Τρίτη, 20 Δεκεμβρίου 2011
Ομιλία του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Οικονομικών κ. Ευάγγελου Βενιζέλου στην ημερίδα της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, με θέμα: «Από την κρίση στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη»
Κύριοι και κυρίες εκπρόσωποι των κοινωνικών εταίρων, ευχαριστώ πάρα πολύ την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή για την πρόσκληση και για την ευκαιρία που μου δίνει να απευθυνθώ σε ένα τόσο πυκνό από πλευράς ποιότητας και κρισιμότητας ακροατήριο.
Θέλω να ευχαριστήσω προσωπικά τον Πρόεδρο της ΟΚΕ τον κ. Χρήστο Πολυζωγόπουλο για την πρόσκληση, αλλά και για την ωραία εισαγωγή που έκανε τροφοδοτώντας τη σημερινή συζήτηση, να εκφράσω τη χαρά μου γιατί είχα την ευκαιρία το 2001 να εισηγηθώ την ένταξη στο Σύνταγμα του θεσμικού ρόλου της ΟΚΕ και επίσης τη χαρά μου γιατί παρευρίσκονται δυο παλιοί μου συνάδελφοι στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης που έχουν διατελέσει και οι δυο Πρόεδροι της ΟΚΕ, ο Καθηγητής κ. Κουρής τον οποίο ανέφερα ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ο Καθηγητής κ. Κουκιάδης Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου.
Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, τα δυο τελευταία χρόνια η πατρίδα μας κλήθηκε να απαντήσει σε πολύ σκληρά και δύσκολα διλήμματα. Διλήμματα που δεν είχε φανταστεί στο παρελθόν ότι μπορεί να της τεθούν και διλήμματα τα οποία τέθηκαν με πάρα πολύ βίαιο τρόπο, εκ των πραγμάτων.
Η παγκόσμια και η πανευρωπαϊκή χρηματοοικονομική και δημοσιονομική κρίση, ξέσπασε με πάρα πολύ έντονο τρόπο στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, ξαφνικά απεκαλύφθη πόσο επιπόλαια και ρηχή ήταν η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί τις τελευταίες πολλές δεκαετίες και ο συνδυασμός της δημοσιονομικής και της χρηματοοικονομικής κρίσης με την κρίση του λεγόμενου μοντέλου ανάπτυξης, στην πραγματικότητα απεκάλυψε ένα γιγαντιαίο εθνικό ζήτημα στην Ελλάδα: Μας καλεί να ξαναγνωριστούμε συνολικά σε πολιτικό, κοινωνικό, παραγωγικό, δημοσιονομικό, αλλά και ηθικό δηλαδή αξιακό επίπεδο.
Το βασικό δίλημμα στο οποίο κληθήκαμε να απαντήσουμε είναι αν θα παραμείνουμε στην Ευρωζώνη, με πολύ μεγάλο κόστος με σκληρές θυσίες των Ελλήνων πολιτών, με βαθιά συνεχόμενη ύφεση η οποία θα προσεγγίσει το 20% στο τέλος αυτής της κρίσης δηλαδή ένα ποσοστό που δεν συμβιβάζεται με ειρηνικές περιόδους και βέβαια η μεγαλύτερη θυσία στην οποία έχει υποβληθεί ο ελληνικός λαός το έθνος θα έλεγα, είναι η δραματική αύξηση της ανεργίας σε επίπεδα που τα παρακολουθούσαμε σε άλλες χώρες όπως η Ισπανία και μας φαίνονταν εξωπραγματικά.
Εάν δεν απαντούσαμε θετικά στο δίλημμα αυτό λέγοντας ότι «Ναι, πρέπει να εφαρμόσουμε αυτή την πολιτική με τεράστιο κόστος για να παραμείνουμε στη ζώνη του ευρώ», τότε η άλλη λύση θα ήταν η έξοδος από το ευρώ με συνέπεια την πτώχευση και τη δραστική μείωση περιουσιών, εισοδημάτων και επιπέδου ζωής. Το πραγματικό κόστος θα ήταν η διάλυση η κατά κυριολεξία διάλυση του κοινωνικού και ενδεχομένως και του πολιτειακού μας ιστού. Το πρόβλημα δεν θα αφορούσε απλά και μόνο το επίπεδο ζωής, αλλά την ίδια την κοινωνική συνοχή.
Δεν θέλω να μακρηγορήσω αναφερόμενος στο παρελθόν, οφείλω όμως να πω ότι η συγκρότηση της σημερινής Κυβέρνησης η συγκρότηση της Κυβέρνησης υπό τον Λουκά Παπαδήμο, συνιστά μια θα έλεγα δραστική μεταβολή του συσχετισμού των πολιτικών δυνάμεων, σε σχέση με τον τρόπο που αυτές απαντούν απέναντι στο προηγούμενο δίλημμα. Η αλήθεια, δηλαδή, είναι ότι τώρα υπάρχει μια ευρύτατη κοινοβουλευτική και πολιτική πλειοψηφία, που απαντά θετικά υπέρ της ανάγκης να εφαρμοστεί η πολιτική αυτή που διαμορφώθηκε εκ των πραγμάτων τα δυο τελευταία χρόνια.
Βεβαίως, τα διλήμματα δεν παύουν να τίθενται, να αναπαράγονται και να συντηρούν την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια που είναι αυτή που ταλανίζει τη χώρα και την καθηλώνει σε μια υφεσιακή κατάσταση αλλά και σε μια υφεσιακή αντίληψη των πραγμάτων εδώ και πάρα πολύ καιρό.
Τώρα, το ερώτημα είναι αν αξίζει τον κόπο να καταβάλλουμε τέτοια θυσία για να παραμείνουμε στη ζώνη του ευρώ, αφού δεν ξέρουμε αν η Ευρωζώνη είναι ικανή να αυτοπροστατευτεί και να λάβει κρίσιμες αποφάσεις οι οποίες υψώνουν τα αναγκαία τείχη προστασίας, εάν δηλαδή πολιτικά μπορεί να υποστηριχθεί το εγχείρημα του κοινού νομίσματος, εάν υπάρχουν όχι απλώς και μόνο κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας, αλλά και χρηματοοικονομικά μέσα και θεσμικοί μηχανισμοί οι οποίοι δίνουν μια οριστική και πειστική απάντηση στις πιέσεις των αγορών, οι οποίες στην πραγματικότητα βρίσκουν ένα τεράστιο πολιτικό και θεσμικό κενό και κουνούν το χέρι απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, καλώντας τις να συμβιβάσει τη μεγάλη εσωτερική της αντίφαση. Δηλαδή να συμβιβάσει τον υψηλό βαθμό ενοποίησης στη νομισματική πολιτική και τον ελλιπή βαθμό θεσμικής, πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής σύγκρισης που παρατηρείται στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Και το χειρότερο έλλειμμα απ' όλα, το πιο επικίνδυνο έλλειμμα είναι το θεσμικό και πολιτικό έλλειμμα, το έλλειμμα αποφασιστικότητας και αποφάσεων. Αποφάσεων, που είναι ολοκληρωμένες, οριστικές, πλήρεις, εφαρμόσιμες και ως εκ τούτου αξιόπιστες και πειστικές σε σχέση με τις περιβόητες αγορές.
Αλλά οι αγορές έχουν το δικαίωμα να απαιτούν, έχουν το δικαίωμα να κερδοσκοπούν και να επιτίθενται, όταν οι δανειακές ανάγκες της Ευρωζώνης για το 2012 θα φτάσουν περίπου στο 1,6 τρισ. ευρώ, όταν οι δανειακές ανάγκες μιας και μόνης χώρας, της Ιταλίας, που καλύπτει περίπου το 24% του δημοσίου χρέους της Ευρωζώνης είναι σε απόλυτους αριθμούς ίσες με το σύνολο σχεδόν του ελληνικού δημοσίου χρέους, είναι δηλαδή περίπου 320 δις ευρώ.
Πρόκειται, συνεπώς, για μια βαθιά σχέση οικονομικής και τελικά πολιτικής συνενοχής ανάμεσα σε κράτη, διεθνείς οργανισμούς και τις οντότητες της αγοράς ρυθμισμένες και αρρύθμιστες, καθώς φαίνεται ότι η μια πλευρά δεν μπορεί να ζήσει χωρίς την άλλη και καθώς τελικά σε αυτό τον ασύμμετρο πόλεμο οι θεσμοί, τα κράτη, οι λαοί, τα εκλογικά σώματα, τα Κοινοβούλια, οι διεθνείς Οργανισμοί, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αναγκάζονται να τρέχουν ασθμαίνοντας πίσω από πρωτοβουλίες, επιλογές, επιθέσεις, τακτικούς ελιγμούς των οντοτήτων της αγοράς η οποία έχει υπέρ αυτής το γεγονός ότι δεν υπάρχει δυστυχώς ένα στοιχειώδες πλαίσιο παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, που να θέτει κανόνες και να που να εκλογικεύει την κατάσταση αυτή.
Δυστυχώς, τίποτε από όσα είχαν τεθεί στο τραπέζι στην αρχή αυτής της παγκόσμιας κρίσης το 2008 όταν συγκλήθηκε η Σύνοδος των 20 μεγαλύτερων οικονομιών, των G-20, στο Λονδίνο επί προεδρίας Gordon Brown δεν έγινε πραγματικότητα. Αυτό το κείμενο που είχε τότε ανακοινωθεί, που είχε διακηρυχτεί παραμένει ως ένας χαρακτηριστικός δείκτης του ελλείμματος των θεσμών της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης.
Άρα, υπάρχουν τα ερωτήματα αυτά τα οποία είναι πάντα κρίσιμα εάν θα αντέξει το φαινόμενο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εάν το ευρώ είναι ένα νόμισμα που έχει προοπτική, αν η Ευρωζώνη έχει προοπτική, εάν μπορεί να ζήσουμε μια οπισθοχώρηση ιστορική που δεν την έχει ζήσει η Ευρώπη μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, εάν θα ανατραπεί η γραμμική αντίληψη για την πρόοδο και την ιστορία.
Αυτή είναι μια συγκλονιστικά μεγάλη ιδεολογική και πολιτική αλλαγή. Είναι μια αλλαγή η οποία στην πραγματικότητα μας φέρνει αντιμέτωπους με τις ίδιες τις πολιτικές και αξιακές παραδοχές της Ευρώπης, ως ηπείρου πολιτισμού, δημοκρατίας, μιας Ευρώπης η οποία είναι ταυτισμένη με το κοινωνικό κράτος δικαίου και όχι απλά με το κράτος δικαίου.
Άρα, κυρίες και κύριοι, η Ελλάδα βρίσκεται μέσα στην εστία μιας πολύ βαθιάς και ευρεία κρίσης και τα μεγέθη μας, τα μεσαία πληθυσμιακά και οικονομικά μας μεγέθη, είναι στην πραγματικότητα πάρα πολύ μικρά, δε μας επιτρέπουν να δώσουμε απαντήσεις οι οποίες να είναι αυτοτελείς.
Άλλωστε, αυτό που έχουμε πάθει είναι ότι υφιστάμεθα, δυστυχώς, μια πολύ μεγάλη μείωση της χειραφέτησής μας, της αυτονομίας μας, της δημοσιονομικής μας ανεξαρτησίας και κυριαρχίας.
Θα μπορούσαν τα πράγματα να έχουν εξελιχθεί διαφορετικά τα τελευταία χρόνια έστω μέσα στην ίδια Ευρώπη, έστω μέσα στους ίδιους διεθνείς συσχετισμούς; Αυτό είναι ένα εύλογο ερώτημα το οποίο θέτουν πολλοί και από πολλές πλευρές. Και θα σας απαντήσω ευθέως λέγοντας ότι «ναι, θεωρητικά θα μπορούσαν τα πράγματα να έχουν εξελιχθεί διαφορετικά». Αλλά για να έχει συμβεί αυτό, δείτε πόσες προϋποθέσεις θα έπρεπε να συντρέχουν:
Πρώτον, θα έπρεπε να έχουμε άλλες προϋποθέσεις πολιτικής συναίνεσης από την αρχή. Και δεν το λέω αυτό γιατί εξαρχής είχα ταχθεί υπέρ της ανάγκης ο πρώτος νόμος για την εισαγωγή του μνημονίου να ψηφιστεί με αυξημένη πλειοψηφία 180 βουλευτών, αλλά γιατί αυτό είναι αυτονόητο, γιατί έτσι πορεύονται τα έθνη όταν αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλες κρίσεις, έκτακτες περιστάσεις που δε μπορούν ν’ αντιμετωπισθούν με συμβατικό τρόπο και με συμβατικές πλειοψηφίες, με συμβατικές θεσμικές μεθόδους.
Θα μπορούσε πράγματι να έχει διαμορφωθεί μια άλλη διαδρομή, αν το ζήτημα της δραστικής μείωσης του δημοσίου χρέους είχε τεθεί, είχε ωριμάσει στις αντιλήψεις των εταίρων μας εξαρχής. Αλλά, την περίοδο που ξεκίνησε αυτή η πολύ μεγάλη προσπάθεια, αυτή η πορεία θυσιών για τη διάσωση της χώρας, δεν είχε δυστυχώς ωριμάσει αυτή η αντίληψη. Ούτε όπως αποτυπώνεται αυτό στις θέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ούτε στις θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αγοράς.
Θα μπορούσε να έχει ακολουθηθεί μια άλλη διαδρομή αν η θεσμικοί μας εταίροι, οι Ευρωπαίοι και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, είχαν αποφασίσει κάτι που αποφάσισαν με πολύ μεγάλη καθυστέρηση τον Οκτώβριο του 2011 και θα έπρεπε η απόφασή τους να είναι πολύ περισσότερο γενναιόδωρη, να μας στηρίξουν με δανεική βοήθεια πολύ μεγαλύτερου ύψους και πολύ μεγαλύτερης διάρκειας, ύψους πολύ μεγαλύτερου από τα 240 δισεκατομμύρια ευρώ που μας έχουν δοθεί έως τώρα και διάρκειας πολύ μεγαλύτερης από τα 4,5 χρόνια τα οποία ισχύουν τώρα, ενώ σας θυμίζω ότι είχαμε ξεκινήσει με 110 δισεκατομμύρια ευρώ και 2,5 χρόνια στήριξης και βοήθειας.
Θα μπορούσε να είναι διαφορετική η εξέλιξη αν η ελληνική κοινωνία, όχι μόνο το κράτος και το πολιτικό σύστημα, αλλά εάν η κοινωνία των πολιτών ως τέτοια είχε εξαρχής διαφορετική στάση γι’ αυτό που λέγεται «διαρθρωτικές αλλαγές» και «εθνική ανταγωνιστικότητα». Για το πώς πρέπει να λειτουργεί όχι μόνο το κράτος, αλλά και η σχέση κράτους και οικονομίας και πώς πρέπει να λειτουργεί η αγορά χωρίς στρεβλώσεις σε σχέση με τον ανταγωνισμό.
Θα μπορούσε να ήταν διαφορετική η εξέλιξη αν η χώρα διέθετε ή μπορούσε ν’ αποκτήσει εύκολα ένα πραγματικό φορολογικό σύστημα ως απάντηση σε μια χύμα φορολογική κατάσταση, γεμάτη αποσπασματικές ρυθμίσεις, αντιφάσεις, ανακολουθίες και αδικίες οι οποίες λειτουργούν τελικά και αντικοινωνικά και αντιαναπτυξιακά.
Θα μπορούσε συνεπώς να είναι διαφορετική η εξέλιξη, αν η Ελλάδα ως κοινωνία και ως πολιτεία δεν είχε οικοδομηθεί από τον 19ο αιώνα πάνω σε μια βασική αντίφαση μεταξύ άτυπων και τυπικών χαρακτηριστικών. Πολιτική – παραπολιτική, κοινωνία – παρακοινωνία και φυσικά, οικονομία – παραοικονομία, με ό,τι αυτό σημαίνει.
Άρα, αντιλαμβάνεστε πόσο δύσκολο ήταν να διαμορφωθούν εξαρχής ακόμη και τώρα πόσο δύσκολο είναι να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για να μετατρέψουμε την κρίση σ’ ευκαιρία και ν‘ ακολουθήσουμε μια διαδρομή που ελαχιστοποιεί τις θυσίες και αυξάνει τις προσδοκίες και αξιοποιεί τις δυνατότητες οι οποίες είναι ενδογενείς.
Γιατί, σε τελευταία ανάλυση, οι μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης που υπάρχουν είναι ενδογενείς, είναι η γη και οι άνθρωποι, ένα διανοητικό κεφάλαιο το οποίο υπάρχει σε κάθε χώρα και φυσικά προσόντα, από τον ορυκτό πλούτο μέχρι τις ωραίες τουριστικές περιοχές που υπάρχουν σε κάθε χώρα. Έτσι εξηγείται και η μεγάλη αντίφαση που υπάρχει, κυρίες και κύριοι, ανάμεσα στα δυο πολύ μεγάλα συστήματα του προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας:
Το πρώτο σύστημα είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές. Και εκεί, το επαναλαμβάνω και σ’ εσάς, κανείς δε χρειαζόταν να μας πιέσει. Έπρεπε να έχουμε υιοθετήσει ένα γενναίο και ριζοσπαστικό πρόγραμμα διαρθρωτικών αλλαγών εδώ και πάρα πολύ καιρό και η εφαρμογή αυτού του προγράμματος είναι όρος επιβίωσης για το έθνος. Εκεί το ζήτημα δεν είναι να μας πιέζει κάποιος για να κάνουμε κάτι, εμείς πρέπει να πιέζουμε τον εαυτό μας και ν’ απολογούμαστε ενώπιον της συλλογικής μας μνήμης και ευθύνης.
Η δημοσιονομική προσαρμογή βεβαίως, όταν απαιτείται να γίνει σε τόσο μεγάλη ένταση και σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, υπό συνθήκες ύφεσης που έχουν ξεκινήσει στη χώρα από το 2008, πριν καταστεί κοινή αντίληψη η κρίση, αντιλαμβάνεστε ότι λειτουργεί ως μια αυτοτροφοδοτούμενη προφητεία, και τελικά ως ένας παράγοντας που αναπαράγει και βαθαίνει την ύφεση, τροφοδοτείται από αυτήν συνεχώς η αντίθετη προσπάθεια και όταν αυτό συνδυαστεί με τη συνεχώς αυξανόμενη ανάγκη εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους με το συνεχώς αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, είναι θαύμα το πώς καταφέραμε να πετύχουμε αυτά που πετύχαμε σε δημοσιονομικό επίπεδο.
Επαναλαμβάνω τους γνωστούς αριθμούς: Το πρωτογενές έλλειμμα ήταν 24 δισεκατομμύρια ευρώ το 2009. Το πρωτογενές έλλειμμα θα είναι λίγο παραπάνω από 4 δισεκατομμύρια ευρώ το 2011 και φιλοδοξούμε να το μηδενίσουμε και να το μετατρέψουμε σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2012. Μια προσαρμογή 20 περίπου δισεκατομμυρίων ευρώ σε 2,5 περίπου χρόνια, είναι μοναδική ως επίτευγμα.
Εάν μιλήσουμε με όρους δημοσιονομικούς και όχι με όρους πρωτογενούς διαχείρισης, πάλι το αποτέλεσμα είναι περίπου το ίδιο. Όμως το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, ξεκίνησε να είναι περίπου 11,5 δισεκατομμύρια ευρώ το 2009 και φτάνει να ξεπερνάει τα 17,5 δισεκατομμύρια ευρώ το 2011.
Και η συγκλονιστική αλλαγή που θα επέλθει με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους με το PSI, είναι ότι θα έχουμε μία μείωση των τόκων ήδη από το 2012, αν όλα πάνε καλά, του επιπέδου των 5 δισεκατομμυρίων ευρώ σε ταμειακή βάση σε σχέση με αυτό που θα ήμαστε υποχρεωμένοι να πληρώσουμε χωρίς το PSI και 3,6 δισεκατομμυρίων ευρώ σε σχέση με το 2011.
Αυτή η κατάσταση που σας περιγράφω -η αποκάλυψη του ρόλου της ιδιωτικής κατανάλωσης στη μεγέθυνση των μακροοικονομικών μεγεθών, το τραγικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που αντιστέκεται παρά την ύφεση και παρά τις θυσίες και από το 14% έχει περιοριστεί σχεδόν στο 9,5% αλλά με πάρα πολύ κόπο, όταν ήδη κοντεύουμε να φτάσουμε τις 15 μονάδες ύφεσης τα χρόνια αυτά, το γεγονός ότι έχουμε όχι έλλειψη παραγωγικότητας αλλά έλλειψη παραγωγής και παραγωγικής βάσης στην Ελλάδα, το γεγονός ότι έχουμε εμφανείς και πρωτοφανείς στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, το γεγονός ότι έχουμε πλειάδα παράλογων επιλογών στη συγκρότηση και τη λειτουργία του κράτους και του ευρύτερου δημόσιου τομέα- μετέτρεψε τη συνολική κρίση σε μια καθολική κρίση εμπιστοσύνης.
Έχει διαρραγεί ο εθνικός ιστός, όχι απλά και μόνο ο πολιτικός, όχι απλά και μόνο ο οικονομικός, όχι απλά και μόνο ο δημοσιονομικός, αλλά ο εθνικός ιστός. Το μεγάλο πρόβλημά μας είναι ότι τώρα πια κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν και για τίποτα, ότι έχουμε καθολική κρίση εμπιστοσύνης. Το αποδεικνύει κατ' αρχήν η λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, εκεί όπου η λέξη «πίστη» λειτουργεί κυριολεκτικά:
Δεν λειτουργεί η πίστη, η τραπεζική πίστη. Και αυτό φαίνεται στο μέγεθος των εκροών των καταθέσεων.
Δεν λειτουργεί η πολιτική εμπιστοσύνη και υπάρχει μια βαθιά κρίση νομιμοποίησης.
Δεν λειτουργεί η θεσμική εμπιστοσύνη και καταφεύγουμε αναγκαστικά σε λύσεις οι οποίες βρίσκονται, θα έλεγα, στις εξαιρέσεις και όχι στον κανόνα της λειτουργίας ενός αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτικού συστήματος διακυβέρνησης.
Δεν λειτουργεί η οικονομική και επενδυτική εμπιστοσύνη και αυτό φαίνεται στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η αγορά και αντιλαμβάνονται οι οίκοι αξιολόγησης, οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι το ρίσκο της χώρας.
Δεν λειτουργεί φυσικά η φορολογική εμπιστοσύνη, γιατί ο πολίτης δεν εμπιστεύεται το κράτος και το κράτος δεν εμπιστεύεται τον πολίτη και όλο αυτό οδηγείται σ’ ένα απόλυτο αδιέξοδο.
Και βέβαια, όπως είπα και προηγουμένως, η κρίση εμπιστοσύνης, επειδή πια έχει διαρραγεί ο εθνικός ιστός, είναι μια κρίση εθνικής αυτοπεποίθησης και εθνικής ταυτότητας. Η χώρα ταπεινώνεται. Υπάρχει πρόβλημα υπερηφάνειας της χώρας. Υπάρχει πρόβλημα διεθνούς επωνυμίας και πρόσληψης της χώρας.
Σε πρόγραμμα στήριξης έχει μπει και η Πορτογαλία, σε πρόγραμμα στήριξης έχει μπει και η Ιρλανδία. Σε πρόγραμμα στήριξης, χωρίς το δάνειο αλλά με όλες τις υπόλοιπες υποχρεώσεις επιτήρησης, έχει μπει η Ιταλία. Στις χώρες αυτές όμως, δεν υπάρχει κρίση εθνικής εμπιστοσύνης, δεν υπάρχει κρίση επωνυμίας, δεν υπάρχουν αρνητικά στερεότυπα τα οποία κυριαρχούν διεθνώς προσβάλλοντας την Ελλάδα και τους Έλληνες.
Άρα, αυτό είναι ένα πρόβλημα που το βιώνει, που το εισπράττει ο πολίτης. Πρέπει λοιπόν ν’ αποκαταστήσουμε τις σχέσεις εμπιστοσύνης. Έχω προτείνει πρόσφατα, τέσσερα άμεσα μέτρα για ν’ αρχίσει ως προοίμιο, η αποκατάσταση της σχέσης εμπιστοσύνης.
1.Να διαμορφώσουμε ένα εθνικό κίνημα επιστροφής των καταθέσεων στην Ελλάδα, τώρα που βρισκόμαστε στα πρόθυρα της επανακεφαλαιοποίησης και άρα της ανασυγκρότησης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, τώρα που βασικό κεφάλαιο του νέου προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας είναι η ανασυγκρότηση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και άρα υπάρχει μια κολοσσιαία εγγύηση η οποία παρέχεται προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Οι εγγυήσεις που έχει χορηγήσει ως τώρα το Ελληνικό Δημόσιο προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, φτάνουν τα 155 δισεκατομμύρια ευρώ ως νομοθετημένη δυνατότητα και η χρηματοδότηση που έχει χορηγηθεί από τους μηχανισμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του ευρωσυστήματος, προσεγγίζει τα 120 δισεκατομμύρια. Αν σε αυτά προστεθούν και τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που έχουν αγοραστεί και υπάρχουν στο χαρτοφυλάκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τη δευτερογενή αγορά, αυτό μπορεί να φτάνει τα 180 δισεκατομμύρια. Η επένδυση είναι πάρα πολύ μεγάλη. Η έκθεση είναι ακόμη μεγαλύτερη. Αυτό λειτουργεί ως μια πολύ σημαντική εγγύηση για τη σταθερότητα και την προοπτική του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Κι όταν προβλέπονται, ούτε λίγο ούτε πολύ 40 δισεκατομμύρια ευρώ για την επανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών Τραπεζών, ο κάθε καταθέτης και ο κάθε επενδυτής, μπορεί να είναι βέβαιος ότι τα λεφτά του τα αποθέτει, τις οικονομίες του, σ’ ένα σύστημα το οποίο είναι σταθερό, είναι ενσωματωμένο στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα και είναι ασφαλές.
2.Να λανσάρουμε το σύνθημα, απευθυνόμενοι στους νέους Έλληνες πολίτες, ότι μένουμε και θα μένουμε στην Ελλάδα. Να μην αφήσουμε τα παιδιά μας να φύγουν στο εξωτερικό και να φύγουν στο εξωτερικό νιώθοντας εγκαταλελειμμένα και προδομένα από την πατρίδα τους.
3.Ν’ απευθυνθούμε στη μεσαία τάξη, ό,τι μπορεί να σημαίνει ο όρος αυτός, που ήταν πάντα κάπως ασαφής, αλλά που τον αντιλαμβάνεται ο καθένας ο οποίος αυτοτοποθετείται σ’ αυτά τα μεσαία στρώματα. Να του πούμε ότι θα υπάρχουν αυτά τα στρώματα, ότι δεν υπάρχει πια μια οριστική κατεδάφιση των μεσαίων στρωμάτων στην Ελλάδα. Και πρέπει να κάνουμε άμεσες κινήσεις για να στηρίξουμε τα μεσαία αυτά στρώματα.
4.Και βεβαίως, εκεί που έχουμε το τραγικό φαινόμενο της απόλυτης φτώχιας, πρέπει να πείσουμε ότι κανείς δε θα μείνει μοναχικό και εγκαταλελειμμένο θύμα της κρίσης, αλλά έχουμε τη δυνατότητα, με μικρή δημόσια δαπάνη, καλά στοχευμένη, που προβλέπεται στους προϋπολογισμούς μας, να διασφαλίσουμε ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης για όσους το ζητούν και το έχουν ανάγκη, όχι με οριζόντιες επιδοματικές πολιτικές, αλλά επί του πεδίου και σε συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Στην πραγματικότητα, κυρίες και κύριοι, πρέπει να ξαναγράψουμε τους όρους λειτουργίας της χώρας, τους θεσμικούς. Πρέπει να λειτουργήσει με διαφορετικό τρόπο η αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Αυτά που είχα πει από το 2007 για τη μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία, για τη μεταπλειοψηφική λειτουργία του πολιτικού μας συστήματος, για την ανάγκη να μην υπάρχουν απλώς πλειοψηφίες και μειοψηφίες αλλά πολύ μεγάλες εθνικές και κοινωνικές συναινέσεις, για την ανάγκη να ξεπεράσουμε την υποαντιπροσώπευση την πολιτική και να διασφαλίσουμε άλλους όρους συμμετοχής στο πολιτικό γίγνεσθαι, είναι μια πραγματικότητα επιτακτική, τη βιώνουν τα κόμματα, τη βιώνει το πολιτικό σύστημα, τη βλέπουμε να καταγράφεται ερευνητικά, τη βλέπουμε να καταγράφεται επικοινωνιακά.
Και δε μιλάω για μερεμέτια, ή για νομικές προσεγγίσεις που σχετίζονται με την αναθεώρηση του Συντάγματος, αλλά στην πραγματικότητα για μια ανασύνταξη θεσμική της χώρας. Πρέπει να ξαναγράψουμε τους πολιτικούς όρους λειτουργίας, να ξαναβρούμε τους δεσμούς νομιμοποίησης και εμπιστοσύνης όπως είπα και προηγουμένως.
Να ξαναγράψουμε τους δημοσιονομικούς όρους λειτουργίας, τους φορολογικούς όρους λειτουργίας, μέσα από το εθνικό φορολογικό σύστημα που πρέπει να είναι ευρυτάτης αποδοχής, λιτό, ένα νόμος πλαίσιο, ευρυτάτης αποδοχής όμως. Για να ξέρουμε ότι αυτό που κάνουμε έχει νόημα γιατί θα παραμείνει. Θα παραμείνει ως ένα σταθερό πλαίσιο αναφοράς.
Μόνο αν το κάνουμε αυτό και αν άρουμε αβεβαιότητες και ανασφάλειες μπορούμε να στείλουμε ένα μήνυμα πως κάτι αλλάζει. Αυτό θα βοηθήσει την εθνική παραγωγικότητα και του κεφαλαίου και της εργασίας, άρα την εθνική ανταγωνιστικότητα, αυτό θα στηρίξει την επιχειρηματικότητα που χρειαζόμαστε και θα μετατρέψει την Ελλάδα σε μια χώρα φιλοεπενδυτική και άρα φιλεργατική, γιατί χωρίς επενδύσεις και επιχειρηματικότητα δεν υπάρχει απασχόληση.
Και βέβαια όλο αυτό ξεκινάει από τη διαφορετική αντίληψη για το κράτος, κάτι εξαιρετικά δύσκολο, γιατί το κράτος δεν είναι μηχανισμός, είναι η συμπύκνωση του ίδιου του κοινωνικού συσχετισμού και φυσικά αυτό ξεκινάει πάρα πολύ απλά, από το στόχο ν’ αλλάξουμε τα επίπεδα ρευστότητας γιατί χωρίς αυτά δε μπορεί να κινηθεί τίποτα, απολύτως τίποτα. Ούτε το ΕΣΠΑ, ούτε το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, ούτε το τραπεζικό σύστημα ούτε οι ιδιωτικές επενδύσεις, τίποτα δε μπορεί να γίνει δυστυχώς, χωρίς αυτή την προϋπόθεση.
Έχει λοιπόν πολύ μεγάλη σημασία το τρίπτυχο στο οποίο θέλω ξανά ν’ αναφερθώ:
Διάσωση: Πρέπει να ολοκληρωθεί η επιχείρηση διάσωσης της χώρας. Δεν έχει ολοκληρωθεί. Φτάνει στο τελικό της στάδιο το οποίο είναι κρίσιμο, επιχειρησιακά κρίσιμο, αλλά δεν έχει ολοκληρωθεί. Οι επόμενοι μήνες, ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος, είναι εξαιρετικά κρίσιμοι από την άποψη αυτή.
Στη συνέχεια, Ανάκτηση του χαμένου εδάφους γιατί έχουμε χάσει εντυπωσιακά πολλές θέσεις στην ευρωπαϊκή και στην παγκόσμια κατάταξη, όπως και αν μετρήσει κανείς τα πράγματα.
Και τρίτον, Εκτίναξη. Εάν μπορούμε να διαμορφώσουμε την κρίσιμη μάζα η οποία μπορεί να βγάλει ξανά δυνατά τη χώρα στο διεθνή ανταγωνισμό και στον ευρωπαϊκό καταμερισμό.
Αλλά, για να γίνει αυτό, και για να πεις στον πολίτη ότι δε θα χρειαστούν νέα μέτρα, νέες θυσίες, ότι σιγά-σιγά θα υπάρξει μια προοπτική αποκατάστασης των απωλειών, πρέπει αυτά που έχουμε πει ότι θα γίνουν, να γίνουν.
Το θεμελιώδες λοιπόν ερώτημα το οποίο έρχεται στα χείλη του κάθε Έλληνα και της κάθε Ελληνίδα είναι: Υπάρχει ένα σχέδιο; Μήπως υπάρχει κι ένα δεύτερο σχέδιο, υπάρχει κι ένα τρίτο σχέδιο;
Εγώ πρέπει να σας πω ότι ξέρω ένα σχέδιο: αυτό που έχουμε συμφωνήσει με τους θεσμικούς μας εταίρους. Αυτό που μπορεί να χρηματοδοτηθεί, αυτό που έχει αρχή, μέση και τέλος. Αυτό το σχέδιο όμως πρέπει να ολοκληρωθεί, πρέπει να το διαπραγματευτούμε τώρα και να πετύχουμε τους καλύτερους δυνατούς όρους, τώρα όμως, στις 16 Ιανουαρίου που αρχίζει η διαπραγμάτευση για το νέο πρόγραμμα.
Δεν υπάρχει τώρα διαπραγμάτευση, υπογραφή, κύρωση μιας συμφωνίας και μιας δανειακής σύμβασης και μετά το όνειρο μιας επαναδιαπραγμάτευσης. Τώρα είναι η ώρα των προτάσεων, των ιδεών, του συσχετισμού των δυνάμεων. Τώρα πρέπει να πετύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα μέσα σε ένα σκληρό ευρωπαϊκό συσχετισμό.
Θέλουμε να είμαστε στην Ευρώπη; Η Ευρώπη είναι αυτή που είναι, έχει πολύ συγκεκριμένες κοινωνίες, πολύ συγκεκριμένα εκλογικά σώματα, πολύ συγκεκριμένα Κοινοβούλια, πολύ συγκεκριμένες κυβερνήσεις, πολύ συγκεκριμένες αντιλήψεις, οι οποίες κυριαρχούνται από τις συντηρητικές δυνάμεις. Ακόμη και η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σε μια θέση μελαγχολικής μειοψηφίας στη σημερινή Ευρώπη, στους σημερινούς πανευρωπαϊκούς συσχετισμούς.
Θέλουμε να είμαστε μέσα σε αυτό το πλαίσιο; Θέλουμε να αγωνιστούμε ώστε να αλλάξουν σταδιακά οι πανευρωπαϊκοί συσχετισμοί; Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι ένα αναπεπταμένο πεδίο διαρκούς διακυβερνητικής διαπραγμάτευσης.
Θέλουμε να μετέχουμε; Θέλουμε να μετέχουμε με όρους θεσμικής ισοτιμίας χωρίς δύο ταχύτητες; Χωρίς να κλειδώσουν οριστικά οι μεγάλες ενδοευρωπαϊκές ανισότητες, όπου κάποιες χώρες θα δανείζονται πάντα φθηνότερα, κάποιες άλλες πάντα ακριβότερα, κάποιες θα είναι πάντα πλεονασματικές και κάποιες πάντα ελλειμματικές;
Μπορούμε να συνδυάσουμε αυτές τις θεσμικές εγγυήσεις με τη δημοσιονομική πειθαρχία και με τα χρηματοοικονομικά εργαλεία προστασίας της Ευρωζώνης; Το εγχείρημα είναι πάρα πολύ δύσκολο γιατί σε τελική ανάλυση οι ευρωπαϊκοί λαοί ανέχονται ή εγκρίνουν ή ενθαρρύνουν αυτές τις επιλογές. Και εμείς είμαστε τμήμα αυτής της μεγάλης οικογένειας και αυτής της μεγάλης δημοκρατικής διαδικασίας, η οποία μπορεί να κυριαρχείται από μια μονοδιάστατη ιδεολογική και πολιτική αντίληψη αλλά πάντως αυτό το γήπεδο στο οποίο πρέπει να αγωνιστούμε και δεν ξέρω διεθνώς κάποιο γήπεδο το οποίο να είναι πιο προωθημένο, πιο αναπτυγμένο, πιο ευαίσθητο, πιο δημοκρατικό, πιο ευεπίφορο στη δυνατότητα να παραχθεί ξανά ένα εθνικό σχέδιο, ένα εθνικό όραμα.
Εάν ξέρουμε ότι υπάρχει κάτι άλλο ας το πούμε αλλά δεν μπορεί να μιλάμε για ένα μη ευρωπαϊκό όραμα ή για το όραμα μιας Ευρώπης που δεν υπάρχει και που λέμε πώς θα τη διαμορφώσουμε. Εδώ υπάρχουν συγκεκριμένα ερωτήματα πολύ πρακτικά και έχω πει κατ’ επανάληψη ότι ο αγώνας για το μέλλον της χώρας στην πραγματικότητα θα κριθεί στο αν λέμε αλήθεια, δηλαδή αν καταλαβαίνουμε ποια είναι η πραγματικότητα και αν έχουμε τις υποκειμενικές προϋποθέσεις να πούμε την αλήθεια, δηλαδή αν είμαστε ειλικρινείς.
Εξωραϊσμοί, δημαγωγίες, λαϊκισμοί, απλουστεύσεις και συμβατικές αντιμετωπίσεις δεν υπάρχουν πια, έχουν ακυρωθεί. Όποιος παίζει στο παιχνίδι αυτό του συμβατικού πολιτικού και κοινωνικού λόγου και παίζει ως πολιτικός, ως διανοούμενος, ως πολιτιστικός παράγοντας, ως επιστήμονας, ως διοικητικό στέλεχος, ως μάνατζερ, ως επιχειρηματίας, γιατί υπάρχουν πολλές μορφές δημαγωγίας, λαϊκισμού και απλούστευσης, κάνει λάθος ο ίδιος για τον εαυτό του και συλλογικά για τη χώρα. Αυτό διδάσκει η εμπειρία των τελευταίων ετών.
Άρα, λοιπόν, υπάρχει ένα σχέδιο, στο οποίο πρέπει να πιστέψουμε και το οποίο πρέπει να το στηρίξουμε και να το εκτελέσουμε με τον καλύτερο τρόπο και τεχνικά και πολιτικά και κοινωνικά:
Πρέπει να διαπραγματευτούμε το νέο πρόγραμμα και τη νέα δανειακή σύμβαση με τους καλύτερους όρους, άρα χωρίς πρόσθετες θυσίες δημοσιονομικού ή οριζόντιου χαρακτήρα. Για να το πετύχουμε αυτό όμως πρέπει να είμαστε συνεπείς και αποτελεσματικοί στις διαρθρωτικές αλλαγές. Όσο πιο συνεπείς και εμπρόθεσμοι είμαστε στις διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία της αγοράς, με το άνοιγμα των επαγγελμάτων, με την αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα, με την αξιολόγηση των δημοσίων υπηρεσιών, με την επιτάχυνση της δικαιοσύνης, με την άρση των εμποδίων στην επιχειρηματικότητα, με τη στήριξη μιας άλλης αντίληψης για το τι σημαίνει στοχευμένη κοινωνική δαπάνη που παράγει αποτέλεσμα στην κοινωνική συνοχή, τόσο ευκολότερη θα είναι η κατάσταση στις δημοσιονομικές μας στοχεύσεις. Και οι δημοσιονομικοί στόχοι στην πραγματικότητα κρίνονται στο πώς λειτουργεί η αγορά και πιο συγκεκριμένα στο πώς λειτουργεί η αγορά σε σχέση με τις κοινωνικές δαπάνες και τον κοινωνικό προϋπολογισμό. Δηλαδή πώς επιβαρύνεται η επιχείρηση και φορολογικά και από πλευράς ασφαλιστικού κόστους και αυτό είναι κάτι το οποίο πρέπει να το δούμε για να βοηθήσουμε την ανάπτυξη, την απασχόληση, τον εργαζόμενο, τον άνεργο.
Η διαπραγμάτευσή μας τους τελευταίους τρεις μήνες δεν αφορούσε την έκτη δόση, το επαναλαμβάνω, αφορούσε και αφορά όλα αυτά. αφορά τα 130 δισ. ευρώ του νέου προγράμματος, τα περίπου 45 δισ. ευρώ που έχουν περισσέψει από το παλιό πρόγραμμα και την μείωση του δημοσίου χρέους κατά 100 δισ. ευρώ μέσα από τη συμμετοχή των ιδιωτών στο PSI.
Άρα, μιλάμε για ένα κολοσσιαίο πακέτο βοήθειας, το οποίο επειδή είναι εμπροσθοβαρές, επειδή πρόκειται στα μέσα Φεβρουαρίου να εκταμιευθούν 89 δισεκατομμύρια ευρώ -80 δισ. ευρώ από το καινούργιο πρόγραμμα και 9 δισ. ευρώ από το παλιό πρόγραμμα- αντιλαμβάνεστε ότι θέτει τους εταίρους μας προ του εξής ερωτήματος:
Είμαστε συνεπείς; Είμαστε σταθεροί; Είμαστε αποφασισμένοι; Είμαστε φερέγγυοι; Έχουμε την εθνική βούληση και την εθνική ικανότητα να πετύχουμε; Άρα πρέπει να απαντήσουμε πολιτικά, κοινωνικά και θεσμικά στο ερώτημα αυτό, καταφατικά.
Δεύτερον, πρέπει να πετύχουμε το PSI, την δραστική μείωση του δημοσίου χρέους. Και αυτό είναι ιστορικό έργο, γιατί ενώ έχουμε «πετύχει» να αυξάνουμε σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης, σχεδόν σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης, σίγουρα τα τελευταία 30 χρόνια το δημόσιο χρέος, τώρα θα κάνουμε μια δραστική μείωση κατά 47 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, κατά 100 δισεκατομμύρια.
Αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο αντίδωρο προς τον ελληνικό λαό, που αφορά τον καθένα. Γιατί η μείωση του ετησίου κόστους εξυπηρέτησης, άρα των τόκων, διευκολύνουν τα πρωτογενή πλεονάσματα και διευκολύνουν να ασκηθούν αναπτυξιακές και κοινωνικές πολιτικές.
Είμαστε κοντά σε μια συμφωνία, το πιστεύω αυτό. Το πιστεύω γιατί έχω την προσωπική εικόνα των διαπραγματεύσεων και ξέρω ότι αυτό είναι εφικτό, εφόσον οι θεσμικοί μας εταίροι σεβαστούν την απόφαση της 26ης Οκτωβρίου που επιβεβαιώθηκε ρητά στις 9 Δεκεμβρίου στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής.
Εδώ εντάσσεται και η ανασυγκρότηση του τραπεζικού συστήματος, που πρέπει να εξασφαλίσει στον ελληνικό λαό, ότι θα πάρει πίσω, αν όχι όλα, τουλάχιστον ένα μέρος από τα λεφτά που επενδύει στην ανασυγκρότηση του τραπεζικού συστήματος. Αλλά τα επενδύει χάριν του γενικού συμφέροντος και όχι χάριν συγκεκριμένων ατομικών συμφερόντων.
Το συμφέρον της εθνικής οικονομίας είναι αυτό που καθοδηγεί τα βήματά μας. Έτσι θα αλλάξουμε τα επίπεδα ρευστότητας, έτσι θα καλύψουμε τους δημοσιονομικούς στόχους αλλάζοντας το κλίμα. Γιατί εάν καταφέρουμε να καλύψουμε το κενό του 2011 που μεταφέρει το κενό του 2010, του 2009, του 2008 το 2012, εάν το 2012 εφαρμοστεί πλήρως ο προϋπολογισμός και μπορέσουμε μέσα από τις ωριμάνσεις των μέτρων και των αποδόσεων να καλύψουμε το κενό, θα έχουμε μπει πια σε ένα μικρό ενάρετο κύκλο, θα έχουμε πρωτογενή πλεονάσματα, έστω μικρά, πολύ μικρά, αλλά αυτό είναι συμβολικό.
Βεβαίως αυτό θα μας επιτρέψει στη συνέχεια να μιλήσουμε σοβαρά για το Εθνικό Φορολογικό Σύστημα, για τις επενδύσεις, για τις ιδιωτικοποιήσεις, για την κοινωνική προστασία, για όλα αυτά που σας είπα προηγουμένως. Διότι πώς να κάνεις ιδιωτικοποιήσεις αν δεν υπάρχει αγορά, αν δεν υπάρχει ανταγωνισμός, αν δεν υπάρχει ενδιαφέρον; Δεν υπάρχει ιδιωτικοποίηση χωρίς προοπτική επένδυσης. Και αυτό το αντιλαμβάνονται οι εταίροι μας τώρα.
Το ίδιο το ΕΣΠΑ, το πιο κλασικό έργο, οι παραχωρήσεις των οδικών αξόνων που θα μπορούσε να είναι μια μικρή νίκη και για την τεχνική βοήθεια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και για εμάς, θέλει τραπεζική συμμετοχή. Εάν οι εμπορικές τράπεζες δεν μπορούν να μετάσχουν, γιατί δεν έχουν την ρευστότητα, ή δεν θέλουν να αναλάβουν ελληνικό κίνδυνο και αν πρέπει να αυξηθεί η συμμετοχή του Δημοσίου, εάν οι κυκλοφοριακοί φόρτοι εκτιμούμε ότι έχουν πέσει, διότι έχουν αλλάξει οι συμπεριφορές των ανθρώπων, πρέπει να ξαναδούμε ένα σχήμα. Είναι εξαιρετικά δύσκολο όλο αυτό. Πάρα πολύ δύσκολο.
Την εποχή που δεν είχαμε αίσθηση κρίσης και νομίζαμε ότι η Ελλάδα είναι πάνω στο κύμα της ανάπτυξης, την περίοδο της Ολυμπιακής προετοιμασίας, για να κάνει κανείς τα δημόσια έργα της Ολυμπιακής προετοιμασίας έπρεπε να φτύσει αίμα, να αντιδικήσει στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Να περάσει από τα καυδιανά δίκρανα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, να λύσει θέματα χωροταξικού σχεδιασμού και χρήσεων γης, περιβαλλοντικών μελετών και εγκρίσεως των περιβαλλοντικών όρων. Να διαμορφώσει το χρηματοοικονομικό σχήμα. Πενήντα δίκες στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κάναμε, για τα Ολυμπιακά έργα, με μια ψήφο διαφορά κερδήθηκε η κατασκευή του Μουσείου της Ακρόπολης για το οποίο είναι υπερήφανη η Ελλάδα και η Αθήνα, με μια ψήφο διαφορά.
Έπρεπε, λοιπόν, να γίνει μια πανεθνική προσπάθεια υπό όρους ιδανικούς. Και να σας πω και κάτι; Υπό όρους εθνικής αμεριμνησίας το 2001, το 2002, δεν είχε γίνει αντιληπτό στον βαθμό που έπρεπε και στην έκταση που έπρεπε, ότι δεν υπάρχει μοντέλο ανάπτυξης στην πραγματικότητα. Ότι όλα αυτά βασίζονται σε μια επιπόλαιη αντίληψη για το τι σημαίνει μεγέθυνση.
Τώρα, λοιπόν, όλα αυτά πρέπει να τα δούμε στο βάθος, χωρίς λάθη. Άρα πρέπει να συνάψουμε ένα νέο εθνικό κοινωνικό και αναπτυξιακό συμβόλαιο, όπως ορθά είπε ο Χρήστος Πολυζωγόπουλος προηγουμένως. Αλλά πρέπει να έχουμε εταίρους, πρέπει να έχουμε πραγματική συναίνεση, πρέπει να έχουμε συναντίληψη, πρέπει να έχουμε αίσθηση προτεραιοτήτων και αυτές οι προτεραιότητες υπαγορεύονται μέσα από την ανάγκη να διασωθεί η χώρα, να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος και να πάρει ξανά μπρος η χώρα μέσα στον διεθνή και τον ευρωπαϊκό καταμερισμό και ανταγωνισμό.
Και από την άποψη αυτή, έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία όλη η ιστορία για το Εθνικό Φορολογικό Σύστημα, για το οποίο έχουμε εδώ και μήνες από τον Ιούλιο οργανώσει τον διάλογο και τώρα πια ο διάλογος θα κορυφωθεί ως διάλογος μεταξύ των κομμάτων. Διότι εάν δεν συμφωνήσουν και τα κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση, δεν έχει νόημα να ψηφιστεί ένας τέτοιος νόμος. Θέλουμε ένα νόμο ευρείας εθνικής συναίνεσης και μακράς πνοής. Όλα μπορούν να συζητηθούν, αρκεί να υπάρχει αρχή, μέση και τέλος. Αρκεί να μπορούμε να αναπληρώσουμε κάθε μέτρο με κάτι άλλο.
Έχω πει κατ’ επανάληψη, για τους συντελεστές του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας μπορούμε να μιλήσουμε όσο θέλετε και θα ήμουν ευτυχέστατος εάν μπορούσα να τους μειώσω άμεσα. Αλλά πρέπει να δούμε ποια θα είναι η επίπτωση στην συγκεκριμένη δημοσιονομική χρήση, στο έλλειμμα το δημοσιονομικό του συγκεκριμένου έτους.
Μπορούμε, όμως, να θέτουμε στόχους και μπορούμε να εξαρτούμε τους στόχους αυτούς από ορισμένα κριτήρια, από ορισμένες ενδείξεις, που συνδέονται με τον ρυθμό ανάπτυξης, που συνδέονται με τον τρόπο με τον οποίον προχωρούν οι διαρθρωτικές αλλαγές. Και μπορούμε να μετατρέψουμε το εθνικό φορολογικό σύστημα σε έναν μηχανισμό αποκατάστασης του αισθήματος δικαίου στη χώρα γενικά.
Γιατί δεν πιστεύει ο πολίτης ότι λειτουργούν κανόνες δικαίου. Δεν πείθεται ότι η φοροδιαφυγή είναι στοχευμένη, δεν πείθεται ότι χτυπάμε τον μεγάλο οφειλέτη. Πρέπει να δει συλλήψεις, πρέπει να δει την αυτόφωρη διαδικασία, πρέπει να δει τις λίστες των μεγαλο-οφειλετών, πρέπει να δει την συμφωνία με την Ελβετία, - με την ευκαιρία σας λέω ότι αύριο θα κυρωθεί από τη Βουλή η προκαταρκτική συμφωνία για την αποφυγή της διπλής φορολογίας και την ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών μεταξύ των δυο χωρών Ελλάδος και Ελβετίας – πρέπει να τα δει όλα αυτά και τα βλέπει τώρα. Και πρέπει να δει να λειτουργεί ένας παράπλευρος μηχανισμός που φέρνει έσοδα πέραν του φοροεισπρακτικού μηχανισμού του κράτους.
Αλλά βλέπετε, πώς μπορείς να ελέγξεις τα επίπεδα φορολογικής συμμόρφωσης υπό συνθήκες ύφεσης και ανεργίας; Δεν έχουμε όμως ούτε φορολογική συμμόρφωση που πρέπει να έχουμε, ούτε συμμόρφωση στις ασφαλιστικές υποχρεώσεις και σε κοινωνικές ομάδες που δεν έχουν θιγεί από τα μέτρα. Αυτό λένε τα στοιχεία μας και τα στοιχεία τα δικά μας και τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Άρα, υπάρχει και ένα πρόβλημα κοινωνικής νοοτροπίας, κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης και συνοχής. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε μια προσπάθεια, να ανασυγκροτηθούμε, να ξαναγνωριστούμε, να πούμε πλήρως την αλήθεια, να ξεπεράσουμε τις πολιτικές συμβάσεις, οι οποίες μας καθηλώνουν, και να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων, γιατί τώρα πια κρινόμαστε όλοι με την ιστορία αυτού του τόπου.
Και πιστεύω ότι είναι αξιέπαινη η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, γιατί και με την ημερίδα αυτή και με τις άλλες πρωτοβουλίες της, θέτει το δάκτυλο εις τον τύπον των ήλων ανεξαρτήτως του πώς προσεγγίζει κανείς το θέμα αυτό. Γιατί στην πραγματικότητα το θέμα είναι, να ξαναβρούμε την υπερηφάνεια μας, να σώσουμε την χώρα, να την στήσουμε ξανά στα πόδια της, να δώσουμε στον εαυτό μας και στο έθνος, μια ακόμα ευκαιρία. Αυτό και το μπορούμε και το δικαιούμαστε.
Ευχαριστώ πολύ. -