Δευτερολογία του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκου Μητσοτάκη
στη Βουλή για το Κυπριακό
Θα είμαι σύντομος, κ. Πρόεδρε. Τέσσερις επισημάνσεις, για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Άκουσα τον κ. Καμμένο να αναφέρει ότι, για πρώτη φορά, σε διαπραγμάτευση που αφορά στο Κυπριακό ετέθη το ζήτημα των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων με τόσο μεγάλη έμφαση από ελληνικής πλευράς. Είναι λάθος αυτό κ. Καμμένε. Αυτό αποτελούσε πάγια ελληνική θέση. Και για να επιβεβαιώσω αυτό το οποίο λέω καταθέτω στα πρακτικά, κ. Πρόεδρε και κ. Υπουργοί, δήλωση του κ. Κουμουτσάκου - τότε Εκπρόσωπος Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών - τον Ιούνιο του 2008, επίσημη θέση του Υπουργείου Εξωτερικών. «Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η Ελλάδα θεωρεί ότι συστήματα εγγυήσεων, επεμβατικά δικαιώματα είναι παρωχημένα, είναι λογικές και πρακτικές ξένες και, θα έλεγα, άγνωστες στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Για τα μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας δεν τίθενται τέτοια ζητήματα».
Θα πρέπει να γνωρίζετε, κ. Καμμένε, ότι για πρώτη φορά έγινε διαπραγμάτευση που αφορούσε τις δύο κοινότητες και τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις. Η επίσημη θέση της ελληνικής Κυβέρνησης ήταν πάντοτε η ίδια απαράλλακτη. Και πάντως δεν συνιστά κάποια κατάκτηση της σημερινής Κυβέρνησης το γεγονός ότι επανάλαβε αυτό το οποίο πάντα αναγνωρίζαμε ότι ήταν στη βάση οποιασδήποτε λύσης του κυπριακού ζητήματος. Ότι δεν μπορούν να υπάρχουν στρατεύματα κατοχής και ότι το πλαίσιο των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων του 1960 είναι ένα πλαίσιο αναχρονιστικό, το οποίο δεν έχει θέση στον 21ο αιώνα.
Δεύτερον, με αφορμή μια τοποθέτηση την οποία έκανε ο κ. Θεοδωράκης, την οποία θεωρώ σωστή και θέλω να την υποστηρίξω. Πράγματι, ο κ. Αναστασιάδης και ο κ. Ακιντζή ως εκπρόσωποι των δύο κοινοτήτων και λόγω της ηλικίας τους έχουν βιώσει το δράμα της εισβολής και της διαίρεσης της Κύπρου. Υπάρχει ένας κίνδυνος όσο ο χρόνος περνά και όσο δεν βρίσκεται λύση, νεότερες γενιές ίσως να θεωρήσουν ότι το βασικό πλαίσιο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκαν όλες οι προσπάθειες επίλυσης του κυπριακού ζητήματος, η λύση, δηλαδή, στο πλαίσιο μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, η προσπάθεια αυτή είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Θα είναι μεγάλο λάθος εάν επικρατήσει αυτή η λογική. Και γι’ αυτό και είναι εξαιρετικά σημαντικό να αναγνωρίσουμε προφανώς το γεγονός ότι δεν καταφέραμε να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα σε αυτό το γύρο των διαπραγματεύσεων, να αποδώσουμε τις ευθύνες εκεί που πρέπει, να κρατήσουμε, όμως, και τα όποια θετικά στοιχεία από αυτήν την διαπραγμάτευση και να πούμε ξεκάθαρα, κ. Υπουργέ, ότι δεν τελειώνει εδώ αυτή η ιστορία. Θα πρέπει να συνεχίσουμε. Θα πρέπει να επιμείνουμε. Και, πράγματι, θα αναγνωρίσω το γεγονός ότι είναι θετικό ότι σε επίπεδο Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών τίθεται πια το ζήτημα των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων με μεγαλύτερη έμφαση. Αυτό είναι κάτι θετικό, συνολικά για τον Ελληνισμό, για την Ελλάδα, και πρωτίστως για την Κύπρο.
Στο πλαίσιο αυτό, όμως, κ. Πρόεδρε, και έρχομαι τώρα στην τρίτη επισήμανσή μου, επιτρέψτε μου μια σύντομη παρατήρηση γύρω από το ζήτημα με το οποίο ξεκινήσατε την τοποθέτησή σας σχετικά με τον φάκελο της Κύπρου. Η ιστορία είναι γνωστή στο Εθνικό Κοινοβούλιο και αφορά σε μια επιτροπή η οποία είχε συσταθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η οποία κατέληξε σε τρία – αν δεν κάνω λάθος - διαφορετικά πορίσματα, στα οποία το κάθε Κόμμα τότε αποτύπωνε τη δική του ερμηνεία, για το τι συνέβη εκείνες τις τραγικές μέρες του 1974.
Κύριε Πρόεδρε και κύριε πρωθυπουργέ, θέλω να εκφράσω την επιφύλαξή μου για τον χρόνο, όχι για την πρωτοβουλία - θέλω να είμαι σαφής - για το χρόνο υλοποίησης αυτής της απόφασης. Σε μια χρονική περίοδο, λίγες μόνο μέρες μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, όταν ερχόμαστε εδώ και ισχυριζόμαστε ότι, παρά τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις αυτής της υπόθεσης, θέλουμε να κρατήσουμε τη δυναμική ζωντανή, δεν είμαι καθόλου σίγουρος, κ. Τσίπρα και κ. Πρόεδρε, ότι ο χρόνος υλοποίησης αυτής της πρωτοβουλίας είναι ο κατάλληλος. Θέλω να το καταθέσω και επίσημα στην Εθνική Αντιπροσωπεία και θέλω να επαναξιολογήσετε αυτήν σας την πρωτοβουλία.
Τέταρτον: Δεν θα αναφερόμουν στο ζήτημα αυτό, εάν δεν είχε κάνει μια αναφορά ο κ. Λεβέντης, διότι δεν αποτελεί το κύριο αντικείμενο της σημερινής συζήτησης. Αναρωτήθηκε ο κ. Λεβέντης ποια είναι η επίσημη θέση της Εθνικής Αντιπροσωπείας για το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων. Ο κ. Λεβέντης μπορεί να είναι παλιός στην πολιτική, είναι νέος σε αυτή την αίθουσα και προφανώς δεν θυμάται ότι υπάρχει επίσημη θέση της ελληνικής Κυβέρνησης επικυρωμένη δις από την Εθνική Αντιπροσωπεία, για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις, erga omnes.
Αυτή είναι η επίσημη θέση της Εθνικής Αντιπροσωπείας, όπως τουλάχιστον αποτυπώθηκε και στις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης Καραμανλή το 2007. Θέση που επικυρώθηκε για άλλη μια φορά στο Βουκουρέστι. Το ερώτημα για σας, κ. πρωθυπουργέ και για σας κ. Καμμένε, είναι αν αυτή η θέση αντιπροσωπεύει συνολικά την κυβερνητική πλειοψηφία. Είναι η επίσημη θέση του Υπουργείου Εξωτερικών - διορθώστε με αν κάνω λάθος κ. Κοτζιά - τουλάχιστον έτσι παρουσιάζεται στις επίσημες ανακοινώσεις του Υπουργείου. Είναι, όμως, μιας πρώτης τάξης ευκαιρία να αποσαφηνίσει ο κ. πρωθυπουργός και ο κ. Καμμένος, εάν αυτή είναι η επίσημη θέση, όχι της Κυβέρνησης, της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Τριτολογία του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκου Μητσοτάκη
στη Βουλή για το Κυπριακό
Καταλαβαίνω απόλυτα την ανάγκη του κ. Καμμένου να διεκδικήσει ζωτικό πολιτικό και εκλογικό χώρο. Αυτό, όμως, κ. Καμμένε, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ως βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας το 2007 και ως υφυπουργός της Κυβέρνησης του Κ. Καραμανλή είχατε τότε συνταχθεί δια της ψήφου σας με αυτό το οποίο είναι σήμερα η επίσημη θέση του Υπουργείου Εξωτερικών. Και διαβάζω από το site του Υπουργείου Εξωτερικών: «Η θέση μας είναι σαφής, σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν από την λέξη Μακεδονία, που θα ισχύει έναντι όλων, erga omnes για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή». Έχετε δικαίωμα κ. Καμμένε να αλλάξετε γνώμη. Εγείρεται εδώ, όμως, ένα μείζον ζήτημα. Δεν γίνεται για ένα κορυφαίο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας - δεν θέλω να υποτιμήσω κάποιο άλλο κυβερνητικό χαρτοφυλάκιο, αλλά δεν μιλάμε εδώ πέρα για τον Υπουργό Τουρισμού - ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας και ο Υπουργός Εξωτερικών και ο Πρωθυπουργός να έχουν διαφορετική άποψη. Εγείρεται μείζον ζήτημα, αυτή τη στιγμή, με την τοποθέτησή σας κ. Καμμένε. Μείζον ζήτημα. Και θα πρέπει να καταλάβετε ότι αυτή η ετερόκλητη συμμαχία, την οποία έχετε οικοδομήσει, είναι μια συμμαχία που - κατά την άποψή μας - έχει ένα συνεκτικό παράγοντα και αυτός είναι η παραμονή στην εξουσία, δεν μπορεί όμως να είναι μια συμμαχία α λα καρτ κ. Πρωθυπουργέ. Εδώ, λοιπόν, για ένα κορυφαίο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής τίθεται επί της ουσίας ζήτημα δεδηλωμένης. Δεν γίνεται η Κυβέρνηση να μην εμφανίζεται με ενιαία θέση. Αναδεικνύεται μια βασική διαφορά μεταξύ των δύο κυβερνητικών εταίρων. Κύριε Πρωθυπουργέ, οφείλετε εσείς, όχι ο κ. Καμμένος να τοποθετηθείτε επ’ αυτού του ζητήματος. Πως είναι δυνατόν να έχετε Υπουργό Εθνικής Άμυνας, έναν πολιτικό ο οποίος αμφισβητεί την κεντρική γραμμή της Κυβέρνησης σε ένα κρίσιμο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής.
στη Βουλή για το Κυπριακό
Θα είμαι σύντομος, κ. Πρόεδρε. Τέσσερις επισημάνσεις, για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Άκουσα τον κ. Καμμένο να αναφέρει ότι, για πρώτη φορά, σε διαπραγμάτευση που αφορά στο Κυπριακό ετέθη το ζήτημα των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων με τόσο μεγάλη έμφαση από ελληνικής πλευράς. Είναι λάθος αυτό κ. Καμμένε. Αυτό αποτελούσε πάγια ελληνική θέση. Και για να επιβεβαιώσω αυτό το οποίο λέω καταθέτω στα πρακτικά, κ. Πρόεδρε και κ. Υπουργοί, δήλωση του κ. Κουμουτσάκου - τότε Εκπρόσωπος Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών - τον Ιούνιο του 2008, επίσημη θέση του Υπουργείου Εξωτερικών. «Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η Ελλάδα θεωρεί ότι συστήματα εγγυήσεων, επεμβατικά δικαιώματα είναι παρωχημένα, είναι λογικές και πρακτικές ξένες και, θα έλεγα, άγνωστες στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Για τα μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας δεν τίθενται τέτοια ζητήματα».
Θα πρέπει να γνωρίζετε, κ. Καμμένε, ότι για πρώτη φορά έγινε διαπραγμάτευση που αφορούσε τις δύο κοινότητες και τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις. Η επίσημη θέση της ελληνικής Κυβέρνησης ήταν πάντοτε η ίδια απαράλλακτη. Και πάντως δεν συνιστά κάποια κατάκτηση της σημερινής Κυβέρνησης το γεγονός ότι επανάλαβε αυτό το οποίο πάντα αναγνωρίζαμε ότι ήταν στη βάση οποιασδήποτε λύσης του κυπριακού ζητήματος. Ότι δεν μπορούν να υπάρχουν στρατεύματα κατοχής και ότι το πλαίσιο των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων του 1960 είναι ένα πλαίσιο αναχρονιστικό, το οποίο δεν έχει θέση στον 21ο αιώνα.
Δεύτερον, με αφορμή μια τοποθέτηση την οποία έκανε ο κ. Θεοδωράκης, την οποία θεωρώ σωστή και θέλω να την υποστηρίξω. Πράγματι, ο κ. Αναστασιάδης και ο κ. Ακιντζή ως εκπρόσωποι των δύο κοινοτήτων και λόγω της ηλικίας τους έχουν βιώσει το δράμα της εισβολής και της διαίρεσης της Κύπρου. Υπάρχει ένας κίνδυνος όσο ο χρόνος περνά και όσο δεν βρίσκεται λύση, νεότερες γενιές ίσως να θεωρήσουν ότι το βασικό πλαίσιο πάνω στο οποίο οικοδομήθηκαν όλες οι προσπάθειες επίλυσης του κυπριακού ζητήματος, η λύση, δηλαδή, στο πλαίσιο μιας διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας, η προσπάθεια αυτή είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Θα είναι μεγάλο λάθος εάν επικρατήσει αυτή η λογική. Και γι’ αυτό και είναι εξαιρετικά σημαντικό να αναγνωρίσουμε προφανώς το γεγονός ότι δεν καταφέραμε να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα σε αυτό το γύρο των διαπραγματεύσεων, να αποδώσουμε τις ευθύνες εκεί που πρέπει, να κρατήσουμε, όμως, και τα όποια θετικά στοιχεία από αυτήν την διαπραγμάτευση και να πούμε ξεκάθαρα, κ. Υπουργέ, ότι δεν τελειώνει εδώ αυτή η ιστορία. Θα πρέπει να συνεχίσουμε. Θα πρέπει να επιμείνουμε. Και, πράγματι, θα αναγνωρίσω το γεγονός ότι είναι θετικό ότι σε επίπεδο Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών τίθεται πια το ζήτημα των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων με μεγαλύτερη έμφαση. Αυτό είναι κάτι θετικό, συνολικά για τον Ελληνισμό, για την Ελλάδα, και πρωτίστως για την Κύπρο.
Στο πλαίσιο αυτό, όμως, κ. Πρόεδρε, και έρχομαι τώρα στην τρίτη επισήμανσή μου, επιτρέψτε μου μια σύντομη παρατήρηση γύρω από το ζήτημα με το οποίο ξεκινήσατε την τοποθέτησή σας σχετικά με τον φάκελο της Κύπρου. Η ιστορία είναι γνωστή στο Εθνικό Κοινοβούλιο και αφορά σε μια επιτροπή η οποία είχε συσταθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1980, η οποία κατέληξε σε τρία – αν δεν κάνω λάθος - διαφορετικά πορίσματα, στα οποία το κάθε Κόμμα τότε αποτύπωνε τη δική του ερμηνεία, για το τι συνέβη εκείνες τις τραγικές μέρες του 1974.
Κύριε Πρόεδρε και κύριε πρωθυπουργέ, θέλω να εκφράσω την επιφύλαξή μου για τον χρόνο, όχι για την πρωτοβουλία - θέλω να είμαι σαφής - για το χρόνο υλοποίησης αυτής της απόφασης. Σε μια χρονική περίοδο, λίγες μόνο μέρες μετά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, όταν ερχόμαστε εδώ και ισχυριζόμαστε ότι, παρά τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις αυτής της υπόθεσης, θέλουμε να κρατήσουμε τη δυναμική ζωντανή, δεν είμαι καθόλου σίγουρος, κ. Τσίπρα και κ. Πρόεδρε, ότι ο χρόνος υλοποίησης αυτής της πρωτοβουλίας είναι ο κατάλληλος. Θέλω να το καταθέσω και επίσημα στην Εθνική Αντιπροσωπεία και θέλω να επαναξιολογήσετε αυτήν σας την πρωτοβουλία.
Τέταρτον: Δεν θα αναφερόμουν στο ζήτημα αυτό, εάν δεν είχε κάνει μια αναφορά ο κ. Λεβέντης, διότι δεν αποτελεί το κύριο αντικείμενο της σημερινής συζήτησης. Αναρωτήθηκε ο κ. Λεβέντης ποια είναι η επίσημη θέση της Εθνικής Αντιπροσωπείας για το ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων. Ο κ. Λεβέντης μπορεί να είναι παλιός στην πολιτική, είναι νέος σε αυτή την αίθουσα και προφανώς δεν θυμάται ότι υπάρχει επίσημη θέση της ελληνικής Κυβέρνησης επικυρωμένη δις από την Εθνική Αντιπροσωπεία, για σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για όλες τις χρήσεις, erga omnes.
Αυτή είναι η επίσημη θέση της Εθνικής Αντιπροσωπείας, όπως τουλάχιστον αποτυπώθηκε και στις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης Καραμανλή το 2007. Θέση που επικυρώθηκε για άλλη μια φορά στο Βουκουρέστι. Το ερώτημα για σας, κ. πρωθυπουργέ και για σας κ. Καμμένε, είναι αν αυτή η θέση αντιπροσωπεύει συνολικά την κυβερνητική πλειοψηφία. Είναι η επίσημη θέση του Υπουργείου Εξωτερικών - διορθώστε με αν κάνω λάθος κ. Κοτζιά - τουλάχιστον έτσι παρουσιάζεται στις επίσημες ανακοινώσεις του Υπουργείου. Είναι, όμως, μιας πρώτης τάξης ευκαιρία να αποσαφηνίσει ο κ. πρωθυπουργός και ο κ. Καμμένος, εάν αυτή είναι η επίσημη θέση, όχι της Κυβέρνησης, της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Τριτολογία του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκου Μητσοτάκη
στη Βουλή για το Κυπριακό
Καταλαβαίνω απόλυτα την ανάγκη του κ. Καμμένου να διεκδικήσει ζωτικό πολιτικό και εκλογικό χώρο. Αυτό, όμως, κ. Καμμένε, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ως βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας το 2007 και ως υφυπουργός της Κυβέρνησης του Κ. Καραμανλή είχατε τότε συνταχθεί δια της ψήφου σας με αυτό το οποίο είναι σήμερα η επίσημη θέση του Υπουργείου Εξωτερικών. Και διαβάζω από το site του Υπουργείου Εξωτερικών: «Η θέση μας είναι σαφής, σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό πριν από την λέξη Μακεδονία, που θα ισχύει έναντι όλων, erga omnes για κάθε χρήση, εσωτερική και διεθνή». Έχετε δικαίωμα κ. Καμμένε να αλλάξετε γνώμη. Εγείρεται εδώ, όμως, ένα μείζον ζήτημα. Δεν γίνεται για ένα κορυφαίο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας - δεν θέλω να υποτιμήσω κάποιο άλλο κυβερνητικό χαρτοφυλάκιο, αλλά δεν μιλάμε εδώ πέρα για τον Υπουργό Τουρισμού - ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας και ο Υπουργός Εξωτερικών και ο Πρωθυπουργός να έχουν διαφορετική άποψη. Εγείρεται μείζον ζήτημα, αυτή τη στιγμή, με την τοποθέτησή σας κ. Καμμένε. Μείζον ζήτημα. Και θα πρέπει να καταλάβετε ότι αυτή η ετερόκλητη συμμαχία, την οποία έχετε οικοδομήσει, είναι μια συμμαχία που - κατά την άποψή μας - έχει ένα συνεκτικό παράγοντα και αυτός είναι η παραμονή στην εξουσία, δεν μπορεί όμως να είναι μια συμμαχία α λα καρτ κ. Πρωθυπουργέ. Εδώ, λοιπόν, για ένα κορυφαίο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής τίθεται επί της ουσίας ζήτημα δεδηλωμένης. Δεν γίνεται η Κυβέρνηση να μην εμφανίζεται με ενιαία θέση. Αναδεικνύεται μια βασική διαφορά μεταξύ των δύο κυβερνητικών εταίρων. Κύριε Πρωθυπουργέ, οφείλετε εσείς, όχι ο κ. Καμμένος να τοποθετηθείτε επ’ αυτού του ζητήματος. Πως είναι δυνατόν να έχετε Υπουργό Εθνικής Άμυνας, έναν πολιτικό ο οποίος αμφισβητεί την κεντρική γραμμή της Κυβέρνησης σε ένα κρίσιμο ζήτημα εξωτερικής πολιτικής.