Ομιλία του Πρωθυπουργού στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή, με θέμα την οικονομία και τις αποφάσεις του Eurogroup
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
έχω την αίσθηση ότι ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης προκάλεσε αυτή τη συζήτηση μάλλον από κεκτημένη ταχύτητα – δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς – της προ αξιολόγησης περιόδου, της περιόδου των διαπραγματεύσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση, όπου και μπορούσε, όσο αυτή καθυστερούσε, να εκμεταλλεύεται ένα αληθινό αίσθημα αγωνίας και αβεβαιότητας. Πάνω σε αυτό το αίσθημα είχε στηθεί μια ολόκληρη φάμπρικα καταστροφολογίας, διαστρέβλωσης, παραποίησης και κινδυνολογίας, με ψευδοπροφητείες δυστοπίας και συντέλειας.
Τώρα, όμως, έχουμε συμφωνία. Και κατά γενική ομολογία, έχουμε καλή συμφωνία. Άρα, αυτός που θα πρέπει να απολογηθεί για τη στάση του, δεν είναι η Κυβέρνηση, αλλά οι ψευδοπροφήτες της καταστροφής και απέναντι στους λίγους φανατικούς εντός του κόμματος που πίστεψαν ότι έρχεται η καταστροφή και μαζί με αυτήν την καταστροφή η πτώση της Κυβέρνησης, για να διαχειριστούν την καταστροφή οι επίδοξοι σωτήρες – αυτοί που μας οδήγησαν, βέβαια, σε αυτήν – αλλά κυρίως απέναντι στον ελληνικό λαό, για τη στάση που τήρησε η Αξιωματική Αντιπολίτευση καθ’ όλη τη διάρκεια μιας δύσκολης διαπραγμάτευσης. Διότι τώρα που έκλεισε η αξιολόγηση, δεν είναι πια καθόλου εύκολο να πουλάς καταστροφολογία και φόβο. Αφήστε, δε, που στο διάστημα των δυόμιση εβδομάδων που μεσολάβησε από την απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου, τα ίδια τα γεγονότα είναι τόσο συντριπτικά που δεν προσφέρονται για διαστρεβλώσεις, δεν προσφέρονται για παραποίηση, δεν προσφέρονται για κινδυνολογία.
Ο τρόπος με τον οποίο έχουν υποδεχθεί οι αγορές χρήματος τα αποτελέσματα της Συμφωνίας της 15ης του Ιούνη, μιλά από μόνος του. Τα ελληνικά ομόλογα σημειώνουν καθημερινό ράλι στις αγορές, οι αποδόσεις τους βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2009, ενώ και η πορεία του ελληνικού Χρηματιστηρίου αποδεικνύει ότι η σταθερότητα έχει αποκατασταθεί και η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία επανέρχεται μέρα με τη μέρα.
Ακόμη και ο οίκος Moody’s, ίσως ο πιο αυστηρός παγκόσμιος αξιολογητής της πιστοληπτικής ικανότητας χωρών και τραπεζών, αναβάθμισε το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας, αλλά και των ελληνικών τραπεζών, ενώ οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν, επιτέλους, μετά από πάρα πολύ καιρό, αρχίσει να δανείζονται στις διεθνείς αγορές χρήματος με ανταγωνιστικά επιτόκια.
Η ελληνική οικονομία, λοιπόν, διορθώνει σταθερά τη θέση της και αρκετά σύντομα θα έχει επανέλθει σε ανταγωνιστικά και βιώσιμα επίπεδα ως προς το δανεισμό της, από τη στιγμή που πλέον απουσιάζουν οι παράγοντες -οι πολιτικοί, θα έλεγα, και όχι οι οικονομικοί- που το τελευταίο διάστημα παραμόρφωναν την εικόνα της. Διότι, ξέρετε, τα θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής οικονομίας δεν αντιστοιχούν στα σημερινά επιτόκια δανεισμού της. Είναι πολύ καλύτερα. Αρκεί να θυμίσουμε ότι η δημοσιονομική προσαρμογή έχει ολοκληρωθεί, καθώς υπερβαίνουμε κατ’ εξακολούθηση τους στόχους του προγράμματος. Οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι πλέον θετικοί, με προοπτική ακόμα μεγαλύτερης βελτίωσης, ενώ όλοι οι δείκτες της ελληνικής οικονομίας, οι δείκτες της παραγωγής, της απασχόλησης, των εξαγωγών, της κατανάλωσης, αποδεικνύουν τη θετική της προοπτική.
Τι σημαίνει, όμως, αυτό που είπα, ότι απουσιάζουν πια εκείνοι οι πολιτικοί παράγοντες που παραμόρφωναν την πραγματική εικόνα της ελληνικής οικονομίας; σημαίνει πολύ απλά ότι η απόφαση του Eurogroup απαντά πειστικά στις επιφυλάξεις των αγορών για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Σε πλήρη αντίθεση με τους ισχυρισμούς της Νέας Δημοκρατίας και του κ. Μητσοτάκη ότι δήθεν, δηλαδή, τα δώσαμε όλα και δεν πήραμε τίποτα, η συμφωνία του Eurogroup, κατά γενική ομολογία σε διεθνές επίπεδο, αποτελεί ένα θετικό ορόσημο στην πορεία ολοκλήρωσης του προγράμματος, διότι για πρώτη φορά περιλαμβάνει σαφείς δεσμεύσεις και όχι απλές υποσχέσεις για την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων ρύθμισης του ελληνικού χρέους.
Επιτρέψτε μου εδώ να γίνω πιο συγκεκριμένος: Σύμφωνα με την απόφαση αυτή οι χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου δεν θα πρέπει από το 2018 και για το μεσοπρόθεσμο διάστημα να ξεπερνούν το 15% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της χώρας.
Πρώτα και κύρια, λοιπόν, έχουμε ένα «ταβάνι», ένα όριο ως προς τις ετήσιες ανάγκες χρηματοδότησης του χρέους, το οποίο δεν θα ξεπερνάμε ό,τι και αν συμβεί.
Δεύτερον, έχουμε πλέον συμφωνήσει ως προς τα πλεονάσματα που πρέπει να επιτευχθούν στο μεσοπρόθεσμο διάστημα. Και εδώ χρειάζεται προσοχή, διότι πολλά έχουν ακουστεί, ιδίως από την Αντιπολίτευση, ως προς αυτό το ζήτημα.
Με τη συμφωνία, λοιπόν, για πρωτογενή πλεονάσματα 2% μετά το 2022, θα πρέπει όλοι να γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα θα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρωζώνη που θα βρίσκεται σε καθεστώς θετικής εξαίρεσης από το Σύμφωνο Σταθερότητας, με βάση το οποίο θα έπρεπε μετά το 2022 και κατά αναλογία του χρέους μας, να είχαμε πλεονάσματα πολύ - πολύ υψηλότερα, πάνω από το 2,5%, 2,6%.
Επιτρέψτε μου εδώ να κάνω μια παρατήρηση, διότι πράγματι αυτή είναι μια κρίσιμη συζήτηση, η συζήτηση, δηλαδή, για το ύψος των πλεονασμάτων. Από την πλευρά, όμως, της Αντιπολίτευσης και ιδιαίτερα της Νέας Δημοκρατίας, χρειάζεται, θα έλεγε κανείς, ιδιαίτερο θράσος να επικεντρώνεται σε αυτήν τη συζήτηση, διότι ο ελληνικός λαός έχει μνήμη. Πρόσφατα ήταν τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων σας, όπου είχατε δεσμεύσει τη χώρα για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 4% μέχρι το 2030. Δυστυχώς, λοιπόν, ο ελληνικός λαός έχει μνήμη.
Για να επιστρέψω, όμως, στα σημεία της συμφωνίας, με δεδομένα τα πρωτογενή πλεονάσματα περιγράφονται πλέον με σαφήνεια τα εργαλεία που θα χρησιμοποιηθούν, ώστε οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας να μην υπερβαίνουν αυτό το χρηματοδοτικό ταβάνι. Μιλάμε, δηλαδή, για επιμηκύνσεις του σταθμισμένου μέσου όρου των ωριμάνσεων των ελληνικών ομολόγων, αλλά και για περίοδο χάριτος για τα επιτόκια που αμφότερες φτάνουν έως τα δεκαπέντε έτη.
Η τελική ποσοτικοποίηση, βεβαίως, εξαρτάται από τους ρυθμούς ανάπτυξης που θα προβλεφθούν τελικά από τον ESM σε συνεργασία με τους άλλους θεσμούς.
Η απόφαση, όμως, δεν σταματάει εκεί. Πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα και εντάσσει στα διαθέσιμα εργαλεία ρύθμισης και τη λεγόμενη «ρήτρα ανάπτυξης», που θα θυμίσω ότι αποτελούσε διαρκές αίτημα της ελληνικής πλευράς από το 2015 και τώρα παρουσιάστηκε στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης ως η γαλλική συμβολή, η γαλλική ιδέα πριν την απόφαση της 15ης Ιουνίου.
Σύμφωνα με αυτή, αν η ανάπτυξη είναι χαμηλότερη από τις προβλέψεις των θεσμών και του ESM, τότε αυτομάτως θα έχουμε ακόμα μεγαλύτερες επιμηκύνσεις ωριμάνσεων, αλλά και μεγαλύτερη περίοδο χάριτος στις πληρωμές επιτοκίων, διότι – υπενθυμίζω το σημαντικότερο στοιχείο – οι ανάγκες του ελληνικού δημοσίου με βάση την απόφαση δεν επιτρέπεται να ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ.
Άρα, εδώ δεν έχουμε απλώς μια υπόσχεση, ούτε καν, θα έλεγα, μια συγκεκριμένη δέσμευση. Αντίθετα, έχουμε μια σαφή περιγραφή, έναν κλειδωμένο αλγόριθμο για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους.
Όποιος, λοιπόν, επιθυμεί, μπορεί να μελετήσει αυτόν τον αλγόριθμο και να προσδιορίσει επακριβώς και ποσοτικά τα μέτρα ρύθμισης του ελληνικού χρέους που θα αρχίσουν να εφαρμόζονται αμέσως μετά το τέλος του προγράμματος με μια ακολουθία απλών μαθηματικών πράξεων.
Και πιστέψτε με, οι επενδυτές χρήματος, από ό,τι φαίνεται, επιθυμούν να προσδιορίσουν επακριβώς, για αυτό και φαίνεται ότι πετάνε στο καλάθι των αχρήστων την καταστροφολογία.
Κυρίως, όμως, πετάνε στο καλάθι των αχρήστων το επιχείρημα ότι δήθεν αυτή, η τωρινή απόφαση δεν είναι τίποτα άλλο από μια απλή επανάληψη της υπόσχεσης του 2012, ένα επιχείρημα που ακούσαμε πολλές φορές από την πλευρά σας και που -επιτρέψτε μου την έκφραση- αγγίζει τα όρια της ανοησίας. Και θα εξηγήσω γιατί.
Το 2012 το μόνο που είχε συμφωνηθεί ήταν ότι αν υπάρξει ανάγκη -αν υπάρξει ανάγκη!- θα άνοιγε η συζήτηση για πιθανά μέτρα απομείωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Σήμερα, αντίθετα, δεν έχουμε -επαναλαμβάνω- μια υπόσχεση για συζήτηση, αλλά ένα συγκεκριμένο οδικό χάρτη, με σαφή προσδιορισμό του αλγόριθμου ποσοτικοποίησης των μέτρων που θα εφαρμοστούν από τον Αύγουστο του 2018.
Έχουμε, όμως, και δύο ακόμα στοιχεία:
Πρώτον – και νομίζω σημαντικότερο – έχουμε μια σαφή δέσμευση από την πλευρά των εταίρων μας για την επιτυχή επιστροφή της χώρας στις αγορές χρήματος και, μάλιστα, όχι εν είδει ευχής, αλλά και με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, όπως, για παράδειγμα, αυτή η πολύ σημαντική δέσμευση για τη δημιουργία αποθεματικού για τη στήριξη των ελληνικών ομολόγων σε περίπτωση που εκείνη την εποχή υπάρχουν αναταράξεις στις διεθνείς αγορές.
Δεύτερον, υπάρχουν συγκεκριμένες επιπλέον δεσμεύσεις για παρεμβάσεις αναπτυξιακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της ίδρυσης αναπτυξιακής τράπεζας, ώστε να διασφαλιστεί η δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Αυτά, λοιπόν, βλέπουν οι επενδυτές χρήματος, αυτά βλέπουν οι οίκοι αξιολόγησης, αυτά βλέπουν οι αγορές, κύριοι της Νέας Δημοκρατίας, που τόσο πολύ ομνύετε σε αυτές και, κατά δυσαρέσκειά σας, επιστρέφουν τις τοποθετήσεις τους στα ελληνικά ομόλογα.
Πίσω, λοιπόν, από τον ορυμαγδό των δηλώσεων και των δημοσιευμάτων σκοπιμότητας που διαρρέετε, υπάρχει μια άλλη εικόνα που δεν σας αρέσει και γι’ αυτό θέλετε να την αποκρύψετε. Είναι η εικόνα μιας Ελλάδας ταλαιπωρημένης μεν από μια πολυετή κρίση, που άφησε σημαντικές κοινωνικές πληγές και ενός ελληνικού λαού με πολλές θυσίες, μιας Ελλάδας, όμως, που η εικόνα της δεν είναι αυτή που κάποιοι θέλουν, αλλά η εικόνα μιας χώρας που γυρίζει επιτέλους σελίδα, που κάνει σταθερά βήματα για την έξοδο από την κρίση και την επιτροπεία των μνημονίων. Και τα βήματα αυτά είναι προς τα μπροστά, προς το μέλλον και όχι προς το παρελθόν.
Άκουσα από την πλευρά σας και ένα ακόμη επιχείρημα, ότι δήθεν τα βήματα αυτά που έγιναν τις τελευταίες εβδομάδες το μόνο που κατάφεραν ήταν να γυρίσουμε εκεί που μας άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση, του κ. Σαμαρά και του κ. Βενιζέλου, το καλοκαίρι του 2014.
Ας δούμε, λοιπόν, τα πράγματα ένα προς ένα, διότι, θυμάμαι, όταν με επισκεφτήκατε να συζητήσουμε πριν από δέκα περίπου ημέρες, με στόμφο μπροστά στα μέσα μαζικής ενημέρωσης είπατε να πάμε στη Βουλή να πούμε την αλήθεια.
Ας πούμε, λοιπόν, την αλήθεια, κ. Μητσοτάκη για να ακούσει ο ελληνικός λαός τι ακριβώς συγκρίνετε εσείς στη Νέα Δημοκρατία:
Το υποτιθέμενο «success story» της περιόδου εκείνης, του κ. Σαμαρά και του κ. Βενιζέλου, να συγκριθεί με τα πραγματικά στοιχεία, για τα οποία εμείς τώρα δεν πανηγυρίζουμε, διότι θέλουμε να είμαστε υπεύθυνοι και συγκρατημένοι. Να τα συγκρίνουμε, όμως, για να δούμε ποια είναι η πραγματική δυναμική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας σήμερα με τα στοιχεία τα οποία είχαμε τότε.
Από πού να ξεκινήσει κανείς; Ας ξεκινήσουμε από το προσφιλές σας, τα πρωτογενή πλεονάσματα. Τι είχατε καταφέρει εσείς το 2014, το περίφημο «success story»; Είχατε καταφέρει να πέσετε έξω από το στόχο κατά 1,3% του ΑΕΠ – ενώ εμείς για στόχο 0,5% πιάσαμε 4,2% – και φέρατε τελικά πλεόνασμα μόλις 0,2%.
Ας αφήσουμε, όμως, τα πλεονάσματα και ας μιλήσουμε και για άλλους αριθμούς.
Θέλετε να μιλήσουμε για την απασχόληση; Πόση ήταν η ανεργία που παραλάβαμε εμείς τον Γενάρη του 2015; Θυμάστε; Ήταν 27%, με συνολική απώλεια κατά τη διετία του «success story» των κ.κ. Σαμαρά-Βενιζέλου, πάνω διακόσιες πενήντα χιλιάδες θέσεις εργασίας. Φανταστείτε να μην ήταν και «success story» πόσες θα είχαν χαθεί!
Να μιλήσουμε για τη ρευστότητα, που παραδώσατε τα ταμεία άδεια στην προσπάθεια να ναρκοθετήσετε την εξαγγελθείσα, πριν από τις εκλογές, διαπραγματευτική προσπάθεια της δικής μας Κυβέρνησης.
Να μιλήσουμε για τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων που είχατε συμφωνήσει για την τριετία 2015-2018, που αν διατηρούσαμε μετά από τη διαπραγμάτευση και δεν τους αναθεωρούσαμε προς τα κάτω, θα οδηγούσε σε απώλεια μόνο για αυτή την τριετία -2015-2018- περίπου 20 δισεκατομμυρίων ευρώ από την ελληνική οικονομία.
Μήπως να μιλήσουμε και για την εκβιαστική και για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους απόπειρα εξόδου στις αγορές που επιχείρησε τότε η κυβέρνηση Σαμαρά, η οποία έξοδος προφανώς και δεν έγινε για λόγους προετοιμασίας για την αποδέσμευση από τα δάνεια του επίσημου τομέα, αλλά μόνο και μόνο για να οικοδομηθεί αυτό το επίπλαστο, ψευδεπίγραφο, επικοινωνιακό «success story»; Διότι, όλοι γνώριζαν – και κυρίως εκτός της χώρας, κυρίως οι επενδυτές χρήματος – ότι η επιστροφή της χώρας ώστε να δανείζεται με τις δικές της δυνάμεις, η επιστροφή της χώρας στις αγορές, δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί χωρίς ρύθμιση του ελληνικού χρέους.
Προτιμήσατε, όμως, τότε να δουλέψετε όχι προς όφελος της χώρας, αλλά προκειμένου να εξυπηρετήσετε ένα συγκεκριμένο επικοινωνιακό αφήγημα. Αντί να μιλήσετε δημόσια και ανοιχτά για την ανάγκη ρύθμισης του χρέους, επαιτούσατε για πιστοποιητικά βιωσιμότητας τους χρέους. Δεν σας ενδιέφεραν, δηλαδή, αυτά καθαυτά τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για να δημιουργήσουν συνθήκες ασφάλειας, σιγουριάς στις αγορές, αλλά μονάχα το επικοινωνιακό αφήγημα. Και δεν είχατε στα χέρια σας καμία απολύτως εγγύηση, καμία απολύτως δέσμευση από τους δανειστές μας για τα αναγκαία μέτρα για την απομείωση του χρέους. Μονάχα -αν θυμάστε- όταν κάποτε είχε παραινέσει η Διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου τον τότε Υπουργό Οικονομικών να διεκδικήσει μέτρα για το χρέος από το Eurogroup και τον Γερμανό Υπουργό Οικονομικών, αυτός απευθύνθηκε στον τότε Υπουργό Οικονομικών λέγοντάς του το απαράμιλλο «Forget it, Giannis». Και φυσικά, και ο Γιάννης και ο Αντώνης και ο Βαγγέλης και όλοι σας το ξεχάσατε για πάντα.
Και σήμερα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έρχεται η Αξιωματική Αντιπολίτευση και ασκεί έντονη κριτική στη δική μας διαπραγμάτευση. Δικαίωμά της, βεβαίως, να ασκεί κριτική, αλλά να ξέρει ότι πάντοτε τα επιχειρήματα και κυρίως τα αποτελέσματα, συγκρίνονται και με τα δικά της πεπραγμένα. Διότι αυτή η διαπραγμάτευση τουλάχιστον επέφερε μια ουσιαστική απομείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά και ουσιαστικά, συγκεκριμένα και μετρήσιμα αποτελέσματα για την απομείωση του χρέους. Και είναι αποτελέσματα που δεν μπορείτε να διαστρεβλώσετε όσο και να προσπαθείτε, ούτε εσείς, ούτε, όμως, και διάφοροι ακραίοι σύμμαχοί σας στην Ευρώπη και ακραίοι της ευρωπαϊκής Δεξιάς, κυρίως, όμως, θα έλεγα, ακραίοι εχθροί της χώρας. Διότι, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι είχαν σχεδιάζει την έξοδο της χώρας από το ευρώ και τώρα έρχονται στην Ελλάδα να σας πουλήσουν πολιτική προστασία, όπως ο ομοϊδεάτης σας, ο κ. Βέμπερ, ο Γερμανός επικεφαλής της Ευρωομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, η σημερινή εικόνα της ελληνικής οικονομίας δεν έχει καμία σχέση με την τεχνητή εικόνα επιτυχίας που προσπαθήσατε να δημιουργήσετε το 2014. Σήμερα έχουμε στα χέρια μας μια θετική απόφαση για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους, που πείθει τις αγορές, έχουμε επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, αλλά και σαφή βελτίωση όλων των θεμελιωδών μεγεθών. Έχουμε αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και μεγάλη δυναμική ανάκαμψης με τεράστιο επενδυτικό ενδιαφέρον.
Και με βάση τα παραπάνω έχουμε πλέον τη δυνατότητα για βιώσιμη και οριστική –αυτό είναι το σημαντικότερο- επιστροφή στις αγορές, την οποία και θα προετοιμάσουμε με προσοχή, χωρίς βιασύνη και σε κάθε περίπτωση όχι για επικοινωνιακούς λόγους, αλλά για λόγους ουσιαστικούς, για να εγγυηθούμε την ομαλή έξοδο από το πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018. Για να εγγυηθούμε ότι η Ελλάδα δεν θα ξαναχρειαστεί πρόγραμμα στήριξης του επίσημου τομέα και πρόγραμμα προσαρμογής, αλλά θα μπορεί να αναχρηματοδοτεί το χρέος της αυτοδύναμα και με αυτόν τον τρόπο να ανακτήσει επιτέλους την οικονομική της κυριαρχία.
Όλα τα παραπάνω, όμως, εμείς επιθυμούμε να επιτευχθούν με την κοινωνία όρθια, με τις λιγότερες δυνατές πληγές και κυρίως με την προοπτική η ανάπτυξη που έρχεται να επουλώσει τις μεγάλες πληγές που δημιουργήθηκαν την επταετία της κρίσης. Και εδώ, αν θέλετε, βρίσκεται και η ουσιώδης διαφορά ανάμεσα σε ένα προοδευτικό, φιλολαϊκό σχέδιο για την έξοδο από την κρίση και σε ένα συντηρητικό και νεοφιλελεύθερο σχέδιο για την έξοδο από την κρίση.
Διότι, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, η δική μας ανάλυση για την έξοδο από την κρίση δεν εξαντλείται στις αγορές. Εμείς, πέραν της αναγκαίας δημοσιονομικής εξυγίανσης, αναγκαίας για την έξοδο από τα μνημόνια της σκληρής επιτροπείας, θεωρούμε ότι ο τόπος χρειάζεται επειγόντως ένα σοβαρό και μελετημένο αναπτυξιακό σχέδιο ανασυγκρότησης. Ένα σχέδιο ανασυγκρότησης, όμως, που θα έχει στο κέντρο της την εργασία και όχι τη συντριβή της εργασίας, όπως θέλουν οι ακραίοι νεοφιλελεύθεροι της Νέας Δημοκρατίας. Διότι η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να στηριχθεί σε μία πολιτική πλήρους απορρύθμισης της αγοράς εργασίας με κατεδάφιση κάθε κοινωνικής προστασίας και του κράτους πρόνοιας, με μοντέλα μισθών πείνας και ταυτόχρονα φοροαπαλλαγών για το μεγάλο κεφάλαιο.
Και εκεί είναι η μεγάλη διαφορά που έχουμε. Η Ελλάδα, όσο και αν θα μπορούσατε να το οραματίζεστε, κ. Μητσοτάκη, είναι μία αναπτυγμένη χώρα, δεν έχει καμία σχέση με τις αναπτυσσόμενες χώρες όπου το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επέβαλε ακραία νεοφιλελεύθερα προγράμματα. Η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει και δεν θα γίνει ούτε Χιλή του Πινοσέτ ούτε Βρετανία της Θάτσερ.
Και αυτό δεν είναι μόνο ζήτημα κοινωνικής προοπτικής, αλλά και αποτελεσματικότητας. Διότι έχει αποδειχθεί από την ίδια την εμπειρία ότι οι πολιτικές μείωσης του κόστους εργασίας οδηγούν ταυτόχρονα σε μείωση της παραγωγικότητας και τελικά αποδεικνύονται εκτός από αντικοινωνικές και οικονομικά αναποτελεσματικές, καταλήγουν τελικά σε μείωση της παραγωγικότητας και δημιουργούν συνθήκες κοινωνικών εντάσεων και απώλειας ανταγωνιστικότητας.
Εμείς, λοιπόν, στον αντίποδα αυτού του μοντέλου, αυτού του σχεδίου φέρνουμε ένα νέο παράδειγμα, ένα νέο μοντέλο, που αποδεικνύεται τελικά το μόνο αποτελεσματικό. Το μοντέλο μιας οικονομίας εντάσεως κεφαλαίου και υψηλής προστιθέμενης αξίας, που δεν θα βασίζεται στη μείωση του μισθολογικού κόστους, αλλά στην αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας μας και του ανθρώπινου δυναμικού της με έμφαση στην ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος και όχι στον περιορισμό του κόστους παραγωγής.
Προτεραιοποιούμε, λοιπόν, την ενίσχυση κλάδων της οικονομίας που στηρίζονται στην καινοτομία, στις νέες τεχνολογίες και στο υψηλών προσόντων ανθρώπινο δυναμικό της χώρας. Για πρώτη φορά μέσα στην κρίση ενισχύουμε την έρευνα, ενώ κάνουμε συστηματική προσπάθεια για την ενίσχυση της εξωστρέφειας αλλά και για την τόνωση της ενεργούς ζήτησης, ώστε η ελληνική οικονομία να ενισχυθεί και από την τόνωση των εξαγωγών αλλά και από την αύξηση της εσωτερικής ζήτησης με ένα ισορροπημένο μοντέλο, που δίνει έμφαση στην αύξηση του μεριδίου των μισθών στο συνολικό ΑΕΠ, στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και κυρίως στη δίκαιη διανομή του μέσω μηχανισμών αναδιανομής.
Και είναι ακριβώς σε αυτά τα δύο αντιπαραθετικά σχέδια για το μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας που εντοπίζεται η καταστατική και επίμονη διαφορά Αριστεράς και Δεξιάς, που τόσο θέλει να διαγράψει ο κ. Μητσοτάκης όσο φυσικά και οι υπερασπιστές του δήθεν μεταρρυθμιστικού κέντρου, που στην πραγματικότητα παραδίδονται άνευ όρων σε όλες τις βασικές παραδοχές του νεοφιλελευθερισμού. Και είναι, αν θέλετε, και το δικό μας σχέδιο – όχι το δικό σας – που ήδη έχει αρχίσει να αποδίδει κάποιους θετικούς καρπούς, παρά τη βαρυχειμωνιά των μνημονιακών μέτρων.
Θα σας δώσω, μόνο ενδεικτικά, μερικά στοιχεία. Να ξεκινήσω από το πιο σημαντικό, το θέμα της απασχόλησης. Διότι πιστεύω ότι δεν θα διαφωνήσει κανείς πως αν υπάρχει ένας εθνικός στόχος σήμερα είναι να ξανακερδίσουμε την εργασία, την απασχόληση, που φτάσαμε σε ποσοστά ανεργίας απαράδεκτα, όχι για ευρωπαϊκή αλλά και για χώρα που σέβεται τον εαυτό της.
Την περίοδο λοιπόν αμέσως μετά την κρίση, με Πρωθυπουργό τον κ. Παπανδρέου, στο συνολικό ισοζύγιο χάθηκαν 543.000 χιλιάδες θέσεις εργασίας. Την περίοδο τη μικρή, που ανέλαβε υπηρεσιακός Πρωθυπουργός ο κ. Παπαδήμος, χάθηκαν άλλες 93.000 θέσεις εργασίας και την περίοδο με Πρωθυπουργό τον κ. Σαμαρά και συγκυβερνήτη τον κ. Βενιζέλο χάθηκαν 259.000 θέσεις εργασίας. Στα δυόμισι χρόνια της δικής μας διακυβέρνησης έχουμε για πρώτη φορά μετά την κρίση θετικό ισοζύγιο και μάλιστα αυτό το ισοζύγιο δείχνει ότι κερδήθηκαν 230.000 θέσεις εργασίας.
Αυτά είναι στοιχεία, αριθμοί, που καλό είναι να τους έχουμε στο μυαλό μας όταν κάνουμε συγκρίσεις και είναι αριθμοί που βεβαίως προέρχονται από τις υπηρεσίες εκείνες και της ΕΛΣΤΑΤ αλλά και του Υπουργείου Εργασίας, της «ΕΡΓΑΝΗΣ», που δεν επιδέχονται καμία αμφισβήτηση.
Την ίδια στιγμή – γιατί ξέρετε και πράγματι θα έχει δίκιο κάποιος να πει- σημαντικό πράγμα να αλλάξει πρόσημο ο δείκτης, να πάμε από την απώλεια θέσεων εργασίας στη δημιουργία θέσεων εργασίας – βεβαίως είναι ακόμα μακρύς ο δρόμος, αλλά το ότι σιγά σιγά έχουμε καταφέρει και έχουμε καλύψει τουλάχιστον το έδαφος των δύο προηγούμενων χρόνων είναι σημαντικό- όμως δεν έχει να κάνει μόνο με τις θέσεις εργασίας αλλά και με την ποιότητα της εργασίας και θα συμφωνήσω απόλυτα.
Για πρώτη λοιπόν, επίσης, φορά έχουμε θετική συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ και από την ιδιωτική κατανάλωση, λόγω ακριβώς της αύξησης των μισθών, παρά την – δεν υπάρχει αντίρρηση – υψηλή φορολογία, ενώ ταυτόχρονα και μετά από τεράστιες προσπάθειες αντιστρέφουμε την τάση που επικράτησε στην ελληνική αγορά εργασίας μετά από τις μεταρρυθμίσεις του 2011 και του 2012.
Για πρώτη φορά το ισοζύγιο μεταξύ θέσης πλήρους και μερικής απασχόλησης γέρνει προς την πλευρά της πλήρους απασχόλησης.
Συγκεκριμένα, μέσα σε μια τριετία, από το 2012 έως το 2015, με την επικράτηση των ελαστικών μορφών εργασίας είχαμε ένα ποσοστό 60-40 υπέρ των εργασιακών σχέσεων μερικής απασχόλησης, ενώ τους τελευταίους μήνες παρατηρείται ανατροπή αυτής της τάσης με τις θέσεις πλήρους απασχόλησης να αυξάνονται και να παίρνουν και πάλι την πρωτοκαθεδρία. Και αυτό, όπως καταλαβαίνετε, δεν έχει να κάνει με κάποια αυθόρμητη τάση στην αγορά εργασίας. Το αντίθετο, αποτελεί επίτευγμα τόσο των ελεγκτικών μηχανισμών, που για πρώτη φορά λειτουργούν με τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα, όσο, όμως, και των στοχευμένων προγραμμάτων ένταξης ανέργων στην αγορά εργασίας.
Όμως, η βαθιά διαχωριστική γραμμή, που μας χωρίζει από τη Νέα Δημοκρατία, δεν φαίνεται μονάχα στην αγορά εργασίας. Είναι περισσότερο από εμφανής, θα έλεγα, και στην προσπάθειά μας για την οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού κράτους.
Καταρχήν, να αναφερθώ στα λεγόμενα αντίμετρα, που εμείς ψηφίσαμε και εσείς καταψηφίσατε, και θα μπουν σε εφαρμογή τον Γενάρη, την 1/1/2019, διότι ο στόχος για το πλεόνασμα του 2018, όσο και να παρακαλούν και να προσεύχονται κάποιοι, θα επιτευχθεί, όπως όλοι άλλωστε πλέον προβλέπουν, και τα μέτρα αυτά θα εφαρμοστούν.
Να ξεκινήσω από το μέτρο για την επιδότηση ενοικίου με 600 εκατομμύρια ευρώ, που θα καλύψει σχεδόν τα μισά νοικοκυριά της χώρας, που διαμένουν σε ενοίκιο ή έχουν στεγαστικό δάνειο και η οποία μπορεί να φτάνει μέχρι και τα 1.000 ευρώ ετησίως ανά νοικοκυριό, ένα ποσό που πράγματι υπάρχουν νοικοκυριά, που το έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη.
Η εξαιρετικά σημαντική ενίσχυση της επιδοματικής πολιτικής μέσα από την αύξηση κατά 250 εκατ. ευρώ του Προϋπολογισμού για τα οικογενειακά επιδόματα, που σήμερα βρίσκεται στα 650 εκατ. ευρώ, με στόχο να ενισχυθεί το επίδομα από το πρώτο και το δεύτερο παιδί, ενισχύοντας παράλληλα και τρίτεκνους, πολυτέκνους.
Η επέκταση των προγραμμάτων σχολικών γευμάτων, που τόσο πολύ κοροϊδεύατε – υποτιμητικά, υπεροπτικά εγώ θα έλεγα- το προηγούμενο διάστημα σε Δημοτικά και Γυμνάσια περιοχών με υψηλά ποσοστά ανεργίας και φτώχειας, προκειμένου να καλυφθεί σχεδόν το 50% των μαθητών Δημοτικού και Γυμνασίου όλης της χώρας, καθώς και η αύξηση κατά 50% του συνολικού αριθμού παιδιών προσχολικής ηλικίας, που θα μπορούν δωρεάν να εγγραφούν σε βρεφονηπιακούς σταθμούς. Με τον τρόπο αυτό από τα ενενήντα χιλιάδες παιδιά, που δικαιούνταν να εγγραφούν σήμερα, το 2019 οι θέσεις θα φθάσουν τις 120.000 και το 2020 θα ξεπεράσουν τις 135.000 χιλιάδες.
Η ριζική μεταρρύθμιση στη χρηματοδοτική συμμετοχή των ασφαλισμένων στην φαρμακευτική δαπάνη, αφού το 2019 για όποιον έχει εισόδημα ως 700 ευρώ, η συμμετοχή θα είναι μηδενική, ενώ για όσους έχουν από 700 έως 1.200 ευρώ θα μειωθεί κατά 50% περίπου.
Η πρόβλεψη για δημιουργία επιπλέον τριάντα χιλιάδων θέσεων εργασίας τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, κυρίως με στόχο την ανάσχεση φυγής των νέων επιστημόνων και με την υποχρέωση των εργοδοτών να διατηρήσουν τους εργαζόμενους για τουλάχιστον έξι μήνες ακόμα μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Δεν είναι, όμως, μόνο όσα θα γίνουν το 2019 ή και νωρίτερα, θα έλεγα, κάποια απ’ αυτά – αν όπως όλα δείχνουν, έχουμε συνεχώς τόσο σημαντική υπεραπόδοση της οικονομίας – αλλά είναι και όσα έχουν ήδη πραγματοποιηθεί, όσα έχουν ήδη γίνει.
Θέλω να μιλήσω ιδιαίτερα για τον τομέα της υγείας ως παράδειγμα. Την ώρα που εσείς με τις πολιτικές σας εξωθούσατε την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας εν μέσω πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης και δυσπραγίας στα ιδιωτικά νοσηλευτήρια, εμείς ήλθαμε και παρά τις δυσκολίες δώσαμε πρόσβαση σε δυόμισι εκατομμύρια ανασφάλιστους συμπολίτες μας σε υπηρεσίες δημόσιας υγείας.
Όλοι οι πολίτες πλέον μπορούν να πάνε σε ένα δημόσιο νοσοκομείο και να νοσηλευτούν, χωρίς να φοβούνται για τον λογαριασμό που θα τους έρθει, μένοντας ανήμποροι, χωρίς ιατρική περίθαλψη.
Καταφέραμε, επίσης, να αναστρέψουμε την εικόνα πλήρους καταστροφής και τη ροπή που ήταν για τέσσερα χρόνια, τη δραματική μείωση προσωπικού και για πρώτη φορά, από τον Οκτώβρη του ’15 και μετά, έχουμε αύξηση του προσωπικού στα δημόσια νοσηλευτήρια. Από τον Οκτώβρη του ’15 έως σήμερα, παρά τα ασφυκτικά πλαίσια για προσλήψεις στο δημόσιο -που τα τηρούμε- δεν βγαίνουμε έξω από αυτά.
Έχουμε ενισχύσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας με περίπου 9.000 άτομα, που έχουν αναλάβει υπηρεσία τα τελευταία δύο χρόνια και από αυτούς οι περίπου 3.000 είναι μόνιμο προσωπικό, ενώ έχουν προκηρυχθεί ή αναμένεται να προκηρυχθούν το επόμενο διάστημα άλλες περίπου 9.500 θέσεις, εκ των οποίων οι περίπου 5.000 θα είναι μόνιμο προσωπικό. Και επαναλαμβάνω, όλα αυτά μέσα στις δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει για την τήρηση των στόχων σε ό,τι αφορά τον αριθμό των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα.
Αλλά αυτά γίνονται, γιατί ήταν και παραμένει απόφασή μας να δώσουμε απόλυτη προτεραιότητα στη διάσωση του συστήματος υγείας, που εσείς συνειδητά είχατε οδηγήσει στην κατάρρευση. Και επόμενος μεγάλος στόχος μας στην υγεία είναι μέχρι το τέλος του ’17, να έχουν τεθεί σε λειτουργία διακόσιες τριάντα εννιά νέες τοπικές μονάδες υγείας σε ογδόντα διαφορετικές αστικές περιοχές της χώρας, κατά κύριο λόγο σ’ αυτές που αντιμετωπίζουνε το πιο οξυμένο κοινωνικό πρόβλημα.
Θα μου πείτε, τώρα, κύριοι της Νέας Δημοκρατίας, αυτά για εσάς ίσως είναι μικρά γράμματα. Το γνωρίζουμε. Αν και εδώ που τα λέμε, όπως αποκαλύπτεται και από την Εξεταστική για τα σκάνδαλα στην υγεία και ιδιαίτερα από την περίπτωση του «Ντυνάν», για πολλούς από εσάς και για τις οικογένειές σας, δεν υπήρχε θέμα αγωνίας για το πώς θα νοσηλευτείτε σε ένα δημόσιο νοσοκομείο ή πώς θα πληρώσετε τα νοσήλια σε ένα ιδιωτικό. Γιατί νοσηλευόσασταν τσάμπα στο [Νοσοκομείο Ερρίκος] Ντυνάν εις υγείαν των κορόιδων! Ή κάνω λάθος; Αν κάνω λάθος, να με διαψεύσετε.
Έρχομαι, όμως, τώρα στον τομέα της πρόνοιας, που από την πρώτη στιγμή ρίξαμε όλες τις δυνάμεις μας, τον Γενάρη του ’15 και συνεχίζουμε τις προσπάθειές μας για περαιτέρω ανάσχεση της ανθρωπιστικής κρίσης.
Σήμερα, λοιπόν, 550.000 συμπολίτες μας – αυτοί που συνηθίζεται να λέγεται ότι είναι κάτω από τα ραντάρ – λαμβάνουν το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης και διαρκές μέλημά μας είναι αυτό να επεκταθεί σε όλους όσους το έχουν ανάγκη.
Αλλά προχωράμε ακόμη περισσότερο, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα βαθύτερα αίτια της κρίσης. Και γι’ αυτόν τον λόγο και το 10% των δικαιούχων του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης πολύ σύντομα, κάνοντας την αρχή μέσα στο 2017, θα έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν σε προγράμματα απασχόλησης, για να μην έχουν ανάγκη ένα επίδομα, για να μπορέσουν να εξασφαλίζουν τα απολύτως απαραίτητα προς το ζην.
Διότι, ο στόχος μας δεν είναι άλλος, παρά η πλήρης εξάλειψη της ακραίας φτώχειας. Μπορεί να μην τη δημιουργήσαμε εμείς, αλλά είμαστε εμείς που έχουμε την εντολή και το καθήκον να την εξαλείψουμε και θα το κάνουμε πράξη.
Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά που σας περιέγραψα με το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας, το σκληρό και αντικοινωνικό πρόγραμμα, θα προσέθετα εγώ. Ένα πρόγραμμα που στοχεύει στην περαιτέρω κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους, ένα πρόγραμμα που δεν κρύβει ότι θα υπάρξουν και μαζικές απολύσεις, ένα πρόγραμμα που δεν κρύβει -ίσα-ίσα το διατυμπανίζει- ότι θα ενισχυθεί χάριν της ανταγωνιστικότητας η εργοδοτική αυθαιρεσία. Και δεν κρύβει –μάλιστα το διατυμπανίζει και εντόνως- ότι θα παραχωρηθούν ευαίσθητοι τομείς δημόσιων υπηρεσιών σε ιδιωτικά συμφέροντα και μάλιστα με μεγαλύτερο δημοσιονομικό κόστος. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στη Νέα Δημοκρατία είναι τόσο σαφείς όσο σαφείς ήταν και θα είναι πάντα η διαφορά ανάμεσα σε πολιτικές κοινωνικής προστασίας και στον νεοφιλελευθερισμό.
Και για να δανειστώ μια φράση της κα. Γεννηματά – δεν είμαι βέβαια σίγουρος ότι την εννοούσε, όταν την είπε – πράγματι, κ. Μητσοτάκη, μας χωρίζει πολιτική άβυσσος από το πρόγραμμά σας και από την πολιτική σας. Και αυτό το γνωρίζει καλά και ο ελληνικός λαός.
Όμως, ο ελληνικός λαός γνωρίζει καλά και κάτι άλλο, ότι με το πρόγραμμα και με τις θέσεις σας δεν μπορείτε να πείσετε κανέναν παραπάνω από έναν σκληρό πυρήνα ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας και όχι των παραδοσιακών ψηφοφόρων.
Σας ξέρει καλά ο ελληνικός λαός, κ. Μητσοτάκη. Σας ξέρει και σας έχει δοκιμάσει. Άρα, το να προσποιείστε το καινούργιο εσείς ειδικά, είναι το τελευταίο στο οποίο θα μπορούσατε να επενδύσετε.
Τώρα πλέον δεν μπορείτε να επενδύσετε ούτε στην καταστροφή και στην κινδυνολογία, αφού τα ίδια τα γεγονότα σάς έχουν πλέον διαψεύσει. Τι σας έχει μείνει, λοιπόν; Να επενδύετε σε μια τεχνητή πόλωση, στη στοχοποίηση και στη λασπολογία απέναντι σε κυβερνητικά στελέχη και στη δημιουργία τεχνητών κοινωνικών εντάσεων, πότε παίζοντας παιχνίδια με τη δημόσια υγεία, προτρέποντας τους συνδικαλιστές της ΔΑΚΕ στην καθαριότητα να αλλάξουν στάση, για να συνεχισθεί η απεργία εν μέσω πρωτοφανούς καύσωνα και ενώ τα αιτήματά τους είχαν ικανοποιηθεί πότε προκαλώντας συγκέντρωση αστυνομικών στην πλατεία Εξαρχείων και ευελπιστώντας να μετατραπεί μια περιοχή της Αθήνας σε πεδίο μάχης και πότε ξαναπαίζοντας το χιλιοπαιγμένο έργο δήθεν κυβερνητικών παρεμβάσεων στον χώρο της Δικαιοσύνης. Γιατί; γιατί ο Υπουργός Άμυνας έκανε το μεγάλο έγκλημα να παροτρύνει κάποιον που ισχυριζόταν πως έχει στοιχεία για τη μεγάλη υπόθεση, τη μεγαλύτερη υπόθεση πανευρωπαϊκά εμπορίας ναρκωτικών –δεν ίδρωσε το αυτί κανενός- με πάνω από δύο τόνους ηρωίνης να τα δώσει στη Δικαιοσύνη, για να διαλευκανθεί η υπόθεση. Αυτό ήταν το μεγάλο έγκλημα.
Κύριοι της Νέας Δημοκρατίας, δεν ξέρω εάν έχετε καταλάβει ότι εδώ και δύο εβδομάδες δίνετε την εικόνα μίας παράταξης που δεν έχει προσανατολισμό και καθοδηγείται από την ξεχωριστή και τις περισσότερες φορές, θα έλεγα, έξαλλη ατζέντα του Αντιπροέδρου σας, του κ Γεωργιάδη. Μια ατζέντα, ομολογώ, εξαιρετικά αποτελεσματική για ένα μικρό κόμμα της ακραίας Δεξιάς, όπως ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός του κ. Καρατζαφέρη, όπου διέπρεψε, αλλά φοβάμαι εξαιρετικά «στενάχωρη» για μια παράταξη, που παρά τις μεγάλες διαφορές που και τώρα και στο παρελθόν είχαμε, δεν βρέθηκε ποτέ άλλοτε τόσο απόμακρη, τόσο μακριά από την αίσθηση της εθνικής ευθύνης.
Κ. Μητσοτάκη, θα σας το πω ευθέως. Αντιπολίτευση στην Κυβέρνηση, ναι, είναι θεμιτή. Αντιπολίτευση στο κυβερνών κόμμα και στις θέσεις του, στις πολιτικές του προτάσεις, ναι, όσο πιο σκληρή, τόσο το καλύτερο για τη δημοκρατία. Αντιπολίτευση, όμως, απέναντι στα συμφέροντα της χώρας και της κοινωνίας, αντιπολίτευση απέναντι στην πατρίδα, όχι, κ. Μητσοτάκη!
Και αν εσείς έχετε επιλέξει μέσα στην απελπισία σας να το κάνετε, δεν θα σας το επιτρέψουμε ούτε εμείς ούτε ο ελληνικός λαός.
Και τώρα που το παραμύθι της καταστροφής τελείωσε οριστικά, δίχως δράκο, δεν θα σας επιτρέψουμε να βάζετε διαρκώς τρικλοποδιές, να υπονομεύετε τη μεγάλη εθνική – θα έλεγα εγώ – προσπάθεια να βγει η χώρα από την κρίση, να ξαναπατήσει στα πόδια της και να ανασάνει ο ελληνικός λαός. Και σε αυτήν την προσπάθεια η ιστορία θα δικαιώσει και τους αγώνες και τις επιλογές μας, με κόστος, αλλά θα τις δικαιώσει.
Παρά το γεγονός ότι είμαστε μόνοι μας σε αυτήν την προσπάθεια, θα τα καταφέρουμε. Όσο κι αν αυτό σε κάποιους δεν αρέσει, εμείς θα είμαστε αυτοί που θα βγάλουμε τη χώρα, την ελληνική κοινωνία και τον λαό από τα μεγάλα αδιέξοδα και τη μεγάλη περιπέτεια, στην οποία εσείς την οδηγήσατε.
Σας ευχαριστώ.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
έχω την αίσθηση ότι ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης προκάλεσε αυτή τη συζήτηση μάλλον από κεκτημένη ταχύτητα – δεν μπορώ να το εξηγήσω αλλιώς – της προ αξιολόγησης περιόδου, της περιόδου των διαπραγματεύσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση, όπου και μπορούσε, όσο αυτή καθυστερούσε, να εκμεταλλεύεται ένα αληθινό αίσθημα αγωνίας και αβεβαιότητας. Πάνω σε αυτό το αίσθημα είχε στηθεί μια ολόκληρη φάμπρικα καταστροφολογίας, διαστρέβλωσης, παραποίησης και κινδυνολογίας, με ψευδοπροφητείες δυστοπίας και συντέλειας.
Τώρα, όμως, έχουμε συμφωνία. Και κατά γενική ομολογία, έχουμε καλή συμφωνία. Άρα, αυτός που θα πρέπει να απολογηθεί για τη στάση του, δεν είναι η Κυβέρνηση, αλλά οι ψευδοπροφήτες της καταστροφής και απέναντι στους λίγους φανατικούς εντός του κόμματος που πίστεψαν ότι έρχεται η καταστροφή και μαζί με αυτήν την καταστροφή η πτώση της Κυβέρνησης, για να διαχειριστούν την καταστροφή οι επίδοξοι σωτήρες – αυτοί που μας οδήγησαν, βέβαια, σε αυτήν – αλλά κυρίως απέναντι στον ελληνικό λαό, για τη στάση που τήρησε η Αξιωματική Αντιπολίτευση καθ’ όλη τη διάρκεια μιας δύσκολης διαπραγμάτευσης. Διότι τώρα που έκλεισε η αξιολόγηση, δεν είναι πια καθόλου εύκολο να πουλάς καταστροφολογία και φόβο. Αφήστε, δε, που στο διάστημα των δυόμιση εβδομάδων που μεσολάβησε από την απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου, τα ίδια τα γεγονότα είναι τόσο συντριπτικά που δεν προσφέρονται για διαστρεβλώσεις, δεν προσφέρονται για παραποίηση, δεν προσφέρονται για κινδυνολογία.
Ο τρόπος με τον οποίο έχουν υποδεχθεί οι αγορές χρήματος τα αποτελέσματα της Συμφωνίας της 15ης του Ιούνη, μιλά από μόνος του. Τα ελληνικά ομόλογα σημειώνουν καθημερινό ράλι στις αγορές, οι αποδόσεις τους βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2009, ενώ και η πορεία του ελληνικού Χρηματιστηρίου αποδεικνύει ότι η σταθερότητα έχει αποκατασταθεί και η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία επανέρχεται μέρα με τη μέρα.
Ακόμη και ο οίκος Moody’s, ίσως ο πιο αυστηρός παγκόσμιος αξιολογητής της πιστοληπτικής ικανότητας χωρών και τραπεζών, αναβάθμισε το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας, αλλά και των ελληνικών τραπεζών, ενώ οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν, επιτέλους, μετά από πάρα πολύ καιρό, αρχίσει να δανείζονται στις διεθνείς αγορές χρήματος με ανταγωνιστικά επιτόκια.
Η ελληνική οικονομία, λοιπόν, διορθώνει σταθερά τη θέση της και αρκετά σύντομα θα έχει επανέλθει σε ανταγωνιστικά και βιώσιμα επίπεδα ως προς το δανεισμό της, από τη στιγμή που πλέον απουσιάζουν οι παράγοντες -οι πολιτικοί, θα έλεγα, και όχι οι οικονομικοί- που το τελευταίο διάστημα παραμόρφωναν την εικόνα της. Διότι, ξέρετε, τα θεμελιώδη μεγέθη της ελληνικής οικονομίας δεν αντιστοιχούν στα σημερινά επιτόκια δανεισμού της. Είναι πολύ καλύτερα. Αρκεί να θυμίσουμε ότι η δημοσιονομική προσαρμογή έχει ολοκληρωθεί, καθώς υπερβαίνουμε κατ’ εξακολούθηση τους στόχους του προγράμματος. Οι ρυθμοί ανάπτυξης είναι πλέον θετικοί, με προοπτική ακόμα μεγαλύτερης βελτίωσης, ενώ όλοι οι δείκτες της ελληνικής οικονομίας, οι δείκτες της παραγωγής, της απασχόλησης, των εξαγωγών, της κατανάλωσης, αποδεικνύουν τη θετική της προοπτική.
Τι σημαίνει, όμως, αυτό που είπα, ότι απουσιάζουν πια εκείνοι οι πολιτικοί παράγοντες που παραμόρφωναν την πραγματική εικόνα της ελληνικής οικονομίας; σημαίνει πολύ απλά ότι η απόφαση του Eurogroup απαντά πειστικά στις επιφυλάξεις των αγορών για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Σε πλήρη αντίθεση με τους ισχυρισμούς της Νέας Δημοκρατίας και του κ. Μητσοτάκη ότι δήθεν, δηλαδή, τα δώσαμε όλα και δεν πήραμε τίποτα, η συμφωνία του Eurogroup, κατά γενική ομολογία σε διεθνές επίπεδο, αποτελεί ένα θετικό ορόσημο στην πορεία ολοκλήρωσης του προγράμματος, διότι για πρώτη φορά περιλαμβάνει σαφείς δεσμεύσεις και όχι απλές υποσχέσεις για την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων ρύθμισης του ελληνικού χρέους.
Επιτρέψτε μου εδώ να γίνω πιο συγκεκριμένος: Σύμφωνα με την απόφαση αυτή οι χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου δεν θα πρέπει από το 2018 και για το μεσοπρόθεσμο διάστημα να ξεπερνούν το 15% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της χώρας.
Πρώτα και κύρια, λοιπόν, έχουμε ένα «ταβάνι», ένα όριο ως προς τις ετήσιες ανάγκες χρηματοδότησης του χρέους, το οποίο δεν θα ξεπερνάμε ό,τι και αν συμβεί.
Δεύτερον, έχουμε πλέον συμφωνήσει ως προς τα πλεονάσματα που πρέπει να επιτευχθούν στο μεσοπρόθεσμο διάστημα. Και εδώ χρειάζεται προσοχή, διότι πολλά έχουν ακουστεί, ιδίως από την Αντιπολίτευση, ως προς αυτό το ζήτημα.
Με τη συμφωνία, λοιπόν, για πρωτογενή πλεονάσματα 2% μετά το 2022, θα πρέπει όλοι να γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα θα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρωζώνη που θα βρίσκεται σε καθεστώς θετικής εξαίρεσης από το Σύμφωνο Σταθερότητας, με βάση το οποίο θα έπρεπε μετά το 2022 και κατά αναλογία του χρέους μας, να είχαμε πλεονάσματα πολύ - πολύ υψηλότερα, πάνω από το 2,5%, 2,6%.
Επιτρέψτε μου εδώ να κάνω μια παρατήρηση, διότι πράγματι αυτή είναι μια κρίσιμη συζήτηση, η συζήτηση, δηλαδή, για το ύψος των πλεονασμάτων. Από την πλευρά, όμως, της Αντιπολίτευσης και ιδιαίτερα της Νέας Δημοκρατίας, χρειάζεται, θα έλεγε κανείς, ιδιαίτερο θράσος να επικεντρώνεται σε αυτήν τη συζήτηση, διότι ο ελληνικός λαός έχει μνήμη. Πρόσφατα ήταν τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων σας, όπου είχατε δεσμεύσει τη χώρα για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 4% μέχρι το 2030. Δυστυχώς, λοιπόν, ο ελληνικός λαός έχει μνήμη.
Για να επιστρέψω, όμως, στα σημεία της συμφωνίας, με δεδομένα τα πρωτογενή πλεονάσματα περιγράφονται πλέον με σαφήνεια τα εργαλεία που θα χρησιμοποιηθούν, ώστε οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας να μην υπερβαίνουν αυτό το χρηματοδοτικό ταβάνι. Μιλάμε, δηλαδή, για επιμηκύνσεις του σταθμισμένου μέσου όρου των ωριμάνσεων των ελληνικών ομολόγων, αλλά και για περίοδο χάριτος για τα επιτόκια που αμφότερες φτάνουν έως τα δεκαπέντε έτη.
Η τελική ποσοτικοποίηση, βεβαίως, εξαρτάται από τους ρυθμούς ανάπτυξης που θα προβλεφθούν τελικά από τον ESM σε συνεργασία με τους άλλους θεσμούς.
Η απόφαση, όμως, δεν σταματάει εκεί. Πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα και εντάσσει στα διαθέσιμα εργαλεία ρύθμισης και τη λεγόμενη «ρήτρα ανάπτυξης», που θα θυμίσω ότι αποτελούσε διαρκές αίτημα της ελληνικής πλευράς από το 2015 και τώρα παρουσιάστηκε στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης ως η γαλλική συμβολή, η γαλλική ιδέα πριν την απόφαση της 15ης Ιουνίου.
Σύμφωνα με αυτή, αν η ανάπτυξη είναι χαμηλότερη από τις προβλέψεις των θεσμών και του ESM, τότε αυτομάτως θα έχουμε ακόμα μεγαλύτερες επιμηκύνσεις ωριμάνσεων, αλλά και μεγαλύτερη περίοδο χάριτος στις πληρωμές επιτοκίων, διότι – υπενθυμίζω το σημαντικότερο στοιχείο – οι ανάγκες του ελληνικού δημοσίου με βάση την απόφαση δεν επιτρέπεται να ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ.
Άρα, εδώ δεν έχουμε απλώς μια υπόσχεση, ούτε καν, θα έλεγα, μια συγκεκριμένη δέσμευση. Αντίθετα, έχουμε μια σαφή περιγραφή, έναν κλειδωμένο αλγόριθμο για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους.
Όποιος, λοιπόν, επιθυμεί, μπορεί να μελετήσει αυτόν τον αλγόριθμο και να προσδιορίσει επακριβώς και ποσοτικά τα μέτρα ρύθμισης του ελληνικού χρέους που θα αρχίσουν να εφαρμόζονται αμέσως μετά το τέλος του προγράμματος με μια ακολουθία απλών μαθηματικών πράξεων.
Και πιστέψτε με, οι επενδυτές χρήματος, από ό,τι φαίνεται, επιθυμούν να προσδιορίσουν επακριβώς, για αυτό και φαίνεται ότι πετάνε στο καλάθι των αχρήστων την καταστροφολογία.
Κυρίως, όμως, πετάνε στο καλάθι των αχρήστων το επιχείρημα ότι δήθεν αυτή, η τωρινή απόφαση δεν είναι τίποτα άλλο από μια απλή επανάληψη της υπόσχεσης του 2012, ένα επιχείρημα που ακούσαμε πολλές φορές από την πλευρά σας και που -επιτρέψτε μου την έκφραση- αγγίζει τα όρια της ανοησίας. Και θα εξηγήσω γιατί.
Το 2012 το μόνο που είχε συμφωνηθεί ήταν ότι αν υπάρξει ανάγκη -αν υπάρξει ανάγκη!- θα άνοιγε η συζήτηση για πιθανά μέτρα απομείωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Σήμερα, αντίθετα, δεν έχουμε -επαναλαμβάνω- μια υπόσχεση για συζήτηση, αλλά ένα συγκεκριμένο οδικό χάρτη, με σαφή προσδιορισμό του αλγόριθμου ποσοτικοποίησης των μέτρων που θα εφαρμοστούν από τον Αύγουστο του 2018.
Έχουμε, όμως, και δύο ακόμα στοιχεία:
Πρώτον – και νομίζω σημαντικότερο – έχουμε μια σαφή δέσμευση από την πλευρά των εταίρων μας για την επιτυχή επιστροφή της χώρας στις αγορές χρήματος και, μάλιστα, όχι εν είδει ευχής, αλλά και με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, όπως, για παράδειγμα, αυτή η πολύ σημαντική δέσμευση για τη δημιουργία αποθεματικού για τη στήριξη των ελληνικών ομολόγων σε περίπτωση που εκείνη την εποχή υπάρχουν αναταράξεις στις διεθνείς αγορές.
Δεύτερον, υπάρχουν συγκεκριμένες επιπλέον δεσμεύσεις για παρεμβάσεις αναπτυξιακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της ίδρυσης αναπτυξιακής τράπεζας, ώστε να διασφαλιστεί η δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Αυτά, λοιπόν, βλέπουν οι επενδυτές χρήματος, αυτά βλέπουν οι οίκοι αξιολόγησης, αυτά βλέπουν οι αγορές, κύριοι της Νέας Δημοκρατίας, που τόσο πολύ ομνύετε σε αυτές και, κατά δυσαρέσκειά σας, επιστρέφουν τις τοποθετήσεις τους στα ελληνικά ομόλογα.
Πίσω, λοιπόν, από τον ορυμαγδό των δηλώσεων και των δημοσιευμάτων σκοπιμότητας που διαρρέετε, υπάρχει μια άλλη εικόνα που δεν σας αρέσει και γι’ αυτό θέλετε να την αποκρύψετε. Είναι η εικόνα μιας Ελλάδας ταλαιπωρημένης μεν από μια πολυετή κρίση, που άφησε σημαντικές κοινωνικές πληγές και ενός ελληνικού λαού με πολλές θυσίες, μιας Ελλάδας, όμως, που η εικόνα της δεν είναι αυτή που κάποιοι θέλουν, αλλά η εικόνα μιας χώρας που γυρίζει επιτέλους σελίδα, που κάνει σταθερά βήματα για την έξοδο από την κρίση και την επιτροπεία των μνημονίων. Και τα βήματα αυτά είναι προς τα μπροστά, προς το μέλλον και όχι προς το παρελθόν.
Άκουσα από την πλευρά σας και ένα ακόμη επιχείρημα, ότι δήθεν τα βήματα αυτά που έγιναν τις τελευταίες εβδομάδες το μόνο που κατάφεραν ήταν να γυρίσουμε εκεί που μας άφησε η προηγούμενη κυβέρνηση, του κ. Σαμαρά και του κ. Βενιζέλου, το καλοκαίρι του 2014.
Ας δούμε, λοιπόν, τα πράγματα ένα προς ένα, διότι, θυμάμαι, όταν με επισκεφτήκατε να συζητήσουμε πριν από δέκα περίπου ημέρες, με στόμφο μπροστά στα μέσα μαζικής ενημέρωσης είπατε να πάμε στη Βουλή να πούμε την αλήθεια.
Ας πούμε, λοιπόν, την αλήθεια, κ. Μητσοτάκη για να ακούσει ο ελληνικός λαός τι ακριβώς συγκρίνετε εσείς στη Νέα Δημοκρατία:
Το υποτιθέμενο «success story» της περιόδου εκείνης, του κ. Σαμαρά και του κ. Βενιζέλου, να συγκριθεί με τα πραγματικά στοιχεία, για τα οποία εμείς τώρα δεν πανηγυρίζουμε, διότι θέλουμε να είμαστε υπεύθυνοι και συγκρατημένοι. Να τα συγκρίνουμε, όμως, για να δούμε ποια είναι η πραγματική δυναμική ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας σήμερα με τα στοιχεία τα οποία είχαμε τότε.
Από πού να ξεκινήσει κανείς; Ας ξεκινήσουμε από το προσφιλές σας, τα πρωτογενή πλεονάσματα. Τι είχατε καταφέρει εσείς το 2014, το περίφημο «success story»; Είχατε καταφέρει να πέσετε έξω από το στόχο κατά 1,3% του ΑΕΠ – ενώ εμείς για στόχο 0,5% πιάσαμε 4,2% – και φέρατε τελικά πλεόνασμα μόλις 0,2%.
Ας αφήσουμε, όμως, τα πλεονάσματα και ας μιλήσουμε και για άλλους αριθμούς.
Θέλετε να μιλήσουμε για την απασχόληση; Πόση ήταν η ανεργία που παραλάβαμε εμείς τον Γενάρη του 2015; Θυμάστε; Ήταν 27%, με συνολική απώλεια κατά τη διετία του «success story» των κ.κ. Σαμαρά-Βενιζέλου, πάνω διακόσιες πενήντα χιλιάδες θέσεις εργασίας. Φανταστείτε να μην ήταν και «success story» πόσες θα είχαν χαθεί!
Να μιλήσουμε για τη ρευστότητα, που παραδώσατε τα ταμεία άδεια στην προσπάθεια να ναρκοθετήσετε την εξαγγελθείσα, πριν από τις εκλογές, διαπραγματευτική προσπάθεια της δικής μας Κυβέρνησης.
Να μιλήσουμε για τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων που είχατε συμφωνήσει για την τριετία 2015-2018, που αν διατηρούσαμε μετά από τη διαπραγμάτευση και δεν τους αναθεωρούσαμε προς τα κάτω, θα οδηγούσε σε απώλεια μόνο για αυτή την τριετία -2015-2018- περίπου 20 δισεκατομμυρίων ευρώ από την ελληνική οικονομία.
Μήπως να μιλήσουμε και για την εκβιαστική και για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους απόπειρα εξόδου στις αγορές που επιχείρησε τότε η κυβέρνηση Σαμαρά, η οποία έξοδος προφανώς και δεν έγινε για λόγους προετοιμασίας για την αποδέσμευση από τα δάνεια του επίσημου τομέα, αλλά μόνο και μόνο για να οικοδομηθεί αυτό το επίπλαστο, ψευδεπίγραφο, επικοινωνιακό «success story»; Διότι, όλοι γνώριζαν – και κυρίως εκτός της χώρας, κυρίως οι επενδυτές χρήματος – ότι η επιστροφή της χώρας ώστε να δανείζεται με τις δικές της δυνάμεις, η επιστροφή της χώρας στις αγορές, δεν ήταν δυνατόν να επιτευχθεί χωρίς ρύθμιση του ελληνικού χρέους.
Προτιμήσατε, όμως, τότε να δουλέψετε όχι προς όφελος της χώρας, αλλά προκειμένου να εξυπηρετήσετε ένα συγκεκριμένο επικοινωνιακό αφήγημα. Αντί να μιλήσετε δημόσια και ανοιχτά για την ανάγκη ρύθμισης του χρέους, επαιτούσατε για πιστοποιητικά βιωσιμότητας τους χρέους. Δεν σας ενδιέφεραν, δηλαδή, αυτά καθαυτά τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν για να δημιουργήσουν συνθήκες ασφάλειας, σιγουριάς στις αγορές, αλλά μονάχα το επικοινωνιακό αφήγημα. Και δεν είχατε στα χέρια σας καμία απολύτως εγγύηση, καμία απολύτως δέσμευση από τους δανειστές μας για τα αναγκαία μέτρα για την απομείωση του χρέους. Μονάχα -αν θυμάστε- όταν κάποτε είχε παραινέσει η Διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου τον τότε Υπουργό Οικονομικών να διεκδικήσει μέτρα για το χρέος από το Eurogroup και τον Γερμανό Υπουργό Οικονομικών, αυτός απευθύνθηκε στον τότε Υπουργό Οικονομικών λέγοντάς του το απαράμιλλο «Forget it, Giannis». Και φυσικά, και ο Γιάννης και ο Αντώνης και ο Βαγγέλης και όλοι σας το ξεχάσατε για πάντα.
Και σήμερα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έρχεται η Αξιωματική Αντιπολίτευση και ασκεί έντονη κριτική στη δική μας διαπραγμάτευση. Δικαίωμά της, βεβαίως, να ασκεί κριτική, αλλά να ξέρει ότι πάντοτε τα επιχειρήματα και κυρίως τα αποτελέσματα, συγκρίνονται και με τα δικά της πεπραγμένα. Διότι αυτή η διαπραγμάτευση τουλάχιστον επέφερε μια ουσιαστική απομείωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλά και ουσιαστικά, συγκεκριμένα και μετρήσιμα αποτελέσματα για την απομείωση του χρέους. Και είναι αποτελέσματα που δεν μπορείτε να διαστρεβλώσετε όσο και να προσπαθείτε, ούτε εσείς, ούτε, όμως, και διάφοροι ακραίοι σύμμαχοί σας στην Ευρώπη και ακραίοι της ευρωπαϊκής Δεξιάς, κυρίως, όμως, θα έλεγα, ακραίοι εχθροί της χώρας. Διότι, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι είχαν σχεδιάζει την έξοδο της χώρας από το ευρώ και τώρα έρχονται στην Ελλάδα να σας πουλήσουν πολιτική προστασία, όπως ο ομοϊδεάτης σας, ο κ. Βέμπερ, ο Γερμανός επικεφαλής της Ευρωομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, η σημερινή εικόνα της ελληνικής οικονομίας δεν έχει καμία σχέση με την τεχνητή εικόνα επιτυχίας που προσπαθήσατε να δημιουργήσετε το 2014. Σήμερα έχουμε στα χέρια μας μια θετική απόφαση για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους, που πείθει τις αγορές, έχουμε επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, αλλά και σαφή βελτίωση όλων των θεμελιωδών μεγεθών. Έχουμε αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και μεγάλη δυναμική ανάκαμψης με τεράστιο επενδυτικό ενδιαφέρον.
Και με βάση τα παραπάνω έχουμε πλέον τη δυνατότητα για βιώσιμη και οριστική –αυτό είναι το σημαντικότερο- επιστροφή στις αγορές, την οποία και θα προετοιμάσουμε με προσοχή, χωρίς βιασύνη και σε κάθε περίπτωση όχι για επικοινωνιακούς λόγους, αλλά για λόγους ουσιαστικούς, για να εγγυηθούμε την ομαλή έξοδο από το πρόγραμμα τον Αύγουστο του 2018. Για να εγγυηθούμε ότι η Ελλάδα δεν θα ξαναχρειαστεί πρόγραμμα στήριξης του επίσημου τομέα και πρόγραμμα προσαρμογής, αλλά θα μπορεί να αναχρηματοδοτεί το χρέος της αυτοδύναμα και με αυτόν τον τρόπο να ανακτήσει επιτέλους την οικονομική της κυριαρχία.
Όλα τα παραπάνω, όμως, εμείς επιθυμούμε να επιτευχθούν με την κοινωνία όρθια, με τις λιγότερες δυνατές πληγές και κυρίως με την προοπτική η ανάπτυξη που έρχεται να επουλώσει τις μεγάλες πληγές που δημιουργήθηκαν την επταετία της κρίσης. Και εδώ, αν θέλετε, βρίσκεται και η ουσιώδης διαφορά ανάμεσα σε ένα προοδευτικό, φιλολαϊκό σχέδιο για την έξοδο από την κρίση και σε ένα συντηρητικό και νεοφιλελεύθερο σχέδιο για την έξοδο από την κρίση.
Διότι, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, η δική μας ανάλυση για την έξοδο από την κρίση δεν εξαντλείται στις αγορές. Εμείς, πέραν της αναγκαίας δημοσιονομικής εξυγίανσης, αναγκαίας για την έξοδο από τα μνημόνια της σκληρής επιτροπείας, θεωρούμε ότι ο τόπος χρειάζεται επειγόντως ένα σοβαρό και μελετημένο αναπτυξιακό σχέδιο ανασυγκρότησης. Ένα σχέδιο ανασυγκρότησης, όμως, που θα έχει στο κέντρο της την εργασία και όχι τη συντριβή της εργασίας, όπως θέλουν οι ακραίοι νεοφιλελεύθεροι της Νέας Δημοκρατίας. Διότι η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να στηριχθεί σε μία πολιτική πλήρους απορρύθμισης της αγοράς εργασίας με κατεδάφιση κάθε κοινωνικής προστασίας και του κράτους πρόνοιας, με μοντέλα μισθών πείνας και ταυτόχρονα φοροαπαλλαγών για το μεγάλο κεφάλαιο.
Και εκεί είναι η μεγάλη διαφορά που έχουμε. Η Ελλάδα, όσο και αν θα μπορούσατε να το οραματίζεστε, κ. Μητσοτάκη, είναι μία αναπτυγμένη χώρα, δεν έχει καμία σχέση με τις αναπτυσσόμενες χώρες όπου το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επέβαλε ακραία νεοφιλελεύθερα προγράμματα. Η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει και δεν θα γίνει ούτε Χιλή του Πινοσέτ ούτε Βρετανία της Θάτσερ.
Και αυτό δεν είναι μόνο ζήτημα κοινωνικής προοπτικής, αλλά και αποτελεσματικότητας. Διότι έχει αποδειχθεί από την ίδια την εμπειρία ότι οι πολιτικές μείωσης του κόστους εργασίας οδηγούν ταυτόχρονα σε μείωση της παραγωγικότητας και τελικά αποδεικνύονται εκτός από αντικοινωνικές και οικονομικά αναποτελεσματικές, καταλήγουν τελικά σε μείωση της παραγωγικότητας και δημιουργούν συνθήκες κοινωνικών εντάσεων και απώλειας ανταγωνιστικότητας.
Εμείς, λοιπόν, στον αντίποδα αυτού του μοντέλου, αυτού του σχεδίου φέρνουμε ένα νέο παράδειγμα, ένα νέο μοντέλο, που αποδεικνύεται τελικά το μόνο αποτελεσματικό. Το μοντέλο μιας οικονομίας εντάσεως κεφαλαίου και υψηλής προστιθέμενης αξίας, που δεν θα βασίζεται στη μείωση του μισθολογικού κόστους, αλλά στην αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας μας και του ανθρώπινου δυναμικού της με έμφαση στην ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος και όχι στον περιορισμό του κόστους παραγωγής.
Προτεραιοποιούμε, λοιπόν, την ενίσχυση κλάδων της οικονομίας που στηρίζονται στην καινοτομία, στις νέες τεχνολογίες και στο υψηλών προσόντων ανθρώπινο δυναμικό της χώρας. Για πρώτη φορά μέσα στην κρίση ενισχύουμε την έρευνα, ενώ κάνουμε συστηματική προσπάθεια για την ενίσχυση της εξωστρέφειας αλλά και για την τόνωση της ενεργούς ζήτησης, ώστε η ελληνική οικονομία να ενισχυθεί και από την τόνωση των εξαγωγών αλλά και από την αύξηση της εσωτερικής ζήτησης με ένα ισορροπημένο μοντέλο, που δίνει έμφαση στην αύξηση του μεριδίου των μισθών στο συνολικό ΑΕΠ, στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και κυρίως στη δίκαιη διανομή του μέσω μηχανισμών αναδιανομής.
Και είναι ακριβώς σε αυτά τα δύο αντιπαραθετικά σχέδια για το μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας που εντοπίζεται η καταστατική και επίμονη διαφορά Αριστεράς και Δεξιάς, που τόσο θέλει να διαγράψει ο κ. Μητσοτάκης όσο φυσικά και οι υπερασπιστές του δήθεν μεταρρυθμιστικού κέντρου, που στην πραγματικότητα παραδίδονται άνευ όρων σε όλες τις βασικές παραδοχές του νεοφιλελευθερισμού. Και είναι, αν θέλετε, και το δικό μας σχέδιο – όχι το δικό σας – που ήδη έχει αρχίσει να αποδίδει κάποιους θετικούς καρπούς, παρά τη βαρυχειμωνιά των μνημονιακών μέτρων.
Θα σας δώσω, μόνο ενδεικτικά, μερικά στοιχεία. Να ξεκινήσω από το πιο σημαντικό, το θέμα της απασχόλησης. Διότι πιστεύω ότι δεν θα διαφωνήσει κανείς πως αν υπάρχει ένας εθνικός στόχος σήμερα είναι να ξανακερδίσουμε την εργασία, την απασχόληση, που φτάσαμε σε ποσοστά ανεργίας απαράδεκτα, όχι για ευρωπαϊκή αλλά και για χώρα που σέβεται τον εαυτό της.
Την περίοδο λοιπόν αμέσως μετά την κρίση, με Πρωθυπουργό τον κ. Παπανδρέου, στο συνολικό ισοζύγιο χάθηκαν 543.000 χιλιάδες θέσεις εργασίας. Την περίοδο τη μικρή, που ανέλαβε υπηρεσιακός Πρωθυπουργός ο κ. Παπαδήμος, χάθηκαν άλλες 93.000 θέσεις εργασίας και την περίοδο με Πρωθυπουργό τον κ. Σαμαρά και συγκυβερνήτη τον κ. Βενιζέλο χάθηκαν 259.000 θέσεις εργασίας. Στα δυόμισι χρόνια της δικής μας διακυβέρνησης έχουμε για πρώτη φορά μετά την κρίση θετικό ισοζύγιο και μάλιστα αυτό το ισοζύγιο δείχνει ότι κερδήθηκαν 230.000 θέσεις εργασίας.
Αυτά είναι στοιχεία, αριθμοί, που καλό είναι να τους έχουμε στο μυαλό μας όταν κάνουμε συγκρίσεις και είναι αριθμοί που βεβαίως προέρχονται από τις υπηρεσίες εκείνες και της ΕΛΣΤΑΤ αλλά και του Υπουργείου Εργασίας, της «ΕΡΓΑΝΗΣ», που δεν επιδέχονται καμία αμφισβήτηση.
Την ίδια στιγμή – γιατί ξέρετε και πράγματι θα έχει δίκιο κάποιος να πει- σημαντικό πράγμα να αλλάξει πρόσημο ο δείκτης, να πάμε από την απώλεια θέσεων εργασίας στη δημιουργία θέσεων εργασίας – βεβαίως είναι ακόμα μακρύς ο δρόμος, αλλά το ότι σιγά σιγά έχουμε καταφέρει και έχουμε καλύψει τουλάχιστον το έδαφος των δύο προηγούμενων χρόνων είναι σημαντικό- όμως δεν έχει να κάνει μόνο με τις θέσεις εργασίας αλλά και με την ποιότητα της εργασίας και θα συμφωνήσω απόλυτα.
Για πρώτη λοιπόν, επίσης, φορά έχουμε θετική συμβολή στην αύξηση του ΑΕΠ και από την ιδιωτική κατανάλωση, λόγω ακριβώς της αύξησης των μισθών, παρά την – δεν υπάρχει αντίρρηση – υψηλή φορολογία, ενώ ταυτόχρονα και μετά από τεράστιες προσπάθειες αντιστρέφουμε την τάση που επικράτησε στην ελληνική αγορά εργασίας μετά από τις μεταρρυθμίσεις του 2011 και του 2012.
Για πρώτη φορά το ισοζύγιο μεταξύ θέσης πλήρους και μερικής απασχόλησης γέρνει προς την πλευρά της πλήρους απασχόλησης.
Συγκεκριμένα, μέσα σε μια τριετία, από το 2012 έως το 2015, με την επικράτηση των ελαστικών μορφών εργασίας είχαμε ένα ποσοστό 60-40 υπέρ των εργασιακών σχέσεων μερικής απασχόλησης, ενώ τους τελευταίους μήνες παρατηρείται ανατροπή αυτής της τάσης με τις θέσεις πλήρους απασχόλησης να αυξάνονται και να παίρνουν και πάλι την πρωτοκαθεδρία. Και αυτό, όπως καταλαβαίνετε, δεν έχει να κάνει με κάποια αυθόρμητη τάση στην αγορά εργασίας. Το αντίθετο, αποτελεί επίτευγμα τόσο των ελεγκτικών μηχανισμών, που για πρώτη φορά λειτουργούν με τη μέγιστη δυνατή αποτελεσματικότητα, όσο, όμως, και των στοχευμένων προγραμμάτων ένταξης ανέργων στην αγορά εργασίας.
Όμως, η βαθιά διαχωριστική γραμμή, που μας χωρίζει από τη Νέα Δημοκρατία, δεν φαίνεται μονάχα στην αγορά εργασίας. Είναι περισσότερο από εμφανής, θα έλεγα, και στην προσπάθειά μας για την οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού κράτους.
Καταρχήν, να αναφερθώ στα λεγόμενα αντίμετρα, που εμείς ψηφίσαμε και εσείς καταψηφίσατε, και θα μπουν σε εφαρμογή τον Γενάρη, την 1/1/2019, διότι ο στόχος για το πλεόνασμα του 2018, όσο και να παρακαλούν και να προσεύχονται κάποιοι, θα επιτευχθεί, όπως όλοι άλλωστε πλέον προβλέπουν, και τα μέτρα αυτά θα εφαρμοστούν.
Να ξεκινήσω από το μέτρο για την επιδότηση ενοικίου με 600 εκατομμύρια ευρώ, που θα καλύψει σχεδόν τα μισά νοικοκυριά της χώρας, που διαμένουν σε ενοίκιο ή έχουν στεγαστικό δάνειο και η οποία μπορεί να φτάνει μέχρι και τα 1.000 ευρώ ετησίως ανά νοικοκυριό, ένα ποσό που πράγματι υπάρχουν νοικοκυριά, που το έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη.
Η εξαιρετικά σημαντική ενίσχυση της επιδοματικής πολιτικής μέσα από την αύξηση κατά 250 εκατ. ευρώ του Προϋπολογισμού για τα οικογενειακά επιδόματα, που σήμερα βρίσκεται στα 650 εκατ. ευρώ, με στόχο να ενισχυθεί το επίδομα από το πρώτο και το δεύτερο παιδί, ενισχύοντας παράλληλα και τρίτεκνους, πολυτέκνους.
Η επέκταση των προγραμμάτων σχολικών γευμάτων, που τόσο πολύ κοροϊδεύατε – υποτιμητικά, υπεροπτικά εγώ θα έλεγα- το προηγούμενο διάστημα σε Δημοτικά και Γυμνάσια περιοχών με υψηλά ποσοστά ανεργίας και φτώχειας, προκειμένου να καλυφθεί σχεδόν το 50% των μαθητών Δημοτικού και Γυμνασίου όλης της χώρας, καθώς και η αύξηση κατά 50% του συνολικού αριθμού παιδιών προσχολικής ηλικίας, που θα μπορούν δωρεάν να εγγραφούν σε βρεφονηπιακούς σταθμούς. Με τον τρόπο αυτό από τα ενενήντα χιλιάδες παιδιά, που δικαιούνταν να εγγραφούν σήμερα, το 2019 οι θέσεις θα φθάσουν τις 120.000 και το 2020 θα ξεπεράσουν τις 135.000 χιλιάδες.
Η ριζική μεταρρύθμιση στη χρηματοδοτική συμμετοχή των ασφαλισμένων στην φαρμακευτική δαπάνη, αφού το 2019 για όποιον έχει εισόδημα ως 700 ευρώ, η συμμετοχή θα είναι μηδενική, ενώ για όσους έχουν από 700 έως 1.200 ευρώ θα μειωθεί κατά 50% περίπου.
Η πρόβλεψη για δημιουργία επιπλέον τριάντα χιλιάδων θέσεων εργασίας τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, κυρίως με στόχο την ανάσχεση φυγής των νέων επιστημόνων και με την υποχρέωση των εργοδοτών να διατηρήσουν τους εργαζόμενους για τουλάχιστον έξι μήνες ακόμα μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος.
Δεν είναι, όμως, μόνο όσα θα γίνουν το 2019 ή και νωρίτερα, θα έλεγα, κάποια απ’ αυτά – αν όπως όλα δείχνουν, έχουμε συνεχώς τόσο σημαντική υπεραπόδοση της οικονομίας – αλλά είναι και όσα έχουν ήδη πραγματοποιηθεί, όσα έχουν ήδη γίνει.
Θέλω να μιλήσω ιδιαίτερα για τον τομέα της υγείας ως παράδειγμα. Την ώρα που εσείς με τις πολιτικές σας εξωθούσατε την πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας εν μέσω πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης και δυσπραγίας στα ιδιωτικά νοσηλευτήρια, εμείς ήλθαμε και παρά τις δυσκολίες δώσαμε πρόσβαση σε δυόμισι εκατομμύρια ανασφάλιστους συμπολίτες μας σε υπηρεσίες δημόσιας υγείας.
Όλοι οι πολίτες πλέον μπορούν να πάνε σε ένα δημόσιο νοσοκομείο και να νοσηλευτούν, χωρίς να φοβούνται για τον λογαριασμό που θα τους έρθει, μένοντας ανήμποροι, χωρίς ιατρική περίθαλψη.
Καταφέραμε, επίσης, να αναστρέψουμε την εικόνα πλήρους καταστροφής και τη ροπή που ήταν για τέσσερα χρόνια, τη δραματική μείωση προσωπικού και για πρώτη φορά, από τον Οκτώβρη του ’15 και μετά, έχουμε αύξηση του προσωπικού στα δημόσια νοσηλευτήρια. Από τον Οκτώβρη του ’15 έως σήμερα, παρά τα ασφυκτικά πλαίσια για προσλήψεις στο δημόσιο -που τα τηρούμε- δεν βγαίνουμε έξω από αυτά.
Έχουμε ενισχύσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας με περίπου 9.000 άτομα, που έχουν αναλάβει υπηρεσία τα τελευταία δύο χρόνια και από αυτούς οι περίπου 3.000 είναι μόνιμο προσωπικό, ενώ έχουν προκηρυχθεί ή αναμένεται να προκηρυχθούν το επόμενο διάστημα άλλες περίπου 9.500 θέσεις, εκ των οποίων οι περίπου 5.000 θα είναι μόνιμο προσωπικό. Και επαναλαμβάνω, όλα αυτά μέσα στις δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει για την τήρηση των στόχων σε ό,τι αφορά τον αριθμό των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα.
Αλλά αυτά γίνονται, γιατί ήταν και παραμένει απόφασή μας να δώσουμε απόλυτη προτεραιότητα στη διάσωση του συστήματος υγείας, που εσείς συνειδητά είχατε οδηγήσει στην κατάρρευση. Και επόμενος μεγάλος στόχος μας στην υγεία είναι μέχρι το τέλος του ’17, να έχουν τεθεί σε λειτουργία διακόσιες τριάντα εννιά νέες τοπικές μονάδες υγείας σε ογδόντα διαφορετικές αστικές περιοχές της χώρας, κατά κύριο λόγο σ’ αυτές που αντιμετωπίζουνε το πιο οξυμένο κοινωνικό πρόβλημα.
Θα μου πείτε, τώρα, κύριοι της Νέας Δημοκρατίας, αυτά για εσάς ίσως είναι μικρά γράμματα. Το γνωρίζουμε. Αν και εδώ που τα λέμε, όπως αποκαλύπτεται και από την Εξεταστική για τα σκάνδαλα στην υγεία και ιδιαίτερα από την περίπτωση του «Ντυνάν», για πολλούς από εσάς και για τις οικογένειές σας, δεν υπήρχε θέμα αγωνίας για το πώς θα νοσηλευτείτε σε ένα δημόσιο νοσοκομείο ή πώς θα πληρώσετε τα νοσήλια σε ένα ιδιωτικό. Γιατί νοσηλευόσασταν τσάμπα στο [Νοσοκομείο Ερρίκος] Ντυνάν εις υγείαν των κορόιδων! Ή κάνω λάθος; Αν κάνω λάθος, να με διαψεύσετε.
Έρχομαι, όμως, τώρα στον τομέα της πρόνοιας, που από την πρώτη στιγμή ρίξαμε όλες τις δυνάμεις μας, τον Γενάρη του ’15 και συνεχίζουμε τις προσπάθειές μας για περαιτέρω ανάσχεση της ανθρωπιστικής κρίσης.
Σήμερα, λοιπόν, 550.000 συμπολίτες μας – αυτοί που συνηθίζεται να λέγεται ότι είναι κάτω από τα ραντάρ – λαμβάνουν το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης και διαρκές μέλημά μας είναι αυτό να επεκταθεί σε όλους όσους το έχουν ανάγκη.
Αλλά προχωράμε ακόμη περισσότερο, προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα βαθύτερα αίτια της κρίσης. Και γι’ αυτόν τον λόγο και το 10% των δικαιούχων του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης πολύ σύντομα, κάνοντας την αρχή μέσα στο 2017, θα έχουν τη δυνατότητα να ενταχθούν σε προγράμματα απασχόλησης, για να μην έχουν ανάγκη ένα επίδομα, για να μπορέσουν να εξασφαλίζουν τα απολύτως απαραίτητα προς το ζην.
Διότι, ο στόχος μας δεν είναι άλλος, παρά η πλήρης εξάλειψη της ακραίας φτώχειας. Μπορεί να μην τη δημιουργήσαμε εμείς, αλλά είμαστε εμείς που έχουμε την εντολή και το καθήκον να την εξαλείψουμε και θα το κάνουμε πράξη.
Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά που σας περιέγραψα με το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας, το σκληρό και αντικοινωνικό πρόγραμμα, θα προσέθετα εγώ. Ένα πρόγραμμα που στοχεύει στην περαιτέρω κατεδάφιση του κοινωνικού κράτους, ένα πρόγραμμα που δεν κρύβει ότι θα υπάρξουν και μαζικές απολύσεις, ένα πρόγραμμα που δεν κρύβει -ίσα-ίσα το διατυμπανίζει- ότι θα ενισχυθεί χάριν της ανταγωνιστικότητας η εργοδοτική αυθαιρεσία. Και δεν κρύβει –μάλιστα το διατυμπανίζει και εντόνως- ότι θα παραχωρηθούν ευαίσθητοι τομείς δημόσιων υπηρεσιών σε ιδιωτικά συμφέροντα και μάλιστα με μεγαλύτερο δημοσιονομικό κόστος. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στη Νέα Δημοκρατία είναι τόσο σαφείς όσο σαφείς ήταν και θα είναι πάντα η διαφορά ανάμεσα σε πολιτικές κοινωνικής προστασίας και στον νεοφιλελευθερισμό.
Και για να δανειστώ μια φράση της κα. Γεννηματά – δεν είμαι βέβαια σίγουρος ότι την εννοούσε, όταν την είπε – πράγματι, κ. Μητσοτάκη, μας χωρίζει πολιτική άβυσσος από το πρόγραμμά σας και από την πολιτική σας. Και αυτό το γνωρίζει καλά και ο ελληνικός λαός.
Όμως, ο ελληνικός λαός γνωρίζει καλά και κάτι άλλο, ότι με το πρόγραμμα και με τις θέσεις σας δεν μπορείτε να πείσετε κανέναν παραπάνω από έναν σκληρό πυρήνα ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας και όχι των παραδοσιακών ψηφοφόρων.
Σας ξέρει καλά ο ελληνικός λαός, κ. Μητσοτάκη. Σας ξέρει και σας έχει δοκιμάσει. Άρα, το να προσποιείστε το καινούργιο εσείς ειδικά, είναι το τελευταίο στο οποίο θα μπορούσατε να επενδύσετε.
Τώρα πλέον δεν μπορείτε να επενδύσετε ούτε στην καταστροφή και στην κινδυνολογία, αφού τα ίδια τα γεγονότα σάς έχουν πλέον διαψεύσει. Τι σας έχει μείνει, λοιπόν; Να επενδύετε σε μια τεχνητή πόλωση, στη στοχοποίηση και στη λασπολογία απέναντι σε κυβερνητικά στελέχη και στη δημιουργία τεχνητών κοινωνικών εντάσεων, πότε παίζοντας παιχνίδια με τη δημόσια υγεία, προτρέποντας τους συνδικαλιστές της ΔΑΚΕ στην καθαριότητα να αλλάξουν στάση, για να συνεχισθεί η απεργία εν μέσω πρωτοφανούς καύσωνα και ενώ τα αιτήματά τους είχαν ικανοποιηθεί πότε προκαλώντας συγκέντρωση αστυνομικών στην πλατεία Εξαρχείων και ευελπιστώντας να μετατραπεί μια περιοχή της Αθήνας σε πεδίο μάχης και πότε ξαναπαίζοντας το χιλιοπαιγμένο έργο δήθεν κυβερνητικών παρεμβάσεων στον χώρο της Δικαιοσύνης. Γιατί; γιατί ο Υπουργός Άμυνας έκανε το μεγάλο έγκλημα να παροτρύνει κάποιον που ισχυριζόταν πως έχει στοιχεία για τη μεγάλη υπόθεση, τη μεγαλύτερη υπόθεση πανευρωπαϊκά εμπορίας ναρκωτικών –δεν ίδρωσε το αυτί κανενός- με πάνω από δύο τόνους ηρωίνης να τα δώσει στη Δικαιοσύνη, για να διαλευκανθεί η υπόθεση. Αυτό ήταν το μεγάλο έγκλημα.
Κύριοι της Νέας Δημοκρατίας, δεν ξέρω εάν έχετε καταλάβει ότι εδώ και δύο εβδομάδες δίνετε την εικόνα μίας παράταξης που δεν έχει προσανατολισμό και καθοδηγείται από την ξεχωριστή και τις περισσότερες φορές, θα έλεγα, έξαλλη ατζέντα του Αντιπροέδρου σας, του κ Γεωργιάδη. Μια ατζέντα, ομολογώ, εξαιρετικά αποτελεσματική για ένα μικρό κόμμα της ακραίας Δεξιάς, όπως ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός του κ. Καρατζαφέρη, όπου διέπρεψε, αλλά φοβάμαι εξαιρετικά «στενάχωρη» για μια παράταξη, που παρά τις μεγάλες διαφορές που και τώρα και στο παρελθόν είχαμε, δεν βρέθηκε ποτέ άλλοτε τόσο απόμακρη, τόσο μακριά από την αίσθηση της εθνικής ευθύνης.
Κ. Μητσοτάκη, θα σας το πω ευθέως. Αντιπολίτευση στην Κυβέρνηση, ναι, είναι θεμιτή. Αντιπολίτευση στο κυβερνών κόμμα και στις θέσεις του, στις πολιτικές του προτάσεις, ναι, όσο πιο σκληρή, τόσο το καλύτερο για τη δημοκρατία. Αντιπολίτευση, όμως, απέναντι στα συμφέροντα της χώρας και της κοινωνίας, αντιπολίτευση απέναντι στην πατρίδα, όχι, κ. Μητσοτάκη!
Και αν εσείς έχετε επιλέξει μέσα στην απελπισία σας να το κάνετε, δεν θα σας το επιτρέψουμε ούτε εμείς ούτε ο ελληνικός λαός.
Και τώρα που το παραμύθι της καταστροφής τελείωσε οριστικά, δίχως δράκο, δεν θα σας επιτρέψουμε να βάζετε διαρκώς τρικλοποδιές, να υπονομεύετε τη μεγάλη εθνική – θα έλεγα εγώ – προσπάθεια να βγει η χώρα από την κρίση, να ξαναπατήσει στα πόδια της και να ανασάνει ο ελληνικός λαός. Και σε αυτήν την προσπάθεια η ιστορία θα δικαιώσει και τους αγώνες και τις επιλογές μας, με κόστος, αλλά θα τις δικαιώσει.
Παρά το γεγονός ότι είμαστε μόνοι μας σε αυτήν την προσπάθεια, θα τα καταφέρουμε. Όσο κι αν αυτό σε κάποιους δεν αρέσει, εμείς θα είμαστε αυτοί που θα βγάλουμε τη χώρα, την ελληνική κοινωνία και τον λαό από τα μεγάλα αδιέξοδα και τη μεγάλη περιπέτεια, στην οποία εσείς την οδηγήσατε.
Σας ευχαριστώ.