ΟΜΙΛΙΑ
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ
ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΣΤΗΝ ΔΙΑΡΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 36 ΠΑΡ.7 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ, ΓΙΑ ΤΟΥΠΟ ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
(24 Ιουνίου)
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στις αρχές Μαΐου η Κυβέρνηση έφερε στη Βουλή το νομοσχέδιο για τα έκτακτα μέτρα και την προσφυγή στον Μηχανισμό Στήριξης. Όπως γνωρίζετε, η ασφυκτική κατάσταση, στην οποία είχε οδηγηθεί η χώρα μας, η οποία βρέθηκε αντιμέτωπη με την ουσιαστική κερδοσκοπική επίθεση των αγορών σε βάρος της, την άρνηση των αγορών να την δανείσουν με αποδεκτά επιτόκια και με άμεσα ορατό τον κίνδυνο αδυναμίας εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων μας, επέβαλε την αναγκαιότητα προσφυγής στον Μηχανισμό Στήριξης και ενεργοποίησης των δανειακών διευκολύνσεων προς την Ελλάδα.
Με αυτήν την πρωτοβουλία μας, δώσαμε στη χώρα τη δυνατότητα και τα απαραίτητα χρονικά περιθώρια, προκειμένου να αποδώσουν οι παρεμβάσεις στην οικονομία, να μπουν σε τάξη τα δημόσια οικονομικά που είχαν εκτροχιαστεί και να τεθούν οι βάσεις, ώστε να μπορέσουμε να επιστρέψουμε σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης το ταχύτερο δυνατό.
Η επιλογή της Κυβέρνησης ήταν σαφής. Επιλέξαμε να προχωρήσουμε σε λύσεις δύσκολες και να υιοθετήσουμε μέτρα δύσκολα για πάρα πολλούς συμπολίτες μας. Ταυτόχρονα, όμως, καταφέραμε να διατηρήσουμε τη χώρα και το κράτος σε λειτουργία. Κεντρικό σημείο του Μηχανισμού αποτελεί η οργάνωση των δανειακών διευκολύνσεων σε μία μορφή συντονισμένων διμερών δανείων από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, σε συνδυασμό με τη χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Στο κείμενο, το οποίο συμφωνήσαμε, αναλάβαμε τη δέσμευση να πάρουμε πρωτοβουλίες για τη θωράκιση του τραπεζικού συστήματος. Οι ελληνικές τράπεζες, τα προηγούμενα δύο έτη, δεν είχαν επηρεαστεί αισθητά από την κρίση, η οποία έπληξε το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτό είχε να κάνει με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ελληνικών τραπεζών, τα οποία αφορούσαν την περιορισμένη έκθεσή τους σε περίπλοκα τοξικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα και στην ανάπτυξη των εργασιών τους και των προϊόντων τους, που αφορούσε, κατά κύριο λόγο, την εσωτερική αγορά.
Ωστόσο, τα πρώτα σημάδια της κρίσης άρχισαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους από τα τέλη του 2008, καθώς σταδιακά άρχισε να καταγράφεται αύξηση των επισφαλειών, ραγδαία αύξηση των σφραγισμένων επιταγών και συγκράτηση της πιστωτικής επέκτασης. Την ίδια περίοδο, η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων διατηρήθηκε σε ανεκτά επίπεδα, καθώς το κλείσιμο του 2009, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας ανερχόταν στο 11,8%, ενώ ο δείκτης των βασικών κεφαλαίων στο 10,7%.
Σήμερα, οι προκλήσεις, που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες, έχουν ως κοινό υπόβαθρο τη δημοσιονομική κρίση της χώρας μας και την ύφεση, μέσα στην οποία πλέον κινείται η ελληνική οικονομία. Αυτό, βέβαια, δεν κατανέμεται ομοιόμορφα μέσα στον τραπεζικό χώρο, αλλά διαφοροποιείται ανά πιστωτικό ίδρυμα ανάλογα με το είδος των τραπεζικών εργασιών στις οποίες επικεντρώνεται, με την ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων του και την εξωστρέφεια των τραπεζικών ομίλων σε ξένες αγορές και κυρίως σε χώρες της νοτιανατολικής Ευρώπης.
Επίσης, έχει μεγάλη σημασία η αρτιότητα της εσωτερικής οργάνωσης κάθε πιστωτικού ιδρύματος, οι εσωτερικές του διαδικασίες και οι τεχνολογικές υποδομές που ενσωματώνει στη λειτουργία του.
Φυσικά, όταν μιλάμε για περιορισμό της κερδοφορίας ή για τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζει ένα πιστωτικό ίδρυμα, αυτά είναι κάτι εντελώς διαφορετικά από το να συζητάμε για μία κατάσταση, όπου ενδεχομένως θα προκύψει ανάγκη διάσωσης μιας τράπεζας. Ήδη, πήραμε μια πρώτη γεύση, καθώς οι συνέπειες της πιστοληπτικής ασφυξίας, στην οποία περιήλθε η χώρα, και οι υποβαθμίσεις από τους διεθνείς οίκους αξιολογήσεις προκάλεσαν πιέσεις και προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Η άμεση μετάδοση των πιέσεων προήλθε από το γεγονός ότι τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα κατέχουν σημαντικό ποσοστό ομολόγων του ελληνικού δημοσίου στα χαρτοφυλάκιά τους, ομόλογα, τα οποία σε μεγάλο βαθμό χρησιμεύουν και ως ενέχυρο για την άντληση ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ταυτόχρονα, βιώσαμε μία κατάσταση, όπου συχνά παράλογες και πιθανότατα υποκινούμενες φήμες και διαδόσεις διέτρεχαν το πιστωτικό σύστημα και προκαλούσαν στους πολίτες αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Όλοι μας γίναμε μάρτυρες των συχνών επισκέψεων που έκαναν οι καταθέτες στα διάφορα πιστωτικά ιδρύματα, όπου έθεταν επίμονα το ερώτημα, εάν υπάρχει κίνδυνος αναφορικά με το μέλλον των καταθέσεων τους, παρά το γεγονός ότι παρασχέθηκαν όλες οι διαβεβαιώσεις από την Κυβέρνηση και από όλα τα όργανα της πολιτείας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν συντρέχει. Θέλω να υπενθυμίσω ότι στη χώρα μας εξακολουθεί να ισχύει ο νόμος, ο οποίος προβλέπει την προστασία των εκατό πρώτων χιλιάδων ευρώ για κάθε κατάθεση που υπάρχει σε τράπεζα.
Με δεδομένο ότι έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο χαμηλών οικονομικών επιδόσεων και αρνητικής ανάπτυξης, θα πρέπει να μη φτάσουμε στο σημείο όπου θα δοκιμαστούν οι αντοχές του τραπεζικού μας συστήματος. Στην παρούσα συγκυρία, είναι λογικό να αναμένουμε την επιδείνωση της ποιότητας των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών, γεγονός που αντανακλάται άμεσα στο κόστος για προβλέψεις και συνεπακόλουθη επιβάρυνση των οικονομικών αποτελεσμάτων και, τέλος, σε μεγαλύτερες ανάγκες για κεφάλαια.
Θα πρέπει, λοιπόν, οι τράπεζες να διατηρούν σημαντικά περιθώρια κεφαλαίων, οπωσδήποτε πάνω από τα ελάχιστα απαιτούμενα από την εποπτική αρχή. Αναγνωρίζοντας, ωστόσο, την καθοριστική σημασία του τραπεζικού τομέα στην οικονομική δραστηριότητα, στο πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής, που καταρτίστηκε στο πλαίσιο του μηχανισμό στήριξης, προβλέπεται η ίδρυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και η ίδρυσή του συμπεριλαμβάνεται στις δράσεις που έχουν προγραμματιστεί να υλοποιηθούν στο δεύτερο τρίμηνο του 2010.
Ο σκοπός του Ταμείου είναι η διατήρηση της σταθερότητας στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, μέσω της ενίσχυσης της κεφαλαιακής επάρκειας των πιστωτικών ιδρυμάτων της χώρας, εάν και εφόσον μια τράπεζα χρειαστεί ενίσχυση. Ουσιαστικά, δημιουργείται ένα δίχτυ ασφάλειας για την περίπτωση που κάποια τράπεζα χρειαστεί να ενισχύσει την κεφαλαιακή της επάρκεια, σε περίπτωση συρρίκνωσης των ιδίων της κεφαλαίων. Εδώ, να ξεκαθαρίσω ότι ο σκοπός του Ταμείου δεν είναι η στήριξη της ρευστότητας, καθώς αυτή θα εξακολουθεί να παρέχεται επαρκώς και σύμφωνα με τους υφιστάμενους μηχανισμούς.
Το Ταμείο θα έχει τη μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου και θα χρηματοδοτηθεί με 10 δις ευρώ από το ελληνικό δημόσιο, ως δανειολήπτη των 110 δισεκατομμυρίων της οικονομικής στήριξης προς την Ελλάδα. Το ποσό των 10 δισεκατομμυρίων θα καλυφθεί σταδιακά. Το κεφάλαιο του Ταμείου ενσωματώνεται σε μη μεταβιβάσιμους τίτλους και κατατίθεται σε ειδικό έντοκο λογαριασμό, που τηρείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, αποκλειστικά, για την επίτευξη των στόχων του νόμου που θα διέπει την ίδρυση του, ενώ αποκλείεται η άσκηση κάθε άλλης επενδυτικής ή δανειοδοτικής δραστηριότητας. Η διάρκεια του Ταμείου θα είναι επταετής, μετά το πέρας της οποίας το σύνολο της περιουσίας του Ταμείου περιέρχεται στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου.
Η διοίκηση του Ταμείου θα ασκείται από επταμελές διοικητικό συμβούλιο, αποτελούμενο από έναν πρόεδρο, δύο αντιπροέδρους, οι οποίοι είναι εκτελεστικά μέλη του Δ.Σ. και τέσσερα μη εκτελεστικά, εκ των οποίων τα δύο είναι ex officio μέλη που εκπροσωπούν το Υπουργείο Οικονομικών και τον Διοικητή της Τράπεζα της Ελλάδος.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μπορούν να ορίσουν ένα παρατηρητή που θα συμμετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου στις συνεδριάσεις του Δ.Σ.. Τα μέλη του Δ.Σ. του Ταμείου θα ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισηγήσεως του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, για διάρκεια πέντε ετών, με δυνατότητα ανανέωσης για δύο ακόμα έτη.
Ταυτόχρονα, εξασφαλίζεται η ανεξαρτησία και η διοικητική αυτοτέλεια του Ταμείου, καθώς από τη νομοθεσία ίδρυσής του προβλέπεται ότι κατά την εκτέλεση των υπό του νόμου καθηκόντων τους, ούτε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, ούτε κάποιο μέλος του Δ.Σ. του Ταμείου θα αναζητήσουν ή λάβουν οδηγίες από την κυβέρνηση ή οποιοδήποτε άλλο κρατικό φορέα.
Η συμμετοχή ενός πιστωτικού ιδρύματος στο Ταμείο θα ενεργοποιείται είτε βάσει δικής του αίτησης, η οποία θα αξιολογείται από την Τράπεζα της Ελλάδος, είτε κατόπιν υπόδειξης της Τράπεζας της Ελλάδος. Η κεφαλαιακή επάρκεια των πιστωτικών ιδρυμάτων θα παρακολουθείται στενά, έτσι ώστε να διαγνωστούν έγκαιρα πιθανές ανεπάρκειες σε ίδια κεφάλαια. Τα ίδια κεφάλαια θα παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα, μέσω της έκδοσης προνομιούχων μετοχών, μέσω των οποίων το Ταμείο θα συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών, όταν δεν καλύπτονται οι ελάχιστες απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας, που έχουν καθοριστεί από την Τράπεζα της Ελλάδος για κάθε πιστωτικό ίδρυμα και αφού, πλέον, έχει εξαντληθεί κάθε περίπτωση κεφαλαιακής ενίσχυσης του πιστωτικού ιδρύματος από τους ίδιους τους μετόχους ή άλλον επενδυτή. Επιπλέον, προβλέπεται, κάτω από ειδικές συνθήκες, η έκδοση κοινών μετοχών ή η μετατροπή των προνομιούχων σε κοινές, σε περίπτωση που ένα πιστωτικό ίδρυμα αδυνατεί να υλοποιήσει τους όρους της αναδιάρθρωσης, βάσει των οποίων είχαν αρχικά εκδοθεί οι προνομιούχες μετοχές.
Η παροχή της στήριξης στις τράπεζες δεν δίδεται εν λευκώ. Προβλέπεται ένα πλέγμα δικαιωμάτων παρέμβασης στη διοίκηση των τραπεζών, τα οποία θα ασκούνται με την επιφύλαξη των εποπτικών αρμοδιοτήτων της Τράπεζας της Ελλάδος. Αυτές οι εξουσίες, μεταξύ των άλλων, περιλαμβάνουν και υποβολή σχεδίων αναδιάρθρωσης, δικαίωμα διορισμού ενός μέλους στο Δ.Σ. του πιστωτικού ιδρύματος, δικαίωμα σύγκλισης της γενικής συνέλευσης των μετόχων του πιστωτικού ιδρύματος. Επιπλέον, το Ταμείο θα διατηρεί δικαίωμα αρνησικυρίας σε αποφάσεις ενός πιστωτικού ιδρύματος που αφορούν θέματα επιχειρηματικής στρατηγικής, απόδοσης μερισμάτων, μισθολογικών θεμάτων και διαχείρισης ενεργητικού - παθητικού.
Με την εξασφάλιση που παρέχεται από το ταμείο διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και θωρακίζεται ένας σημαντικός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας. Είναι ευρέως γνωστό ότι ακούγονται αρκετές εκτιμήσεις σχετικά με τις στρατηγικές επιλογές του τραπεζικού συστήματος και τις δυνατότητες ανασύνταξής του. Εκτιμώ ότι η παρουσία του ταμείου θα μπορέσει να διευκολύνει τέτοιες πιθανές ζυμώσεις και να ισχυροποιήσει περισσότερο την παρουσία των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στο τοπίο της τραπεζικής αγοράς, όπως αυτό θα διαμορφωθεί μετά την κρίση.