ΟΜΙΛΙA
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ
ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ
11 Φεβρουαρίου
Διαρκής Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων με θέμα ημερήσιας διάταξης την επεξεργασία και εξέταση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Οικονομικών «Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας».
Για δεύτερη φορά το ελληνικό κοινοβούλιο καλείται να πάρει αποφάσεις πάρα πολύ σημαντικές για τη μελλοντική πορεία της χώρας. Καλείται να τοποθετηθεί πάνω σε ένα πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής το οποίο περιλαμβάνει κατά βάση δύο άξονες πολιτικής. Ο πρώτος άξονας έχει να κάνει με την προσπάθεια που καλείται να κάνει η ελληνική οικονομία, προκειμένου να αντιμετωπίσει το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Έχει να κάνει με μια ηχηρή πραγματικότητα, με το γεγονός δηλαδή ότι η ελληνική οικονομία έχει μια αδύναμη παραγωγική βάση, ένα αδύναμο παραγωγικό πρότυπο και αυτό καταγράφεται κυρίως μέσα από ένα τεράστιο έλλειμμα που είχε στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών από την πρώτη ημέρα που μπήκαμε στην ΟΝΕ, το οποίο όμως αμέσως μετά την ένταξη στην ΟΝΕ έβαινε διευρυνόμενο. Ενώ οι περισσότεροι αναλυτές αναγνώριζαν ότι μια οικονομία με τα χαρακτηριστικά της Ελλάδος θα μπορούσε να έχει ένα έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο θα μπορούσε να είναι διατηρήσιμο, εάν ήταν της τάξης του 3 – 4%, από το 2001 και μετά άρχισε να ξεφεύγει και έγινε η επίκληση του επιχειρήματος ότι καθώς βρισκόμαστε στην διαδικασία της προπαρασκευής των ολυμπιακών αγώνων και λόγω των εισαγωγών που έπρεπε να γίνουν, θα μπορούσε ως ένα βαθμό να δικαιολογηθεί η αύξηση του. Επιχειρήθηκε εκείνα τα χρόνια να ερμηνευτεί η αύξηση του στο πλαίσιο μιας ανάλυσης σχετικά με τη διαδικασία προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας , καθώς συμμετείχε πλέον σε μια νομισματική ένωση. Από το 2004 και μετά την ολοκλήρωση των ολυμπιακών αγώνων το έλλειμμα άρχισε να ξεφεύγει εντελώς, με αποτέλεσμα να φθάσουμε τα έτη 2007 και 2008 σε ένα έλλειμμα της τάξης 15% του Α.Ε.Π.. Προσκαλώ οποιονδήποτε έλληνα ή ξένο οικονομολόγο ο οποίος θα μπορούσε να παράξει μια τεκμηρίωση ότι το έλλειμμα αυτής της τάξης είναι διατηρήσιμο, να έρθει και να το καταθέσει σε αυτή την αίθουσα, αλλά και απέναντι σε όλους τους Έλληνες πολίτες. Η χώρα όμως δεν έκανε τίποτα το 2006 το 2007 και το 2008. Κανένας δεν είχε τη πρόνοια να βγει και να προειδοποιήσει τους Έλληνες πολίτες για τις επερχόμενες συνέπειες. Και το λέω αυτό, διότι υπήρχε μια ιδιαιτερότητα. Εάν η χώρα μας λειτουργούσε με εθνικό νόμισμα, οι αγορές δεν θα επέτρεπαν ποτέ στην Ελλάδα να έχει έλλειμμα της τάξης του 13, 14, 15% το Α.Ε.Π. στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Θα είχαν οι ίδιες προλάβει με κερδοσκοπικές επιθέσεις πάνω στο εθνικό νόμισμα, να υποχρεώσουν τη χώρα μας να πάρει μέτρα. Αυτό έγινε πολλές φορές στο παρελθόν, έγινε το 1983, όταν τα ελλείμματα ήταν της τάξης του 6 του 7 και του 8%. Έγινε το 1985 και υποχρεώθηκε η χώρα μας μέσα από δύο επιθέσεις που εκδηλώθηκαν, γιατί τα ελλείμματα ήταν της τάξης του 6 του 7 και του 8% του Α.Ε.Π., να προχωρήσει σε δύο υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος. Αντίστοιχα φαινόμενα είχαμε καθ’ όλη την περίοδο του 1990 μέχρι και την ημέρα που η Ελλάδα έβαλε τη δραχμή στο μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών. Τότε λοιπόν οι αγορές επιτελούσαν, αν θέλετε, έναν ρόλο περιορισμού στην πολιτική που ασκούσε η χώρα και κάθε φορά που η χώρα ξέφευγε, ερχόταν και την υποχρέωνε να προχωρήσει στη λήψη μέτρων, προκειμένου να αλλάξει πορεία. Εξ ’ού και το σταθεροποιητικό πρόγραμμα της περιόδου 1985 – 1987, αλλά και πολλά άλλα σταθεροποιητικά προγράμματα τα οποία έχουν χαρακτηρίσει την σύγχρονη ιστορία της χώρας μας. Δυστυχώς από τη στιγμή που η χώρα μας μπήκε στην Ο.Ν.Ε., αυτό δεν μπορούσε πλέον να λειτουργήσει σαν ένας μηχανισμός που θα έστελνε ένα έγκαιρο μήνυμα προς την ελληνική οικονομία. Όλοι ξέρουμε ότι σε μια οικονομία που μετέχει στη ζώνη του ευρώ, η μεταβλητή στην οποία θα χτυπήσει ένα τόσο μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, είναι η απασχόληση. Έλλειμμα της τάξης 15% σημαίνει ότι τα προϊόντα μας δεν μπορούν να βρουν θέση στο εξωτερικό, αλλά και δεν μπορεί η δική μας βιομηχανία να στηρίξει εγχώρια παραγωγή και να μην κάνουμε εισαγωγές. Με λίγα λόγια δεν μπορούσε η χώρα να ενταχθεί αποτελεσματικά στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Αυτό είναι που συνέβαινε όλα αυτά τα χρόνια και ως χώρα προχωρούσαμε αμέριμνοι. Και δεν είναι ότι προχωρούσαμε αμέριμνοι μόνο με τόσα μεγάλα ελλείμματα και ξέραμε ότι αργά ή γρήγορα, κάποια στιγμή θα δημιουργηθεί τεράστιο πρόβλημα στην ελληνική οικονομία. Την ίδια περίοδο αφήναμε μέρα με την ημέρα, μήνα με τον μήνα, χρόνο με τον χρόνο τα δημοσιονομικά ελλείμματα να αυξάνονται και το δημόσιο χρέος να συσσωρεύεται. Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς όλα αυτά τα χρόνια ποιος θα τα αποπληρώνει όλα αυτά; Σαράντα χρόνια μπορεί να μου υποδείξει κάποιος μία περίοδο κατά την οποία δεν είχαμε έλλειμμα ή δεν είχαμε χρέος; Διαμαρτύρονται όλοι τώρα για τις επιπτώσεις της προσπάθειας να μαζέψουμε τώρα τα ελλείμματα και το χρέος. Διαμαρτυρήθηκε κανένας επί 40 χρόνια για το γεγονός ότι η χώρα κάθε μέρα δανειζόταν όλο και περισσότερο και αυτό οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή; Άκουσα από κάποιον συνάδελφο να λέει ότι «μπορεί να μου εγγυηθεί κανείς ότι δεν θα συμβεί τίποτα αν ακολουθήσουμε το συγκεκριμένο πρόγραμμα;». Γιατί ζήτησε να του εγγυηθεί κανείς, όταν δανειζόμασταν κάθε χρόνο όλα αυτά τα χρόνια ότι δεν θα συνέβαινε τίποτα, ότι δεν θα οδηγούμασταν σε αδιέξοδο; Ζήτησε εγγυήσεις από όλους αυτούς που δανείζονταν όλα αυτά τα χρόνια για να χρηματοδοτούν τα ελλείμματα ότι δεν θα συμβεί τίποτα σ’ αυτή την χώρα; Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι ώρες ευθύνης και θα πρέπει πλέον να λέμε αλήθειες στους Έλληνες πολίτες και στις Ελληνίδες που με αγωνία αυτή την στιγμή βλέπουν μέρα με την ημέρα να κινδυνεύουν τα πλέον δεδομένα πράγματα που είχαν μέχρι σήμερα στην ζωή τους. Να κινδυνεύει η απασχόληση τους, το επίπεδο του μισθού τους η της σύνταξης τους και να μην ξέρουν τι έχουν να αντιμετωπίσουν την επόμενη ημέρα. Έρχονται σήμερα όλοι τιμητές. Πού ήταν όλοι αυτοί; Που ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ; Το ΚΚΕ; Όταν είχαμε τα τεράστια ελλείμματα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών; Ποιοι ήταν οι προβληματισμοί οι οποίοι κατέθεσαν για το που πήγαινε η χώρα; Τώρα ξαφνικά ανακάλυψαν ότι υπήρχαν όλα τα προβλήματα. Τώρα δημιουργήθηκαν τα προβλήματα στο εξωτερικό χρέος; Τα 340 δισεκατομμύρια δημόσιου χρέους τώρα δημιουργήθηκαν; Λέω, λοιπόν, ότι αυτή την στιγμή έχουμε μια δέσμη πολιτικών παρεμβάσεων, που έρχονται να αντιμετωπίσουν το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας. Όποιος εκφράζει αντιρρήσεις σε πρέπει να γίνουν, έχει υποχρέωση απέναντι στους Έλληνες πολίτες να βγει συγκεκριμένα και να πει «Ποιο είναι το έλλειμμα; 15%. Σας καταθέτω αυτή την δέσμη πολιτικών προτάσεων, η οποία θα πάρει αυτό το 15% του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και θα το κατεβάσει στο 3% η ακόμη και στο 0%». Όχι μόνο θα το κατεβάσει στο μηδέν, αλλά ενδεχομένως να επιτρέψει κάποτε στην Ελλάδα να έχει και πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, κάτι το οποίο δεν έχει συμβεί ποτέ μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Να το δούμε για να ξέρουμε να το αξιολογήσουμε. Να ξέρουμε τι προτείνουν αυτοί οι οποίοι εναντιώνονται σε αυτές τις παρεμβάσεις και να ξέρουμε τι επίπτωση έχει για τον Έλληνα και την Ελληνίδα και να το συγκρίνουμε με αυτό το οποίο σήμερα συζητάμε. Πάμε τώρα στην δεύτερη δέσμη προτάσεων. Η δεύτερη δέσμη προτάσεων αφορά τα δημοσιονομικά. Θέλω εδώ να κάνουμε μια ειλικρινή συζήτηση, για να σβήσουμε ορισμένους μύθους που υπάρχουν στην κοινωνία. Ποιοι είναι οι μύθοι; Πρώτον, ότι δεν υπάρχει πρόβλημα με τα δημοσιονομικά. Εάν ο από μηχανής Θεός της Ελλάδος κατέβαινε αυτή την στιγμή και μας απάλλασσε όχι τα 100 δισ. που είναι να μας αφαιρέσουν με το PSI, αλλά εξαφάνιζε το σύνολο του χρέους, σας διαβεβαιώνω ότι εάν συνεχίζαμε με τα ελλείμματα του 2010 δηλαδή περίπου με 10% για τα επόμενα 15 χρόνια, θα είχαμε 150% χρέος. Άρα, όποιος ισχυρίζεται ότι η χώρα μας δεν έχει καμία υποχρέωση αυτή την στιγμή να προχωρήσει σε συμμάζεμα των δημοσιονομικών του ελλειμμάτων, δεν είναι ειλικρινής στους Έλληνες πολίτες. Αυτή την υποχρέωση θα την είχαμε είτε ήμασταν εντός της ζώνης του ευρώ είτε εκτός. Δηλαδή, η υποχρέωση να βάλουμε σε τάξη τα οικονομικά της χώρας, είναι μια υποχρέωση η οποία δεν έχει να κάνει με το νομισματικό σύστημα στο οποίο ανήκουμε, διότι τα αδύναμα δημόσια οικονομικά είναι τμήμα της παθογένειας του ελληνικού κράτους από την ημέρα της συγκρότησής του. Οποιος έλθει στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και παρακολουθήσει τους προϋπολογισμούς που υπάρχουν στην βιβλιοθήκη του θα παρατηρήσει ότι από το 1830 και μετά με μια συχνότητα περίπου κάθε πέντε χρόνια, το ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε δημοσιονομικά προβλήματα. Αυτό που οφείλεται; Οφείλεται στο γεγονός ότι το ελληνικό κράτος από την ημέρα της συγκρότησής του αναλάμβανε πάντοτε πολύ περισσότερες δαπάνες σε σχέση με αυτές που μπορούσε να εξυπηρετήσει με τα έσοδά του. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Να δανειζόμαστε κάθε χρόνο. Γι’ αυτό είχαμε και τόσες πολλές οικονομικές κρίσεις και τόσα πολλά δημοσιονομικά προβλήματα σε όλη την διαδρομή από το 1830 και μετά. Όποιος ανατρέξει σε ένα βιβλίο οικονομικής ιστορίας θα διαπιστώσει πόσες φορές αυτή η χώρα βρέθηκε αντιμέτωπη με το πρόβλημα της χρεοκοπίας από το 1830 και μετά. Γιατί ποτέ δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει κατά τρόπο διαρθρωτικό τα μεγάλα προβλήματα. Επομένως, δεν θέλω αυτή την στιγμή να κάνουμε συζήτηση για το εάν πρέπει ή όχι να προχωρήσουμε στην μείωση των ελλειμμάτων. Ούτε επίσης είμαι διατεθειμένος να ακούσω επιχειρήματα του τύπου « δεν έπρεπε να μειώσουμε τα ελλείμματα, διότι αυτό επηρεάζει την ανάπτυξη». Δεν είμαι εδώ για να υπερασπιστώ την άποψη ότι όταν αυξάνονται οι φόροι και όταν μειώνονται οι δαπάνες αυτό δεν επηρεάζει την ζήτηση. Είναι αυτονόητο ότι την επηρεάζει. Αλλά πρέπει να δούμε τι θα συνέβαινε εάν αφήναμε να ξεφύγουν τα ελλείμματα. Το 2008 είχαμε ύφεση της τάξεως του 0,2% και είχαμε και ένα έλλειμμα της τάξεως του 9,5% περίπου. Το 2009 το έλλειμμα πήγε στο 15,8%. Βοήθησε αυτό να ανασχεθεί η ύφεση; Βεβαίως και δεν βοήθησε. Η ύφεση το 2009 πήγε στο 3,2%. Αυτό το γεγονός τι λέει με απλά λόγια; Λέει ότι παρά το γεγονός ότι το 2009 η χώρα είχε πολύ μεγαλύτερο έλλειμμα απ’ αυτό που είχε το 2008, τελικά κατέληξε να έχει και μεγαλύτερη ύφεση. Άρα τα επιχειρήματα τα οποία έχουν διατυπωθεί από πάρα πολλούς ότι έπρεπε πάση θυσία να αποφύγουμε την δημοσιονομική προσαρμογή είναι έωλα και δεν στηρίζονται πουθενά. Υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα. Τέθηκε πολλές φορές το ερώτημα «γιατί δεν προσπαθήσατε από το πρώτο Μνημόνιο να προχωρήσετε σε ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή». Λέω λοιπόν σε αυτούς που επικαλούνται αυτό το επιχείρημα, να εξηγήσουν στους Έλληνες και στις Ελληνίδες τι σημαίνει ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή. Έχει δύο συνέπειες η ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή. Η πρώτη συνέπεια θα ήταν να εξασφαλίσουμε κατ’ αρχάς την χρηματοδότηση του κενού που θα δημιουργούνταν. Οι πιστωτές μας, είχαν αποφασίσει τότε να δώσουν 110 δισ. ευρώ. Ας έβαζαν πλάτη όλοι αυτοί που διαμαρτύρονται σήμερα, να παίρναμε τότε 130 δισ. και αντί να είχαμε ένα τρίχρονο πρόγραμμα, να είχαμε ένα πολύ μεγαλύτερο. Ήμασταν μόνοι μας τότε στις διαπραγματεύσεις. Και όχι μόνο αυτό, αλλά δεν υπήρχε ούτε μηχανισμός για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αυτό το πρόβλημα της χρηματοδότησης. Επομένως, δεν μπορώ να δεχτώ επιχειρήματα του τύπου «γιατί δεν πήγατε σε ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή», όταν δεν υπήρχαν τα απαραίτητα κεφάλαια προκειμένου να προχωρήσουμε σε αυτήν. Να θυμίσω και το αυτονόητο. Το χρέος είναι το αποτέλεσμα της παρουσίας ελλειμμάτων. Όσο υπάρχουν ελλείμματα θα αυξάνεται και το χρέος. Άρα, όταν λες ότι θέλω ηπιότερη δημοσιονομική προσαρμογή, ταυτοχρόνως αποδέχεσαι ότι θέλεις το χρέος να συνεχίζει να αυξάνεται. Αυτά είναι απλά και δεν χρειάζεται κανείς να έχει εντρυφήσει τα οικονομικά. Από την διαχείριση του σπιτιού του, γνωρίζει ο καθένας ότι όταν οι δαπάνες του σπιτιού του δεν ισοσταθμίζονται από ανάλογα έσοδα, αυτό σημαίνει ότι αυξάνονται τα χρέη. Τώρα αν θα αυξηθούν προς τους συγγενείς ή προς τις τράπεζες αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αυτό που έχει σημασία είναι ότι το χρέος θα συνεχίζει να αυξάνεται. Λέω λοιπόν ότι όσοι θέτουν το ερώτημα γιατί ανεβαίνει το χρέος την ώρα που μειώνονται μισθοί και συντάξεις, η απάντηση είναι γιατί παρά την μείωση εξακολουθούμε να έχουμε έλλειμμα. Υπάρχουν ελλείμματα και κανείς δεν ισχυρίστηκε ότι όταν κάνεις μια δημοσιονομική προσαρμογή και δεν έχεις μηδενίσει τα ελλείμματα τότε το χρέος δεν θα συνεχίσει να αυξάνεται. Εάν κάποιος καταφέρει να βρει έναν τρόπο να μηδενίσει το έλλειμμα σε ένα χρόνο και εμείς δεν το έχουμε κάνει, τότε να έρθει εδώ και να το καταθέσει και να μας πει ότι είχατε την δυνατότητα το έλλειμμα της τάξεως του 16% ή του 15% να το μηδενίσετε σε ένα χρόνο και να σταματήσει να ανεβαίνει το χρέος σε ονομαστικό επίπεδο. Δυστυχώς, τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει. Το εάν έπρεπε να πάμε στα τρία ή στα πέντε έτη σας απάντησα προηγουμένως. Τα πέντε χρόνια προϋπόθεταν περισσότερα χρήματα τα οποία δεν υπήρχαν. Τα χρήματα που υπήρχαν ήταν να γίνει ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής της τάξεως των τριών ετών. Το θέμα είναι, θέλουμε να αντιμετωπίσουμε το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας; Και επειδή επιμένω σε αυτό το οποίο είπα προηγουμένως ότι είναι μέρος της παθογένειας του ελληνικού κράτους υποστηρίζω ότι οι δημοσιονομικές κρίσεις στην χώρα είναι ανεξάρτητες από το νομισματικό σύστημα στο οποίο συμμετέχουμε. Δημοσιονομικές κρίσεις είχαμε και όταν η Ελλάδα επιχειρούσε να συμμετάσχει στον κανόνα χρυσού ή στην Λατινική Νομισματική Ένωση. Δημοσιονομικές κρίσεις είχαμε και όταν η Ελλάδα ήταν στο σύστημα Bretton Woods, δημοσιονομικές κρίσεις είχαμε και όταν η Ελλάδα ήταν στις κυμαινόμενες ισοτιμίες και δημοσιονομικές κρίσεις έχουμε και σήμερα που η χώρα είναι μέλος της ΟΝΕ. Η παρουσία και η συμμετοχή σε ένα νομισματικό σύστημα δεν επηρεάζει το εάν θα έχουμε δημοσιονομικές κρίσεις ή όχι. Επηρεάζει τον τρόπο αντιμετώπισης τους. Άρα, δεν είναι η συμμετοχή στο νομισματικό σύστημα που προκαλεί τις δημοσιονομικές κρίσεις, αλλά είναι ο τρόπος λειτουργίας και η παθογένεια στον τρόπο λειτουργίας και σύνταξης των δημόσιων οικονομικών που έχει οδηγήσει σε αυτές τις κρίσεις από το 1830 και μετά. Επομένως, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ως χώρα πώς ακριβώς σκεπτόμαστε να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα αυτό κατά τρόπο διαρθρωτικό. Το λέω αυτό κύριοι συνάδελφοι διότι αυτή την στιγμή έχουμε το εξής παράδοξο. Δυσκολευόμαστε για μικρά ποσά να καταλήξουμε σε κάποιες προτάσεις περικοπής δαπανών. Δηλαδή, να πούμε ότι όταν πρόκειται να έχουμε ένα πρόγραμμα περιστολής από πού αυτό το πρόγραμμα θα προκύψει. Εάν, δηλαδή, αυτό το πρόγραμμα περιστολής θα προκύψει από την ά ή την β΄ οικονομική δραστηριότητα. Μακάρι να είχαμε το περιθώριο να προχωρήσουμε σε μια δημοσιονομική προσαρμογή σαν και αυτή που έχει ανάγκη η χώρα, χωρίς να πειράξουμε αυτούς οι οποίοι πραγματικά είναι αδύναμοι. Μακάρι να μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό χωρίς να πειράξουμε μισθούς και συντάξεις. Όμως, όποιος θέλει ειλικρινά να συμμετάσχει σε αυτόν το διάλογο, θα πρέπει να έρθει με συγκεκριμένες προτάσεις. Το μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής είναι γνωστό και είναι μεγάλο. Όλοι ξέρουμε πώς πρέπει να μειωθούν τα ελλείμματα. Όλοι ξέρουμε ποιο είναι το πρωτογενές έλλειμμα και όχι πλεόνασμα όπως άκουσα προηγουμένως από την συνάδελφο κυρία Κατσέλη η οποία είπε ότι είχαμε πλεόνασμα στο δεύτερο εξάμηνο του 2011. Η χώρα δεν είχε πλεόνασμα στο δεύτερο εξάμηνο του 2011. Αυτή είναι λάθος ανάγνωση των στοιχείων που παρέχει το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και το λέω αυτό επειδή το έχω δει τόσο σε εγχώρια δημοσιεύματα όσο και σε δημοσιεύματα του εξωτερικού. Η χώρα, λοιπόν, έχει κάνει μια μεγάλη δημοσιονομική προσπάθεια και αυτό θα πρέπει να αναγνωριστεί εδώ. Το μέγεθος αυτής της δημοσιονομικής προσπάθειας είναι ότι πήρε πρωτογενές έλλειμμα της τάξης των 24 δισεκατομμυρίων και το 2011, το έχει μειώσει στα 5 δισεκατομμύρια περίπου το 2011. Και αυτό συνέβη σε μια περίοδο βαθιάς ύφεσης. Αυτό, από μόνο του, αποδεικνύει πραγματικά πόσο μεγάλη ήταν η προσπάθεια η οποία έγινε σε αυτήν εδώ τη χώρα, βεβαίως, με θυσίες. Έφερε τους Έλληνες σε πάρα πολύ δύσκολη θέση καθώς η χώρα προχώρησε σε περικοπές μισθών και συντάξεων και αυξήθηκε η ανεργία. Όμως, είναι λάθος να υποτιμούμε το μέγεθος αυτής της προσπάθειας και είναι λάθος να μην την αναδεικνύουμε. Επειδή, πολλές φορές, γίνεται συζήτηση για το εάν η συγκεκριμένη αποτύπωση δείχνει πραγματικά την εικόνα ή μήπως στρεβλώνεται η εικόνα αυτή από τον κύκλο στον οποίο βρίσκεται η οικονομία, αναζήτησα στοιχεία και από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για να εκτιμηθεί τελικά και σε όρους του διαρθρωτικού ελλείμματος, εάν αυτή η προσπάθεια πραγματικά ήταν σημαντική. Τα στοιχεία, από δύο διαφορετικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις, καταλήγουν ακριβώς στο ίδιο αποτέλεσμα. Ότι, δηλαδή, και με τις δύο διάφορες μεθοδολογικές προσεγγίσεις, το διαρθρωτικό έλλειμμα της χώρας μειώθηκε περίπου μεταξύ του 8% και 10%. Αυτό και μόνο δείχνει ότι, τελικά, η προσπάθεια αυτή παράγει αποτελέσματα, αποδίδει στη μείωση των ελλειμμάτων. Παρ’ όλα αυτά έχουμε δρόμο μπροστά μας. Πρέπει να συνεχίσουμε. Μετά από δυόμισι περίπου χρόνια στη θέση την οποία βρίσκομαι, θέλω να καταθέσω ένα συμπέρασμα από την εμπειρία που απέκτησα στο Γενικό Λογιστήριο. Τα επόμενα χρόνια, κύριε Πρόεδρε, δεν θα είναι εύκολα χρόνια ούτε για τους πολίτες ούτε για το πολιτικό σύστημα της χώρας. Θα είναι εξίσου δύσκολα χρόνια. Το λέω αυτό γιατί οι προσπάθειες τις οποίες κάναμε για να βγάλουμε την χώρα από την κρίση του παραγωγικού προτύπου και οι προσπάθειες τις οποίες θα κάνουμε για να βγάλουμε τη χώρα από τη δημοσιονομική κρίση στην οποία είναι βυθισμένη, περνάει μέσα από μια σειρά πολιτικών επιλογών, οι οποίες θα είναι δύσκολες. Δηλαδή, θα πρέπει να συνεχιστεί η δημοσιονομική προσαρμογή και θα πρέπει να γίνουν πάρα πολλές προσπάθειες. Θεωρώ ότι, από δω και στο εξής, πετυχημένος πολιτικός δεν θα θεωρείται αυτός ο οποίος έχει εξασφαλίσει περισσότερα χρήματα για το Υπουργείο του. Πετυχημένος πολιτικός, από δω και στο εξής, θα θεωρείται εκείνος ο οποίος θα καταφέρει, για το Υπουργείο του και για τους φορείς που εποπτεύει, να παράγει το ίδιο έργο που παρήγαγε και στο παρελθόν, αν όχι περισσότερο, της ίδιας ποιότητας, αν όχι και καλύτερης, με πολύ λιγότερους πόρους σε σχέση με αυτούς τους οποίους είχε αρχικά. Αυτός θα είναι ο ορισμός του επιτυχημένου πολιτικού. Όσοι δεν το έχουν καταλάβει και δεν το έχουν συνειδητοποιήσει αυτό, πολύ φοβούμαι ότι βρίσκονται για λάθος λόγους σε αυτήν εδώ την αίθουσα.