Άλλο ένα
κεφάλαιο στην ιστορία των χαμένων ευκαιριών επίλυσης του κυπριακού
προστέθηκε δυστυχός, πριν από λίγες ημέρες στην Ελβετία, ανέφερε ο
πρόεδρος της ΝΔ Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της Βουλής. Ο αρχηγός
της αξιωματικής αντιπολίτευσης επέρριψε την ευθύνη στην Τουρκία για την
οποία είπε ότι ξεπερασμένες αντιλήψεις μιας άλλης εποχής την εγκλώβισαν
σε άκαμπτη στάση.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Πριν λίγες ημέρες στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας προστέθηκε άλλο ένα κεφάλαιο στην ιστορία των χαμένων ευκαιριών επίλυσης του κυπριακού ζητήματος. Δυστυχώς, μία σοβαρή πολιτική και διπλωματική προσπάθεια, που σε ορισμένα στάδιά της είχε αναπτύξει θετική δυναμική, προσέκρουσε στην αδιαλλαξία της Άγκυρας. Γεωστρατηγικές επιδιώξεις και αντιλήψεις μιας άλλης εποχής, μιας εποχής που έχει εδώ και χρόνια ξεπεραστεί από νέα δεδομένα και νέες πραγματικότητες, εγκλώβισαν - για άλλη μια φορά - την Τουρκία σε μια ουσιαστικά άκαμπτη στάση.
Πέραν της εμμονής σε δυσλειτουργικές προσεγγίσεις όσον αφορά στην λεγόμενη εσωτερική πτυχή του Κυπριακού, η Άγκυρα απέτρεψε με τη στάση της τη δυνατότητα σύγκλισης στα κρίσιμα θέματα της εξωτερικής πτυχής. Δηλαδή στα ζητήματα της ασφάλειας, των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων. Ο γεωστρατηγικός έλεγχος επί της Κύπρου παραμένει σταθερή επιδίωξη της Τουρκίας. Φάνηκε αυτό από την προσήλωση - μέχρι και την τελευταία στιγμή - στην μακρόχρονη παραμονή κατοχικών δυνάμεων στο νησί χωρίς συγκεκριμένη καταληκτική ημερομηνία πλήρους και οριστικής αποχώρησής τους. Φαίνεται και στην αμετακίνητη θέση να διατηρηθεί το αναχρονιστικό σύστημα εγγυήσεων και επεμβατικών δικαιωμάτων τρίτων. Δεν βρισκόμαστε, όμως, στο 1960. Δεν είμαστε στον Ψυχρό Πόλεμο. Δεν διανύουμε την εποχή των Αδεσμεύτων. Δεν ζούμε στα χρόνια της Χούντας.
Ένα νέο περιβάλλον έχει διαμορφωθεί - τόσο νομικά όσο και πολιτικά – χάρη σε σειρά αποφάσεων του Ο.Η.Ε. και, βεβαίως, χάρη στην ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο πλαίσιο αυτό είναι παρωχημένες και ανεδαφικές οι λογικές εγγυήσεων και επεμβατικών δικαιωμάτων. Σε μία επανενωμένη Κύπρο, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι από κοινού θα απολαμβάνουν τα αγαθά της Δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της οικονομικής προόδου, της ασφάλειας και της σταθερότητας, δεν μπορεί να ισχύει μια ασφυκτική επιτήρηση. Δεν μπορούν να ισχύουν οι εγγυήσεις, η δυνατότητα επέμβασης από τα τρίτα Κράτη και φυσικά η παρουσία ξένων στρατευμάτων. Μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων δεν συνάδει και δεν μπορεί να είναι αποδεκτή σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή Δημοκρατία.
Οι Συνθήκες Εγγύησης και Συμμαχίας του 1960 - με άλλα λόγια - δεν μπορούν να είναι το θεμέλιο για το σήμερα και το αύριο. Πόσο μάλλον, όταν υπάρχουν πια οι Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., οι Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο της Ευρώπης και το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το Σύνταγμα μιας επανενωμένης Κύπρου, παρέχουν επαρκή και σταθερή βάση για την ασφάλεια και των δύο κοινοτήτων του νησιού.
Όμως, δυστυχώς, η Άγκυρα δεν επιχείρησε ποτέ να διαβάσει έτσι τη συγκυρία. Δεν θέλησε να δει ξεκάθαρα το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Εγκλωβίστηκε στο παρελθόν. Έχει, λοιπόν, την ευθύνη της αποτυχίας αυτού του γύρου διαπραγματεύσεων. Ούτε οι εποικοδομητικές ευρωπαϊκές παρεμβάσεις ούτε η παρουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκαναν την Άγκυρα να αλλάξει στάση. Ούτε ακόμα και ο Γενικός Γραμματέας του Ο.Η.Ε., ο κ. Γκουτέρες, που παραβρέθηκε στο τελικό στάδιο των διαβουλεύσεων και επέδειξε - και πρέπει να το τονίσουμε - αξιοθαύμαστη επιμονή και γνώση του ζητήματος, μπόρεσε να αποτρέψει το επερχόμενο αδιέξοδο.
Μέσα σε αυτό το άγονο τοπίο, η γενναία και θετική στάση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας του κ. Νίκου Αναστασιάδη έμεινε, δυστυχώς, χωρίς ανταπόκριση από την άλλη πλευρά του τραπεζιού. Μέχρι την τελευταία στιγμή, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης έκανε προσπάθεια άρσης του αδιεξόδου καταθέτοντας - και μάλιστα γραπτώς - πλήρη και συνεκτική πρόταση για όλες τις πτυχές του ζητήματος. Πρόταση που αφορούσε το εδαφικό, το περιουσιακό, τα ζητήματα της διακυβέρνησης και της κατανομής εξουσιών, την ασφάλεια και τις εγγυήσεις, τα στρατεύματα κατοχής, την πολυεθνική δύναμη, την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης. Πρόταση τολμηρή και ουσιαστική. Πρόταση, όμως, που συνάντησε αδιαλλαξία και επιμονή σε παρωχημένες θέσεις.
Είναι θετικό ότι η ελληνική πλευρά, δρώντας μέσα στο πλαίσιο της εγγυήτριας δύναμης, δεν παρέκκλινε από την πάγια εθνική γραμμή ότι η Λευκωσία έχει τον πρώτο λόγο. Η Κύπρος αποφασίζει, η Ελλάδα στηρίζει και συμπαρίσταται και οι άρρηκτες σχέσεις Ελλάδος και Λευκωσίας αποτελούν θεμελιώδη προϋπόθεση και, τελικά, στοιχείο ισχύος του Ελληνισμού.
Η Διεθνής Κοινότητα, ανεξάρτητα από το αν αυτό τελικά θα αναγνωριστεί δημόσια - για λόγους που όλοι αντιλαμβανόμαστε - γνωρίζει ποιος και τι έφταιξε. Και ακριβώς επειδή το γνωρίζει, και το γνωρίζει καλά, η Διεθνής Κοινότητα, ιδίως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση, οφείλει, από εδώ και πέρα, να διασφαλίσει δύο κρίσιμα ζητήματα: Πρώτον, ότι η προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού δεν θα τερματιστεί εδώ. Και δεύτερον, ότι θα αποτραπεί κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Πρέπει να γίνει συνείδηση ότι στο Κραν Μοντανά μπήκε μια άνω τελεία και όχι μια τελεία. Κάποιες δηλώσεις για αναζήτηση λύσης εκτός πλαισίου Ο.Η.Ε., για plan B, για plan C, καθώς και ό,τι άλλο υπονοούσε η τουρκική πλευρά, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Είναι εκτός του πλαισίου συζήτησης και διαπραγμάτευσης.
Ύστερα από ένα εύλογο χρονικό διάστημα περισυλλογής, η προσπάθεια πρέπει να εκκινήσει ξανά, λαμβάνοντας υπόψη πολιτικά δεδομένα εντός και εκτός Κύπρου. Αθήνα και Λευκωσία συμφωνούμε και έχουμε δεσμευθεί σε αυτό, ότι η σημερινή κατάσταση παράνομης κατοχής και ουσιαστικής διχοτόμησης είναι απαράδεκτη. Και, πράγματι, είναι θετικό το γεγονός ότι οι περισσότεροι πια και στην παγκόσμια κοινή γνώμη αντιλαμβάνονται το δίκαιο των βασικών ελληνικών και κυπριακών θέσεων.
Στη Νέα Δημοκρατία, σήμερα ως σοβαρή Αξιωματική Αντιπολίτευση και αύριο ως υπεύθυνη Κυβέρνηση, θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για λύση δίκαιη, λύση λειτουργική και βιώσιμη. Λύση πάντα σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο, τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.. Λύση που να εφαρμόζει το Ευρωπαϊκό κεκτημένο το οποίο αποτελεί τελικά την καλύτερη εγγύηση για ένα σταθερό και ειρηνικό μέλλον για Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους μέσα σε μία επανενωμένη ευρωπαϊκή Κύπρο. Μια Κύπρο, όμως, χωρίς στρατεύματα κατοχής, χωρίς ξένες εγγυήσεις και χωρίς επεμβατικά δικαιώματα. Αυτή ήταν και επί Κυβερνήσεων Νέας Δημοκρατίας η σταθερή ελληνική θέση.
Όπως ανέφερα ήδη, η Διεθνής Κοινότητα οφείλει, με κατάλληλες παρεμβάσεις και σαφή μηνύματα, να αποτρέψει πολιτικές και ενέργειες αμφισβήτησης των καθ’ όλα νόμιμων κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Κύπρος, όπως κάθε ανεξάρτητο και κυρίαρχο Κράτος, έχει δικαίωμα να αξιοποιήσει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της, όπου και αν αυτές βρίσκονται. Στο έδαφος, στα χωρικά ύδατα, στην υφαλοκρηπίδα, και βέβαια στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της, η οποία έχει οριοθετηθεί σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και τη Σύμβαση του Ο.Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας. Η διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού δεν συνδέεται, με κανέναν τρόπο, με την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας επί της Α.Ο.Ζ. της.
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης σωστά έχει καταστήσει σαφές ότι «Οι ενεργειακοί σχεδιασμοί της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν έχουν σχέση με την ευθύνη της Τουρκίας, που οδήγησε στο ναυάγιο των συνομιλιών». Και γι’ αυτό, όπως δήλωσε, «δεν πρόκειται να υπάρξει αναβολή στις γεωτρήσεις στην κυπριακή Α.Ο.Ζ.». Συμφωνούμε και τον στηρίζουμε.
Το μήνυμά μας πρέπει να είναι καθαρό. Καμία αμφισβήτηση δεν είναι νοητή. Καμία ενέργεια παρεμπόδισης κυριαρχικών δικαιωμάτων δεν είναι αποδεκτή. Η Ανατολική Μεσόγειος μπορεί και πρέπει να είναι μια θάλασσα σταθερότητας, ειρήνης και ανάπτυξης. Θάλασσα που θα ενώνει και δεν θα χωρίζει Κράτη και λαούς.
Ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου και η αρχή των σχέσεων καλής γειτονίας είναι αυτονόητη προϋπόθεση γι’ αυτό. Το επιβεβαιώνει, εξάλλου, το πλέγμα των άριστων σχέσεων Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ, αλλά και Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου, που ξεκίνησαν, διαμορφώθηκαν και εμπλουτίστηκαν τα τελευταία χρόνια. Οι σχέσεις των τεσσάρων χωρών αποκτούν διαρκώς βάθος, πληρότητα και σταθερότητα σε όφελος της περιφερειακής συνεργασίας και ασφάλειας. Αθήνα, Λευκωσία, Τελ Αβίβ και Κάιρο έχουμε βρει έναν αρμονικό βηματισμό, βασισμένο στον αμοιβαίο σεβασμό, στις σχέσεις καλής γειτονίας και στο Διεθνές Δίκαιο. Διαμορφώνουμε ένα πλέγμα πολυεπίπεδης συνεργασίας, η οποία δεν στρέφεται κατά καμίας άλλης χώρας, αλλά αντιθέτως συμβάλλει στην εμπέδωση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχής μας.
Η Τουρκία θα πρέπει να επιλέξει ποιο ρόλο θα έχει τελικά σε αυτήν την κρίσιμη και πολλά υποσχόμενη περιοχή του κόσμου. Θα είναι παράγοντας σταθερότητας και ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο; Θα είναι γείτονας προβλέψιμος και αξιόπιστος; Θα είναι τελικά σταθερός ή αβέβαιος σύμμαχος; Αυτό, βεβαίως, δεν αφορά μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο. Αφορά και στο Αιγαίο. Το έχουμε πει πολλές φορές, το επαναλαμβάνω και σήμερα από το βήμα της Εθνικής Αντιπροσωπείας: Επιθυμούμε ουσιαστικές σχέσεις φιλίας με την Τουρκία. Σχέσεις στέρεες. Θεμελιωμένες στο μόνο ακλόνητο βάθρο ρύθμισης των διακρατικών και διεθνών σχέσεων. Στο Διεθνές Δίκαιο.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι προφανές ότι η πλήρης εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων περνάει, αναπόδραστα και από την επίλυση του Κυπριακού και από το τέλος της σαραντατριάχρονης παράνομης κατοχής του βόρειου τμήματος του νησιού. Και η ουσιαστική παύση αυτής της απαράδεκτης κατάστασης θα δώσει εκ των πραγμάτων θετική ώθηση, όχι μόνο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και στις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη. Σχέσεις που αυτή την περίοδο περνάνε, για πολλούς λόγους, μία ιδιαίτερα δύσκολη φάση.
Η θέση μας είναι ξεκάθαρη: Η Τουρκία δεν πρέπει να αποξενωθεί από την Ευρώπη. Πιστεύουμε ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας πρέπει να μείνει ζωντανή. Να προχωρήσει στη βάση της προσαρμογής στα ευρωπαϊκά προαπαιτούμενα και στο κοινοτικό κεκτημένο. Προμετωπίδα του οποίου είναι ο σεβασμός της Δημοκρατίας, της ελευθερίας, της πολυφωνίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των σχέσεων καλής γειτονίας.
Ο δρόμος της Δημοκρατίας είναι ανηφορικός και συχνά δύσβατος. Αλλά είναι ο μόνος δρόμος που οδηγεί, τελικά, στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Αυτά, μεταξύ άλλων, τόνισα στον Τούρκο πρωθυπουργό κ. Γιλντιρίμ στην πρόσφατη συνάντησή μας. Η επίσκεψή του στην Ελλάδα είχε κάποια θετική συμβολή στην ατμόσφαιρα των διμερών μας σχέσεων. Όμως, μόνον η ατμόσφαιρα δεν αρκεί. Πρέπει να έχει αντίκρισμα και αντιστοίχιση με την ουσία και το περιεχόμενο της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Και εκεί υπάρχει σοβαρή αναντιστοιχία μεταξύ λόγων και πράξεων. Δηλώσεων από τη μια πλευρά και γεγονότων από την άλλη.
Στο Αιγαίο η αναθεωρητική πολιτική, η παραβατική συμπεριφορά και οι προκλήσεις της γείτονος συνεχίζονται. Η κατάσταση αυτή αυξάνει τους εν δυνάμει κινδύνους. Ο συνδυασμός αυτής της πρακτικής με προκλητικές δηλώσεις που αμφισβητούν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και που υπονομεύουν το κύρος και αυτής ακόμα της Συνθήκης της Λωζάννης, διαμορφώνουν μία εξαιρετικά δυσάρεστη κατάσταση. Είναι δε αδιανόητο ότι φθάνει να αμφισβητείται η κυριαρχία ακόμα και επί κατοικημένων ελληνικών νησιών. Η Τουρκία πρέπει να αναθεωρήσει αυτήν τη στάση.
Οι λαοί μας δεν μπορούν και δεν πρέπει να πορευτούν μέσα από εντάσεις και αδιέξοδα. Είμαστε καταδικασμένοι από τη γεωγραφία και από την Ιστορία μας να ζούμε μαζί. Στους λαούς μας αξίζει ένα καλύτερο παρόν και ένα ακόμα καλύτερο μέλλον. Η θετική διμερής συνεργασία στην οικονομία και στον τουρισμό θα δυναμώσει ακόμα περισσότερο, θα φέρει ακόμα περισσότερα οφέλη σε πλαίσιο ηρεμίας, αμοιβαίου σεβασμού και εμπεδωμένης ασφάλειας. Θέλω εδώ να στείλω ένα μήνυμα προς όλους. Στην Ελλάδα και στην Κύπρο είμαστε στοιχημένοι σε μία συμπαγή εθνική γραμμή ευθύνης ενάντια στις τουρκικές παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου και στην αδιαλλαξία της Άγκυρας στην Κύπρο και στο Αιγαίο.
Η Νέα Δημοκρατία συνέβαλε πρώτη στη διαμόρφωση αυτής της εθνικής γραμμής. Το έχουμε πει πολλές φορές, το επαναλαμβάνω και σήμερα. Πιστεύουμε ότι τα εθνικά ζητήματα, καθώς και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα στην εξωτερική πολιτική και την άμυνα, δεν πρέπει να γίνονται αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης και αντιπαράθεσης. Σε όλα τα μεγάλα εθνικά θέματα έχουμε αναλάβει και θα συνεχίσουμε να αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες στήριξης των εθνικών συμφερόντων. Το κάναμε και συνεχίζουμε να το κάνουμε στο προσφυγικό – μεταναστευτικό με συνεχείς ενημερώσεις εταίρων και συμμάχων. Υπογραμμίζοντας το μέγεθος και το βάρος της πρόκλησης που έχει αναλάβει η πατρίδα μας ως χώρα – εξωτερικό σύνορο της Ευρώπης. Το κάναμε και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε απέναντι στην τουρκική πολιτική έντασης στο Αιγαίο, με παρεμβάσεις σε εταίρους, συμμάχους και στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.
Την ίδια πολιτική αποφασιστικών παρεμβάσεων και πρωτοβουλιών εφαρμόσαμε και στην περίπτωση της προσβολής της Αγίας Σοφίας ως παγκόσμιου πολιτιστικού μνημείου. Ζήτησα άμεσα, με επιστολή μου προς την ΟΥΝΕΣΚΟ, να παρέμβει για να μην επαναληφθεί η απαράδεκτη αυτή ενέργεια.
Με αυτό το πνεύμα κινούμαστε και στο θέμα της ονομασίας της έτερης γειτονικής μας χώρας. Καταστήσαμε σαφές, τόσο στη Διεθνή Κοινότητα, όσο και στην Κυβέρνηση των Σκοπίων, ότι, ενώ αξιολογούμε θετικά την αλλαγή ατμόσφαιρας και μηνυμάτων, δεν πρόκειται να μετακινηθούμε από τη θέση του Βουκουρεστίου και την εκεί ομόφωνη απόφαση της Συμμαχίας, που άλλωστε έχει υιοθετηθεί και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η θέση αυτή συνοψίζεται σε τέσσερις λέξεις: Πρώτα λύση, μετά ένταξη.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, κλείνω με την εξής παρατήρηση:
Η επίκληση της εθνικής ενότητας δεν μπορεί να είναι σημαία ευκαιρίας και σίγουρα δεν μπορεί να είναι αναγκαστική καταφυγή μπροστά στα δύσκολα και περιστασιακή επιλογή μπροστά στα αδιέξοδα. Για μας στη Νέα Δημοκρατία, η εθνική ενότητα αποτελεί σταθερή και διαχρονική πεποίθηση. Πεποίθηση που υλοποιούμε και σήμερα όταν μιλάμε και εργαζόμαστε για μια συμπαγή γραμμή ευθύνης.
Οφείλω όμως εδώ να πω ότι αυτή η γραμμή ευθύνης πρέπει να υπηρετείται από όλους και ότι όλοι πρέπει να στέκονται στο ύψος των περιστάσεων έχοντας αίσθημα εθνικού καθήκοντος. Συμπεριφορές ρηχού εντυπωσιασμού, επιπόλαιης αυτοπροβολής και μικροκομματικής εκμετάλλευσης εθνικών ευαισθησιών πρέπει να αποφεύγονται. Να μην δίνουν λαβή στην άλλη πλευρά για απαράδεκτα επιχειρήματα ή, ακόμη χειρότερα, να μην αποτελούν άλλοθι για προκλητικές ενέργειες. Κύριε Τσίπρα, αυτό είναι δικό σας χρέος να το διασφαλίσετε. Διαφορετικά είστε συνυπεύθυνος για τις συμπεριφορές αυτές και για τις συνέπειες που μπορεί να έχουν.
Τα εθνικά θέματα δεν μπορούν να μπαίνουν στη ζυγαριά των ενδοκυβερνητικών ισορροπιών με τρόπο που να πλήττεται η αξιοπιστία της χώρας. Η επόμενη περίοδος θα είναι ιδιαίτερα σύνθετη και δύσκολη και οι προκλήσεις σοβαρές και πιεστικές. Τα εθνικά θέματα είναι πολύ σοβαρά για να αντιμετωπίζονται από ορισμένους με ελαφρότητα. Το βάρος της ελληνικής Ιστορίας είναι μεγάλο. Οφείλουμε όλοι να κάνουμε τα πάντα, για να αποδεικνύουμε ότι μπορούμε να ανταποκρινόμαστε με άξιο τρόπο στην κρισιμότητα των στιγμών.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Πριν λίγες ημέρες στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας προστέθηκε άλλο ένα κεφάλαιο στην ιστορία των χαμένων ευκαιριών επίλυσης του κυπριακού ζητήματος. Δυστυχώς, μία σοβαρή πολιτική και διπλωματική προσπάθεια, που σε ορισμένα στάδιά της είχε αναπτύξει θετική δυναμική, προσέκρουσε στην αδιαλλαξία της Άγκυρας. Γεωστρατηγικές επιδιώξεις και αντιλήψεις μιας άλλης εποχής, μιας εποχής που έχει εδώ και χρόνια ξεπεραστεί από νέα δεδομένα και νέες πραγματικότητες, εγκλώβισαν - για άλλη μια φορά - την Τουρκία σε μια ουσιαστικά άκαμπτη στάση.
Πέραν της εμμονής σε δυσλειτουργικές προσεγγίσεις όσον αφορά στην λεγόμενη εσωτερική πτυχή του Κυπριακού, η Άγκυρα απέτρεψε με τη στάση της τη δυνατότητα σύγκλισης στα κρίσιμα θέματα της εξωτερικής πτυχής. Δηλαδή στα ζητήματα της ασφάλειας, των εγγυήσεων και των επεμβατικών δικαιωμάτων. Ο γεωστρατηγικός έλεγχος επί της Κύπρου παραμένει σταθερή επιδίωξη της Τουρκίας. Φάνηκε αυτό από την προσήλωση - μέχρι και την τελευταία στιγμή - στην μακρόχρονη παραμονή κατοχικών δυνάμεων στο νησί χωρίς συγκεκριμένη καταληκτική ημερομηνία πλήρους και οριστικής αποχώρησής τους. Φαίνεται και στην αμετακίνητη θέση να διατηρηθεί το αναχρονιστικό σύστημα εγγυήσεων και επεμβατικών δικαιωμάτων τρίτων. Δεν βρισκόμαστε, όμως, στο 1960. Δεν είμαστε στον Ψυχρό Πόλεμο. Δεν διανύουμε την εποχή των Αδεσμεύτων. Δεν ζούμε στα χρόνια της Χούντας.
Ένα νέο περιβάλλον έχει διαμορφωθεί - τόσο νομικά όσο και πολιτικά – χάρη σε σειρά αποφάσεων του Ο.Η.Ε. και, βεβαίως, χάρη στην ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο πλαίσιο αυτό είναι παρωχημένες και ανεδαφικές οι λογικές εγγυήσεων και επεμβατικών δικαιωμάτων. Σε μία επανενωμένη Κύπρο, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι από κοινού θα απολαμβάνουν τα αγαθά της Δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της οικονομικής προόδου, της ασφάλειας και της σταθερότητας, δεν μπορεί να ισχύει μια ασφυκτική επιτήρηση. Δεν μπορούν να ισχύουν οι εγγυήσεις, η δυνατότητα επέμβασης από τα τρίτα Κράτη και φυσικά η παρουσία ξένων στρατευμάτων. Μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων δεν συνάδει και δεν μπορεί να είναι αποδεκτή σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή Δημοκρατία.
Οι Συνθήκες Εγγύησης και Συμμαχίας του 1960 - με άλλα λόγια - δεν μπορούν να είναι το θεμέλιο για το σήμερα και το αύριο. Πόσο μάλλον, όταν υπάρχουν πια οι Αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., οι Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Συμβούλιο της Ευρώπης και το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με το Σύνταγμα μιας επανενωμένης Κύπρου, παρέχουν επαρκή και σταθερή βάση για την ασφάλεια και των δύο κοινοτήτων του νησιού.
Όμως, δυστυχώς, η Άγκυρα δεν επιχείρησε ποτέ να διαβάσει έτσι τη συγκυρία. Δεν θέλησε να δει ξεκάθαρα το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Εγκλωβίστηκε στο παρελθόν. Έχει, λοιπόν, την ευθύνη της αποτυχίας αυτού του γύρου διαπραγματεύσεων. Ούτε οι εποικοδομητικές ευρωπαϊκές παρεμβάσεις ούτε η παρουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκαναν την Άγκυρα να αλλάξει στάση. Ούτε ακόμα και ο Γενικός Γραμματέας του Ο.Η.Ε., ο κ. Γκουτέρες, που παραβρέθηκε στο τελικό στάδιο των διαβουλεύσεων και επέδειξε - και πρέπει να το τονίσουμε - αξιοθαύμαστη επιμονή και γνώση του ζητήματος, μπόρεσε να αποτρέψει το επερχόμενο αδιέξοδο.
Μέσα σε αυτό το άγονο τοπίο, η γενναία και θετική στάση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας του κ. Νίκου Αναστασιάδη έμεινε, δυστυχώς, χωρίς ανταπόκριση από την άλλη πλευρά του τραπεζιού. Μέχρι την τελευταία στιγμή, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης έκανε προσπάθεια άρσης του αδιεξόδου καταθέτοντας - και μάλιστα γραπτώς - πλήρη και συνεκτική πρόταση για όλες τις πτυχές του ζητήματος. Πρόταση που αφορούσε το εδαφικό, το περιουσιακό, τα ζητήματα της διακυβέρνησης και της κατανομής εξουσιών, την ασφάλεια και τις εγγυήσεις, τα στρατεύματα κατοχής, την πολυεθνική δύναμη, την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης. Πρόταση τολμηρή και ουσιαστική. Πρόταση, όμως, που συνάντησε αδιαλλαξία και επιμονή σε παρωχημένες θέσεις.
Είναι θετικό ότι η ελληνική πλευρά, δρώντας μέσα στο πλαίσιο της εγγυήτριας δύναμης, δεν παρέκκλινε από την πάγια εθνική γραμμή ότι η Λευκωσία έχει τον πρώτο λόγο. Η Κύπρος αποφασίζει, η Ελλάδα στηρίζει και συμπαρίσταται και οι άρρηκτες σχέσεις Ελλάδος και Λευκωσίας αποτελούν θεμελιώδη προϋπόθεση και, τελικά, στοιχείο ισχύος του Ελληνισμού.
Η Διεθνής Κοινότητα, ανεξάρτητα από το αν αυτό τελικά θα αναγνωριστεί δημόσια - για λόγους που όλοι αντιλαμβανόμαστε - γνωρίζει ποιος και τι έφταιξε. Και ακριβώς επειδή το γνωρίζει, και το γνωρίζει καλά, η Διεθνής Κοινότητα, ιδίως ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση, οφείλει, από εδώ και πέρα, να διασφαλίσει δύο κρίσιμα ζητήματα: Πρώτον, ότι η προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού δεν θα τερματιστεί εδώ. Και δεύτερον, ότι θα αποτραπεί κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Πρέπει να γίνει συνείδηση ότι στο Κραν Μοντανά μπήκε μια άνω τελεία και όχι μια τελεία. Κάποιες δηλώσεις για αναζήτηση λύσης εκτός πλαισίου Ο.Η.Ε., για plan B, για plan C, καθώς και ό,τι άλλο υπονοούσε η τουρκική πλευρά, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Είναι εκτός του πλαισίου συζήτησης και διαπραγμάτευσης.
Ύστερα από ένα εύλογο χρονικό διάστημα περισυλλογής, η προσπάθεια πρέπει να εκκινήσει ξανά, λαμβάνοντας υπόψη πολιτικά δεδομένα εντός και εκτός Κύπρου. Αθήνα και Λευκωσία συμφωνούμε και έχουμε δεσμευθεί σε αυτό, ότι η σημερινή κατάσταση παράνομης κατοχής και ουσιαστικής διχοτόμησης είναι απαράδεκτη. Και, πράγματι, είναι θετικό το γεγονός ότι οι περισσότεροι πια και στην παγκόσμια κοινή γνώμη αντιλαμβάνονται το δίκαιο των βασικών ελληνικών και κυπριακών θέσεων.
Στη Νέα Δημοκρατία, σήμερα ως σοβαρή Αξιωματική Αντιπολίτευση και αύριο ως υπεύθυνη Κυβέρνηση, θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για λύση δίκαιη, λύση λειτουργική και βιώσιμη. Λύση πάντα σύμφωνη με το Διεθνές Δίκαιο, τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.. Λύση που να εφαρμόζει το Ευρωπαϊκό κεκτημένο το οποίο αποτελεί τελικά την καλύτερη εγγύηση για ένα σταθερό και ειρηνικό μέλλον για Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους μέσα σε μία επανενωμένη ευρωπαϊκή Κύπρο. Μια Κύπρο, όμως, χωρίς στρατεύματα κατοχής, χωρίς ξένες εγγυήσεις και χωρίς επεμβατικά δικαιώματα. Αυτή ήταν και επί Κυβερνήσεων Νέας Δημοκρατίας η σταθερή ελληνική θέση.
Όπως ανέφερα ήδη, η Διεθνής Κοινότητα οφείλει, με κατάλληλες παρεμβάσεις και σαφή μηνύματα, να αποτρέψει πολιτικές και ενέργειες αμφισβήτησης των καθ’ όλα νόμιμων κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Κύπρος, όπως κάθε ανεξάρτητο και κυρίαρχο Κράτος, έχει δικαίωμα να αξιοποιήσει τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της, όπου και αν αυτές βρίσκονται. Στο έδαφος, στα χωρικά ύδατα, στην υφαλοκρηπίδα, και βέβαια στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της, η οποία έχει οριοθετηθεί σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και τη Σύμβαση του Ο.Η.Ε. για το Δίκαιο της Θάλασσας. Η διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού δεν συνδέεται, με κανέναν τρόπο, με την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας επί της Α.Ο.Ζ. της.
Ο Πρόεδρος Αναστασιάδης σωστά έχει καταστήσει σαφές ότι «Οι ενεργειακοί σχεδιασμοί της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν έχουν σχέση με την ευθύνη της Τουρκίας, που οδήγησε στο ναυάγιο των συνομιλιών». Και γι’ αυτό, όπως δήλωσε, «δεν πρόκειται να υπάρξει αναβολή στις γεωτρήσεις στην κυπριακή Α.Ο.Ζ.». Συμφωνούμε και τον στηρίζουμε.
Το μήνυμά μας πρέπει να είναι καθαρό. Καμία αμφισβήτηση δεν είναι νοητή. Καμία ενέργεια παρεμπόδισης κυριαρχικών δικαιωμάτων δεν είναι αποδεκτή. Η Ανατολική Μεσόγειος μπορεί και πρέπει να είναι μια θάλασσα σταθερότητας, ειρήνης και ανάπτυξης. Θάλασσα που θα ενώνει και δεν θα χωρίζει Κράτη και λαούς.
Ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου και η αρχή των σχέσεων καλής γειτονίας είναι αυτονόητη προϋπόθεση γι’ αυτό. Το επιβεβαιώνει, εξάλλου, το πλέγμα των άριστων σχέσεων Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ, αλλά και Ελλάδας, Κύπρου, Αιγύπτου, που ξεκίνησαν, διαμορφώθηκαν και εμπλουτίστηκαν τα τελευταία χρόνια. Οι σχέσεις των τεσσάρων χωρών αποκτούν διαρκώς βάθος, πληρότητα και σταθερότητα σε όφελος της περιφερειακής συνεργασίας και ασφάλειας. Αθήνα, Λευκωσία, Τελ Αβίβ και Κάιρο έχουμε βρει έναν αρμονικό βηματισμό, βασισμένο στον αμοιβαίο σεβασμό, στις σχέσεις καλής γειτονίας και στο Διεθνές Δίκαιο. Διαμορφώνουμε ένα πλέγμα πολυεπίπεδης συνεργασίας, η οποία δεν στρέφεται κατά καμίας άλλης χώρας, αλλά αντιθέτως συμβάλλει στην εμπέδωση της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχής μας.
Η Τουρκία θα πρέπει να επιλέξει ποιο ρόλο θα έχει τελικά σε αυτήν την κρίσιμη και πολλά υποσχόμενη περιοχή του κόσμου. Θα είναι παράγοντας σταθερότητας και ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο; Θα είναι γείτονας προβλέψιμος και αξιόπιστος; Θα είναι τελικά σταθερός ή αβέβαιος σύμμαχος; Αυτό, βεβαίως, δεν αφορά μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο. Αφορά και στο Αιγαίο. Το έχουμε πει πολλές φορές, το επαναλαμβάνω και σήμερα από το βήμα της Εθνικής Αντιπροσωπείας: Επιθυμούμε ουσιαστικές σχέσεις φιλίας με την Τουρκία. Σχέσεις στέρεες. Θεμελιωμένες στο μόνο ακλόνητο βάθρο ρύθμισης των διακρατικών και διεθνών σχέσεων. Στο Διεθνές Δίκαιο.
Στο πλαίσιο αυτό, είναι προφανές ότι η πλήρης εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων περνάει, αναπόδραστα και από την επίλυση του Κυπριακού και από το τέλος της σαραντατριάχρονης παράνομης κατοχής του βόρειου τμήματος του νησιού. Και η ουσιαστική παύση αυτής της απαράδεκτης κατάστασης θα δώσει εκ των πραγμάτων θετική ώθηση, όχι μόνο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και στις σχέσεις της Τουρκίας με την Ευρώπη. Σχέσεις που αυτή την περίοδο περνάνε, για πολλούς λόγους, μία ιδιαίτερα δύσκολη φάση.
Η θέση μας είναι ξεκάθαρη: Η Τουρκία δεν πρέπει να αποξενωθεί από την Ευρώπη. Πιστεύουμε ότι η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας πρέπει να μείνει ζωντανή. Να προχωρήσει στη βάση της προσαρμογής στα ευρωπαϊκά προαπαιτούμενα και στο κοινοτικό κεκτημένο. Προμετωπίδα του οποίου είναι ο σεβασμός της Δημοκρατίας, της ελευθερίας, της πολυφωνίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των σχέσεων καλής γειτονίας.
Ο δρόμος της Δημοκρατίας είναι ανηφορικός και συχνά δύσβατος. Αλλά είναι ο μόνος δρόμος που οδηγεί, τελικά, στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Αυτά, μεταξύ άλλων, τόνισα στον Τούρκο πρωθυπουργό κ. Γιλντιρίμ στην πρόσφατη συνάντησή μας. Η επίσκεψή του στην Ελλάδα είχε κάποια θετική συμβολή στην ατμόσφαιρα των διμερών μας σχέσεων. Όμως, μόνον η ατμόσφαιρα δεν αρκεί. Πρέπει να έχει αντίκρισμα και αντιστοίχιση με την ουσία και το περιεχόμενο της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Και εκεί υπάρχει σοβαρή αναντιστοιχία μεταξύ λόγων και πράξεων. Δηλώσεων από τη μια πλευρά και γεγονότων από την άλλη.
Στο Αιγαίο η αναθεωρητική πολιτική, η παραβατική συμπεριφορά και οι προκλήσεις της γείτονος συνεχίζονται. Η κατάσταση αυτή αυξάνει τους εν δυνάμει κινδύνους. Ο συνδυασμός αυτής της πρακτικής με προκλητικές δηλώσεις που αμφισβητούν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και που υπονομεύουν το κύρος και αυτής ακόμα της Συνθήκης της Λωζάννης, διαμορφώνουν μία εξαιρετικά δυσάρεστη κατάσταση. Είναι δε αδιανόητο ότι φθάνει να αμφισβητείται η κυριαρχία ακόμα και επί κατοικημένων ελληνικών νησιών. Η Τουρκία πρέπει να αναθεωρήσει αυτήν τη στάση.
Οι λαοί μας δεν μπορούν και δεν πρέπει να πορευτούν μέσα από εντάσεις και αδιέξοδα. Είμαστε καταδικασμένοι από τη γεωγραφία και από την Ιστορία μας να ζούμε μαζί. Στους λαούς μας αξίζει ένα καλύτερο παρόν και ένα ακόμα καλύτερο μέλλον. Η θετική διμερής συνεργασία στην οικονομία και στον τουρισμό θα δυναμώσει ακόμα περισσότερο, θα φέρει ακόμα περισσότερα οφέλη σε πλαίσιο ηρεμίας, αμοιβαίου σεβασμού και εμπεδωμένης ασφάλειας. Θέλω εδώ να στείλω ένα μήνυμα προς όλους. Στην Ελλάδα και στην Κύπρο είμαστε στοιχημένοι σε μία συμπαγή εθνική γραμμή ευθύνης ενάντια στις τουρκικές παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου και στην αδιαλλαξία της Άγκυρας στην Κύπρο και στο Αιγαίο.
Η Νέα Δημοκρατία συνέβαλε πρώτη στη διαμόρφωση αυτής της εθνικής γραμμής. Το έχουμε πει πολλές φορές, το επαναλαμβάνω και σήμερα. Πιστεύουμε ότι τα εθνικά ζητήματα, καθώς και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα στην εξωτερική πολιτική και την άμυνα, δεν πρέπει να γίνονται αντικείμενο κομματικής εκμετάλλευσης και αντιπαράθεσης. Σε όλα τα μεγάλα εθνικά θέματα έχουμε αναλάβει και θα συνεχίσουμε να αναλαμβάνουμε πρωτοβουλίες στήριξης των εθνικών συμφερόντων. Το κάναμε και συνεχίζουμε να το κάνουμε στο προσφυγικό – μεταναστευτικό με συνεχείς ενημερώσεις εταίρων και συμμάχων. Υπογραμμίζοντας το μέγεθος και το βάρος της πρόκλησης που έχει αναλάβει η πατρίδα μας ως χώρα – εξωτερικό σύνορο της Ευρώπης. Το κάναμε και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε απέναντι στην τουρκική πολιτική έντασης στο Αιγαίο, με παρεμβάσεις σε εταίρους, συμμάχους και στα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ.
Την ίδια πολιτική αποφασιστικών παρεμβάσεων και πρωτοβουλιών εφαρμόσαμε και στην περίπτωση της προσβολής της Αγίας Σοφίας ως παγκόσμιου πολιτιστικού μνημείου. Ζήτησα άμεσα, με επιστολή μου προς την ΟΥΝΕΣΚΟ, να παρέμβει για να μην επαναληφθεί η απαράδεκτη αυτή ενέργεια.
Με αυτό το πνεύμα κινούμαστε και στο θέμα της ονομασίας της έτερης γειτονικής μας χώρας. Καταστήσαμε σαφές, τόσο στη Διεθνή Κοινότητα, όσο και στην Κυβέρνηση των Σκοπίων, ότι, ενώ αξιολογούμε θετικά την αλλαγή ατμόσφαιρας και μηνυμάτων, δεν πρόκειται να μετακινηθούμε από τη θέση του Βουκουρεστίου και την εκεί ομόφωνη απόφαση της Συμμαχίας, που άλλωστε έχει υιοθετηθεί και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η θέση αυτή συνοψίζεται σε τέσσερις λέξεις: Πρώτα λύση, μετά ένταξη.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, κλείνω με την εξής παρατήρηση:
Η επίκληση της εθνικής ενότητας δεν μπορεί να είναι σημαία ευκαιρίας και σίγουρα δεν μπορεί να είναι αναγκαστική καταφυγή μπροστά στα δύσκολα και περιστασιακή επιλογή μπροστά στα αδιέξοδα. Για μας στη Νέα Δημοκρατία, η εθνική ενότητα αποτελεί σταθερή και διαχρονική πεποίθηση. Πεποίθηση που υλοποιούμε και σήμερα όταν μιλάμε και εργαζόμαστε για μια συμπαγή γραμμή ευθύνης.
Οφείλω όμως εδώ να πω ότι αυτή η γραμμή ευθύνης πρέπει να υπηρετείται από όλους και ότι όλοι πρέπει να στέκονται στο ύψος των περιστάσεων έχοντας αίσθημα εθνικού καθήκοντος. Συμπεριφορές ρηχού εντυπωσιασμού, επιπόλαιης αυτοπροβολής και μικροκομματικής εκμετάλλευσης εθνικών ευαισθησιών πρέπει να αποφεύγονται. Να μην δίνουν λαβή στην άλλη πλευρά για απαράδεκτα επιχειρήματα ή, ακόμη χειρότερα, να μην αποτελούν άλλοθι για προκλητικές ενέργειες. Κύριε Τσίπρα, αυτό είναι δικό σας χρέος να το διασφαλίσετε. Διαφορετικά είστε συνυπεύθυνος για τις συμπεριφορές αυτές και για τις συνέπειες που μπορεί να έχουν.
Τα εθνικά θέματα δεν μπορούν να μπαίνουν στη ζυγαριά των ενδοκυβερνητικών ισορροπιών με τρόπο που να πλήττεται η αξιοπιστία της χώρας. Η επόμενη περίοδος θα είναι ιδιαίτερα σύνθετη και δύσκολη και οι προκλήσεις σοβαρές και πιεστικές. Τα εθνικά θέματα είναι πολύ σοβαρά για να αντιμετωπίζονται από ορισμένους με ελαφρότητα. Το βάρος της ελληνικής Ιστορίας είναι μεγάλο. Οφείλουμε όλοι να κάνουμε τα πάντα, για να αποδεικνύουμε ότι μπορούμε να ανταποκρινόμαστε με άξιο τρόπο στην κρισιμότητα των στιγμών.