Μόνη συζήτηση επί της αρχής, των άρθρων και του συνόλου του σχεδίου νόμου: «Ενίσχυση Ιδιωτικών Επενδύσεων για την Οικονομική Ανάπτυξη, την Επιχειρηματικότητα και την Περιφερειακή Συνοχή».
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Ευάγγελος Αργύρης): Το λόγο έχει η Ειδική Αγορήτρια του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Ευαγγελία Αμμανατίδου-Πασχαλίδου.
Ορίστε, κυρία Πασχαλίδου, έχετε το λόγο.
ΛΙΤΣΑ ΑΜΜΑΝΑΤΙΔΟΥ-ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ: Ευχαριστώ, κύριε Πρόεδρε.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συζητάμε τον επενδυτικό νόμο, που από τότε που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας το ΠΑΣΟΚ πριν από δεκαπέντε μήνες, τον πολυδιαφήμισε αφήνοντας μεγάλες προσδοκίες σε επιχειρήσεις, βασικά στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες βιώνουν το βάθεμα της κρίσης, τον σκληρό ανταγωνισμό των μεγάλων επιχειρήσεων, τα φορολογικά μέτρα που τους εξομοιώνουν με τους λίγους και εκλεκτούς και την αγωνία της επόμενης ημέρας, αφού πολλοί συνάδελφοί τους έχουν κλείσει ή βρίσκονται στη διαδικασία του λουκέτου.
Ο αναπτυξιακός, ή μάλλον επενδυτικός νόμος χρησιμοποιεί κεφάλαια από το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων. Δηλαδή, πρόκειται για δημόσιο χρήμα, το οποίο δίνεται για ιδιωτικές επενδύσεις. Άρα, είναι κοινωνικά κεφάλαια και πρέπει να καλύπτουν τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας σε επίπεδο πρώτα κοινωνικό φυσικά και μετά σε εργασιακό, οικονομικό, περιβαλλοντικό, ώστε να επιτευχθεί η ανάπτυξη που ευαγγελίζεστε, κύριοι της Κυβέρνησης.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί, σχετικά με το πώς δίνονται αυτά τα χρήματα για ιδιωτικές επενδύσεις, τα οποία καλύπτονται από την ίδια την κοινωνία. Αυτό βέβαια που είναι οξύμωρο είναι ότι, ενώ το χρήμα είναι δημόσιο, αποκλείεται ο δημόσιος τομέας, αποκλείονται οι θυγατρικές εταιρείες του δημοσίου και όσοι χρηματοδοτούνται σε ποσοστό πάνω από 49% από τον κρατικό προϋπολογισμό, όπως και οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ειδικά τώρα με τον Καλλικράτη, που έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη από υποστηρικτικές δομές, δεν μπορούν να ενταχθούν οι νέοι ΟΤΑ σε αυτόν τον επενδυτικό νόμο και αυτό είναι άδικο.
Κύριοι συνάδελφοι, έχουμε μία πολύπλευρη χρηματοπιστωτική, αναπτυξιακή, κοινωνική και περιβαλλοντική κρίση κατά την οποία κανονικά θα έπρεπε να δρομολογούνται οι διαδικασίες για την αποτελεσματική χρήση ενός αναπτυξιακού εργαλείου που θα συνδυαμορφώσει τις προοπτικές της οικονομίας για τα επόμενα πέντε χρόνια.
Όμως, για κάθε αναπτυξιακό νόμο που έρχεται προς ψήφιση, εγείρονται μία σειρά από ερωτήματα, τα οποία πρέπει να απαντηθούν.
Κατά πόσο, δηλαδή, οι περιφέρειες της χώρας μπορούν να περιμένουν κάποια απάντηση στα προβλήματά τους.
Κατά πόσο οι άνεργοι μπορούν να προσδοκούν, ότι θα υπάρχουν περισσότερες θέσεις εργασίας.
Κατά πόσο μπορούμε να ευελπιστούμε, ότι αυτός ο νόμος θα έχει κάποιο θετικό αποτέλεσμα στα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Κατά πόσο ο νόμος παρεμβαίνει επί της ουσίας στα ζητήματα, όπως η αποκέντρωση και το αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο.
Αναγνωρίζεται και στην εισηγητική έκθεση ότι η μέχρι σήμερα εφαρμογή των διαφόρων κατά περιόδους αναπτυξιακών νόμων είχε αποτελέσματα κατώτερα των προσδοκιών, βάσει ακόμη και των δικών τους στόχων, των ίδιων των αναπτυξιακών νόμων.
Άρα, πρέπει να εξετάσουμε σε ένα πιο μακροσκοπικό επίπεδο, ποια είναι η συμβολή των κινήτρων και ποια είναι αυτά στην αντιμετώπιση των αναπτυξιακών προβλημάτων. Ωστόσο αυτό προϋποθέτει μία αναλυτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων και των εμπειριών από την εφαρμογή των προηγούμενων αναπτυξιακών νόμων. Χωρίς αυτή την αξιολόγηση το πιθανότερο είναι να επαναληφθούν χρεοκοπημένα αναπτυξιακά μοντέλα που συνέβαλαν στην όξυνση της κρίσης. Θα έπρεπε να υπάρχουν στατιστικά στοιχεία για τη λειτουργία αυτών των επιχειρήσεων, για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας, για το πώς χειρίστηκαν τα κεφάλαια, αν αυτές οι επιχειρήσεις αυτή τη στιγμή είναι εν ενεργεία και τι κύκλο εργασιών κάνουν.
Όλοι μας γνωρίζουμε ότι υπάρχουν επιχειρήσεις, οι οποίες πήραν τα χρήματα και έχουν εξαφανιστεί. Θα σας θυμίσω εν τάχει αυτό που είπα και στην Επιτροπή, σχετικά με τον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας και τον όμιλο ΛΑΝΑΡΑ, που είχε επιδοτηθεί επί χρόνια ολόκληρα μέσα από επενδυτικούς νόμους σε βάρος του δημοσίου και του φορολογούμενου πολίτη και τελικά έχουμε δεκατέσσερα εργοστάσια κουφάρια και εκατοντάδες εργαζόμενους, οι οποίοι είναι όμηροι και είναι στην απόγνωση. Αν θέλουμε να μην έχουμε ανάλογες καταστάσεις στο μέλλον θα πρέπει να διασφαλίζεται μέσα από τον ίδιο το νόμο και βεβαίως με έναν έλεγχο των υπηρεσιών που θα το χειριστούν.
Εμείς από την πλευρά μας θεωρούμε ότι υπάρχουν προϋποθέσεις και όροι για την ανάπτυξη και την απασχόληση, στους οποίους κάθε νόμος περί εξατομικευμένων κινήτρων είναι υπάγωγος και χωρίς αυτούς δεν μπορεί να επιφέρει αμφισβητήσιμα αποτελέσματα. Τα κίνητρα δεν μπορούν να λειτουργήσουν εν κενώ, αλλά με σαφείς προσδιορισμούς.
Πιο συγκεκριμένα και ενδεικτικά εμείς υποστηρίζουμε τα ακόλουθα: Αυτό που απαιτείται είναι ένα εθνικό στρατηγικό πλαίσιο ανάπτυξης και σχέδιο για το ποιες δραστηριότητες θα αναπτυχθούν και ποιοι κλάδοι. Παρ’ όλα αυτά, ενώ είμαστε αντίθετοι με όλη αυτή τη λογική του παρόντος σχεδίου νόμου τουλάχιστον ευελπιστούμε να βοηθήσουμε και να παρέμβουμε στο να βελτιωθεί το παρόν σχέδιο νόμου –και εκεί επικεντρωνόμαστε- προς όφελος της κοινωνίας και όχι των μεγάλων επενδυτών, που βάζουν τους όρους της αγοράς και της μεγαλύτερης κερδοφορίας τους. Δυστυχώς, μέσα από αυτόν τον αναπτυξιακό νόμο απουσιάζουν οι παραγωγικοί κλάδοι της χώρας –γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία, υδατοκαλλιέργειες- και είναι στη βούληση των συναρμόδιων Υπουργών να τους εντάξουν, όπως και τα κριτήρια υπαγωγής, τα επιλέξιμα επενδυτικά σχέδια με Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις.
Αγαπητοί συνάδελφοι και συναδέλφισσες, θέλουμε δημόσιες υποδομές και επενδύσεις για έργα κοινής ωφέλειας. Είναι παντελώς εκτός του σχεδίου, κύριε Υπουργέ. Επίσης, θέλουμε ολοκλήρωση και εφαρμογή του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού. Θέλουμε μία αποτελεσματική και εκσυγχρονισμένη διοίκηση, ώστε να μπορεί να έχει ουσιαστικό ελεγκτικό ρόλο. Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία, όταν δίνεται ζεστό δημόσιο χρήμα και δεν υπάρχουν εκείνοι οι ελεγκτικοί μηχανισμοί, ώστε να ελεγχθεί η κατασπατάληση, η διαπλοκή, η πελατειακή σχέση, οι περιπτώσεις υπερτιμολόγησης και υποτιμολόγησης. Και φυσικά να αξιολογείται ο επενδυτής για να αποφευχθεί ό,τι έγινε και σε προηγούμενα αναπτυξιακά προγράμματα. Να πάρουν, δηλαδή, τα χρήματα χωρίς να βάλουν καμία ίδια συμμετοχή και να γίνουν «τζάμπα μάγκες».
Υπάρχουν άρθρα του νόμου που με υπουργικές αποφάσεις ή με Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις γίνονται κατά παρέκκλιση διαφοροποιήσεις υπέρ των μεγάλων επενδυτών. Αυτό εμάς τουλάχιστον ως κοινοβουλευτική διαδικασία μας προσβάλλει. Εμείς, η Εθνική Αντιπροσωπεία που νομοθετούμε δεν θα γνωρίζουμε κατά τα άλλα πώς θα διαχειριστεί ο εκάστοτε Υπουργός και η κυβέρνηση τους συγκεκριμένους όρους διευθέτησης και υπαγωγής στον αναπτυξιακό νόμο των επενδυτών, ειδικά των μεγάλων.
Τώρα, σχετικά με την απασχόληση. Στον αναπτυξιακό νόμο του 1998 υπήρχε κάποια σχέση της απασχόλησης με την επιχορήγηση, χωρίς θεαματικά αποτελέσματα στη δημιουργία θέσεων εργασίας. Από τον αναπτυξιακό του 2004 η σύνδεση με την απασχόληση καταργήθηκε με την ταυτόχρονη εισαγωγή του κινήτρου της επιχορήγησης του μισθολογικού κόστους. Στον παρόντα νόμο καταργείται και αυτό το κριτήριο, που θεωρείται απλώς κριτήριο συμβολής της επένδυσης στην οικονομία, χωρίς να θέλω να το κρίνω, αν ήταν θετικό ή αρνητικό. Λέω, όμως, τη σταδιακή φθίνουσα πορεία της ελάχιστης ρήτρας απασχόλησης.
Ακόμη και αν ακολουθηθεί μία μετριοπαθής κριτική, ο επενδυτικός νόμος θα έπρεπε να περιλαμβάνει πρόνοια για δημιουργία θέσεων εργασίας, διασφάλιση σταθερής και όχι ευέλικτης απασχόλησης ή ρήτρες για διατήρηση της απασχόλησης, αυτά που προείπα. Θα τα ξαναπώ και παρακάτω, διότι είναι το Α και το Ω για την ανάπτυξη μιας χώρας. Τίποτα από όλα αυτά δεν προβλέπεται, κύριε Υπουργέ.
Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, αφού η μικρή επιχείρηση αντιμετωπίζει έναν ιδιότυπο και σκληρό ανταγωνισμό, είναι σε μία μειονεκτική θέση λόγω των ολιγοπωλιακών πρακτικών των μεγάλων επιχειρήσεων και των πολυεθνικών. Σε αυτό το κομμάτι αναφέρθηκα και στην εισαγωγή μου.
Άρα, χωρίς λήψη μέτρων που να αίρουν αυτό το μειονέκτημα, ό,τι κίνητρα και να δοθούν, θα έχουν αμφίβολο αποτέλεσμα.
Δεν μπορώ αποφύγω μία συνολική κριτική για έναν από τους σημαντικούς στόχους του σχεδίου νόμου και να πω ότι η πολιτική της περιφερειακής ανάπτυξης έχει αποτύχει. Η μέχρι τώρα εφαρμογή των αναπτυξιακών νόμων έδειξε ότι οι περιφερειακές ανισότητες δεν έχουν μειωθεί και ο παρών αναπτυξιακός νόμος δεν διαφοροποιείται στο θέμα αυτό.
Αναφέρομαι στην πολιτική κινήτρων και στην προβολή σταθερών στόχων. Είναι μία πολιτική, που όμως πρέπει να υπηρετείται με συνέπεια και όχι μία αντιφατική πολιτική, που παραδείγματος χάριν να πριμοδοτεί τη μία φορά δραστικά τη Θράκη ως εθνικά ευαίσθητη περιοχή και από την άλλη να πριμοδοτεί δραστικά τις πλέον αναπτυγμένες περιοχές της χώρας με το αιτιολογικό της αποβιομηχάνισης και έτσι να ακυρώνεται η όποια προσπάθεια περιφερειακής ανάπτυξης.
Συχνά τα κριτήρια μεταμορφώνονται σε δράσεις που ευνοούν οριζόντιες παρεμβάσεις, χωρίς καμία χωρική διάσταση. Μία εναλλακτική επιλογή, που θα εξυπηρετούσε την περιφερειακή ανάπτυξη, είναι η ενίσχυση των πόλων της περιφέρειας, δηλαδή αστικών κέντρων με κατεύθυνση τις επενδύσεις σε αποκεντρωμένες ΒΙΠΕ.
Μία τέτοια επιλογή μπορεί να δημιουργήσει πολλαπλά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες, όπως στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας και κατ’ επέκταση της βιομηχανίας τροφίμων με την απορρόφηση πρώτα από όλα της ντόπιας παραγωγής, με τη δημιουργία ποιοτικών τροφίμων, με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, με τη παραγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων προστιθέμενης αξίας.
Πιο συγκεκριμένα, όσα αφορούν τους Νομούς, πρέπει να πούμε ότι η συμμετοχή στο ΑΕΠ δεν είναι ένα ασφαλές κριτήριο και ενίοτε μπορεί να γίνει και ισοπεδωτικό. Αφ’ ενός υπάρχουν μεγάλες διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό των Νομών και επιπλέον πρέπει, πέρα από τη συμμετοχή στο ΑΕΠ, να δούμε και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, που σημειώνονται σε κάθε Νομό.
Η ελληνική ενδοχώρα έχει μεγάλες αποκλίσεις και η ορθή αντιμετώπιση της ιδιομορφίας συνιστά μείζον ζήτημα για την ενδογενή ανάπτυξη. Η λογική του νέου αναπτυξιακού νόμου με την οποία αντιμετωπίζει όλες τις επιχειρήσεις ως ομοειδείς, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε μία σειρά από αστοχίες.
Όσον αφορά τις ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, εσείς είστε που λέτε ότι ο τουρισμός είναι βαριά βιομηχανία και ότι αυτή τη βιομηχανία στηρίζετε. Στο αρχικό σχέδιο νόμου, όμως, βάλατε μόνο τα ξενοδοχεία τεσσάρων και πέντε αστέρων. Μετά από πιέσεις εντάξατε και τα παραδοσιακά, που μετατρέπονται σε ξενοδοχεία τριών αστέρων.
Ακόμη, όμως, και η έννοια «αντιμετώπιση δύο ομοειδών επιχειρήσεων» σε διαφορετικές περιοχές μπορεί να οδηγήσει σε αστοχία. Λόγοι περιφερειακής ανάπτυξης και προστασίας των ευαίσθητων οικοσυστημάτων, επιβάλλουν ελεγχόμενη αύξηση της φέρουσας ικανότητας των περιοχών, που εμφανίζουν υψηλή συγκέντρωση τουριστικών δραστηριοτήτων και ενίσχυση του δυναμικού άλλων τουριστικά υπανάπτυκτων περιοχών. Είναι παράλογο να επιδοτούνται με το ίδιο ποσοστό επενδύσεις για την ίδρυση νέων ή την επέκταση υφιστάμενων ξενοδοχειακών μονάδων στη Ρόδο και τη Μύκονο με την Ανάφη, το Καστελόριζο ή τη Νίσυρο, μόνο και μόνο επειδή ανήκουν στην ίδια περιφέρεια.
Οι προτεινόμενες φοροαπαλλαγές, που υπάρχουν στο παρόν σχέδιο νόμου, αφορούν τις ήδη κερδοφόρες επιχειρήσεις και όχι την πλειονότητα των επιχειρήσεων. Είναι γεγονός στις μέρες μας ότι είναι ελάχιστες οι επιχειρήσεις, οι οποίες παρουσιάζουν κέρδη. Είναι κυρίως αυτές, που ανήκουν στις μεγάλες επιχειρήσεις και αποτελούν μονοπώλια και μέλη ολιγοπωλίων.
Στις διατάξεις του νέου αναπτυξιακού νόμου αναφέρεται πως το 75% των επιχορηγούμενων κεφαλαίων αποτελείται από αφορολόγητα αποθεματικά. Δηλαδή, σε επιχειρήσεις οι οποίες πραγματοποιούν κέρδη, θα δίνεται η δυνατότητα να μην εκπληρώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, με την αίρεση ότι θα διαθέσουν τα αδιανέμητα κέρδη σε επενδυτικές δραστηριότητες.
Αυτά τα χρήματα δεν μπορούν να διατίθενται -ειδικά σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, που μειώνονται οι μισθοί, μειώνονται οι συντάξεις, όπου η ανεργία έχει χτυπήσει κόκκινο και έτσι υπάρχουν προκλητικές φοροαπαλλαγές- εάν δεν αποτελούν με τα δικά σας δεδομένα πραγματική ανάπτυξη με δραστική μείωση της ανεργίας, με θέσεις μόνιμης και σταθερής εργασίας.
Όσον αφορά τα κριτήρια που θα διαμορφώνουν την τελική βαθμολογία, ορίζονται πάλι με υπουργική απόφαση. Το εν λόγω ζήτημα είναι εξαιρετικής σημασίας και θα έπρεπε να μπορεί να συζητηθεί στη Βουλή μαζί με τον αναπτυξιακό νόμο. Το είχα πει και στην επιτροπή. Μου είχατε πει ότι επειδή αυτά μπορούν να αλλάζουν, δεν είναι δυνατόν να μπαίνουν στο νόμο.
Μπορούν, όμως, να αλλάζουν κατά τη δική σας κρίση και όχι με αντικειμενικά κριτήρια, έτσι ώστε να μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει ένας αναπτυξιακός νόμος που κατανέμει τα χρήματα ή τις φορολογικές απαλλαγές ανάλογα με τα ποσοστά των επιχειρήσεων. Πρέπει να σας θυμίσω ότι το 99,5% είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι πολύ μεγάλες είναι μόνο το 0,1% του συνόλου των επιχειρήσεων στη χώρα μας.
Θα έπρεπε να ενισχύονται οι συνεταιρισμοί, επενδυτικά σχέδια στα οποία θα συμμετέχουν αμιγώς δημόσιοι φορείς. Σαφώς οι δραστηριότητες αυτές θα ήταν εντάσεως εργασίας.
Αφού συζητάμε τον επενδυτικό νόμο για ιδιώτες θα είναι αναγκαίο να διαφοροποιηθούν με τέτοιους όρους που να είναι ευνοϊκοί, αφού μιλάτε για μία ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη που να προλαμβάνει και την ερημοποίηση της υπαίθρου. Πρέπει να δείτε εκείνους τους όρους για τις πυρόπληκτες περιοχές, για τις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές άνω των 650 μέτρων.
Θέλω να πω και για τις νησιωτικές περιοχές, που τις είχα αναφέρει, τελικά τις εντάξατε. Δώσατε, δηλαδή, ένα πλεόνασμα κατά ένα τρόπο. Δεν εντάξατε όμως τις ορεινές και μειονεκτικές περιοχές ούτε και τις πυρόπληκτες. Θα έπρεπε τουλάχιστον να υπάρχει μία κοινωνική ευθύνη και μία λογοδοσία.
Ο αναπτυξιακός νόμος αφορά επί της ουσίας μία αναδιανομή κεφαλαίων προς τις επιχειρήσεις. Πρόκειται για δημόσιο χρήμα, άρα απαιτείται να υπάρχουν όροι αναφορικά με την κοινωνική ανταπόδοση και την ευθύνη των επιχειρήσεων που θα στηριχθούν.
Θέλω να κάνω μία αναφορά στο ΕΤΕΑΝ, στο οποίο για τεχνικούς λόγους –το καταλαβαίνω- έγινε πάλι μία τροποποίηση. Είναι το Ταμείο που θα αντικαταστήσει το ΤΕΜΠΜΕ. Θέλω να πω είναι εξαιρετικά αμφίβολο το πώς θα λειτουργήσει η μετατροπή του ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ σε ΕΤΕΑΝ. Σε κάθε περίπτωση η λειτουργία του ΕΤΕΑΝ περνάει μέσα από τη βούληση των τραπεζών για το πώς θα διαθέσουν τα κεφάλαια, προκειμένου να λάβουν οι επιχειρήσεις επιδοτήσεις.
Ούτως ή άλλως η εμπειρία του ΤΕΜΠΜΕ μας έχει δείξει ότι η κατανομή δεν γίνεται με ορθολογικούς για την ανάπτυξη όρους, αλλά με ωφελιμιστικούς για τις τράπεζες.
(Στο σημείο αυτό κτυπάει το κουδούνι λήξεως του χρόνου ομιλίας της κυρίας Βουλευτή)
Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα για λίγο την ανοχή σας.
Παραμένει το ερώτημα εάν η πιστωτική ασφυξία που παρατηρείται, μπορεί να αποκατασταθεί με τη δημιουργία του ΕΤΕΑΝ. Εμείς επιμένουμε -και είναι μία πρόταση που την κάνουμε εδώ και χρόνια- ότι υπάρχει μία μεγάλη ανάγκη και είναι απαραίτητο ειδικά σήμερα να εξυγιανθεί το τραπεζικό σύστημα.
Είμαστε σε συνθήκες κρίσης. Θέλουμε ένα τραπεζικό σύστημα υπό δημόσιο έλεγχο. Και επειδή μιλάμε για ένα ταμείο εγγυοδοσίας μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων -το οποίο θα γίνει μετά ΕΤΕΑΝ, αλλά εκεί μέσα μπαίνουν και οι μεγάλες επενδύσεις- εμείς επιμένουμε ότι θα πρέπει να υπάρχει μία τράπεζα ειδικού σκοπού για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και θα λειτουργεί υπό το δημόσιο έλεγχο, με αντικείμενο τη χορήγηση δανείων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις και σε αυτοαπασχολούμενους. Άλλωστε στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση υπάρχουν ανάλογες δημόσιες τράπεζες. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο στην Ελλάδα.
Κάνατε μία προσθήκη στην οποία εντάξατε με ειδική ρύθμιση και τα ΑΕΙ και τα Ερευνητικά ιδρύματα και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου στον επενδυτικό νόμο.
Οι παραπάνω φορείς είναι εξαιρέσεις οργανισμών και φορέων που χρηματοδοτούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό και μπορούν να συμμετέχουν σε κοινοπραξίες. Και στην Επιτροπή ρώτησα για τη σκοπιμότητα μόνο αυτών των εξαιρέσεων των δημοσίων φορέων ή των εποπτευόμενων από το δημόσιο και δεν πήρα κάποια πειστική απάντηση.
Το επαναφέρω: Θα συμμετέχουν αυτοί οι φορείς που ανέφερα μαζί με τουλάχιστον άλλους τέσσερις ή εννιά ιδιώτες, ανάλογα με την περιφέρεια ή το νομό που ανήκουν με ποσοστό έως 20% σε κοινοπραξίες, μαζί με τους ιδιώτες-επενδυτές. Αν ήταν μόνοι τους αυτοί οι φορείς, γιατί δεν θα μπορούσαν να συμμετέχουν στον επενδυτικό νόμο;
Και βέβαια, αυτό αναφέρεται στο άρθρο 2 του παρόντος. Άρα, τους χρησιμοποιείτε ως ένα μειοψηφικό πακέτο για την ανάπτυξη των μεγαλοεπενδυτών και αυτή είναι και η φιλοσοφία όλου του σχεδίου νόμου, να ενισχυθεί για πολλοστή φορά η μεγάλη επένδυση με fast track διαδικασίες. Και θέλω να πω ότι αυτά ενέχουν και άλλους κινδύνους. Και να το πάω και λίγο πιο μακριά, επειδή…
ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ (Ευάγγελος Αργύρης): Μην το πάτε πολύ μακριά, γιατί πρέπει να ολοκληρώσετε.
ΛΙΤΣΑ ΑΜΜΑΝΑΤΙΔΟΥ-ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ: Εντάξει, κύριε Πρόεδρε.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να πω μία τελευταία λέξη για τα ΕΣΟΑΒ, στο άρθρο 16. Διατηρείται ακόμη ο επενδυτικός νόμος του 1998 και υπάρχουν ακόμη επιχειρήσεις που επιδοτούνται για τις βαλκανικές χώρες. Είναι ένα θέμα που θα πρέπει να μας απαντήσετε, γιατί αυτό έχει καταστρέψει ειδικά τη Βόρεια Ελλάδα. Είναι επιδότηση της ανεργίας και όχι της εργασίας και μπαίνει σε αναπτυξιακό νόμο.
Για μας, η ανάπτυξη επιτυγχάνεται μόνο με όρους κοινωνίας και όχι όρους αγοράς. Καταψηφίζουμε το παρόν σχέδιο νόμου.
Ευχαριστώ.