Ομιλία του ΑΝΥΠΕΞ Ν. Ξυδάκη κατά τη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων στη
Βουλή (07.10.15)
«Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Σε συνέχεια των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, θα σας παρουσιάσω τις θέσεις και τον σχεδιασμό μας για την πολιτική μας στο πλαίσιο της Ευρώπης.
Η Ελλάδα επιδιώκει ενεργό συμμετοχή και συνεισφορά στην αναμόρφωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενισχύοντας τους θεσμούς αλληλεγγύης, συνεργασίας, διαφάνειας και δημοκρατίας. Η συνεχιζόμενη οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση σε συνδυασμό με την έκρηξη του προσφυγικού-μεταναστευτικού θέτουν υπό αμφισβήτηση τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αξίες και δοκιμάζουν τη συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Ευρωσκεπτικισμός ή και ευρωφοβία, αφύπνιση εθνικισμών, καθώς και ενίσχυση ακραίων πολιτικών δυνάμεων είναι ανησυχητικά συμπτώματα που εκδηλώνονται σε όλα σχεδόν τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από την άλλη μεριά πάλι, αργεί να φανεί μια ολοκληρωμένη και πειστική αντίδραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης που να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και τις ανάγκες των Ευρωπαίων πολιτών.
Η Ευρώπη δεν είναι παράδεισος, αλλά είναι το πολιτικό μας σπίτι. Η δική μας ιστορική ευκαιρία και το δικό μας καθήκον είναι να αξιοποιήσουμε τις ευρωπαϊκές συνθήκες, να αναδείξουμε το πολιτικό τους περιεχόμενο και τις λανθάνουσες δυνατότητες, αυτές ακριβώς που ενεργοποιούνται από την ίδια την Ένωση κάθε φορά που παρίσταται ανάγκη, για να δοθούν θεσμικές και πρακτικές λύσεις στα καινοφανή προβλήματα που παρουσιάζονται. Η μεγάλη οικονομική κρίση που άρχισε το 2008 και συνεχίζεται προκάλεσε τέτοιες μετατοπίσεις και προσαρμογές στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, αδιανόητους προ κρίσης: Ο EFSF, και ο ESM είναι δύο τέτοιοι καρποί της προσαρμογής στην κρίση.
Μια άλλη παράλληλη πτυχή της πολιτικής μας πρέπει να είναι η επιμονή μας στο κοινό ευρωπαϊκό κεκτημένο, η συμπερίληψή μας, εξακολουθητικά και ουσιαστικά, στις υπάρχουσες προβλέψεις του κοινού κεκτημένου. Άλλωστε αυτή είναι η ουσία της Ενωμένης Ευρώπης: ότι δηλαδή η Ευρώπη είναι ο κοινός πολιτικός χώρος, χώρος ειρηνικής και δημιουργικής συνύπαρξης, και όχι μια αόριστη ιδεολογία, ένα ευχολόγιο ή μια ηθικοπλαστική ρητορική. Ενας κοινός πολιτικός χώρος που διαμορφώνεται με συγκλίσεις, υποχωρήσεις, αναμετρήσεις, διορθώσεις ακόμη και με συγκρούσεις, προωθητικές συγκρούσεις εννοώ.
Από αυτή την άποψη, η επώδυνη εμπειρία των τελευταίων ετών για τη χώρα μας, μπορεί και πρέπει, και το κάνουμε ήδη, να αναδειχθεί σαν ευρωπαϊκή εμπειρία, και όχι σαν εθνική εξαίρεση, και η πορεία της δικής μας ανασυγκρότησης να φανεί σαν ευρωπαϊκό παράδειγμα εξόδου από την κρίση, ώστε να πάψουμε να είμαστε το βολικό αντιπαράδειγμα. Αυτή η αντιστροφή του στερεοτυπικού ή και κακόβουλου, πάντως μη εποικοδομητικού ελληνικού αντιπαραδείγματος θα είναι η ύψιστη συμβολή μας και στη χώρα και στην Ευρώπη.
Κύριε Πρόεδρε,
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Η χώρα μας, εδώ και μερικά χρόνια, αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις, οι οποίες όμως αφορούν και ολόκληρη την Ευρώπη. Διαχειριζόμαστε εδώ και μήνες την τεράστια πίεση των προσφυγικών ροών, δυσανάλογη των δυνατοτήτων μας, εν μέσω δημοσιονομικών περιορισμών. Σε εθνικό επίπεδο, καταβάλλουμε καθημερινά υπεράνθρωπες προσπάθειες για την αξιοπρεπή υποδοχή των προσφύγων με φιλόξενη διάθεση και ανθρωπιά. Συγχρόνως, επιδιώκουμε την εξεύρεση συλλογικών ευρωπαϊκών λύσεων, βασισμένων στις αρχές της αλληλεγγύης, του ανθρωπισμού και της δίκαιης κατανομής των βαρών. Μετά από επίπονες προσπάθειες συμφωνήθηκε σε ευρωπαϊκό επίπεδο η κατανομή 160.000 προσφύγων μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ για τα προσεχή δύο χρόνια. Πρόκειται μόνο για ένα πρώτο βήμα διότι, δεδομένου του τεράστιου αριθμού των προσφύγων, δεν έχουμε αυταπάτες ότι επιλύεται οριστικά το πρόβλημα.
Επιπλέον, εργαζόμαστε για τη διαμόρφωση ενός μόνιμου μηχανισμού εσωτερικής μετεγκατάστασης όσων έχουν ανάγκη από διεθνή προστασία. Χρειάζεται να δώσουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στις νόμιμες οδούς μετανάστευσης ώστε να διαρραγεί ο φαύλος κύκλος της εξάρτησης των μεταναστών από τα κυκλώματα διακινητών. Οφείλουμε να εστιάσουμε στη ρίζα του προβλήματος, δηλαδή στις αιματηρές συγκρούσεις που αναγκάζουν εκατομμύρια ανθρώπους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να επιδιώξουμε, το ταχύτερο δυνατό οριστική πολιτική διευθέτηση των κρίσεων στην περιφέρειά μας.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Στον τομέα της οικονομίας, το εγχείρημα της εμβάθυνσης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης της Ευρώπης αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για την αντιμετώπιση των αρχιτεκτονικών ατελειών της Ο.Ν.Ε., που έγιναν εμφανείς κατά την οικονομική κρίση των τελευταίων ετών στην Ευρωζώνη. Ο βαθμός επιτυχίας του εγχειρήματος της Ο.Ν.Ε. θα κρίνει συνολικά την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βασικό στοιχείο της Ο.Ν.Ε. που επιδιώκουμε είναι η υιοθέτηση ενός πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης, το οποίο, βασιζόμενο στην αλληλεγγύη και στους κοινωνικούς δείκτες, θα απαντά με περισσότερη ευελιξία στις ανάγκες των Ευρωπαίων πολιτών και θα διασφαλίζει την ανάπτυξη, την απασχόληση, τον εκσυγχρονισμό και τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών μας, αλλά και προ πάντων την κοινωνική συνοχή.
Η δραστηριοποίηση της Βουλής των Ελλήνων και η αξιοποίηση του ρόλου που της επιφυλάσσει η Συνθήκη της Λισαβόνας θα μπορούσε να συμβάλει στην καλή λειτουργία της Ένωσης, ενισχύοντας τη δημοκρατική νομιμοποίησή της. Στο πλαίσιο αυτό ο ρόλος της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Βουλής θα μπορούσε να φανεί σημαντικός και προσβλέπω σε μια γόνιμη συνεργασία. Στο ίδιο πνεύμα, υποστηρίζουμε τον ενεργό ρόλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ως εγγυητή της δημοκρατικής νομιμότητας στη λειτουργία της Ε.Ε. Ως γνωστόν, διατυπώσαμε επίσημο αίτημα προς τον Πρόεδρο του Ε.Κ. (19 Αυγούστου 2015) για θεσμική συμμετοχή του Ευρωκοινοβουλίου στην τακτική διαδικασία επιτήρησης της εφαρμογής της δανειακής σύμβασης, καθώς έτσι ενισχύεται η δημοκρατική λογοδοσία και ενισχύονται οι πιθανότητες να δοθεί η δέουσα έμφαση στις κοινωνικές επιπτώσεις της πολιτικής λιτότητας.
Με γνώμονα πάντοτε την ανάκαμψη της οικονομίας μας, την ενίσχυση της ανάπτυξης και της απασχόλησης, επιδιώκουμε οφέλη από την λειτουργία του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων, το λεγόμενο Σχέδιο Γιούνκερ, για την τόνωση των επενδύσεων σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ. Η δυνατότητα αυτή μνημονεύεται άλλωστε και στη Συμφωνία της 12ης Ιουλίου.
Θα συνεχίσουμε, επίσης, να αξιοποιούμε τους πόρους και τις δυνατότητες της Πολιτικής Συνοχής. Για τη προγραμματική περίοδο 2014-20, στον τομέα της Πολιτικής Συνοχής, η Ελλάδα έχει την δυνατότητα να αντλήσει πόρους ύψους 21 δισ. Οι προσπάθειες μας θα επικεντρωθούν στην επικείμενη αναθεώρηση του Πολυετούς Δημοσιονομικού Πλαισίου 2014-20, ώστε να επιτύχουμε την ενίσχυση της χώρας μας με επιπλέον πόρους.
Στο σημαντικό για τη χώρα μας και την Ε.Ε. ενεργειακό τομέα, οι ευρωπαίοι πολίτες και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να αποτελούν το επίκεντρο των πολιτικών δράσεων της Ένωσης. Προτιθέμεθα να συμβάλουμε, στο πλαίσιο της Ε.Ε., στην υπέρβαση του κατακερματισμού της εσωτερικής αγοράς ενέργειας, σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, και στην ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας, για την τόνωση της ανάπτυξης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Τελικός μας στόχος πρέπει να είναι η μείωση των τελικών τιμολογίων για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Επιδιώκουμε, σε ενωσιακό επίπεδο, την ανάδειξη της σημασίας της ενεργειακής απόδοσης σε κρίσιμους τομείς, όπως είναι τα κτίρια και οι μεταφορές.
Ως προς τις σχέσεις της Ένωσης με τους γείτονές της και τις τρίτες χώρες, η Ελλάδα υποστηρίζει την Πολιτική Διεύρυνσης στα Δυτικά Βαλκάνια και την Τουρκία, διότι η προοπτική ένταξης των γειτονικών χωρών λειτουργεί ως καταλύτης για την εμπέδωση της ειρήνης, της δημοκρατίας, της σταθερότητας και της ανάπτυξης στην περιοχή. Η πολιτική αυτή θα πρέπει να συνεχιστεί με την προώθηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων, στο πλαίσιο μίας ισχυρής και δίκαιης αιρεσιμότητας και με βάση την αρχή των ιδίων επιδόσεων καθεμιάς υποψήφιας χώρας. Έμφαση πρέπει να δοθεί σε βασικά στοιχεία της αιρεσιμότητας, όπως είναι το κράτος δικαίου, οι σχέσεις καλής γειτονίας και η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, καθώς και στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, με παράλληλα οφέλη και για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Τέλος, εργαζόμαστε για τη σταδιακή εξομάλυνση των ευρωρωσικών σχέσεων, καθώς θεωρούμε τη Ρωσία στρατηγικό εταίρο της Ε.Ε.. Παράλληλα, αποτελεί για εμάς σταθερή προτεραιότητα η ενίσχυση του διαλόγου της Ε.Ε. με τις χώρες της Νότιας Μεσογείου. Στο πλαίσιο της εξωτερικής εμπορικής πολιτικής της Ε.Ε., παρακολουθούμε με προσοχή τις εξελίξεις στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη Συμφωνιών Ελευθέρων Συναλλαγών και Επενδυτικών Συμφωνιών της Ε.Ε. με τρίτες χώρες. Οι συμφωνίες αυτές μπορούν να αποδειχθούν χρήσιμες αρκεί βεβαίως να μη θίγεται το δικαίωμα των Κρατών να νομοθετούν λαμβάνοντας υπόψη το δημόσιο συμφέρον. Εν προκειμένω, θεωρούμε σημαντικό να λαμβάνει υπόψη της η Επιτροπή και τον προβληματισμό της κοινωνίας των πολιτών (π.χ. επί της υπό διαπραγμάτευση Συμφωνίας ΤΤΙΡ), κυρίως όσον αφορά την ανάγκη για περισσότερη διαφάνεια και ενημέρωση.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Η χώρα μας βρίσκεται σε μια κρίσιμη ιστορική καμπή. Ας αναλογιστούμε τι έχουμε πάρει από την Ευρώπη, πώς τα αξιοποιήσαμε ή πώς δεν τα αξιοποιήσαμε. Τι κερδίσαμε, τι χάσαμε όλα αυτά τα χρόνια. Ας διδαχτούμε.
Ας αναλογιστούμε όμως επίσης πώς μπορούμε να διδάξουμε την Ευρώπη μέσα από τη δική μας εμπειρία, τα λάθη και τις απώλειες, από το πώς προσπαθούμε τώρα σκληρά να αντιστρέψουμε τα δυσμενή δεδομένα. Ο στόχος ο δικός μας, η προοδευτική διακυβέρνηση, η δημιουργική σύνθεση πραγματισμού και ριζοσπαστισμού, δεν είναι μόνο εθνικός στόχος, είναι και ευρωπαϊκός. Αυτό περιμένουν οι Έλληνες πολίτες, αυτό περιμένουν και οι Ευρωπαίοι πολίτες.
Σας ευχαριστώ».