ΕΡΩΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΙΤΗΣΗ ΚΑΤΑΘΕΣΗΣ ΕΓΓΡΑΦΩΝ
Προς την κα. Υπουργό Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας
Θέμα: Τα 2 νέα προγράμματα εγγυοδοσίας του ΤΕΜΠΜΕ Α.Ε., για την «Κάλυψη Δαπανών Αγοράς Πρώτων Υλών Εμπορευμάτων και Υπηρεσιών» και για την «Κάλυψη Φορολογικών και Ασφαλιστικών Υποχρεώσεων», αποτελούν μνημείο εμπαιγμού και θηλιά στο λαιμό των μικρών, - ιδιαίτερα των πολύ μικρών, - επιχειρήσεων, οι οποίες βουλιάζουν εν μέσω της κρίσης.
Κατά τη διάρκεια της παρούσας οικονομικής κρίσης, όπου όλο και περισσότερες μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις βουλιάζουν κάτω από το βάρος της καπιταλιστικής κρίσης, η κυβέρνηση όφειλε να στηρίξει την επιβίωσή τους. Στον αντίποδα όμως, τα δύο νέα προγράμματα του ΤΕΜΠΜΕ Α.Ε., υλοποιούνται με μεγάλη καθυστέρηση δύο και πλέον μηνών, επιβάλλουν ακόμα επαχθέστερους όρους από ότι παλαιότερα προγράμματα ενώ αξιοσημείωτο είναι επίσης, το απαράδεκτο γεγονός του αποκλεισμού από αυτά των ελεύθερων επαγγελματιών. Όλα αυτά συμβαίνουν, σε μια συγκυρία όπου χιλιάδες μικρές και ιδιαίτερα πολύ μικρές επιχειρήσεις, έχουν ζωτική ανάγκη από πρόσβαση σε φτηνή χρηματοδότη για τη συνέχιση της λειτουργίας τους και που το επικείμενο κύμα πτωχεύσεών τους θα οδηγήσει στη δημιουργία επιπλέον στρατιών ανέργων και θα εντείνει το σκηνικό κοινωνικής και οικονομικής ερήμωσης.
Τα συγκεκριμένα προγράμματα δυστυχώς, δεν εξυπηρετούν ούτε διευκολύνουν επ’ ουδενί την μικρή και πολύ μικρή επιχείρηση, αλλά αντίθετα είναι «κομμένα και ραμμένα» στα μέτρα του τραπεζικού κεφαλαίου. Της μερίδας δηλαδή του κεφαλαίου, που επωφελήθηκε από τους πακτωλούς δημοσίου και κοινοτικού χρήματος, δηλαδή με το πακέτο των € 28 δις και την απεριόριστη ρευστότητα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με το εξευτελιστικό επιτόκιο του 1% αντίστοιχα, και που σήμερα κρατά κλειστή την κάνουλα της ρευστότητας προς την αγορά. Σύμφωνα δε με πληροφορίες, η ακόμα μεγαλύτερη επιδείνωση των όρων των νέων προγραμμάτων του ΤΕΜΠΜΕ Α.Ε., οφείλεται εν μέρει και στη συμμετοχή της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΜΠΜΕ Α.Ε., το οποίο πλέον εξυπηρετεί απροκάλυπτα και απροσχημάτιστα τα συμφέροντα των τραπεζιτών, ακυρώνοντας ουσιαστικά στην πράξη τον ρόλο του ως ταμείο εγγυοδοσίας.
Αν κανείς κοιτάξει, τους όρους παροχής των πιστώσεων μέσω των νέων προγραμμάτων, θα καταλάβει πως έχει να κάνει με απροκάλυπτη τοκογλυφία, τη στιγμή που πολλές μικρές και ιδιαίτερα πολύ μικρές επιχειρήσεις έχουν βρεθεί στη μέγγενη του «Τειρεσία» ακριβώς διότι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στους τοκογλυφικούς όρους των τραπεζών.
Καταρχήν, το επιτόκιο του δανείου είναι ληστρικό (Euribor εξαμήνου+6%, από Euribor +2,1% της τρέχουσας Β’ φάσης του ισχύοντος προγράμματος, πλέον της εισφοράς 0,6% του Ν. 128/75). Ειδικότερα δε, σε ότι αφορά το πρόγραμμα για την αγορά πρώτων υλών, εμπορευμάτων και υπηρεσιών, δημιουργούνται σοβαρά ερωτηματικά σχετικά με το ποιες επιχειρήσεις και κάτω από ποιες διαδικασίες θα υπάγονται στο «χαμηλότοκο παλαιό» πρόγραμμα και ποιες στο τοκογλυφικό «νέο» πρόγραμμα, δεδομένου ότι τα δύο αυτά προγράμματα αλληλεπικαλύπτονται, ως προς τους σκοπούς τους.
Το κόστος δε χρηματοδότησης αυξάνεται ακόμα περισσότερο, αν συνυπολογιστεί η εξαιρετικά υψηλή προμήθεια υπέρ της ΤΕΜΠΜΕ Α.Ε. (2,1% για το πρόγραμμα αγοράς πρώτων υλών, εμπορευμάτων και υπηρεσιών και 1,5% για το πρόγραμμα για την κάλυψη φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων από 0,25%). Επιπλέον, εισάγεται ο όρος της παροχής εμπράγματων εξασφαλίσεων ίσων με το 10% της αξίας του δανείου για χρηματοδοτήσεις αξίας άνω των €40.000, ανεβάζοντας το πραγματικό ποσοστό εξασφάλισης της τράπεζας στο 90%, ενώ το δικαίωμα της ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ για άσκηση «ένστασης διζήσεως» δίδει το δικαίωμα στην τράπεζα να προβεί σε κατάσχεση του προσημειωμένου ακινήτου. Επιπρόσθετα, το χρονικό διάστημα πέραν της οποίας μιας δανειακή σύμβαση καθίσταται ληξιπρόθεσμη μειώνεται από τις 180 στις 90 ημέρες, που προβλεπόταν σε άλλα προγράμματα της ΤΕΜΠΜΕ Α.Ε, τη στιγμή που η ρευστότητα αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα των περισσότερων μικρών επιχειρήσεων.
Τέλος, βάσει των εξαγγελιών των προγραμμάτων φαίνεται πως είναι δυνατή η υπαγωγή σε αυτά μόνο των εύρωστων επιχειρήσεων και ο αποκλεισμός από αυτά όσων έχουν πραγματικά ανάγκη καθώς οι κατευθυντήριες γραμμές Ε.Ε. C244/1-10-2004 και ο Κανονισμός ΕΚ 800/2008, τις οποίες επικαλείται ο «Οδηγός Προγράμματος» της ΤΕΜΠΜΕ Α.Ε., δεν συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, οι κατευθυντήριες γραμμές C244/1-10-2004 προβλέπουν πολύ πιο αυστηρά κριτήρια για τον χαρακτηρισμό μιας επιχείρησης ως «προβληματικής», τα οποία δυστυχώς «πληρούν» δεκάδες χιλιάδες μικρές και ιδιαίτερα πολύ μικρές επιχειρήσεις εξαιτίας της κρίσης.
Επειδή, εν μέσω οικονομικής κρίσης η κυβέρνηση όφειλε να στηρίξει την μικρή επιχείρηση και ειδικότερα την πολύ μικρή επιχείρηση και τους ελεύθερους επαγγελματίες
Επειδή, από τη διευκόλυνση των μικρών ειδικότερα των πολύ μικρών επιχειρήσεων, εξαρτώνται χιλιάδες θέσεις εργασίας.
Επειδή, είναι ανεπίτρεπτο η ΤΕΜΠΜΕ Α.Ε. να αποτελεί στην πράξη εργαλείο διασφάλισης των συμφερόντων του τραπεζικού κεφαλαίου
Ερωτάται η κυρία Υπουργός:
1. Σκοπεύει να αναθεωρήσει συνολικά τα δύο προγράμματα του ΤΕΜΠΜΕ Α.Ε., έτσι ώστε από κάθε άποψη να διευκολύνουν πραγματικά για να επιβιώσουν τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα αυτές που αντιμετωπίζουν σημαντικές δυσκολίες;
2. Σκοπεύει να μειώσει τα τοκογλυφικά ανώτατα όρια επιτοκίων δανεισμού για τα νέα προγράμματα της ΤΕΜΠΜΕ Α.Ε.;
3. Σκοπεύει να μειώσει τα ληστρικά ποσοστά προμηθειών;
4. Σκοπεύει να ανακαλέσει την απαράδεκτη πρόβλεψη για αποκλεισμό των ελεύθερων επαγγελματιών από τα δύο νέα προγράμματα;
5. Ποιό από τα δύο κοινοτικά κείμενα θα χρησιμοποιούνται για τον ορισμό μιας επιχείρησης ως προβληματικής; Οι κατευθυντήριες γραμμές Ε.Ε. C244/1-10-2004 ή ο Κανονισμός ΕΚ 800/2008;
6. Πώς θα διασφαλιστεί η εγγυοδοσία ιδιαίτερα των πολύ μικρών επιχειρήσεων που έχουν πραγματική ανάγκη από τα προγράμματα της ΤΕΜΠΜΕ Α.Ε.;
7. Για ποιο λόγο προβλέπεται το δικαίωμα «ένστασης διζήσεως» από την πλευρά της ΤΕΜΠΜΕ Α.Ε., υποθηκεύοντας τις προοπτικές μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων;
7. Γιατί ενώ τα δύο προγράμματα, καλύπτουν πανομοιότυπες ανάγκες χρηματοδότησης για κεφάλαια κίνησης, δηλαδή από τη μία το εξαγγελθέν πρόγραμμα για την κάλυψη «Δαπανών Αγοράς Πρώτων Υλών Εμπορευμάτων και Υπηρεσιών» και από την άλλη η τρέχουσα Β’ Φάση του προγράμματος «Εγγύηση και Επιδότηση Δανείων Κεφαλαίου Κίνησης Μικρών και Πολύ Μικρών Επιχειρήσεων», χαρακτηρίζονται από επιτόκια τα οποία διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους; Πώς θα διασφαλιστεί η αποτροπή δημιουργίας δανειοληπτών «δύο ταχυτήτων»;
8. Για ποιο λόγο η ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ (ως δημόσιο (100%) ταμείο εγγυοδοσίας) δεν πραγματοποίησε συμφωνίες με τράπεζες όπου το Ελληνικό Δημόσιο έχει μεγάλο ποσοστό συμμετοχής όπως η Εθνική, η Αγροτική κ.α. αλλά αντίθετα αρκείται σε συμφωνίες «δι΄ αντιπροσώπου» που είναι η ΕΕΤ;
9. Ποιος θα είναι ο ρόλος της ΕΕΤ στο ΔΣ της ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ;
10. Γιατί το χρονικό διάστημα πέραν του οποίου μια δανειακή σύμβαση καθίσταται ληξιπρόθεσμη, μειώθηκε στο μισό σε σχέση με άλλα προγράμματα του ΤΕΜΠΜΕ Α.Ε. ;
11. Για ποιό λόγο ο ΦΠΑ εξαιρείται από τις επιλέξιμες δαπάνες του προγράμματος για την κάλυψη «Δαπανών Αγοράς Πρώτων Υλών Εμπορευμάτων και Υπηρεσιών»;
12. Για ποιο λόγο καθυστέρησε η εξαγγελία του προγράμματος, δύο και πλέον μήνες, μετά τη σχετική ανακοίνωση από την κα. Υπουργό;
Τέλος, παρακαλείται η κ. Υπουργός, όπως καταθέσει το συντομότερο δυνατόν στη Βουλή τα παρακάτω στοιχεία.
Α. Τον αριθμό και την αξία των εγγυημένων δανείων από προηγούμενα προγράμματα του ΤΕΜΠΜΕ τα οποία είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμα, αναλυτικά ανά κατηγορία μεγέθους επιχειρήσεις βάσει του αριθμού προσωπικού.
Β. Τον αριθμό των αντίστοιχων αναγκαστικών εκτελέσεων (κατασχέσεων περιουσιακών στοιχείων), οι οποίες σχετίζονται με τα ανωτέρω ληξιπρόθεσμα δάνεια
Ο ερωτών Βουλευτής
Παναγιώτης Λαφαζάνης