Παρέμβαση ΑΝΥΕΘΑ κ. Π . Μπεγλίτη στη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής επί του Ν/Σ του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας:
“Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Υπηρεσιών και Προμηθειών στους τομείς της Άμυνας και της Ασφάλειας - Εναρμόνιση με την Οδηγία 2009/81/ΕΚ - Ρύθμιση Θεμάτων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας”
“Φθάνοντας στο τέλος αυτής της πολύ ενδιαφέρουσας συζήτησης στην Ολομέλεια και αφού έχει προηγηθεί μια εκτεταμένη συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων στη Διαρκή Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας, να μου επιτρέψετε να κάνω μερικές επισημάνσεις σχετικά με αυτήν, την κατά την άποψή μας, αλλά και κατά την άποψη - όπως φάνηκε από τη συζήτηση - πάρα πολλών συναδέλφων, από όλες τις πτέρυγες, θεσμική παρέμβαση, σε ένα ιδιαίτερα κρίσιμο και ευαίσθητο τομέα, όπως είναι ο τομέας της εθνικής άμυνας και των αμυντικών προμηθειών, που έχουν τις επιπτώσεις τους και στη βιωσιμότητα και στο αναπτυξιακό μέλλον των αμυντικών μας βιομηχανιών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Θέλω να πω ότι αυτό το νομοσχέδιο που συζητούμε εγγράφεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης θεσμικής παρέμβασης που οργάνωσε από την αρχή, από τον Οκτώβριο του 2009 η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας σε αυτόν τον ευαίσθητο, όπως σας είπα, χώρο.
Δεν είναι τυχαίο ότι είναι μέρος μιας -να μου επιτρέψετε να πω- «τριλογίας» θεσμικών παρεμβάσεων, που ξεκινά με την ανασυγκρότηση της Επιτροπής Αμυντικών Συμβάσεων και Προμηθειών της Βουλής, σε μια κατ’ αρχήν ad hoc βάση. Και στη συνέχεια, με τη θεσμοθέτησή της μέσα από τη σχετική αλλαγή του Κανονισμού της Βουλής: μία θεσμική καινοτομία στα κοινοβουλευτικά μας χρονικά, που έδωσε δύναμη, όχι απλά γνωμοδοτικό, αλλά ελεγκτικό ρόλο στους Βουλευτές μας μέσα από τη συγκρότηση αυτής της αυτόνομης Επιτροπής.
Η δεύτερη θεσμική μας παρέμβαση είναι ο νόμος που υπερψηφίστηκε τον περασμένο Οκτώβριο, ο ν.3833 περί ιεραρχίας και προαγωγών, ο οποίος όμως είχε σημαντικές ρυθμίσεις και για τον χώρο των αμυντικών προμηθειών. Οι σχετικές ρυθμίσεις, από το άρθρο 72 μέχρι το άρθρο 77 του ν. 3833, εάν συνδεθούν με τις ρυθμίσεις του νέου νόμου, αποτελούν ένα δυναμικό σύνολο, μια καινούργια, θα έλεγα, συνολική ρύθμιση στο χώρο των αμυντικών προμηθειών.
Ασφαλώς, έρχεται ως τελευταίο τμήμα αυτής της «τριλογίας» το νομοσχέδιο που συζητούμε σήμερα για τις αμυντικές προμήθειες, με την ευκαιρία της ενσωμάτωσης της Οδηγίας 81/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
Τα λέω αυτά κάνοντας μια μικρή και σύντομη ιστορική αναδρομή, για να επισημάνω, όχι απλά την ευαισθησία, αλλά τη στρατηγική την οποία υπερασπιστήκαμε και συνεχίζουμε να υπερασπιζόμαστε ως πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
Είναι γνωστό - καλούμαστε δυστυχώς να το διαχειριστούμε καθημερινά - ότι βρισκόμαστε σε ένα χώρο με υψηλά ποσοστά δυσπιστίας γύρω από τη διαχείριση των εθνικών πόρων, των χρημάτων του ελληνικού λαού. Είναι προφανές, ότι δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε μέσα σ’ αυτό το χώρο, σ’ αυτό το κλίμα της δυσπιστίας, σ’ αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα αμφισβήτησης ως Κυβέρνηση και ως πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας δίχως να κάνουμε αυτές τις αναγκαίες παρεμβάσεις. Γιατί αυτές οι παρεμβάσεις είναι ουσιαστικά πρωτοβουλία μας. Ακόμα και η Οδηγία 81, σε ένα σημαντικό βαθμό, ενσωματώνει στοιχεία, τα οποία προϋπήρξαν στις δικές μας νομοθετικές παρεμβάσεις και ρυθμίσεις. Είναι πρωτοβουλίες που στοχεύουν στο να δημιουργήσουν ένα νέο, στεγανοποιημένο, κατά το δυνατόν, χώρο στις αμυντικές προμήθειες. Είναι θεσμικές και πολιτικές πρωτοβουλίες που επιδιώκουν να αποκαταστήσουν την ισορροπία του οικονομικού κόστους και του επιχειρησιακού αμυντικού οφέλους, μια σχέση που σε σημαντικό βαθμό είχε ανατραπεί για πάρα πολλά χρόνια και για συγκεκριμένους λόγους με ευθύνη όλων μας, πρωτίστως των κομμάτων εξουσίας και των κυβερνήσεών μας.
Είναι επίσης, γεγονός, ότι βρισκόμαστε σε έναν χώρο που δαπανήθηκαν τεράστια ποσά, μεταπολιτευτικά, στο όνομα της υπεράσπισης της εθνικής άμυνας της χώρας. Βεβαίως, θα πει κανείς - και το λέμε όλοι - ότι σωστά είχαμε αυτές τις δαπάνες, αφού είχαμε εξωτερικούς κινδύνους, είχαμε απειλές, είχαμε προβλήματα στην εξωτερική μας ασφάλεια. Αν όμως κοιτάξουμε με ιδιαίτερη προσοχή, εάν αναλύσουμε πιο βαθιά αυτή τη σχέση ανάμεσα στο κόστος - τα τεράστια, δηλαδή, ποσά που δαπανήθηκαν ως ποσοστά του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος - και δούμε το επιχειρησιακό αμυντικό όφελος, την ανταποδοτικότητα, θα δούμε ότι αυτή η σχέση, δεν ήταν πάντα σε μια ισορροπία.
Γι’ αυτό λέμε ότι με τις θεσμικές μας παρεμβάσεις αποκαθιστούμε σε ένα σημαντικό βαθμό αυτή τη σχέση, μειώνοντας ταυτόχρονα - και εδώ είναι το σημαντικό σημείο - τις αμυντικές δαπάνες στα δύο σκέλη: στις λειτουργικές δαπάνες και στις δαπάνες για τους αμυντικούς εξοπλισμούς.
Θα με ρωτήσετε: Ήταν δυνατόν αυτό να γίνει χωρίς να επηρεαστεί στο ελάχιστο η επιχειρησιακή ετοιμότητα, αυτό που όλοι ονομάζουμε «αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων»;
Θα σας πω ότι, είναι δυνατόν και φαίνεται αυτό στην πράξη, ότι και τον εξορθολογισμό των αμυντικών δαπανών μπορούμε να επιτύχουμε και να διασφαλίσουμε συγχρόνως ένα υψηλό αξιόμαχο για τις Ένοπλες Δυνάμεις μας. Γιατί φοβάμαι ότι καλλιεργείτο ένας μύθος, φοβάμαι ότι όλοι υπηρετούσαμε μία ψευδαίσθηση σχετικά με τη σχέση αμυντικών δαπανών και επιχειρησιακής ετοιμότητας των Ενόπλων Δυνάμεων, γιατί πάντα τα υψηλά ποσοστά, οι υψηλές δαπάνες, δεν φέρνουν και το ανάλογο αξιόμαχο.
Εμείς προχωρήσαμε σε ένα δυναμικό εξορθολογισμό, σε μια ανασυγκρότηση, κατ’ αρχήν, των αντιλήψεων που είχαμε όλοι μας, δυστυχώς, πολλές φορές για το πώς οργανώνεται το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα αμυντικών εξοπλισμών, ποιες είναι οι επιχειρησιακές μας ανάγκες, πόσα χρήματα χρειαζόμαστε για να υπηρετήσουμε αυτές μας τις επιχειρησιακές ανάγκες. Και μέσα σε όλον αυτόν τον προβληματισμό, ποια είναι η θέση και ποιος είναι ο ρόλος των αμυντικών βιομηχανιών. Θα έλεγα ότι πολλές λανθασμένες αντιλήψεις καλλιεργήθηκαν και γύρω από το χώρο των αμυντικών βιομηχανιών, όπως και πολιτικές λανθασμένες από όλους που οδήγησαν στο αδιέξοδο τις αμυντικές μας βιομηχανίες, κυρίως του δημόσιου τομέα.
Δυστυχώς, ορισμένες τέτοιες αντιλήψεις εκφράστηκαν και εδώ - και στην Επιτροπή και στην Ολομέλεια - και μάλιστα χθες, από τον Εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας τον κ. Τζίμα, ο οποίος έσπευσε να κάνει δικές του τις απόψεις κάποιων συνδικαλιστικών φορέων στο χώρο των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων, βγάζοντας και μια ανακοίνωση υπερασπιζόμενος τις απόψεις των Σωματείων εργαζομένων. Θα ήθελα να του πω όμως - και να το πω και στην Ολομέλεια - ότι βιάστηκε.
Εγώ συμφωνώ ότι στη συζήτηση αυτού του νομοσχεδίου έκανε σημαντικές παρεμβάσεις, σημαντικές παρατηρήσεις, πολλές από τις οποίες, όπως είδατε όλοι, έγιναν αποδεκτές και από τον Υπουργό και ενσωματώθηκαν στο νομοσχέδιο. Βιάστηκε λοιπόν, και τον αδικεί αυτή η βιασύνη κι αυτό το άγχος.
Θα ήθελα να του πω ότι κάλυψε αυτά τα Σωματεία εργαζομένων, τα οποία στη συντριπτική τους πλειοψηφία καλύπτονται από συνδικαλιστικές παρατάξεις, που δεν εκφράζονται από την Νέα Δημοκρατία. Πιο συγκεκριμένα, είναι Σωματεία εργαζομένων που εκφράζονται από την ΠΑΣΚΕ, τη συνδικαλιστική παράταξη της Κυβέρνησής μας και του Κόμματός μας.
Θέλω να σας πω ορισμένα στοιχεία, για το τι συνέβαινε για πολλά χρόνια στα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα σε σχέση με τις ανώτατες διοικητικές βαθμίδες. Το 2005 η τότε διοίκηση των ΕΑΣ επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας και επί κ. Σπηλιωτόπουλου στο Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, στο οργανόγραμμα της προέβλεπε πεντακόσιες πενήντα έξι θέσεις τμηματαρχών, διευθυντών και γενικών διευθυντών, οι οποίες ήταν σε πλήρη αναντιστοιχία και με την παραγωγική δραστηριότητα, τις παραγωγικές λειτουργίες των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων, αλλά και με όλη τη διάρθρωση της αμυντικής μας βιομηχανίας. Ουσιαστικά, δεν είχαμε τίποτα άλλο, παρά ένα σύστημα αναπαραγωγής και παραγωγής ευνοιοκρατίας.
Σήμερα, το 2011, ενώ έχουμε χίλιους εξήντα περίπου εργαζόμενους, είχαμε τετρακόσιες σαράντα θέσεις διευθυντικές στα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα. Ξέρετε με το νέο οργανόγραμμα, κύριε Τζίμα, σε τι αριθμό κατέβηκαν αυτές οι θέσεις? Κατέβηκαν στον αριθμό διακόσια είκοσι έξι. Θυμίζω ότι από τις τετρακόσιες σαράντα που ήταν - και με το οργανόγραμμά σας πεντακόσιες πενήντα έξι - ουσιαστικά κατέβηκαν στις διακόσιες είκοσι έξι και εξ αυτών πληρώθηκαν οι εκατόν εβδομήντα διευθυντικές θέσεις. Από τις θέσεις των διευθυντών και των γενικών διευθυντών που το οργανόγραμμά σας προέβλεπε ογδόντα μία, ουσιαστικά εμείς, η διοίκηση δηλαδή, των ΕΑΣ πλήρωσε τις είκοσι δύο θέσεις. Πέντε θέσεις γενικών διευθυντών και δέκα επτά θέσεις διευθυντών. Δεν υπήρξε σε καμία περίπτωση ευνοιοκρατία. Αντίθετα υπήρξε κάτω από τις αυστηρές εντολές της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, η υπερίσχυση της αξιοκρατίας.
Μπορείτε να ρωτήσετε - γνωριζόμαστε όλοι μεταξύ μας - ποιοι έγιναν τελικά διευθυντικά στελέχη τόσο στο Λαύριο, που διαβάσαμε τις ανακοινώσεις, όσο και εδώ στον Υμηττό ή στο Αίγιο. Θα δούμε, λοιπόν, ότι στόχος ήταν να μειώσουμε σημαντικά, πολύ σημαντικά, τις διευθυντικές θέσεις. Και μειώνοντας τις θέσεις, να μειώσουμε τις λειτουργικές και μισθολογικές δαπάνες των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων.
Αυτός δεν είναι ένας στόχος που συμμεριζόμαστε όλοι; Είναι ένα θέμα που μπορεί να γίνει αντικείμενο αντιπολίτευσης; Είναι ένα θέμα, για το οποίο θα πρέπει να αμφισβητείται η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και η διοίκηση των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων; Αντίθετα, θα έλεγα, ότι δεν θα έπρεπε να βιαστείτε. Θα έπρεπε, τουλάχιστον δεοντολογικά, να ρωτήσετε τι ακριβώς συμβαίνει, ποια είναι η πραγματικότητα, ποιοι είναι οι στόχοι αυτής της μεγάλης ανασυγκρότησης και αναδιοργάνωσης;
Είναι γνωστό ότι η αμυντική μας βιομηχανία έχει σοβαρά δομικά και διαρθρωτικά προβλήματα, τόσο του δημόσιου τομέα, όσο και του ιδιωτικού τομέα. Μη μας ξεγελά το γεγονός, ότι ο ιδιωτικός τομέας πολλές φορές δεν εμφανίζει όλα τα στοιχεία. Αλλά και στον ιδιωτικό τομέα υπάρχουν σημαντικά προβλήματα, με απολύσεις εργαζομένων, με συρρίκνωση της παραγωγικής δραστηριότητας.
Για μας, η αμυντική βιομηχανία του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα έχει εξίσου ενδιαφέρον. Θέλουμε να υπερασπιστούμε μια βιώσιμη αμυντική βιομηχανία εθνικού βεληνεκούς με αναπτυξιακό μέλλον, ανεξάρτητα εάν θα ανήκουν στο δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα.
Ωστόσο πρέπει να παραδεχθούμε και ορισμένες άλλες πραγματικότητες γύρω από τις αμυντικές βιομηχανίες. Μπορεί πολλές απ’ αυτές να στηρίχθηκαν - κυρίως του ιδιωτικού τομέα - σε μια πολιτική αντισταθμιστικών ωφελημάτων. Δεν είναι τυχαίο, ότι άνθισαν όλες αυτές από τη δεκαετία του ’80 μέσα από τις πολιτικές των αντισταθμιστικών ωφελημάτων. Ωστόσο, με ελάχιστες τιμητικές εξαιρέσεις, η πλειοψηφία αυτών των μικρομεσαίων αμυντικών βιομηχανιών, στηρίχθηκε από τα αντισταθμιστικά ωφελήματα χωρίς όμως να αποκτήσει γερές, παραγωγικές βάσεις. Γι’ αυτό σήμερα βρίσκονται πάρα πολλές απ’ αυτές μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Και αν δεν εκσυγχρονιστούν, αν δεν αποκτήσουν μια άλλη αντίληψη, τότε δεν θα έχουν μέλλον. Αυτό ισχύει και για τις αμυντικές βιομηχανίες του δημόσιου τομέα.
Είναι γνωστό - το έχουμε ανακοινώσει και εμείς αλλά και η ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών - ότι τόσο για τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα, όσο και για την ΕΛΒΟ, αναζητούμε στρατηγικούς επενδυτές. Στόχος μας είναι στρατηγικές εταιρικές σχέσεις μέσα από την αποκρατικοποίηση. Για τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα έχει ορισθεί σύμβουλος, που θα μας υποβάλλει το σχέδιό του για να δούμε κατά πόσο έχουν βιώσιμο αναπτυξιακό μέλλον. Και είμαστε έτοιμοι να συμφωνήσουμε σε μια αποκρατικοποίηση που μπορεί να φθάσει έως το 66%. Το ίδιο ισχύει για την Ελληνική Βιομηχανία Οχημάτων στη Θεσσαλονίκη, την ΕΛΒΟ, όπου και εκεί έχουμε ορίσει σύμβουλο για να μας υποβάλει σχέδιο ανάπτυξης μέσα από την αναζήτηση στρατηγικών εταιρικών σχέσεων και επενδυτών.
Αν κοιτάξει κανείς σήμερα τις εξελίξεις στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, θα δει ότι ένας από τους τομείς που πλήττεται από τη δημοσιονομική και οικονομική κρίση, είναι και ο τομέας των αμυντικών βιομηχανιών. Δείτε, σας παρακαλώ, τους ισολογισμούς του 2010, μεγάλων, πολυεθνικού χαρακτήρα, αμυντικών βιομηχανιών, όπως είναι η EADS, όπως είναι η THALES στη Γαλλία και στην Ολλανδία. Δείτε τους ισολογισμούς μεγάλων αμυντικών βιομηχανιών στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Θα διαπιστώσουμε όλοι, ότι συρρικνώνεται ο τομέας των αμυντικών βιομηχανιών. Κι αυτό λόγω βεβαίως των στρατηγικών επιλογών για εξορθολογισμό των αμυντικών δαπανών και λόγω βεβαίως της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης.
Άρα, τι πρέπει να κάνουμε, πέρα από καταγγελτικό λόγο, πέρα από μια ρητορεία εύκολη, πλην όμως πάρα πολύ επιφανειακή και βραχυπρόθεσμη; Πρέπει να δημιουργήσουμε κατ’ αρχήν το θεσμικό πλαίσιο για να μπορούν σ’ αυτό το δύσκολο και ανταγωνιστικό περιβάλλον, που ανοίγεται μπροστά μας, να επιβιώσουν οι αμυντικές μας βιομηχανίες. Αλλά κυρίως πρέπει να δούμε πώς οι αμυντικές βιομηχανίες συνδέονται με το νέο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον, μέσα από στρατηγικές σχέσεις, μέσα από συγχωνεύσεις, μέσα από συμπράξεις, δηλαδή μέσα από διαδικασίες πρωτόγνωρες για τα δεδομένα της Ελλάδας. Γιατί μέχρι σήμερα όλοι μέναμε βολικά στις απευθείας αναθέσεις - οι απευθείας αναθέσεις έχουν τελειώσει πλέον - μέναμε βολικά στο να εξυπηρετούμε το χρέος που συσσώρευαν οι αμυντικές βιομηχανίες.
Δεν έχουν μέλλον οι αμυντικές βιομηχανίες που φυτοζωούν ουσιαστικά μέσα από την αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου δια της κεφαλαιοποίησης των χρεών τους. Πόσο μέλλον θα έχουν; Θα έχουν ελάχιστους μήνες για να πληρώσουν κάποιους μισθούς και όχι ένα αναπτυξιακό, ένα βιώσιμο μέλλον.
Άρα ερχόμαστε και με το θεσμικό πλαίσιο που διαμορφώνουμε, να στηρίξουμε μια υγιή αμυντική βιομηχανία. Θα έχει κόστος - αυτό θα πρέπει όλοι να το γνωρίζουμε - θα έχει και μια συρρίκνωση εκείνο το κομμάτι που δεν μπορεί να αντέξει στον διεθνή και ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Θέλουμε, όμως, μέσα από αυτή την επώδυνη διαδικασία, να στηρίξουμε όλες εκείνες τις αμυντικές βιομηχανίες που ενσωματώνουν υψηλή τεχνολογία, που ενσωματώνουν μεγάλη εργατοτεχνική εμπειρία ενός προσωπικού που πραγματικά χαιρόμαστε να το έχουμε και να εργάζεται σ’ αυτές τις βιομηχανίες.
Άρα, ο δρόμος είναι αυτός. Ο δρόμος μπορεί να είναι σκληρός, μπορεί να είναι επώδυνος, αλλά είναι ο μόνος που μπορεί να στηρίξει μια υγιή αμυντική βιομηχανία, εθνικού βεληνεκούς για τη χώρα.
Δημιουργήσαμε αυτό το θεσμικό πλαίσιο, έχοντας μια εμπειρία δεκαεννέα μηνών ως πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, βλέποντας προβλήματα στην καθημερινή διαχείριση ενός χώρου υψηλής ευαισθησίας, που απαιτούσε μεγάλη προσοχή, το χώρο των αμυντικών εξοπλισμών.
Επειδή πολλοί από τους συναδέλφους θέσανε ζητήματα συνεργασίας με τα Γενικά Επιτελεία της Γενικής Διεύθυνσης Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων, θέλω να σας πω, ότι μέσα από αυτό το νέο νομοσχέδιο δημιουργούμε μια νέα θεσμική, εσωτερική αρχιτεκτονική στο χώρο του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, απελευθερώνοντας τα Επιτελεία από το πρόσθετο βάρος διαχείρισης θεμάτων, για τα οποία δεν έχουν πολλές φορές ούτε την εμπειρία, ούτε την τεχνογνωσία.
Και δημιουργούμε μια νέα κεντρική αρχή προμηθειών με διαφάνεια, με έλεγχο από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, αφήνοντας τα επιτελεία να επιτελέσουν εκείνο το ρόλο, για τον οποίο έχουν ορισθεί, τον κατ’ εξοχήν επιχειρησιακό τους ρόλο.
Ολοκληρώνουμε αυτή τη θεσμική παρέμβαση πιστεύοντας, πέρα από την υπερψήφιση σήμερα στην Ολομέλεια, ότι ανοίγουμε ένα καινούργιο δρόμο στο χώρο της εθνικής άμυνας. Μην έχετε κανέναν προβληματισμό ότι μέσα από αυτές τις παρεμβάσεις θα υπερασπιστούμε αυτό το αναγκαίο, αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων στις πραγματικές του διαστάσεις, όπως θα κρατήσουμε σε ένα υψηλό επίπεδο το ηθικό των Ενόπλων Δυνάμεων, του ένστολου και πολιτικού προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων. Επίσης, μέσα από τον εξορθολογισμό των αμυντικών δαπανών, θα συνεισφέρουμε στην αναγκαία δημοσιονομική εξυγίανση και το νοικοκύρεμα. Γιατί αν χρειαζόμαστε κάτι, όχι μόνο ως Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, αλλά και ως χώρα και ως κράτος και ως δημόσια διοίκηση, είναι αυτό το αυτονόητο νοικοκύρεμα, το οποίο καλούμαστε σήμερα να το κάνουμε πράξη.
Ευχαριστώ πολύ.”