Ομιλία του Υφυπουργού κατά την συζήτηση στη Διαρκή Κοινοβουλευτική Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης & Δικαιοσύνης για το Σχέδιο Νόμου σχετικά με τον έλεγχο της απόκτησης και της
Αθήνα, 01 Mαρτίου 2011
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,
Θα ήθελα να ξεκινήσω με την τροποποίηση της παραγράφου 6 που είχε προστεθεί στο άρθρο 10 του σχεδίου νόμου με προηγούμενη δήλωση του Υπουργού κατά την έναρξη της α? ανάγνωσης και η οποία αφορούσε και αφορά την μετατροπή της φύσης του εγκλήματος της παράνομης οπλοφορίας και μεταφοράς από πλημμέλημα σε κακούργημα. Η παρούσα τροποποίηση γίνεται περισσότερο εν είδει διευκρίνησης, ώστε να γίνεται πλήρως κατανοητό ότι στη ρύθμιση δεν περιλαμβάνονται τα κυνηγετικά όπλα, η παράνομη οπλοφορία των οποίων συνεχίζει να τιμωρείται ως πλημμέλημα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του νόμου 2168/1993.
Συνεχίζοντας θα ήθελα να προβώ σε κάποιες διευκρινιστικές απαντήσεις κατόπιν των προβληματισμών που ετέθησαν από πολλούς συναδέλφους κατά την διάρκεια της συζήτησης της α΄ ανάγνωσης του νομοσχεδίου.
Κρίνω σκόπιμο όμως ευθύς εξαρχής να υπενθυμίσω κάτι που είχε δηλώσει από την πρώτη στιγμή και ο Υπουργός στην ομιλία του προκειμένου η προσέγγιση οποιουδήποτε θέματος να γίνεται σε ενιαία βάση και να τίθεται στις σωστές της διαστάσεις. Σκοπός του παρόντος νομοσχεδίου είναι η ενσωμάτωση της Οδηγίας 2008/51/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 για την τροποποίηση της οδηγίας 91/477/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τον έλεγχο της απόκτησης και της κατοχής όπλων. Συνεπώς οι τυχόν επελθούσες τροποποιήσεις του νόμου 2168/1993 περί όπλων τίθενται προς εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την οδηγία και υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει να ορώνται.
Συνεπώς σήμερα δεν συζητείται η εν γένει τροποποίηση της εθνικής νομοθεσίας περί όπλων αλλά μόνο εκείνες οι αλλαγές που κρίθηκαν απαραίτητες για την ενσωμάτωση της οδηγίας. Κάνω αυτή την διευκρίνιση διότι πολλές από τις επιμέρους απόψεις που διατυπώθηκαν είτε σε αυτή την αίθουσα είτε στη διαδικασία της δημόσιας διαβούλευσης αν και μπορεί να κινούνται σε ορθή αρχικά βάση ωστόσο εκφεύγουν του πεδίου της εν λόγω νομοθετικής πρωτοβουλίας. Και με αυτό απαντώ και στις προτάσεις κάποιων συναδέλφων περί τροποποίησης του καθεστώτος περί όπλων στο σύνολό του.
Ειδικότερα τέθηκε από αρκετούς συναδέλφους το ζήτημα της ανάγκης κωδικοποίησης της νομοθεσίας περί όπλων εξαιτίας της πολυπλοκότητας αυτής. Ήδη με το άρθρο 11 του σχεδίου νόμου προβλέπεται η δυνατότητα έκδοσης προεδρικού διατάγματος κατόπιν προτάσεως του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη με αντικείμενο ακριβώς την κωδικοποίηση κάθε σχετικού θέματος σε ενιαίο κείμενο. Ως προς την ειδικότερη παρατήρηση του κ. Αποστολάκου σύμφωνα με την οποία προβλέπεται δυνατότητα και όχι υποχρέωση του Υπουργού προς κωδικοποίηση της νομοθεσίας ενώ θα μπορούσε να έχει η Εθνική Αντιπροσωπεία ένα ήδη κωδικοποιημένο κείμενο θέλω να κάνω δύο παρατηρήσεις. Καταρχάς το κείμενο του νομοσχεδίου έχει αυτή τη μορφή για νομοτεχνικούς λόγους καθώς οι διατάξεις της Οδηγίας θα πρέπει να αποτελούν αυτοτελές κεφάλαιο. Επιπλέον η διατύπωση του άρθρου εντάσσεται στη συνήθη και δόκιμη διατύπωση που λαμβάνουν τέτοιες διατάξεις (είναι σύμφωνη και με την διατύπωση της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής), σε κάθε περίπτωση πάντως οι υπηρεσίες μας θα εξετάσουν την αναγκαιότητα κωδικοποίησης και θα προχωρήσουν σε αυτήν αν διαπιστωθεί αυτή η αναγκαιότητα.
Ένα άλλο θέμα που τέθηκε κατά την διάρκεια της α΄ ανάγνωσης αλλά απασχόλησε και ευρύτερα είναι το θέμα της δυνατότητας γόμωσης και αναγόμωσης φυσσιγίων τόσο από τα σκοπευτικά σωματεία όσο και από τους κυνηγούς. Καταρχάς να επισημάνω ότι το θέμα της γόμωσης δεν θίγεται από το σχέδιο νόμου. Και εδώ θέλω να κάνω ένα διαχωρισμό διότι πρόκειται για διαφορετικές περιπτώσεις. Όσον αφορά στους κυνηγούς, όπου μιλάμε για γόμωση αυτή καταρχάς δεν απαγορεύεται όταν πρόκειται για δικής τους χρήση, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος. Η απαγόρευση τίθεται στο επίπεδο της γόμωσης και αναγόμωσης φυσιγγίων κυνηγετικών όπλων με το σκοπό της εμπορίας (άρθρο 5 ν 2168/1993) και αυτό νομίζω δεν βρίσκει αντίθετο κανένα. Όσον αφορά όμως το θέμα της γόμωσης ή αναγόμωσης από σκοπευτικά σωματεία ή αθλητικούς συλλόγους, εδώ η συμμετοχή αυτών στις ανωτέρω διαδικασίες απαγορεύεται έτσι ώστε να μην συγκεντρώνεται σε ένα «πρόσωπο» ταυτόχρονα η ιδιότητα του εμπόρου και χρήστη. Άλλωστε να μην ξεχνάμε ότι οι διαδικασίες αυτές απαιτούν ειδική τεχνογνωσία και εξοπλισμό τον οποίο δεν φέρουν απαραίτητα τα οργανωμένα σωματεία, με αποτέλεσμα να υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για εκείνον που επιχειρεί κάτι τέτοιο. Άλλωστε η συστηματική αναγόμωση, προκειμένου να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες σωματείων σκοποβολής ή αθλητικών συλλόγων προϋποθέτει πέραν των προαναφερομένων και αποθήκευση εκρηκτικών υλικών (πυρίτιδα) η οποία απαιτεί αυξημένα μέτρα ασφαλείας και ενέχει σοβαρούς κινδύνους πέραν των άμεσα εμπλεκομένων και αυτών που κατοικούν στην ευρύτερη περιοχή λειτουργίας τέτοιου είδους σωματείων και συλλόγων.
Συνεχίζοντας θα ήθελα να φερθώ στους προβληματισμούς που εκφράστηκαν σχετικά με ένα δήθεν δημιουργούμενο κλίμα απαγορεύσεων και καχυποψίας προς τους κυνηγούς και τους σκοπευτές. Και εδώ η απάντηση είναι απλή καθώς το καθεστώς που αφορά τα κυνηγετικά και τα σκοπευτικά όπλα δεν μεταβάλλεται, αλλά επέρχονται μόνο οι αλλαγές εκείνες που προβλέπονται από την Οδηγία, όπως για παράδειγμα τίθεται υπό καθεστώς προηγούμενης άδειας τόσο η εισαγωγή όσο η εξαγωγή και επανεξαγωγή των κορμών βάσεων και των ουσιωδών μερών των προαναφερομένων κατηγοριών όπλων.
Παρεμπιπτόντως τέθηκε και το θέμα της χορήγησης προθεσμίας στους κατόχους κυνηγετικών όπλων που δεν έχουν την απαραίτητη άδεια κατοχής και ως προς αυτό σας παραπέμπω στην διάταξη που προστέθηκε με την προηγούμενη δήλωση του Υπουργού, όπου δίνεται μία τέτοια δυνατότητα, καθώς και το ζήτημα της μη πρόβλεψης από το νομοσχέδιο κάποιας ρύθμισης σχετικά με την εκπαίδευση των κυνηγών σε σχέση με τα μέτρα ασφαλείας για την κατοχή των όπλων από αυτούς. Θα ήθελα να σας ενημερώσω ότι το συγκεκριμένο ζήτημα ρυθμίζεται ήδη από την εθνική νομοθεσία όπου τόσο στο άρθρο 8 του ν. 2168/1993 όσο και σε σχετική Υπουργική απόφαση (ΦΕΚ Β-461/1994) προβλέπονται όλες οι προϋποθέσεις και τα μέτρα εκείνα που πρέπει να λαμβάνουν οι κάτοχοι κυνηγετικών όπλων, ενδεικτικά απαιτείται άδεια για την κατοχή, υποχρεούνται στη συμμόρφωση με τις υποδείξεις των αστυνομικών αρχών, δεν μπορούν να παραχωρούν τα όπλα σε πρόσωπα μη εφοδιασμένα με άδεια θήρας, πρέπει να φυλάσσουν αυτά σε ασφαλή μέρη όπως οι μόνιμες κατοικίες ή τα γραφεία τους, καθορίζεται ο ανώτατος αριθμός τέτοιων όπλων που μπορούν να κατέχουν και ούτω καθεξής. Επιπλέον προκειμένου να αποκτήσουν την άδεια θήρας οι κυνηγοί εξετάζονται σε θέματα σχετικά με τα κυνηγετικά όπλα από αρμόδια επιτροπή στα οικεία Δασαρχεία.
Να αναφερθώ τώρα στο ζήτημα των ρυθμίσεων που αφορούν τη σήμανση των όπλων, στις τεχνικές προδιαγραφές των οποίων ο κ. Γκιόκας ισχυρίστηκε ότι θα μπορούν να ανταποκριθούν μόνο οι μεγάλες εγχώριες επιχειρήσεις κατασκευής όπλων. Να επισημάνω κατά πρώτον ότι οι προδιαγραφές αυτές τίθενται από το κείμενο της Οδηγίας για το σκοπό της δημιουργίας ενός ασφαλέστερου και πληρέστερα ελεγχόμενου πεδίου κατασκευής και κυκλοφορίας των όπλων, για τη διευκόλυνση της ιχνηλάτησης των όπλων, και άρα η χώρα μας υποχρεούται να συμμορφωθεί και να τις υιοθετήσει. Επιπλέον δε να επισημάνω και το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχουν εταιρίες κατασκευής όπλων πλην της ΕΒΟ-ΠΥΡΚΑΛ η οποία όμως κατασκευάζει όπλα μόνο για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων, κατόπιν άδειας από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, τα οποία εξαιρούνται του πεδίου ρυθμίσεως της Οδηγίας και άρα και του σχεδίου νόμου.
Συναφής και η παρατήρηση του κ. Αποστολάκου για την ΠΥΡΚΑΛ και τη δυνατότητα αυτής να πουλά όπλα και πυρομαχικά σε σκοπευτικούς συλλόγους, η οποία επισημαίνω ότι έχει εφοδιασθεί με άδεια εμπορίας περιστρόφων, πιστολίων, όπλων σκοποβολής και μερών ανταλλακτικών και φυσιγγίων μέχρι την 31-10-2011. Επίσης διαθέτει και άδεια αναγόμωσης φυσιγγίων κυνηγιού, λήγουσα την 30-4-2013.
Διατυπώθηκε η άποψη ότι ο ισχύων ορισμός του όπλου είναι ιδιαίτερα διευρυμένος με κίνδυνο να περιλαμβάνει και απλές συσκευές λέιζερ, όπως αυτές που χρησιμοποιούνται στα γήπεδα, όμως η κατοχή τέτοιων συσκευών δεν διώκεται ως παράβαση από το ν. 2168/1993, ο οποίος εφαρμόζεται άλλωστε χωρίς προβλήματα για 18 χρόνια.
Ιδιαίτερο προβληματισμό προκάλεσαν και δύο ζητήματα τα οποία δεν εμπίπτουν στο σχέδιο νόμου, αυτά δηλαδή της οπλοκατοχής από υπαλλήλους ιδιωτικών εταιριών Security καθώς και για τον περιορισμό της χρήσης όπλων από τους αστυνομικούς. Όσον αφορά στο πρώτο, να σας ενημερώσω ότι με βάση τον ν. 2518/1997 η κατοχή όπλων από εταιρίες Security απαγορεύεται και επιτρέπεται εξαιρετικά κατόπιν άδειας της αστυνομικής αρχής και μόνο αν συντρέχουν ειδικότεροι λόγοι ασφαλείας, όπως για παράδειγμα για τη φύλαξη τραπεζών, μουσείων κ.λ.π. ή για συνοδεία χρηματαποστολών. Για τα θέματα σχετικά με τα μέτρα ασφαλείας και τις υποχρεώσεις των αστυνομικών για τη φύλαξη των όπλων τους σας παραπέμπω στο ν. 3169/2003.
Σε ειδικό καθεστώς τίθεται και το θέμα της κατοχής όπλων από συλλέκτες, το οποίο ρυθμίζεται από σχετική Υπουργική απόφαση (3009/2/84-δ από 27-7-2004, Β -1208).
Κλείνοντας, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι η αυστηρότητα της ποινής που προβλέφθηκε για την οπλοφορία και μεταφορά των όπλων που αναφέρονται στην προστιθέμενη διάταξη (πολεμικό τυφέκιο, πολυβόλο, υποπολυβόλο, χειροβομβίδα, βαρύ όπλο, όπλο πυροβολικού) δικαιολογείται από το ότι τα όπλα που αναφέρονται στη διάταξη, λόγω της δύναμης πυρός που διαθέτουν, είναι επικίνδυνο να φέρονται οπουδήποτε. Επιχειρούμε δηλαδή να αποτρέψουμε την κυκλοφορία αυτών των όπλων προκειμένου να προλάβουμε κατά κάποιον τρόπο το επόμενο στάδιο της χρήσης αυτών. Άλλωστε, ο φέρων τέτοιο όπλο είναι προφανές ότι αποσκοπεί να διαπράξει σοβαρές αξιόποινες πράξεις. Ωστόσο, ο σκοπός εκείνου που φέρει το όπλο δεν είναι δυνατό να αποδεικνύεται αν δεν εκδηλωθεί η πράξη. Αποκλειστικός σκοπός της διάταξης είναι η αποθάρρυνση των παραβατών, η αντιμετώπιση του φαινομένου της παράνομης οπλοφορίας και η εμπέδωση κλίματος ασφάλειας στους πολίτες.
Αναφέρθηκα, νομίζω, λεπτομερώς και εκτενώς σε όλα τα θέματα προσπαθώντας να καλύψω τον κύριο όγκο των προβληματισμών των συναδέλφων και να διευκολύνω την διεξαγωγή της σημερινής συζήτησης.