Αθήνα, 10 Μαρτίου 2011
Παρέμβαση υπουργού Προστασίας του Πολίτη, κ. Χρήστου Παπουτσή, στη Βουλή, όσον αφορά στην ένσταση αντισυνταγματικότητας του άρθρου 18 του Σχεδίου Νόμου «Σύσταση του Γραφείου Αντιμετώπισης Περιστατικών Αυθαιρεσίας και άλλες διατάξεις», το οποίο ρυθμίζει θέματα συνδικαλιστικών ενώσεων αστυνομικού προσωπικού.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κατ’ αρχάς, σχετικά με το άρθρο 18, θέλω να διευκρινίσω προς τον κ. Πλεύρη ο οποίος έθεσε πρώτος το θέμα, ότι δεν καταργείται καμία οργάνωση. Αντιθέτως, δίδεται η δυνατότητα σε περισσότερες, νέες πρωτοβάθμιες οργανώσεις να δημιουργηθούν σε επίπεδο αστυνομικών διευθύνσεων και στις παλαιές, δίδεται χρόνος να προσαρμοστούν στις νέες προδιαγραφές του νόμου. Αυτό ανταποκρίνεται στην υποχρέωση του κράτους να λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση των συνδικαλιστικών ελευθεριών, όπως ρητά ορίζεται στο άρθρο 23 του Συντάγματος.
Και μιλάμε για τις συνταγματικές συνδικαλιστικές ελευθερίες.
Δεν μιλάμε για το άρθρο 12 και τα σωματεία.
Πιστεύω μάλιστα ότι η φίμωση των σωματείων που έχουν ήδη προσπαθήσει στην Αττική να δημιουργηθούν, γιατί δεν πιστεύω ότι υπάρχει κανείς συνάδελφος μέσα σε αυτή την αίθουσα που να μη γνωρίζει ότι επί σειρά ετών γίνονταν συνεχείς προσπάθειες δημιουργίας σωματείων οι οποίες είχαν απορριφθεί γι αυτούς τους λόγους. Πιστεύω λοιπόν ότι έφτασε η ώρα να σταματήσει η φίμωση των σωματείων που θέλουν να δημιουργηθούν στην Αττική. Και αυτή η προσπάθεια να επιμένουμε στη φίμωση των σωματείων και αστυνομικών προσβάλλει βάναυσα την ελευθερία των εργαζόμενων αστυνομικών να εκφράζονται σε πρωτοβάθμιο επίπεδο. Γι’ αυτό, η τροποποίηση του νόμου 2265/1994 που έθεσε αρχικά το γεωγραφικό όριο του νομού ως κριτήριο, προέκυψε ως αναγκαιότητα μετά από την εμπειρία τόσων ετών. Και αλίμονο αν αρνηθούμε στη Βουλή των Ελλήνων που ψήφισε τον αρχικό νόμο, το δικαίωμα να τον τροποποιήσει εφόσον το κρίνει αναγκαίο.
Τότε, θα είχαμε δημιουργήσει το νομικό παράδοξο να απαγορεύεται τροποποίηση νόμου. Να δίδεται σε ένα νόμο υπερνομοθετική - σχεδόν συνταγματική θα έλεγα - ισχύς. Συνεπώς, ο νομοθέτης έχει κάθε δικαίωμα και είναι ο μόνος που μπορεί να το κάνει, να θέσει τους όρους και τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων οργανώνεται ο αστυνομικός συνδικαλισμός. Από εκεί και έπειτα, κανένα δικαίωμα συνταγματικά κατοχυρωμένο δεν θίγεται, και αναφέρομαι ειδικότερα στο δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι που προστατεύεται στο άρθρο 12 του Συντάγματος.
Οποιοσδήποτε Έλληνας μπορεί να ικανοποιεί το δικαίωμά του αυτό, στα πλαίσια πάντα του νόμου όπως ορίζει το Σύνταγμα, και κανείς δεν εμποδίζει καμία ένωση , προφανώς και την Ένωση Αττικής, να συνεχίσει να υπάρχει εάν το επιθυμεί ως σωματείο αστικού τύπου. Αλλά το πώς θα οργανωθεί ο αστυνομικός συνδικαλισμός, και ο κάθε συνδικαλισμός, σύμφωνα με το Σύνταγμα κ . Δρίτσα, το ορίζουν οι νόμοι που ψηφίζει η Βουλή. Γι’ αυτό άλλωστε, υπενθυμίζω ότι στον αστυνομικό συνδικαλισμό δεν ισχύει η αρχή της πολλαπλότητας των σωματείων, όπως ισχύει στον ευρύτερο συνδικαλισμό. Η ιδιαίτερη φύση των αστυνομικών καθηκόντων επιβάλλει τέτοιου είδους περιορισμούς. Έτσι, εμείς προτείνουμε στη Βουλή να αλλάξει ο εδαφικός περιορισμός που γίνεται, και από νομός, που είναι μια αυτοδιοικητική έννοια, να γίνει αστυνομική διεύθυνση που είναι μια καθαρά αστυνομική δομή, ώστε να εξυπηρετηθεί πάνω απ’ όλα το αναφαίρετο δικαίωμα των αστυνομικών για καλύτερη και ευρύτερη εκπροσώπηση.
Κλείνω ως προς το άρθρο 18 λέγοντας ότι ο αστυνομικός συνδικαλισμός αποτελεί κατάκτηση όλων των εργαζόμενων αστυνομικών, σε όποια κατηγορία κι αν ανήκουν.
Το κράτος, και ιδίως οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, με το Σύνταγμα και τους νόμους, έχει σταθεί αρωγός στην προσπάθειά τους να εκφραστούν συλλογικά και δημοκρατικά. Ας δουν λοιπόν όλοι τα θετικά της συγκεκριμένης ρύθμισης και την άνθιση του συνδικαλισμού που θα επέλθει με τα νέα σωματεία και σε συνδυασμό με την άλλη ρύθμιση στο επόμενο άρθρο για την καθιέρωση της απλής αναλογικής, για πρώτη φορά στην ιστορία του συνδικαλισμού στη χώρα μας. Κατόπιν τούτων, είναι σαφές ότι δεν θίγονται σε καμία περίπτωση τα δικαιώματα που απορρέουν από τα άρθρα 12 και 23 του Συντάγματος. Όσο γι’ αυτούς που επιμένουν ιδιοτελώς να διαμαρτύρονται, ας μη συγχέουν τα πράγματα.
Είναι άλλο το άρθρο 23 και άλλο το άρθρο 17 του Συντάγματος για την προστασία της ιδιοκτησίας. Δεν είναι κανενός ιδιοκτησία ο συνδικαλισμός στην αστυνομία.
Επιπλέον, όσον αφορά στην επιστημονική έκθεση της Βουλής στην οποία απ ό,τι κατάλαβα έκανε αντίκρουση ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ. Αναφέρομαι στην παράγραφο γ όπου λέει η «Ειδικώς ως προς το αστυνομικό προσωπικό που υπηρετεί στον νομό Αττικής, ο μεγάλος αριθμός του, σε σχέση με το προσωπικό που υπηρετεί σε άλλους νομούς της χώρας, δικαιολογεί - αν δεν επιτάσσει - και κατ’ εφαρμογή της αρχής της ισότητας, τη διεύρυνση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων τους και την πληρέστερη εκπροσώπησή τους, με τη δυνατότητα σύστασης περισσότερων ενώσεων, όπως προβλέπεται και στη Γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους 45/2009. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στη σελίδα 12, η οποία μιλάει για την ισχύουσα και υπό το προηγούμενο διοικητικό καθεστώς διαίρεση του νομού Αττικής με πληθυσμιακά προφανώς κριτήρια και δεύτερον, τον σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό αστυνομικού προσωπικού που υπηρετεί στο νομό αυτό σε σχέση με εκείνους που υπηρετούν στους υπόλοιπους νομούς της χώρας , τα οποία θα δικαιολογούσαν ίσως τη διεύρυνση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των αστυνομικών αυτών με τη δυνατότητα σύστασης ισάριθμων συνδικαλιστικών ενώσεων. Επειδή έγιναν πολλές αναφορές και στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους και στην Επιστημονική Έκθεση της Βουλής, ήθελα να διευκρινίσω προς όλες τις κατευθύνσεις τι είναι συνταγματικό, τι είναι νομικώς ορθό, τι είναι δεοντολογικό, τι είναι δημοκρατικό και τι περιέχει άλλου είδους σκοπιμότητες.