτος.
4% για τα έτη από το 31ο έως το 35ο έτος.
5% για τα έτη από το 36ο και άνω.
Οι διατάξεις της περίπτωσης αυτής δεν έχουν εφαρμογή για τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα των οποίων το δικαίωμα γεννήθηκε πριν την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.

  1. α. Οι διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παρ.1 του άρθρου 22 του ν.3865/2010, αντικαθίστανται ως εξής:
«Για τον υπολογισμό του χρόνου θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 20 του παρόντος νόμου προσμετράται και ο ανωτέρω χρόνος σπουδών.»

β. Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 22 του ν.3865/2010, προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και για όσα από τα αναφερόμενα σε αυτές πρόσωπα έχουν ασφαλισθεί για πρώτη φορά από 1.1.1993 και μετά.»

  1. Οι διατάξεις του ν.δ. 164/1973 (Α΄ 223) κατά το μέρος που αυτές αφορούν την αναγνώριση προϋπηρεσιών υπαλλήλων ν.π.δ.δ. σε άλλα ν.π.δ.δ. καταργούνται και οι προϋπηρεσίες αυτές λογίζονται συντάξιμες με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 12 του π.δ. 169/2007.

  1. Οι διατάξεις της παρ. 7 του άρθρου 5 του ν.1976/1991 (Α΄ 184) καταργούνται.

  1. Οι άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες των οποίων η καταβολή της σύνταξης αναστέλλεται, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 5 ή της παρ. 6 του άρθρου 31, του π.δ. 169/2007, κατά περίπτωση, υπάγονται στο καθεστώς υγειονομικής περίθαλψης των ασφαλισμένων του Δημοσίου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έχουν δικαίωμα υγειονομικής περίθαλψης από άλλο φορέα. Στην περίπτωση αυτή οι αναλογούσες κρατήσεις για υγειονομική περίθαλψη υπολογίζονται επί του ποσού της σύνταξης που θα τους καταβάλλονταν, όπως αυτό ισχύει κάθε φορά και καταβάλλονται στον οικείο φορέα από τις ίδιες, μετά από αίτησή τους, που υποβάλλεται κατά το μήνα Ιανουάριο κάθε έτους. Κατά την πρώτη εφαρμογή των διατάξεων αυτών, η εν λόγω αίτηση υποβάλλεται εντός δύο μηνών από την ημερομηνία ισχύος του νόμου αυτού και οι αναλογούσες εισφορές υπολογίζονται από την ημερομηνία υποβολής της και μετά.

  1. α. Ο χρόνος υπηρεσίας των προσώπων του δευτέρου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 86 του ν. 3528/2007 όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 3839/2010, στη θέση προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης, λογίζεται συντάξιμος και προσμετράται στο χρόνο υπηρεσίας που έχει διανύσει στην οργανική του θέση.

β. Οι διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 9 του Π.Δ/τος 169/2007 έχουν ανάλογη εφαρμογή και για τα πρόσωπα της προηγούμενης περίπτωσης

γ. Τα πιο πάνω ισχύουν και για όσους έχουν ήδη επιλεγεί σε θέσεις Γενικών Διευθυντών σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 2 και 4 του άρθρου 86 Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ν.π.δ.δ.

  1. Οι διατάξεις της παρ. 17 του άρθρου 4 του ν. 3513/2006 (Α΄ 265) έχουν ανάλογη εφαρμογή και για:
ι. τους υπαλλήλους κρατικών Ν.Π.Ι.Δ. και δημοσίων επιχειρήσεων ή άλλων επιχειρήσεων τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος, καθώς και για τους υπαλλήλους των λοιπών Ν.Π.Ι.Δ. που μετατάσσονται, μεταφέρονται ή εντάσσονται σε φορείς που διέπονται από διαφορετικό ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς από αυτό στο οποίο υπάγονταν μέχρι τη μετάταξη ή τη μεταφορά τους.
ιι. τους υπαλλήλους του Δημοσίου ή των Ν.Π.Δ.Δ. ή των ανεξάρτητων αρχών ή των Ο.Τ.Α α’ και β’ βαθμού ή των Ν.Π.Δ.Δ. των Ο.Τ.Α α’ και β’ βαθμού που εντάσσονται σε θέσεις Υπηρεσιών ή Φορέων που διέπονται από διαφορετικό ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς από αυτό στο οποίο υπάγονταν μέχρι την ένταξή τους.

  1. Ειδικά για τους συνταξιούχους του Δημοσίου που λαμβάνουν με τη σύνταξή τους το επίδομα ανικανότητας των παραγράφων 4, 5 ή 6 του άρθρου 54 του π.δ. 169/2007 καθώς και των άρθρων 101 ή 103 του π.δ. 168/2007 (Α΄ 209), τα ποσά της παρ. 1 του άρθρου Μόνου του ν.3847/2010 (Α΄67), προσαυξάνονται, το μεν δώρο Χριστουγέννων με ολόκληρο το ποσό του ανωτέρω επιδόματος ανικανότητας, το δε δώρο Πάσχα και το επίδομα αδείας με το ήμισυ του ποσού αυτού, κατά περίπτωση.
Κατά τα λοιπά έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως και 6 του άρθρου Μόνου του ν. 3847/2010.

  1. Από 1.8.2011, τα ποσοστά των περιπτώσεων (β) έως και (η) της παρ. 2 του άρθρου 11 του ν.3865/2010 (Α΄120) αναπροσαρμόζονται σε 6%, 7%, 9%, 10%, 12%, 13% και 14%, αντίστοιχα.

  1. α. Από 1.8.2011, από τους συνταξιούχους του Δημοσίου, που δεν έχουν συμπληρώσει το 60ο έτος της ηλικίας, παρακρατείται επιπλέον μηνιαία εισφορά ως εξής:
i. Για συντάξεις από 1.700,01 € έως 2.300,00 €, ποσοστό 6%,
ii. Για συντάξεις από 2.300,01 € έως 2.900,00 €, ποσοστό 8% και
iii. Για συντάξεις από 2.900,01 € και άνω, ποσοστό 10%.

β. Για τον προσδιορισμό του συνολικού ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης, λαμβάνεται υπόψη το ποσό της μηνιαίας βασικής σύνταξης καθώς και τα συγκαταβαλλόμενα με αυτή ποσά του επιδόματος εξομάλυνσης του άρθρου 1 του ν. 3670/2008 (ΦΕΚ 117Α’) και της τυχόν προσωπικής και αμεταβίβαστης διαφοράς, αφαιρουμένου του ποσού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων της προηγούμενης παραγράφου.

γ. Εξαιρούνται της ανωτέρω εισφοράς όσοι αποστρατεύθηκαν με πρωτοβουλία της Υπηρεσίας καθώς και όσοι λαμβάνουν με την σύνταξή τους το επίδομα ανικανότητας του άρθρου 54 του π.δ.169/2007 ή συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις των νόμων 1897/1990 (ΦΕΚ 120 Α’) και 1977/1991 ( Α΄185).

δ. Η παραπάνω παρακράτηση διακόπτεται τον επόμενο μήνα από τη συμπλήρωση του 60ου έτους ηλικίας.

ε. Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της επί πλέον εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων επτακοσίων ευρώ (1700 €).

στ. Κατά τα λοιπά, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 11 του ν.3865/2010.

Άρθρο 10

  1. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 (Α’ 48), τροποποιείται ως εξής:
«1. Ο/η διαζευγμένος/η, σε περίπτωση θανάτου του/της πρώην συζύγου δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου του/της πρώην συζύγου από το Δημόσιο, τους φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και το ΝΑΤ εφόσον πληρεί αθροιστικά τις εξής προϋποθέσεις:»

  1. Το στοιχείο γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 (Α’ 48), τροποποιείται ως εξής:
«γ. Δέκα (10) έτη εγγάμου βίου μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.»

  1. Το στοιχείο ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 (Α’ 48), τροποποιείται ως εξής:
«ε. Συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημα το οποίο να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού των εκάστοτε καταβαλλόμενων από τον Ο.Γ.Α. ετήσιων συντάξεων στους ανασφάλιστους υπερήλικες.»

  1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 του ν. 3232/2004 (Α’ 48), τροποποιείται ως εξής:
«2. Το ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης που δικαιούται ο/η διαζευγμένος/-η καθορίζεται ως εξής:
α. Σε περίπτωση θανάτου του/της πρώην συζύγου, εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει δέκα (10) έτη έως τη λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα επιμερίζεται κατά 75% στο χήρο ή χήρα και 25% στο/στη διαζευγμένο/-η. Για κάθε έτος εγγάμου βίου πέραν του δεκάτου (10ου) και μέχρι το τριακοστό πέμπτο (35ο) έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα μειώνεται κατά 1% στο χήρο ή χήρα και αυξάνεται αντίστοιχα κατά 1% στο/στη διαζευγμένο/-η. Προκειμένου περί εγγάμου βίου που διήρκησε πλέον των τριανταπέντε (35) ετών έως τη λύση του κατά τα ανωτέρω, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα επιμερίζεται κατά 50% στο χήρο ή χήρα και 50% στο/στη διαζευγμένο/-η.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις εάν ο θανών ή η θανούσα δεν καταλείπει χήρο ή χήρα, ο/η διαζευγμένος/-η δικαιούται το αυτό ποσοστό του/της διαζευγμένου/-ης κατά τα ως άνω, της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο χήρος ή η χήρα.
β. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός δικαιούχων διαζευγμένων το αναλογούν για τον/την διαζευγμένο/η κατά τα ως άνω ποσοστά ποσό σύνταξης κύριας και επικουρικής επιμερίζεται εξίσου μεταξύ αυτών.»

  1. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου αυτού.

Άρθρο 11
Συνταξιοδοτικά θέματα υπαλλήλων ΝΠΔΔ

  1. Οι προβλεπόμενες εισφορές για την κύρια ασφάλιση του τακτικού προσωπικού του πρώην Ταμείου Υγείας Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ΤΥΔΚΥ), που υπηρετούσε σε αυτό κατά την 1.8.2008, το οποίο συνταξιοδοτείτο από το φορέα αυτόν με διατάξεις ανάλογες του Δημοσίου και του Ειδικού Συνταξιοδοτικού Καθεστώτος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και επέλεξε μετά την ισχύ του ν. 3655/2008 (Α΄58), το προηγούμενο καθεστώς ασφάλισης με βάση τις διατάξεις της παρ. 17 του άρθρου 4 του ν. 3513/2006, καταβάλλονται στον τομέα στον οποίο εντάχθηκε ο φορέας ο οποίος βαρύνετο με την καταβολή της κύριας σύνταξης κατά την έναρξη ισχύος του ν. 3655/2008. Ο ίδιος τομέας βαρύνεται και με την καταβολή των συντάξεων του προσωπικού που υπηρετεί, καθώς και αυτού που έχει ήδη συνταξιοδοτηθεί.
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και για το προσωπικό του πρώην ταμείου, το οποίο είχε μεταταχθεί ή μεταφερθεί σε θέσεις άλλων υπηρεσιών πριν την ένταξη του Ταμείου ως τομέα στον Οργανισμό Περίθαλψης Δημοσίων Υπαλλήλων (ΟΠΑΔ) και είχε επιλέξει τη διατήρηση του προηγούμενου της μετάταξης ασφαλιστικού - συνταξιοδοτικού καθεστώτος.

  1. Οι προβλεπόμενες εισφορές για την κύρια ασφάλιση του τακτικού προσωπικού του πρώην Ταμείου Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων (ΤΑΔΚΥ), που υπηρετούσε σ’ αυτό κατά την 1.8.2008, το οποίο συνταξιοδοτείτο από τον φορέα αυτό με διατάξεις ανάλογες του Δημοσίου και του Ειδικού Συνταξιοδοτικού Καθεστώτος του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και επέλεξε μετά την ισχύ του ν. 3655/2008, το προηγούμενο καθεστώς ασφάλισης με βάση τις διατάξεις της παρ. 17 του άρθρου 4 του ν. 3513/2006, καταβάλλονται στους τομείς των φορέων στους οποίους εντάχθηκαν οι επιμέρους κλάδοι του πρώην ταμείου και στους οποίους μεταφέρθηκε το προσωπικό. Οι ίδιοι τομείς βαρύνονται και με την καταβολή των συντάξεων του προσωπικού που υπηρετεί , καθώς και αυτού που έχει ήδη συνταξιοδοτηθεί.
Ειδικά για το προσωπικό που μετατάχθηκε ή μεταφέρθηκε από το πρώην ΤΑΔΚΥ σε θέσεις άλλων υπηρεσιών πριν την 1.8.2008 και διατήρησε το προηγούμενο της μετάταξης ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό καθεστώς, οι προβλεπόμενες εισφορές κύριας ασφάλισης καταβάλλονται στον Τομέα Ασφάλισης Δημοτικών και Κοινοτικών Υπαλλήλων του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων, ο οποίος βαρύνεται και με την καταβολή της σύνταξής τους.

  1. Το τακτικό προσωπικό του πρώην Ταμείου Πρόνοιας Εργαζομένων στα Λιμάνια (ΤΑΠΕΛ) οι κλάδοι του οποίου εντάχθηκαν ως Τομείς στο Ταμείο Προνοίας Ιδιωτικού Τομέα (ΤΑΠΙΤ), που υπηρετούσε κατά την 1.8.2008, συνταξιοδοτείτο από τους φορείς αυτούς με διατάξεις ανάλογες του Δημοσίου και του Ειδικού Συνταξιοδοτικού του ΙΚΑ ΕΤΑΜ και επέλεξε μετά την ισχύ του ν. 3655/2008 το προηγούμενο καθεστώς ασφάλισης με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 17 του άρθρου 4 του ν. 3513/2006, υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ ΕΤΑΜ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ 4277/1962 (Α΄ 191).
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και για το προσωπικό του φορέα αυτού, το οποίο έχει μεταταχθεί ή μεταφερθεί σε θέσεις άλλων υπηρεσιών και έχει επιλέξει τη διατήρηση του προηγούμενου της μετατάξεως ασφαλιστικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος.
Οι εισφορές εργαζομένου - εργοδότη που αντιστοιχούν στο χρόνο ασφάλισης που διανύθηκε στον προηγούμενο φορέα μέχρι το τέλος του μήνα έναρξης ισχύος του νόμου αυτού, μεταφέρονται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ μετά από οικονομική μελέτη της Διεύθυνσης Αναλογιστικών Μελετών και Στατιστικής του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ.
Ο χρόνος ασφάλισης των υπαλλήλων της παραγράφου αυτής στο πρώην ΤΑΠΕΛ και στους τομείς του ΤΑΠΙΤ θεωρείται ότι διανύθηκε στην ασφάλιση του Ειδικού Συνταξιοδοτικού Καθεστώτος του ΙΚΑ ΕΤΑΜ.

  1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 12 παρ. 3 του ν. 3232/2004 χορηγείται νέα αποκλειστική προθεσμία υποβολής της σχετικής αίτησης για αναγνώριση, διάρκειας έξι (6)μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

  1. Το προσλαμβανόμενο από 1.10.2008 τακτικό προσωπικό των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, με τις επωνυμίες «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων» (ΕΤΑΑ), «Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης» (ΕΤΑΠ ΜΜΕ), «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα» (ΤΕΑΙΤ), «Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας» (ΤΑΥΤΕΚΩ), «Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Πρόνοιας Απασχολούμενων στα Σώματα Ασφαλείας» (ΤΕΑΠΑΣΑ), «Ταμείο Πρόνοιας Ιδιωτικού Τομέα» (ΤΑΠΙΤ), το οποίο διέπεται από τις διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ (ν. 3528/2007, Α΄ 26) και το οποίο ασφαλίζεται στον κλάδο συντάξεων και στον κλάδο παροχών ασθένειας του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), υπάγεται στις διατάξεις του αρ. 11 του ν.δ. 4277/1962.

  1. α. Το προσλαμβανόμενο από 1.1.2007 τακτικό προσωπικό του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, με την επωνυμία «Οργανισμός Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών – ΟΑΕΕ», το οποίο διέπεται από τις διατάξεις του ν. 3528/2007 και το οποίο ασφαλίζεται στον κλάδο συντάξεων και στον κλάδο παροχών ασθένειας του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ), υπάγεται στις διατάξεις του αρ. 11 του ν.δ. 4277/1962.

β. Η ασφαλιστική τακτοποίηση του προσωπικού του προηγούμενου εδαφίου για το χρονικό διάστημα από το διορισμό του στον ΟΑΕΕ έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3163/1955 (Α΄ 71).

  1. Ο χρόνος υπηρεσίας των τακτικών υπαλλήλων του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, οι οποίοι προέρχονται από την Εταιρεία Διαχείρισης Ειδών Μονοπωλίου Ελληνικού Δημοσίου «ΕΔΕΜΕΔ», κατά τον οποίο ελάμβαναν σύνταξη και αποδοχές συγχρόνως, θεωρείται ως χρόνος πραγματικής και συντάξιμης υπηρεσίας στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ΕΤΕΑΜ, εφόσον οι ενδιαφερόμενοι επιστρέψουν τις συντάξεις που έλαβαν κατά το χρόνο αυτό και καταβάλλουν τυχόν μη καταβληθείσες κατά το ως άνω χρονικό διάστημα εισφορές για την κύρια και την επικουρική ασφάλιση.
Ο εν λόγω χρόνος θεωρείται χρόνος ασφάλισης και στον Ειδικό Λογαριασμό Προνοίας Προσωπικού ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, στον οποίο έχουν καταβληθεί οι αναλογούσες εισφορές για την καταβολή του εφάπαξ βοηθήματος.
Ο ανωτέρω χρόνος υπηρεσίας λαμβάνεται υπόψη για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος και για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης μετά την ολοσχερή εξόφληση της οφειλής.
Ο ως άνω χρόνος θεωρείται χρόνος ασφάλισης και στο ΕΤΕΑΜ για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος και για τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξης από τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης του ΤΕΑΔΥ με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης.
Οι καταβληθείσες συντάξεις επιστρέφονται άτοκα σε τριάντα έξι (36) δόσεις μετά από αίτηση των ανωτέρω υπαλλήλων, η οποία υποβάλλεται εντός ενός έτους από την ισχύ του παρόντος στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ και ΕΤΕΑΜ.
Τυχόν οφειλόμενες εισφορές, σύμφωνα με τα παραπάνω, εξοφλούνται εφάπαξ.
Σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου πριν από την ολοσχερή εξόφληση των δόσεων, οι υπόλοιπες δόσεις καταβάλλονται εφάπαξ.
Οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή και για όσους έχουν εξέλθει ήδη της υπηρεσίας.

  1. Η προβλεπόμενη από τη διάταξη της περίπτωσης 2α της παραγράφου 17 του άρθρου 4 του ν. 3513/2006 προθεσμία υποβολής δήλωσης διατήρησης του προηγούμενου της μετάταξης ή μεταφοράς ασφαλιστικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος από τους υπαλλήλους των ασφαλιστικών φορέων αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφάλισης, παρατείνεται για τρείς μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

  1. Το τακτικό προσωπικό του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Διεπιστημονικός Οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (ΔΟΑΤΑΠ)», το οποίο διέπεται από τις διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ (ν.3528/2007), όπως αυτές εφαρμόζονται στους υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ και το οποίο ασφαλίζεται στον κλάδο συντάξεων του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων – Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ – ΕΤΑΜ), υπάγεται -από το διορισμό του στον ΔΟΑΤΑΠ- στις διατάξεις του αρ. 11 του ν.δ. 4277/1962, όπως ισχύουν κάθε φορά.

  1. α. Το προσωπικό του Ο.Σ.Ε και της ΤΡΑΙΝΟΣΕ που μεταφέρεται σε φορείς υποδοχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 3891/2010 (Α΄188) εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης στο οποίο υπαγόταν πριν τη μεταφορά του στους φορείς αυτούς.

β. Η εφεξής υπηρεσία που παρέχει το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου στους φορείς υποδοχής θεωρείται ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία που διανύθηκε στην υπηρεσία από την οποία μεταφέρεται.

γ. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού, καταβάλλονται του μεν εργοδότη από τους φορείς υποδοχής, του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους.

δ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου 16 του ν. 3891/2010.

  1. α. Το προσωπικό των φορέων των παρ. 1 και 2 του άρθρου 1 του ν. 3920/2011 (Α΄ 33) που μετατάσσεται ή μεταφέρεται σε φορείς υποδοχής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ίδιου νόμου, εξακολουθεί να διέπεται από το ασφαλιστικό – συνταξιοδοτικό καθεστώς κύριας και επικουρικής ασφάλισης, πρόνοιας και υγειονομικής περίθαλψης στο οποίο υπαγόταν πριν τη μετάταξη ή τη μεταφορά του στους φορείς αυτούς, εκτός εάν με δήλωσή του επιλέξει, μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την έκδοση της αναφερόμενης στην παρ. 5 του ανωτέρω άρθρου Κοινής Υπουργικής Απόφασης, να μεταφερθεί στα αντίστοιχα ταμεία που υπάγεται το προσωπικό των φορέων υποδοχής.

β. Η εφεξής υπηρεσία που παρέχει το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου στους φορείς υποδοχής θεωρείται ως πραγματική συντάξιμη υπηρεσία που διανύθηκε στην υπηρεσία από την οποία μεταφέρεται.

γ. Οι ασφαλιστικές εισφορές που προβλέπονται από τη νομοθεσία των φορέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης και πρόνοιας, για την ασφάλιση του παραπάνω προσωπικού, καταβάλλονται του μεν εργοδότη από τους φορείς υποδοχής, του δε ασφαλισμένου από τους ίδιους.

δ. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου 9 του ν. 3920/2011.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 12
Διευθύνσεις Συντάξεων
  1. Οι διατάξεις του άρθρου 7 του π.δ 79/1990 (Α΄ 37) αντικαθίστανται ως εξής : «Οι Υπηρεσίες που συγκροτούν τη Γενική Διεύθυνση Συντάξεων της παρ. 1 του άρθρου 35 του ν. 3763/2009 (Α΄ 80) αναδιαρθρώνονται ως εξής:

Α΄ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ
α) Διεύθυνση Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Πολιτικών Συντάξεων.
β) Διεύθυνση Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων Μελών Α.Ε.Ι και Ε.Π. των Τ.Ε.Ι., Υπαλλήλων Ο.Τ.Α, ΝΠΔΔ και Ειδικών Κατηγοριών.
γ) Διεύθυνση Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων.
δ) Διεύθυνση Μεταβολών και Δειγματοληπτικών Ελέγχων επί των Πολιτικών, Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων.
ε) Διεύθυνση Συνταξιοδοτικής Νομοπαρασκευαστικής Εργασίας, Άσκησης Ενδίκων Μέσων και Διεθνών Σχέσεων.

Β΄ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΤΜΗΜΑΤΑ
α) Ανεξάρτητο Τμήμα Διεκπεραίωσης και Αρχείου.
β) Ανεξάρτητο Τμήμα Εξυπηρέτησης Πολιτών.

Γ΄ ΑΥΤΟΤΕΛΕΣ ΓΡΑΦΕΙΟ
Αυτοτελές Γραφείο Δελτίου Ατομικής και Υπηρεσιακής Κατάστασης (Δ.Α.Υ.Κ.)
  1. Οι αρμοδιότητες των Διευθύνσεων Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής είναι οι ακόλουθες:
α) Κανονισμός και εντολή πληρωμής συντάξεων
β) Έκδοση πράξεων αναγνώρισης (ή περιορισμού) συντάξιμης υπηρεσίας.
γ) Έκδοση ανακλητικών πράξεων.
δ) Έκδοση πράξεων διαδοχικής ασφάλισης.
ε) Κοινοποίηση αρμοδίως των ανωτέρω πράξεων.
στ) Έκδοση πράξεων μεταφοράς ασφαλιστικών δικαιωμάτων από το εθνικό στο ειδικό συνταξιοδοτικό σύστημα υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ή άλλο αναγνωρισμένο συνταξιοδοτικό σύστημα (αναλογιστικό ισοδύναμο).
ζ) Καθορισμός της συντάξιμης υπηρεσίας σε περιπτώσεις που προβλέπεται αυτός από την κείμενη νομοθεσία.
η) Καθορισμός αν υπηρεσία/προϋπηρεσία εν ενεργεία υπαλλήλου λογίζεται ως συντάξιμη .
θ) Αναπροσαρμογή των συντάξεων όλων των ανωτέρω υπαλλήλων - λειτουργών, με βάση τις διατάξεις της κείμενης νομοθεσίας.
ι) Εκτέλεση, εντολή πληρωμής και κοινοποίηση των ανωτέρω πράξεων καθώς και των πράξεων της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (ΕΕΠΚΣ).
ια) Εκτέλεση αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τις οποίες κανονίζεται ή μεταβάλλεται ήδη καταβαλλόμενη σύνταξη.
ιβ) Έκδοση καταλογιστικών πράξεων.
ιγ) Απαντήσεις στη Βουλή ,σε δημόσιες Αρχές, σε φορείς και σε μεμονωμένους πολίτες επί Ερωτήσεων, Αναφορών, ερωτημάτων και αιτημάτων συνταξιοδοτικής φύσεως.

  1. Η Διεύθυνση Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Πολιτικών Συντάξεων, διαρθρώνεται στα πιο κάτω Τμήματα :

α. Τμήμα Α` Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 2 αρμοδιότητες, κατά το μέρος που αφορούν :
αα) υπαλλήλους των Υπουργείων:
- Εξωτερικών (συμπεριλαμβανομένων και των διπλωματικών υπαλλήλων),
- Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, (συμπεριλαμβανομένων των υπαλλήλων και του εκπαιδευτικού προσωπικού των Ακαδημιών του Εμπορικού Ναυτικού),
- Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων,
- Δικαιοσύνης (συμπεριλαμβανομένων και των δικαστικών λειτουργών),
-Πολιτισμού και Τουρισμού (συμπεριλαμβανομένων των υπαλλήλων της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και των μουσικών της Ορχήστρας της που υπάγονται στην ασφαλιστική – συνταξιοδοτική προστασία του Δημοσίου, καθώς και των υπαλλήλων και μουσικών της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών και της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης),
αβ) υπαλλήλους :
- της Βουλής,
- του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
- της Γενικής Γραμματείας Τύπου & Πληροφοριών
- της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων
- της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης (ΕΡΤ) που υπάγονται στην ασφαλιστική – συνταξιοδοτική προστασία του Δημοσίου,
αγ) υπαλλήλους και ερευνητές του ΕΚΕΦΕ ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ και του ΕΘΙΑΓΕ και
αδ) το πολιτικό προσωπικό της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ).

β. Τμήμα Β΄ Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 2 αρμοδιότητες, κατά το μέρος που αφορούν:
αα) υπαλλήλους και εκπαιδευτικούς
- όλων των κατηγοριών και βαθμίδων της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης
ββ) υπαλλήλους :
- της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων,

γ. Τμήμα Γ΄ Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 2 αρμοδιότητες, κατά το μέρος που αφορούν:
αα) υπαλλήλους των Υπουργείων:
- Οικονομικών (συμπεριλαμβανομένων και των διοικητικών υπαλλήλων του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους),
- Εθνικής Άμυνας (εξαιρουμένων των στρατιωτικών),
- Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης,
ββ) υπαλλήλους :
- Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛ.ΣΤ.Α)
- Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων (ΜΤΠΥ)
- Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (ΡΑΕ) και
γγ) πολιτικό και εκπαιδευτικό προσωπικό όλων των κατηγοριών και βαθμίδων των Ανώτατων Στρατιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΣΕΙ).

δ. Τμήμα Δ΄ Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 2 αρμοδιότητες, κατά το μέρος που αφορούν:
αα) υπαλλήλους των Υπουργείων:
- Εσωτερικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης,
- Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής,
- Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων,
- Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης,
- Προστασίας του Πολίτη (εξαιρουμένου του ένστολου προσωπικού των σωμάτων ασφαλείας και συμπεριλαμβανομένου του προσωπικού της Ελληνικής Αγροφυλακής),
ββ) υπαλλήλους :
- του Εθνικού Τυπογραφείου,
- του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεων Ελλάδας (ΟΚΧΕ/ΝΠΔΔ),
- της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας (ΥΠΑ),
- της Ανεξάρτητης Αρχής του Συνηγόρου του Πολίτη,
- του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ),
- του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου που υπάγονται στην ασφαλιστική-συνταξιοδοτική προστασία του Δημοσίου
- του Οργανισμού Περίθαλψης Ασφαλισμένων Δημοσίου (ΟΠΑΔ) που υπάγονται στην ασφαλιστική-συνταξιοδοτική προστασία του Δημοσίου
γγ) υπαλλήλους και εκπαιδευτικό προσωπικό της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ).

  1. Η Διεύθυνση Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Μελών Α.Ε.Ι. και Ε.Π των Τ.Ε.Ι., Υπαλλήλων Ο.Τ.Α., Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου και Ειδικών Κατηγοριών διαρθρώνεται στα πιο κάτω Τμήματα:

α. Τμήμα Α` Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 2 αρμοδιότητες κατά το μέρος που αφορούν υπαλλήλους Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων συμπεριλαμβανομένων των ιατρών.

β. Τμήμα Β΄ Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 2 αρμοδιότητες κατά το μέρος που αφορούν Δημοτικούς και Κοινοτικούς υπαλλήλους, Βουλευτές, Νομάρχες, Δημάρχους και Προέδρους Κοινοτήτων.

γ. Τμήμα Γ΄ Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 2 αρμοδιότητες κατά το μέρος που αφορούν
αα) υπαλλήλους :
- Δημοτικών Παιδικών Σταθμών
- των ΝΠΔΔ του άρθρου 1 του ν. 541/1977 (ΦΕΚ 42Α),
- Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης,
- Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ),
- Ελληνικών Ταχυδρομείων (ΕΛ-ΤΑ)
- Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος (ΟΤΕ)
- ΝΠΔΔ που η καταβολή των συντάξεών τους δεν βαρύνει το Δημόσιο
ββ) ασφαλισμένους πρώην ΤΑΚΕ
γγ) αγωνιστές Εθνικής Αντίστασης που είναι συνταξιούχοι ΟΓΑ
δδ) ανασφάλιστους Αγωνιστές Εθνικής Αντίστασης

δ. Τμήμα Δ΄ Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 2 αρμοδιότητες κατά το μέρος που αφορούν:
αα) υπαλλήλους και εκπαιδευτικούς
- όλων των κατηγοριών και βαθμίδων των ΑΕΙ και των ΤΕΙ,
- της Ανώτατης Σχολής Παιδαγωγικής Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Α.Σ.ΠΑΙ.ΤΕ),
- της Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας ,
- των Εκκλησιαστικών Σχολών
ββ) υπαλλήλους και συμβούλους του Ινστιτούτου Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΙΤΕ) .
γγ) υπαλλήλους και ερευνητές της Ακαδημίας Αθηνών,
δδ) υπαλλήλους και μέλη του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Π.Ι) .
εε) εκπαιδευτικούς αναγνωρισμένων σχολείων της αλλοδαπής καθώς και υπαλλήλους:
- του Ταμείου Διοίκησης και Διαχείρισης Πανεπιστημιακών Δασών (ΝΠΔΔ),
- του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών (ΙΚΥ),
- της Εθνικής Βιβλιοθήκης και των λοιπών δημοσίων βιβλιοθηκών.

  1. Η Διεύθυνση Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων, διαρθρώνεται στα πιο κάτω Τμήματα:

α. Τμήμα Α’ Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 2 αρμοδιότητες κατά το μέρος που αφορούν Αξιωματικούς των Ενόπλων Δυνάμεων.

β. Τμήμα Β’ Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 2 αρμοδιότητες κατά το μέρος που αφορούν :
- Αξιωματικούς των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος
- Πολεμικές Συντάξεις και
- Συντάξεις Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης και Αμάχου Πληθυσμού.

γ. Τμήμα Γ’ Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 2 αρμοδιότητες κατά το μέρος που αφορούν Ανθυπασπιστές, Υπαξιωματικούς και Οπλίτες των Ενόπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας και του Πυροσβεστικού Σώματος.

  1. Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Διενέργειας Μεταβολών και Δειγματοληπτικών Ελέγχων επί των Πολιτικών, Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων, είναι οι ακόλουθες:
α) Διαγραφή αποβιωσάντων συνταξιούχων.
β) Χορήγηση τριμήνου σύνταξης.
γ) Αλλαγή διεύθυνσης κατοικίας ή αριθμού τραπεζικού λογαριασμού.
δ) Χορήγηση ή διακοπή ΕΚΑΣ.
ε) Χορήγηση ή διακοπή οικογενειακών επιδομάτων.
στ) Εξυπηρέτηση δανείων.
ζ) Χορήγηση βεβαιώσεων ή πιστοποιητικών.
η) Εκκαθάριση και ενέργειες για την πληρωμή πράξεων κανονισμού, μετά την συμπλήρωση της προβλεπόμενης ηλικίας συνταξιοδότησης.
θ) Ενέργειες, λόγω αλλαγής της προσωπικής κατάστασης, ενηλικίωσης ορφανών και λήξη της προβλεπόμενης ημερομηνίας φοίτησης συνταξιούχων.
ι) Αναστολή, περιορισμός, επαναχορήγηση και χωρισμός σύνταξης.
ια) Καταλογισμός αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών σύνταξης και επιδομάτων που διαπιστώνονται κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης.
ιβ) Έλεγχος ύψους εισοδήματος, όπου αυτό επηρεάζει το ύψος της καταβαλλόμενης σύνταξης ή επιδομάτων.
ιγ) Ενέργειες σε περίπτωση μεταβολής των ποσών σύνταξης ή των παρακολουθούντων τη σύνταξη επιδομάτων λόγω μεταβολών των μισθών ενέργειας ή άλλης αναπροσαρμογής , όταν δεν εκδίδεται συνταξιοδοτική πράξη.
ιδ) Συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Πληροφορικών Συστημάτων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανακύπτουν στη Διεύθυνση και αφορούν μηχανογραφικές εφαρμογές των συντάξεων.
ιε) Εκκαθάριση και ενέργειες για την πληρωμή σύνταξης οφειλόμενης στους κληρονόμους αποβιωσάντων συνταξιούχων που προκύπτουν κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης.
ιστ) Επανέκδοση εντολής πληρωμής λόγω απώλειας ή καταστροφής.
ιζ) Ενέργειες για την καταβολή Δώρου Χριστουγέννων, Δώρου Πάσχα και Επιδόματος Αδείας στους συνταξιούχους.
ιη) Ενέργειες για την επιστροφή σύνταξης προκειμένου ο χρόνος υπηρεσίας να είναι συντάξιμος.
ιθ) Απαντήσεις στη Βουλή ,σε δημόσιες Αρχές , σε φορείς και σε μεμονωμένους πολίτες επί Ερωτήσεων, Αναφορών, ερωτημάτων και αιτημάτων συνταξιοδοτικής φύσεως, αρμοδιότητας της Διεύθυνσης.
κ) Διαβίβαση στο Ελεγκτικό Συνέδριο των, μέσω της Δ/νσης, ασκουμένων ενώπιον των αρμοδίων Κλιμακίων του, ενστάσεων για θέματα αρμοδιότητας της Διεύθυνσης Διενέργειας Μεταβολών επί των Πολιτικών, Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων και διατύπωση απόψεων επί των ισχυρισμών των ενισταμένων.
κα) Ενέργειες επί οικονομικών υποθέσεων δικαιωθέντων στρατιωτικών συνταξιούχων.
κβ) Έλεγχος καταβαλλομένων συντάξεων ως προς την ορθή εφαρμογή των συνταξιοδοτικών διατάξεων.
κγ) Συλλογή στοιχείων τεκμηρίωσης του ελέγχου.
κδ) Επεξεργασία στοιχείων ελέγχου.
κε) Καταλογισμός αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών σύνταξης και επιδομάτων που διαπιστώνονται κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Διεύθυνσης.
κστ) Άσκηση ένστασης κατά των πράξεων κανονισμού καθώς και κατά των πράξεων κατά την εκτέλεση αυτών, ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων στις περιπτώσεις διαφωνίας μεταξύ του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης και του Προϊσταμένου της αρμόδιας Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων.
κζ) Σύνταξη της ετήσιας έκθεσης για τα αποτελέσματα των ελέγχων η οποία υποβάλλεται στον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων.
κη) Λογιστική παρακολούθηση των οικονομικών απαιτήσεων και υποχρεώσεων του Δημοσίου που απορρέουν από τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης, αρμοδιότητας της Διεύθυνσης.

  1. Η Διεύθυνση Διενέργειας Μεταβολών και Δειγματοληπτικών Ελέγχων επί των Πολιτικών, Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων διαρθρώνεται στα πιο κάτω τμήματα:

α. Τμήμα Α` Διενέργειας Μεταβολών
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 7 υπό στοιχεία α’ μέχρι και κα’, αρμοδιότητες επί των συντάξεων αρμοδιότητας των Διευθύνσεων Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Πολιτικών Συντάξεων και Συντάξεων των υπαλλήλων του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων.

β. Τμήμα Β΄ Διενέργειας Μεταβολών
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 7 υπό στοιχεία α’ μέχρι και κα’,αρμοδιότητες επί των συντάξεων αρμοδιότητας της Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων Υπαλλήλων Ο.Τ.Α, ΝΠΔΔ και Ειδικών Κατηγοριών καθώς και επί των συντάξεων Λογοτεχνών-Καλλιτεχνών.

γ. Τμήμα Γ΄ Διενέργειας Μεταβολών
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 7 υπό στοιχεία α’ μέχρι και κα’, αρμοδιότητες επί των συντάξεων αρμοδιότητας της Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων.

δ. Τμήμα Δ’ Δειγματοληπτικών Ελέγχων
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 7 υπό στοιχεία κβ’ μέχρι και κζ’, αρμοδιότητες επί των συντάξεων αρμοδιότητας της Διεύθυνσης αυτής.

  1. Οι αρμοδιότητες της Διεύθυνσης Νομοπαρασκευαστικής Εργασίας, Άσκησης Ενδίκων Μέσων και Διεθνών Σχέσεων είναι οι ακόλουθες:

α) Μελέτη και εισήγηση προτάσεων τροποποίησης των διατάξεων της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου ή των συντάξεων Ν.Π.Δ.Δ.
β) Κατάρτιση η επεξεργασία νομοσχεδίων συνταξιοδοτικού περιεχομένου που αφορούν τις συντάξεις του Δημοσίου ή τις συντάξεις Ν.Π.Δ.Δ.
γ) Συγκέντρωση και ταξινόμηση της ισχύουσας συνταξιοδοτικής νομοθεσίας, ως και η διαρκής η περιοδική κωδικοποίηση αυτής.
δ) Παροχή πληροφοριών σε ερωτήματα σχετικά με τις κρατήσεις επί των αποδοχών των ασφαλισμένων του Δημοσίου, για κύρια σύνταξη.
ε) Συγκέντρωση των πάσης φύσεως οικονομικών και στατιστικών στοιχείων και πληροφοριών που αναφέρονται στις συντάξεις, ως και μεθοδική κατάταξη και επεξεργασία αυτών για την υποβοήθηση της χάραξης της πολιτικής που αναφέρονται γενικά στις συντάξεις.
στ) Έκδοση σχετικού στατιστικού δελτίου.
ζ) Απαντήσεις στη Βουλή, σε δημόσιες Αρχές, σε φορείς και σε μεμονωμένους πολίτες επί Ερωτήσεων, Αναφορών, ερωτημάτων και αιτημάτων συνταξιοδοτικής φύσεως, αρμοδιότητας της Διεύθυνσης.
η) Παρακολούθηση της εφαρμογής των Ευρωπαϊκών Κανονισμών για την ασφάλιση των εργασιακά μετακινουμένων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και συμπλήρωση και αποστολή των σχετικών εντύπων.
θ) Διενέργεια των οριζομένων στην παρ. 1 του άρθρου 12 του Ν. 2592/98.
ι) Παρακολούθηση της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας της αλλοδαπής και συγκέντρωση διεθνών στατιστικών στοιχείων του τομέα των συντάξεων.
ια) Άσκηση ενδίκων μέσων κατά των πράξεων του αρμοδίου κλιμακίου καθώς και των αποφάσεων των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
ιβ) Επιμέλεια της εκδίκασης ενστάσεων, κατά εκδιδομένων πράξεων από τις Διευθύνσεις Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων.
ιγ) Επιμέλεια της εκδίκασης προσφυγών κατά πράξεων κανονισμού συντάξεων του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) και λοιπών Ασφαλιστικών Οργανισμών, στους οποίους, σύμφωνα με το νόμο, υφίσταται τέτοια αρμοδιότητα.
ιδ) Κοινοποίηση στους ενδιαφερομένους των αποφάσεων, που εκδίδονται από την επιτροπή του άρθρου 1 του Α.Ν. 599/1968 (Α`258).
ιε) Επιμέλεια για την αναγνώριση της διάρκειας συντάξιμης υπηρεσίας, από την Επιτροπή του άρθρου 4 του Α.Ν. 599/1968, σε περίπτωση αδυναμίας απόδειξης τμήματος αυτής από επίσημα στοιχεία.
ιστ) Επιμέλεια εκδίκασης των αιτήσεων αναθεώρησης κατά πράξεων της ανωτέρω Επιτροπής και κοινοποίηση των εκδιδομένων από αυτήν αποφάσεων.
ιζ) Βοηθητικές εργασίες για τη λειτουργία των ανωτέρω Επιτροπών, των άρθρων 1 και 4 του Α.Ν. 599/1968.

  1. Η Διεύθυνση Νομοπαρασκευαστικής Εργασίας, Άσκησης Ενδίκων Μέσων και Διεθνών Σχέσεων διαρθρώνεται στα πιο κάτω τμήματα:

α. Τμήμα Α΄ Συνταξιοδοτικής Νομοπαρασκευαστικής Εργασίας.
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 9, υπό στοιχεία α’ μέχρι και ζ’ αρμοδιότητες.

β. Τμήμα Β` Διεθνών Σχέσεων
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 9, υπό στοιχεία η’ μέχρι και ι’ αρμοδιότητες.

γ. Τμήμα Γ΄ Άσκησης Ενδίκων Μέσων
Το Τμήμα αυτό έχει τις αναφερόμενες στην παρ. 9, υπό στοιχεία ια’ μέχρι και ιζ’ αρμοδιότητες.

  1. Οι αρμοδιότητες του Ανεξάρτητου Τμήματος Διεκπεραίωσης - Αρχείου και Πληροφόρησης Πολιτών είναι οι ακόλουθες:
α) Τήρηση πρωτοκόλλου εισερχομένων στις Διευθύνσεις Συντάξεων εγγράφων και συνταξιοδοτικών υποθέσεων.
β) Διεκπεραίωση των Εγγράφων.
γ) Καταχώρηση στα βιβλία πρωτοκόλλου των σχεδίων εξερχομένων εγγράφων.
δ) Επιμέλεια εκτύπωσης και διανομής εγκυκλίων, καθώς και των κάθε φύσης εντύπων, των σχετικών με τις Διευθύνσεις Συντάξεων.
ε) Χορήγηση αντιγράφων, από έγγραφα των συνταξιοδοτικών φακέλων.
στ) Ταξινόμηση, και φύλαξη των συνταξιοδοτικών φακέλων.
ζ) Τοποθέτηση των επιστρεπτέων Εγγράφων στους οικείους συνταξιοδοτικούς φακέλους.
η) Τήρηση και φύλαξη του πρωτοτύπου των εκδιδομένων πράξεων ή αποφάσεων κατ` έτος βιβλιοδετούμενων σε τόμους.
θ) Ταξινόμηση των εγγράφων, που παραμένουν ή περιέρχονται για φύλαξη στο Αρχείο.
ι) Επιμέλεια δακτυλογράφησης και παραβολής των εγγράφων, πράξεων και αποφάσεων των Διευθύνσεων Συντάξεων.

  1. Οι αρμοδιότητες του Ανεξάρτητου Τμήματος Εξυπηρέτησης Πολιτών ορίζονται ως εξής:
α) Υποδοχή και πληροφόρηση των πολιτών για διάφορα θέματα συνταξιοδότησης από το Δημόσιο, όπως για τις προϋποθέσεις θεμελίωσης δικαιώματος σύνταξης, τον υπολογισμό αυτής και τα κατά περίπτωση δικαιολογητικά που πρέπει να υποβληθούν.
β). Επιμέλεια άμεσης διαβίβασης των αιτήσεων παροχής πληροφοριών ή των αναφορών παραπόνων των πολιτών στις καθ΄ ύλην αρμόδιες οργανικές μονάδες της Γενικής Διεύθυνσης και αποστολή αιτιολογημένων απαντήσεων προς τους πολίτες, εντός των τασσόμενων από το νόμο προθεσμιών.
γ). Μέριμνα για την εύρυθμη λειτουργία του Τηλεφωνικού Κέντρου Ενημέρωσης Πολιτών και της Αίθουσας Εξυπηρέτησης του Πολίτη.
δ). Συνεργασία με τις Διευθύνσεις Συντάξεων και με το Τμήμα Διεκπεραίωσης και Αρχείου, για την άμεση και αποτελεσματική πληροφόρηση των ενδιαφερόμενων σχετικά με την έκβαση της υπόθεσής τους στα διάφορα στάδια επεξεργασίας της.
ε). Παραλαβή και πρωτοκόλληση αιτήσεων και λοιπών εγγράφων, επικύρωση αντιγράφων και βεβαίωση του γνήσιου της υπογραφής καθώς και χορήγηση βεβαιώσεων και πιστοποιητικών.
στ). Εκτύπωση και χορήγηση αντιγράφων συνταξιοδοτικών πράξεων νέων συνταξιούχων και ενημέρωσή τους για τα συνταξιοδοτικά δεδομένα που λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξής τους.
ζ). Ενέργειες για αντιμετώπιση μεταβολών της συνταξιοδοτικής κατάστασης των συνταξιούχων, όπως διαγραφή, αλλαγή διεύθυνσης και αλλαγή τραπεζικού λογαριασμού.
η). Έκδοση και διάθεση ενημερωτικών φυλλαδίων, εντύπων και οδηγιών σχετικά με
θέματα των Διευθύνσεων Συντάξεων.
θ). Μέριμνα για την αποτελεσματικότερη συνεργασία με τα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (Κ.Ε.Π.).
ι). Καταγραφή υποδείξεων των πολιτών και προώθησή τους στις αρμόδιες
υπηρεσιακές μονάδες για την αξιοποίησή τους.

  1. Συνιστάται Αυτοτελές Γραφείο Δ.Α.Υ.Κ. με τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) Επιχειρησιακή, λειτουργική και τεχνική υποστήριξη, της Διαδικτυακής Εφαρμογής Δ.Α.Υ.Κ. και
β) Παροχή τεχνικής υποστήριξης και πληροφοριών προς τις Διευθύνσεις Προσωπικού-Οικονομικού των Υπουργείων, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α α΄ και β΄ βαθμού σχετικά με την καταχώρηση των στοιχείων στο Δ.Α.Υ.Κ.

Άρθρο 13
Τροποποίηση διατάξεων της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας
περί ενδίκων μέσων

  1. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Ο κανονισμός και η εντολή πληρωμής των συντάξεων, των βοηθημάτων και των επιδομάτων που βαρύνουν το Δημόσιο και πληρώνονται από αυτό, με εξαίρεση τις προσωπικές συντάξεις, γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του Κώδικα από τις Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με πράξη που εκδίδεται από το Διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Συντάξεων.»

  1. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007, αντικαθίστανται, ως εξής:
«2. Η ένσταση ασκείται:
α) Από το Διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Διενέργειας Μεταβολών, Δειγματοληπτικών Ελέγχων και Άσκησης Ενδίκων Μέσων εφόσον, κατά το διενεργούμενο έλεγχο διαπιστωθεί εσφαλμένη εφαρμογή συνταξιοδοτικών διατάξεων.
β) Από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον και μόνο κατά το μέρος του κανονισμού σύνταξης, μέσα σε έξι μήνες από τον κοινοποίηση της πράξης.»

  1. Οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«4. Η διόρθωση οιουδήποτε στοιχείου που εκ παραδρομής ενεφιλοχώρησε στις πράξεις οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους μπορεί να γίνει από το όργανο που τις έχει εκδώσει μετά την υποβολή αίτησης θεραπείας από τον ενδιαφερόμενο, εντός έξι (6) μηνών από την κοινοποίηση της πράξης.
Το ίδιο όργανο μπορεί να διορθώσει αυτεπάγγελτα την πράξη που εξέδωσε χωρίς περιορισμό από προθεσμία αν συντρέχουν οι λόγοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις α, β, γ της παρ. 3 του άρθρου αυτού.»
  1. Οι διατάξεις του δευτέρου εδαφίου της παρ. 5 του άρθρου 66 του π.δ 169/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«Οι πράξεις κανονισμού σύνταξης και οι αποφάσεις της παραπάνω Επιτροπής κοινοποιούνται στο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο οποίος έχει το δικαίωμα να ασκήσει κατ΄ αυτών τα ένδικα μέσα που αναφέρονται στην επόμενη παράγραφο μέσα σε έξι μήνες από τότε που θα περιέλθουν σ΄ αυτόν.»

  1. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 6 του άρθρου 66 του π.δ. 169/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«Η πράξη κανονισμού σύνταξης και η απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων υπόκεινται σε έφεση στο αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που ασκείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών εντός έξι μηνών από την έκδοσή τους, καθώς και από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον εντός έξι μηνών από την κοινοποίησή τους.»

  1. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 67 του π.δ. 169/2007, αντικαθίστανται ως εξής:
«4. Κατά των πράξεων ή παραλείψεων του Διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων που είναι σχετικές με την εκτέλεση των πράξεων ή των αποφάσεων κανονισμού συντάξεων σε βάρος του Δημοσίου καθώς και κατά των πράξεων ή παραλείψεων του Υπουργού Οικονομικών των σχετικών με την πληρωμή των συντάξεων γενικά, χωρίς να εξαιρούνται και εκείνες που αφορούν καταλογισμό για σύνταξη που εισπράχθηκε χωρίς να οφείλεται, μπορεί να ασκηθεί ένσταση στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από τότε που ο ενιστάμενος έλαβε γνώση της πράξεως ή σε περίπτωση παράλειψης από τότε που παρήλθε δίμηνο από την ημέρα που δημιουργήθηκε η υποχρέωση για έκδοση της πράξης που παραλείφθηκε.»

  1. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 67 του π.δ. 169/2007 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Οι διατάξεις του δεύτερου και τρίτου εδαφίου της παρ. 10 του άρθρου 66 του Κώδικα αυτού, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για την προθεσμία άσκησης της ένστασης της παραγράφου αυτής.»

  1. Οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 105 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων π.δ. 168/2007 (Α΄ 209), αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Ο κανονισμός και η εντολή πληρωμής των συντάξεων, των βοηθημάτων και των επιδομάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, γίνεται από τις Διευθύνσεις Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους με πράξη που εκδίδεται από το Διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων.»

  1. Οι διατάξεις των περ. α’ και β’ της παρ. 4 του άρθρου 105 του π.δ. 168/2007, αντικαθίστανται ως εξής:
«3. Η πράξη κανονισμού σύνταξης υπόκεινται σε ένσταση που ασκείται για οποιονδήποτε λόγο στην Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, η οποία αποτελείται από τον Προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ως Πρόεδρο, που αναπληρώνεται από τον αρχαιότερο Προϊστάμενο Διεύθυνσης των Διευθύνσεων Συντάξεων της ίδιας Γενικής Διεύθυνσης, και από δύο Προϊσταμένους Διευθύνσεων των Διευθύνσεων Συντάξεων ως μέλη, οι οποίοι δεν μετείχαν άμεσα ή έμμεσα στην έκδοση και τον έλεγχο της πράξης που προσβάλλεται και οι οποίοι αναπληρώνονται από ισάριθμους Προϊσταμένους Διευθύνσεων ή Τμημάτων των Διευθύνσεων Συντάξεων της παραπάνω Γενικής Διεύθυνσης.»

  1. Οι διατάξεις των περ. α΄ και β’ της παρ. 4 του άρθρου 105 του π.δ. 168/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«4. Η ένσταση ασκείται:
α) Από το Διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Διενέργειας Μεταβολών, Δειγματοληπτικών Ελέγχων και Άσκησης Ενδίκων Μέσων εφόσον, κατά το διενεργούμενο έλεγχο διαπιστωθεί εσφαλμένη εφαρμογή συνταξιοδοτικών διατάξεων και
β) Από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρων εντός έξι μηνών από την κοινοποίηση της πράξης.»

  1. Οι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 105 του π.δ. 168/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«6. Η διόρθωση οιουδήποτε στοιχείου που εκ παραδρομής ενεφιλοχώρησε στις πράξεις οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους μπορεί να γίνει από το όργανο που τις έχει εκδώσει μετά την υποβολή αίτησης θεραπείας από τον ενδιαφερόμενο, εντός έξι (6) μηνών από την κοινοποίηση της πράξης.
Το ίδιο όργανο μπορεί να διορθώσει αυτεπάγγελτα την πράξη που εξέδωσε χωρίς περιορισμό από προθεσμία αν συντρέχουν οι λόγοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις α, β, γ της παρ. 5 του άρθρου αυτού.»
  1. Οι διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 105 του π.δ. 168/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«8. Οι πράξεις κανονισμού σύνταξης και οι αποφάσεις της Επιτροπής, που αναφέρεται στην παρ. 3, κοινοποιούνται στο Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος έχει το δικαίωμα να ασκήσει κατ΄ αυτών τα ένδικα μέσα που αναφέρονται στο επόμενο άρθρο μέσα σε έξι μήνες από τότε που θα περιέλθει σ΄ αυτόν η πράξη ή η απόφαση.»
.
  1. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 106 του π.δ. 168/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Η πράξη κανονισμού σύνταξης και η απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του οικείου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία ασκείται από τον Υπουργό Οικονομικών εντός έξι μηνών από την έκδοσή τους, καθώς και από κάθε ένα που έχει έννομο συμφέρον εντός έξι μηνών από την κοινοποίησή τους.»

  1. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 4 του άρθρου 107 του π.δ. 168/2007 αντικαθίστανται ως εξής:
«4. Κατά των πράξεων ή παραλείψεων του Διευθυντή της αρμόδιας Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Συντάξεων που είναι σχετικές με την εκτέλεση των πράξεων ή των αποφάσεων κανονισμού συντάξεων σε βάρος του Δημοσίου καθώς και κατά των πράξεων ή παραλείψεων του Υπουργού Οικονομικών των σχετικών με την πληρωμή των συντάξεων γενικά, χωρίς να εξαιρούνται και εκείνες που αφορούν καταλογισμό για σύνταξη που εισπράχθηκε χωρίς να οφείλεται, μπορεί να ασκηθεί ένσταση στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέσα σε προθεσμία έξι μηνών από τότε που ο ενιστάμενος έλαβε γνώση της πράξεως ή σε περίπτωση παράλειψης από τότε που παρήλθε δίμηνο από την ημέρα που δημιουργήθηκε η υποχρέωση για έκδοση της πράξης που παραλείφθηκε.»

  1. Μετά το πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 107 του π.δ. 168/2007, προστίθεται εδάφιο, ως εξής:
«Οι διατάξεις του δεύτερου και τρίτου εδαφίου της παρ. 10 του άρθρου 66 του π.δ. 169 /2007, έχουν ανάλογη εφαρμογή και για την προθεσμία άσκησης της ένστασης της παραγράφου αυτής καθώς και της παρ. 8 του άρθρου 105 του Κώδικα αυτού.»
  1. α. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ο χρόνος έναρξης ισχύος των διατάξεων του προηγουμένου άρθρου και αυτού καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια εφαρμογής των διατάξεων αυτών.

β. Από την καθοριζόμενη, σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ημερομηνία έναρξης ισχύος του άρθρου αυτού καταργούνται τα άρθρα 8-14 του π.δ 79/1990 καθώς και η παρ. 2 του άρθρου 2 του π.δ 509/1991 (Α΄ 190).

γ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών προσδιορίζεται ετησίως το μέγεθος και τα κριτήρια του δείγματος των ελέγχων που διενεργεί το Τμήμα Γ’ της Διεύθυνσης Διενέργειας Μεταβολών και Δειγματοληπτικών Ελέγχων επί των Πολιτικών, Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων.

Άρθρο 14
Έκταση εφαρμογής

Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Γ’ εφαρμόζονται αναλόγως και για τους υπαλλήλους των Ο.Τ.Α. και των άλλων Ν.Π.Δ.Δ. που διέπονται από το ίδιο με τους δημοσίους υπαλλήλους συνταξιοδοτικό καθεστώς, είτε οι συντάξεις τους βαρύνουν το Δημόσιο είτε τους οικείους φορείς, καθώς και για το προσωπικό του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και των υπαλλήλων των ασφαλιστικών Ταμείων του προσωπικού των Σιδηροδρομικών Δικτύων, που διέπονται από το καθεστώς του ν.δ. 3395/1955 (Α’ 276).




Μπορεί να μη συμφωνώ ούτε στο ελάχιστο με αυτά που λες,αλλά θα έδινα μέχρι και την τελευταία ρανίδα του αίματός μου για το δικαίωμά σου να συνεχίσεις να τα λες -ΒΟΛΤΑΙΡΟΣ