Αθήνα, 18 Οκτωβρίου 2010
ΟΜΙΛΙΑ
ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
ΜΕ ΘΕΜΑ ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΕΠΕΡΩΤΗΣΗ ΒΟΥΛΕΥΤΩΝ ΤΟΥ Κ.Κ.Ε ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΑ ΛΑΪΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
(15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ)
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, διάβασα με πολλή προσοχή το κείμενο της επερώτησής σας και ομολογώ πως προβληματίστηκα λίγο, ως προς τους όρους με τους οποίους μπορεί κάποιος να απαντήσει σε ένα κείμενο που στην πράξη είναι ένα κείμενο-μανιφέστο.
Εσείς οι ίδιοι λέτε ότι η κριτική σας δεν αφορά στη διαχειριστική ικανότητα ή αδυναμία της Κυβέρνησης. Βάζετε ευρύτερα ζητήματα. Σέβομαι απόλυτα την ιδεολογία την οποία πρεσβεύετε και κατανοώ ότι στην πράξη μιλάτε για ένα διαφορετικό σύστημα.
Το δικό μου πρόβλημα και το πρόβλημα της Κυβέρνησης είναι ότι είμαστε υποχρεωμένοι να μένουμε προσκολλημένοι στην πραγματικότητα, στα καθημερινά προβλήματα και να επιχειρούμε να τα λύσουμε με πολύ συγκεκριμένο τρόπο, μέρα μπαίνει-μέρα βγαίνει. Είναι προβλήματα, όπως το πώς θα προστατεύσουμε αυτή τη χώρα από τον κίνδυνο του οικονομικού μαρασμού, που ξέρουμε ότι είναι μπροστά μας, πώς θα ξαναδώσουμε στην οικονομία και στη χώρα μια νέα πνοή, για να ξεφύγει από τα πρόσφατα αδιέξοδα, για να προχωρήσει πιο μπροστά, με μεγαλύτερη δύναμη και ανεξαρτησία. Πώς θα δώσουμε τη δυνατότητα σε κάθε πολίτη να πιστέψει στον εαυτό του, να δημιουργήσει, να δουλέψει, να λειτουργήσει την επιχείρησή του, χωρίς να χρειαστεί να απολύσει τους υπαλλήλους του, πώς θα μπορέσει το κράτος να στηρίξει τα έσοδά του και να μπορέσει να στηρίξει στη συνέχεια τους πολίτες, μέσα από τους μηχανισμούς αναδιανομής και παροχής ποιοτικών προϊόντων και υπηρεσιών. Πώς θα μπει μια τάξη στον Προϋπολογισμό μας, ώστε να σταματήσει να χρεώνεται η χώρα, αλλά και να μπορέσει να πληρώσει τα δάνειά της και να μη ζήσει αυτή η γενιά και καμιά άλλη γενιά τις επιπτώσεις μιας χρεοκοπίας.
Σας το λέω με μεγάλη ειλικρίνεια, δεν αντιλαμβάνομαι τη δουλειά μου και τις ευθύνες που μου έχει αναθέσει ο Πρωθυπουργός ως παροχή υπηρεσιών προς την πλουτοκρατία και το μεγάλο κεφάλαιο. Παίρνουμε, όμως, αποφάσεις στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κοινωνικοοικονομικού συστήματος και είναι αυτό το σύστημα που προσπαθούμε να κάνουμε καλύτερο, δικαιότερο και πιο ανθρώπινο.
Στο κείμενο της επερώτησής σας διαβάζω ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να γίνει ανθρώπινος. Μπορούμε να κάνουμε μια πολύ ωραία θεωρητική και φιλοσοφική συζήτηση για το τι εννοεί κάθε ιδεολογικό ρεύμα ως ανθρώπινο, όμως, εδώ έχουμε μπροστά μας ορισμένες αλήθειες. Δεν θα ήταν ανθρώπινη η ζωή των πολιτών αυτής της χώρας, αν το Μάιο έκλεινε η στρόφιγγα χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας. Δεν θα ήταν πολύ ανθρώπινο το Ελληνικό Δημόσιο να καταφύγει σε μια στάση πληρωμών. Ξέρετε τα μεγέθη, από το Δημόσιο χρηματοδοτείται πάνω από το 50% του εισοδήματος της χώρας. Δεν θα ήταν πολύ ανθρώπινο να αφήναμε το τραπεζικό σύστημα να καταρρεύσει μαζί με το Δημόσιο. Και αυτό για έναν πάρα πολύ απλό λόγο. Γιατί μαζί του θα κατέρρεαν και θα χάνονταν οι αποταμιεύεις, οι καταθέσεις εκατομμυρίων πολιτών. Δεν θα ήταν καθόλου ανθρώπινο να αφήσουμε αβοήθητη μια ολόκληρη γενιά πολιτών και να χαντακώσουμε μερικές από τις επόμενες γενιές. Διότι αυτό θα συνέβαινε.
Είναι προφανές -και είμαι σίγουρος ότι το αντιλαμβάνεστε- ότι κανένας Υπουργός Οικονομικών δεν είναι ευτυχής, όταν χρειάζεται να ανακοινώσει περικοπές αμοιβών και αυξήσεις έμμεσων φόρων. Χρειάστηκε, όμως, να γίνει. Ζητήσαμε και ζητάμε τη συμβολή όλων των πολιτών, για να αποφύγουμε τα χειρότερα και όλα δείχνουν ότι οι θυσίες αρχίζουν και πιάνουν τόπο. Ήδη, έχουμε μία σημαντική μείωση του ελλείμματος στον Προϋπολογισμό. Μία μείωση στην οποία, χωρίς καμία αμφιβολία, συνεισφέρει και η εισοδηματική πολιτική, αλλά ένα πολύ μεγάλο μέρος οφείλεται στην συγκράτηση των δαπανών, που πήγαιναν σε περιττές σπατάλες. Μία μείωση που, επίσης, οφείλεται στη συνεισφορά των κερδοφόρων επιχειρήσεων. Σας θυμίζω ότι εκτός από την τακτική τους φορολόγηση, οι επιχειρήσεις κλήθηκαν το 2010 και για τα επόμενα τρία χρόνια να συνεισφέρουν με έκτακτη εισφορά. Προχωράμε και νομίζω πως αρχίζουμε να αποδεικνύουμε ότι σε αυτήν την προσπάθεια θα συνεισφέρουν όλοι οι πολίτες, ανάλογα με τη δυνατότητά τους και περισσότερο αυτοί που έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα.
Αναφερθήκατε στις ΔΕΚΟ και μου έκανε μεγάλη εντύπωση ότι αρνείστε να δεχθείτε τα στοιχεία που εμείς δίνουμε. Ήταν ένα λάθος το οποίο έκανε και ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στην πρωινή συζήτηση. Όταν κάνουμε συγκρίσεις για τους μισθούς των ΔΕΚΟ, είναι προφανές ότι κάνουμε συγκρίσεις μέσω μισθών, εκτός εργοδοτικών εισφορών. Πράγματι, στις ΔΕΚΟ ο μέσος μισθός είναι 40.000 ευρώ το 2009, όταν στο Δημόσιο είναι 27.000 ευρώ και στον ιδιωτικό τομέα γύρω στις 19.000 ευρώ. Είναι μια πολύ μεγάλη διαφορά και έχουμε συγκεκριμένες ΔΕΚΟ, όπου ο μέσος μισθός φθάνει στις 56.000 ευρώ, σε μία άλλη τις 50.000 ευρώ, σε μία άλλη τις 47.000 ευρώ. Δεν μπορούμε να αποδεχθούμε -νομίζω- σαν κοινωνία συσσωρευμένες ζημιές, όπως αυτές του 2009, 1,7 δισ. ευρώ μετά από μία πενταετία φοβερής κατασπατάλησης. Δεν ισχυρίζομαι ότι όλα αυτά έγιναν εξαιτίας της μισθολογικής δαπάνης. Όμως, είναι αλήθεια ότι στις πέντε από τις έντεκα ΔΕΚΟ, από τις οποίες παρουσιάσαμε στοιχεία, το μισθολογικό κόστος υπερβαίνει τα συνολικά έσοδα. Και αυτό δεν γίνεται να συνεχιστεί.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, ακούω και εσάς και τα άλλα κόμματα της Αντιπολίτευσης να συντάσσεστε σε μία «αντιμνημονιακή» ρητορική και σε μία προσπάθεια να μεταφέρετε στους Έλληνες πολίτες και να τους πείτε ότι το μόνο που έχουν να περιμένουν είναι μαυρίλα, μιζέρια, αποτυχία, απαισιοδοξία. Νομίζω πως πρέπει να ξανασκεφθείτε λίγο, πώς αντιλαμβάνεστε τη συμβολή σας σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία. Διότι δεν μπορώ να πιστέψω ότι οποιοδήποτε κόμμα σ’ αυτήν την Αίθουσα θέλει να συμβάλλει απλώς δείχνοντας μπροστά σε ένα μαύρο μέλλον.
Ανεξάρτητα από τις πολύ μεγάλες ιδεολογικές διαφορές που μας χωρίζουν, νομίζω, πως όλοι θέλουμε τελικά αυτή η χώρα να προοδεύσει, να δημιουργήσει εισόδημα, να δημιουργήσει επενδύσεις, θέσεις εργασίας για τους πολίτες της, παρότι θα διαφωνήσουμε σε πάρα πολλά για το πώς θα γίνει αυτό. Όμως, σε αυτή τη συγκυρία μου κάνει εντύπωση ότι δεν αποδέχεστε ότι αυτά τα οποία αναγκαστήκαμε να κάνουμε ήταν ο μόνος δρόμος, για να μπορέσουμε να γλιτώσουμε τη χώρα από τα χειρότερα.
Και υπάρχει και κάτι, το οποίο, αν θέλετε, είναι λίγο χειρότερο. Δαιμονοποιώντας αυτά τα οποία έχουν γίνει, ταυτοχρόνως, δεν λέτε τίποτα γι’ αυτά τα οποία επιχειρεί να κάνει η Κυβέρνηση και θα έπρεπε να γίνουν, ανεξάρτητα από τα στενά περιθώρια που έχει το μνημόνιο και το Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής: η πάταξη της φοροδιαφυγής, την οποία προσπαθούμε να κάνουμε με κάθε τρόπο και νομίζω ότι το βλέπετε καθημερινά, η δίκαιη φορολόγηση και η υψηλότερη συμβολή του πλούτου, η διαφάνεια στις δαπάνες -ποτέ το ελληνικό κράτος δεν είχε και δεν κατακτούσε, όπως κάνουμε εμείς κάθε μέρα, μεγαλύτερη διαφάνεια στις δαπάνες του- η ενίσχυση της ανάπτυξης.
Καταλαβαίνω πολύ καλά ότι το ΚΚΕ δεν θα είναι το κόμμα που θα βγει να στηρίξει έναν αναπτυξιακό νόμο ή την επιτάχυνση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ, τα προγράμματα για τους ανέργους. Καταλαβαίνω ότι δεν είναι. το κόμμα το ΚΚΕ που θα πει ότι όλα αυτά που ζητάει η ελληνική κοινωνία, δηλαδή, ένα καλύτερο κράτος, μία Δημόσια Διοίκηση και οικονομία που να λειτουργούν με διαφάνεια, μία οικονομία που αναπτύσσεται και διανέμει τον πλούτο πιο δίκαια. Είναι δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει όχι μόνο απέναντι στους πολίτες, αλλά και απέναντι σε αυτούς που μας δανείζουν αυτή τη στιγμή. Όμως, πάνω απ’ όλα στους Έλληνες πολίτες και αυτό για μας είναι το πρώτιστο.
Καταλαβαίνω, επίσης, ότι δεν είναι το ΚΚΕ το κόμμα που θα αναγνώριζε και θα έλεγε στους πολίτες ότι χρόνια προβλήματα και παθογένειες μας δίνεται τώρα μια μοναδική ευκαιρία να τα αντιμετωπίσουμε και να τα λύσουμε μέσα σε ελάχιστο χρόνο, για να βγούμε το συντομότερο δυνατό από το αδιέξοδο. Και κατανοώ ότι αξιοποιείτε τις δυνατότητες και λειτουργείτε μέσα σε ένα σύστημα που δεν συμπαθείτε. Μπορώ να εκτιμήσω και να αξιολογήσω κάθε πρόταση που διατείνεστε ότι είναι εφικτή, όπως το να μην πληρώνει κανείς φόρους ή να διπλασιαστούν τα επιδόματα ανεργίας. Αλλά πολλές φορές εκπλήσσομαι από το γεγονός ότι χρησιμοποιείτε δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Δεν καταλαβαίνω πώς μπορείτε να απευθύνεστε στους πολίτες και να μιλάτε για αντιλαϊκές πολιτικές, όταν σε δικές σας επιχειρήσεις -τουλάχιστον με βάση αυτά που διαβάζουμε, είμαι έτοιμος να με διαψεύσετε- ήσασταν από τους πρώτους που πήγατε σε μαζικές απολύσεις. Και δεν καταλαβαίνω ποια ακριβώς είναι η πρότασή σας, όταν η εφημερίδα που εκδίδεται από την ίδια επιχείρηση δηλώνει ευθέως ότι δεν είναι μία σοσιαλιστική νησίδα σε ένα καπιταλιστικό σύστημα. Αν υποθέσω ότι δεν υπήρχε αυτή η εξέλιξη, αν η Ελλάδα ήταν ολόκληρη μία νησίδα κομμουνισμού, θα ήθελα να μου εξηγήσετε, γιατί η κομμουνιστική λενινιστική Κούβα προχωρά σε απολύσεις πεντακοσίων χιλιάδων ανθρώπων από το δημόσιο τομέα και όπως διαβάζουμε, σε 3,5 εκ. τα επόμενα χρόνια; Δεν είναι καταπάτηση λαϊκών δικαιωμάτων, όταν οι απολύσεις γίνονται από κομμουνιστικά καθεστώτα και είναι καταπάτηση λαϊκών δικαιωμάτων, όταν ζητάμε από τους πολίτες να συνεισφέρουν όλοι για τη διάσωση της χώρας, προσπαθώντας να αποφύγουμε τα χειρότερα, όπως τις απολύσεις;
Δεν είναι στις προθέσεις μου η κριτική ή να ανοίξουμε συζήτηση για τον τρόπο που ο σύγχρονος κομμουνισμός επιλέγει να διαχειρίζεται τις οικονομικές του υποθέσεις -μακριά από εμένα- αλλά, θέλω να σχολιάσω άλλο ένα χαρακτηριστικό στην επιχειρηματολογία σας. Και αυτό έχει να κάνει με τον επιμερισμό των ευθυνών μεταξύ των Κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας και την κάλυψη, που στην πράξη προσφέρεται διαχρονικά, στις ειδικές ευθύνες της Νέας Δημοκρατίας ή τη λογική της ισοπέδωσης.
Δεν μπορεί, όταν κάνατε μία θεμιτή μάχη απέναντι στον καπιταλισμό, αυτό να μην σας επιτρέπει να βλέπετε και να μιλάτε δυνατά για το γεγονός ότι η χώρα και οι πολίτες βρέθηκαν να πληρώνουν, σήμερα, τις επιπτώσεις μίας απόλυτα καταστροφικής διαχείρισης και εγκληματικής επιλογής απόκρυψης του πραγματικού μεγέθους του προβλήματος της χώρας. Δεν μπορεί να μην μιλάτε και μην λέτε τίποτα για τα ελλείμματα και τη διόγκωση του χρέους.
Δεν τα οδηγήσαμε εμείς εκεί. Αφήσαμε μία οικονομία που κατάφερνε να αναπτύσσεται με 5% το χρόνο και παραλάβαμε μία οικονομία σε ύφεση. Το έλλειμμά μας δεν έφθασε στα 30 δισ. ευρώ, γιατί φταίει κάποιος άλλος, κάποιος απ’ έξω, οι πιστωτές μας. Φταίει η κακοδιαχείριση, φταίνε οι σπατάλες, φταίνε οι φόροι που δεν εισπράττονταν, φταίνε οι κομματικοί διορισμοί, φταίνε τα «ρουσφέτια», φταίει η εγκατάλειψη ενός ολόκληρου κράτους. Το χρέος μας δεν το αύξησε κάποια αόρατη μυστική δύναμη απέναντι στα συμφέροντα του λαού. Το χρέος δεν αυξήθηκε από 170–180 δισ. ευρώ σε πάνω από 300 δισ., γιατί φταίει κάτι άλλο, πέρα από τον τρόπο που το διαχειρίστηκε μία ολόκληρη κυβέρνηση, πέρα από τον τρόπο που διαχειρίστηκε το δημόσιο χρήμα μία κυβέρνηση επί έξι συναπτά χρόνια.
Υπάρχουν και άλλες –και το ξέρετε αυτό- μεικτές οικονομίες της αγοράς στον κόσμο που δεν έχουν ούτε τα ελλείμματα, ούτε τα χρέη της Ελλάδας. Άρα, το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι αυτό κάθε αυτό το σύστημα μέσα στο οποίο λειτουργούμε. Είναι το πώς το σύστημα αυτό το χρησιμοποίησε και το λειτούργησε μία συγκεκριμένη κυβέρνηση. Υπάρχουν άλλες χώρες που είχαν πιο υπεύθυνες και πιο σοβαρές κυβερνήσεις, που δεν είδαν το κράτος τους ως «λάφυρο» και «φέουδο», αλλά ως κράτος που πρέπει να λειτουργεί για όλους τους πολίτες.
Πρέπει να παραδεχθούμε όλοι, εδώ, ότι η υπερχρεωμένη Ελλάδα έφτασε στα όριά της. Και τα έφτασε, γιατί σταμάτησε να μπορεί να εξυπηρετεί το χρέος της. Ξέρετε ότι, για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, ζούσαμε στην «κόψη του ξυραφιού». Είχαμε μία ανάπτυξη, ακόμα και στρεβλή πολλές φορές, η οποία μόλις μάς επέτρεπε να αποπληρώνουμε το χρέος μας. Όταν η κακοδιαχείριση έγινε πλέον τέτοια και ταυτόχρονα η ανάπτυξη κατέρρευσε, αυτή η «κόψη του ξυραφιού» έπαψε να ισχύει. Και εκεί φτάσαμε με ένα τόσο μεγάλο έλλειμμα και ένα τόσο μεγάλο χρέος, που έκλεισαν οι αγορές και μας έσπρωξαν στην ανάγκη για ένα πρόγραμμα στήριξης. Μακάρι να υπήρχε άλλη λύση. Μακάρι να μην χρειαζόταν να πάμε στους Ευρωπαίους εταίρους μας και στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο –το οποίο ζήτησαν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, όχι εμείς- για να μπορέσουμε να χρηματοδοτηθούμε. Μακάρι να υπήρχε ένας μαγικός τρόπος, με τον οποίο να μπορούσαμε να συνεχίσουμε να αποπληρώνουμε τα χρέη μας. Δυστυχώς, δεν υπήρχε. Όσο δεν έχει κανένας να προτείνει από πού θα βρίσκαμε, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, τα δεκάδες δισεκατομμύρια που χρειάζεται η Ελλάδα, για να μπορεί να αποπληρώνει τα δάνεια που έχει αναλάβει, όσο δεν μπορεί κανένας να δώσει μία εναλλακτική λύση, φοβάμαι ότι δεν πείθει τους Έλληνες πολίτες ότι υπήρχε ένας διαφορετικός δρόμος από αυτόν που επιλέξαμε.
Αυτό που επιλέξαμε, λοιπόν, είναι –και με μεγάλη προσπάθεια, για να πείσουμε και τους Ευρωπαίους εταίρους- να συνταχθούμε με ένα πρόγραμμα στήριξης, για να μην χρειαστεί να καταφύγουμε σε στάση πληρωμών. Ένα πρόγραμμα στήριξης που μας δίνει το χρόνο να κάνουμε αυτά που πρέπει να κάνουμε έτσι κι αλλιώς. Γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι του προγράμματος αυτού είναι ζητήματα, για τα οποία, νομίζω οι περισσότεροι σ’ αυτή την Αίθουσα, θα συμφωνούσαν. Και μέσα σ’ αυτή την εξαιρετικά δύσκολη συγκυρία, ανοίξαμε όλα τα μέτωπα, όλες τις μεγάλες αλλαγές, στη φορολογία, στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, στην ενίσχυση του φοροελεγκτικού και φοροεισπρακτικού μηχανισμού, στο κράτος, στη διαφάνεια, στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, στον τρόπο με τον οποίο λογοδοτούμε στους πολίτες. Αυτές οι διαρθρωτικές αλλαγές –αυτές που ανέφερα και άλλες, με τις οποίες ξέρω ότι έχετε διαφωνήσει, όπως η αναγκαία αλλαγή στο ασφαλιστικό σύστημα, κάποιες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, όλα αυτά- ήταν άγνωστος κόσμος για την Κυβέρνηση που πέρασε από τη χώρα για πέντε χρόνια και που σήμερα ως Αντιπολίτευση το μόνο που κάνει είναι να μετράει το χρόνο, παραλείποντας να αναφερθεί σε εκείνα τα εννέα χρόνια, στα οποία είχε κυβερνήσει την τελευταία εικοσαετία και τα οποία, δυστυχώς, απέβησαν μοιραία για την Ελλάδα. Οι μεγάλες αυτές τομές και αλλαγές δεν είναι ευχές, είναι πράξεις που υλοποιούνται, που αποδίδουν και δεν είναι αλλαγές μόνο στο κράτος, αλλά είναι αλλαγές και στην οικονομία.
Θα διαφωνήσουμε για τη φορολογία των επιχειρήσεων. Θα μας πείτε ότι κάθε μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων είναι μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου. Εγώ θα σας αντιτείνω ότι η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, την οποία εξήγγειλε ο Πρωθυπουργός στη Θεσσαλονίκη, από το 24% στο 20%, αφορά στην πράξη τον εργαζόμενο. Γιατί είναι μείωση στη φορολογία των κερδών που επανεπενδύονται, όταν υπάρχουν επενδύσεις και θέσεις εργασίας, που στηρίζουν το εισόδημά του. Δεν μειώσαμε τη φορολογία στα μερίσματα. Ταυτόχρονα, δώσαμε και κίνητρα στις επιχειρήσεις, για να μπορούν σε μία περίοδο, όπου τα κίνητρα –αν θέλετε- και ο πειρασμός να απολύσουν είναι πολύ μεγάλος, να στηρίζουν τη διακράτηση της απασχόλησης. Γιατί ξέρουμε ότι το πρώτο πράγμα που κάνει κάποιος σε ύφεση, που δεν μπορεί να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, είναι τουλάχιστον να μην χάνει θέσεις εργασίας, αλλά με πολύ πρακτικό τρόπο. Και το κάνουμε μέσα από κίνητρα στο φορολογικό σύστημα.
Στηρίζουμε και στηρίξαμε την επιχειρηματικότητα –μικρή, μεσαία και μεγάλη- από τα προγράμματα του ΕΣΠΑ, από την απλοποίηση των διαδικασιών, την επιτάχυνση ίδρυσης επιχειρήσεων. Ξεκινήσαμε μία μεγάλη προσπάθεια στο να ανοίξουμε τομείς της οικονομίας που ήταν κλειστοί. Και εκεί, είναι κρίμα που δεν συνταχθήκατε μαζί μας. Γιατί δεν καταλαβαίνω γιατί το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας ή οποιοδήποτε άλλο κόμμα, το οποίο είναι στην αριστερή πτέρυγα, μπορεί να συντάσσεται με κατεστημένα και με συντεχνιακά δικαιώματα δεκαετιών, όπως αυτά στην περίπτωση των φορτηγών. Θα περιμέναμε να το στηρίξετε αυτό. Να στηρίξετε αυτή την απελευθέρωση, που στο κάτω-κάτω βοηθάει τον απλό πολίτη και μάλιστα, τον πιο ευάλωτο πολίτη. Μειώνει το κόστος μεταφοράς, άρα, μειώνει τις τιμές στα είδη λαϊκής κατανάλωσης. Θα περιμέναμε να το στηρίξετε αυτό.
Για τη συγκράτηση της ανεργίας και την αύξηση της απασχόλησης μίλησε και ο Πρωθυπουργός το πρωί, απαντώντας στην ερώτηση της Γενικής Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας για τα κίνητρα που έχουν δημιουργηθεί και για τα προγράμματα. Η μείωση της ανεργίας είναι το πιο δύσκολο ζήτημα. Δεν υπάρχει μαγική συνταγή. Είναι κατ’ αρχάς, θέμα ανάπτυξης και κατά δεύτερο λόγο, θέμα πολιτικών. Η ανάπτυξη επανέρχεται, όσο επανέρχεται η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία, και βλέπετε σταδιακά μία αλλαγή της εμπιστοσύνης. Ταυτόχρονα, επιχειρούμε να βοηθήσουμε αυτή τη διαδικασία μέσα από πολύ συγκεκριμένες πολιτικές, οι οποίες στηρίζουν τον άνεργο, την κατάρτισή του, την απασχόλησή του, έτσι ώστε να μπορέσει να βρει έστω και μία μη μόνιμη δουλειά και να μην μείνει τελείως εκτός αγοράς εργασίας, το πιο σημαντικό απ’ όλα ίσως.
Περάσαμε μία εξαετία, όπου ένα πρόβλημα, το οποίο όλοι γνωρίζαμε, το πρόβλημα της διαφθοράς στο ελληνικό κράτος, απέκτησε σχεδόν ενδημικές διαστάσεις. Θυμίζω τα στοιχεία, τα οποία είναι δύσκολο να διαψευστούν. Η Ελλάδα έπεσε 22 θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη των χωρών, με βάση τους δείκτες διαφθοράς. Είκοσι δύο θέσεις! Δε νομίζω να υπάρχει άλλη χώρα που μέσα σε πέντε χρόνια –εκτός αν έγινε κάποιος πόλεμος ή κάτι διαφορετικό- να έπεσε τόσες θέσεις. Ξεκινήσαμε, από την πρώτη μέρα, να κάνουμε πράξη τη λογοδοσία, να βάζουμε κανόνες αξιοκρατίας στο σύστημα προσλήψεων, στην αναβάθμιση των στελεχών του Δημοσίου, να βάζουμε πιο αυστηρούς κανόνες στη φοροδιαφυγή, να διερευνούμε πρώτα από όλα τους λειτουργούς του φορολογικού συστήματος. Δεν τα έχουμε κάνει όλα, προφανώς, και σίγουρα έχουμε κάνει και λάθη, αλλά είναι μία πορεία, στην οποία πιστεύουμε και την οποία θα συνεχίσουμε, γιατί νομίζουμε ότι οι Έλληνες πολίτες αυτό θέλουν και αυτό ζητάνε από εμάς.
Απέναντι, λοιπόν, στην άρνηση, που είναι και το κεντρικό πολιτικό σας σύνθημα, στη μιζέρια και στο μηδενισμό, που πολλές φορές επιχειρείται συλλογικά από την Αντιπολίτευση, αυτή η Κυβέρνηση έχει προτάξει την προσπάθεια, τη σκληρή δουλειά, για να δημιουργηθεί μία νέα προοπτική για τη χώρα και τους πολίτες. Βρεθήκαμε –δεν θα κουραστούμε να το επαναλαμβάνουμε, όχι σαν υπεκφυγή, αλλά για να θυμόμαστε- δίπλα στο αδιέξοδο και στην ολοκληρωτική καταστροφή. Το αποφύγαμε με δύσκολες αποφάσεις, τις οποίες βιώνουν και οι Έλληνες πολίτες. Θα κριθούμε από αυτό, γιατί κάθε κυβέρνηση πάντα κρίνεται από τις αποφάσεις που παίρνει. Αλλά πιστεύουμε ότι η πορεία, την οποία έχουμε επιλέξει, είναι μια πορεία που θα δικαιώσει όχι εμάς, αλλά πάνω από όλα τις μεγάλες θυσίες των Ελλήνων πολιτών.
Ευχαριστώ πολύ.
ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ
Κυρία Παπαρήγα, πρέπει να σας πω ότι χαίρομαι την ανταλλαγή απόψεων. Και χαίρομαι, γιατί έχει γίνει μια συζήτηση που έχει κρατηθεί, νομίζω, και από τις δύο πλευρές σ’ ένα πολύ καλό επίπεδο.
Να ξεκαθαρίσω ότι δεν υπάρχει ψόγος, γιατί κάνετε κριτική εκτός συστήματος. Αυτό που εγώ ανέφερα στην τοποθέτησή μου είναι η διπλή ανάγνωση πολλών εκ των μηνυμάτων που δίνετε. Σας άκουσα πολύ προσεκτικά. Αναφερθήκατε στην Κούβα και μιλήσατε για ανακατανομή δυναμικού. Είπατε ότι η λογική του κέρδους έχει περάσει και στο σοσιαλισμό.
Μιλήσατε στην «Τυποεκδοτική» και χρησιμοποιήσατε τη δική μας έκφραση για νοικοκύρεμα. Αυτό που λέω είναι ακριβώς ότι στη συγκεκριμένη συγκυρία ανεξάρτητα από το τι θα ήθελε ο καθένας, πρέπει να δούμε με ρεαλισμό τις επιλογές. Άρα, πέρα από το τι θα ήθελε καθένας, ποιο άλλο σύστημα θα ήθελε, να αναγνωρίσει αυτό που γίνεται ως τη μοναδική δυνατότητα. Μπορεί να διαφωνήσουμε για το πού μας πάει αυτό, αλλά δεν έχω ακούσει –παρά το ρεαλισμό που είναι προφανές ότι έχετε και στην καθημερινή σας λειτουργία- να έρχεσθε και να λέτε ότι τον Μάιο δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα από την πολιτική που εμείς κάναμε.
Χαίρομαι που αναφερθήκατε στις συντεχνιακές αντιλήψεις και αναγνωρίσατε ότι υπάρχουν, γιατί και εμείς αυτό λέμε. Κατά κανένα τρόπο δεν δαιμονοποιούμε τους δημοσίους υπαλλήλους. Αλλά δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι ένας μισθός που ξεκινάει ως βασικός από 3.000-3.500 ευρώ και καταλήγει στις 7.000 και 8.000 ευρώ σε μία ΔΕΚΟ, προκαλεί τον πτυχιούχο που στον ιδιωτικό τομέα φτύνει αίμα, για να βρει μια δουλειά με 1.500 ή 2.000 ευρώ. Έχουμε παρόμοια παραδείγματα, έχουμε μισθοδοσίες που ξεπερνούν τα 100.000 ευρώ, δυστυχώς, σε κάποιες ΔΕΚΟ.
Τέλος, νομίζω ότι μία από τις βασικές μας διαφορές είναι αυτό που είπατε στο τέλος, ότι τελικά κάποιος πρέπει να πληρώσει, με την έννοια ότι, για να βγει κανείς από τη δυσκολία στην οποία βρισκόμαστε, κάποιοι κερδίζουν και κάποιοι χάνουν. Όχι, εμείς λέμε κάτι άλλο. Λέμε ότι με τη θυσία όλων των Ελλήνων πολιτών, μπορούμε, όλοι μαζί, να βγούμε από αυτή την ιστορία, ο καθένας επιμεριζόμενος και κουβαλώντας το βάρος που του ανήκει. Η Ελλάδα, όμως, θα βγει πιο δυνατή και όλοι οι πολίτες θα βγουν κερδισμένοι.
Ευχαριστώ πολύ.
ΔΕΥΤΕΡΟΛΟΓΙΑ
Ευχαριστώ, κυρία Πρόεδρε. Υποθέτω ότι, για να δευτερολογήσουν τα κόμματα, θέλουν να ακούσουν τις δικές μου απαντήσεις.
Νομίζω πως είχαμε ένα γόνιμο διάλογο με βάση την Επίκαιρη Ερώτηση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Αισθάνομαι ότι εγώ τουλάχιστον έχω δώσει μία σειρά από απαντήσεις στα ζητήματα τα οποία τέθηκαν από τους Βουλευτές του ΚΚΕ και βεβαίως και από τη Γενική Γραμματέα. Θα ήθελα, λοιπόν, σε αυτήν τη δική μου τοποθέτηση, κυρίως, να επικεντρωθώ σε μία σειρά από ζητήματα, που τέθηκαν εν μέρει από το ΚΚΕ, αλλά κυρίως και από τα υπόλοιπα κόμματα.
Ένα πρώτο ζήτημα έχει να κάνει με την ανάπτυξη. Όλοι μιλάμε για την ανάπτυξη και υποθέτω πως δεν υπάρχει άνθρωπος σε αυτήν την Αίθουσα, ο οποίος δεν θα ήθελε ανάπτυξη. Το θέμα, όμως, είναι ότι η ανάπτυξη δεν εντέλλεται. Δεν λέει κάποιος ένα πρωί, «λοιπόν, τώρα θα έχουμε ανάπτυξη». Η ανάπτυξη χρειάζεται μία σειρά από προϋποθέσεις.
Πρώτη προϋπόθεση, έχει να κάνει με την ατμομηχανή της ανάπτυξης. Για να έχεις ανάπτυξη, πρέπει να έχεις επενδύσεις. Και δεν αρκούν οι δημόσιες επενδύσεις -νομίζω ότι συμφωνούμε όλοι. Θέλει και ιδιωτικές επενδύσεις. Ιδιωτικές επενδύσεις σημαίνει χρηματοδότηση. Ποιος τις χρηματοδοτεί; Οι αγορές. Όσο οι αγορές είναι κλειστές, δεν μπορεί να υπάρξει χρηματοδότηση, δεν μπορεί να υπάρξουν επενδύσεις, δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη. Για να ανοίξουν οι αγορές, πρέπει να επανέλθει η εμπιστοσύνη στη χώρα. Για να επανέλθει η εμπιστοσύνη στη χώρα, πρέπει να βάλουμε τάξη στο σπίτι μας. Άρα, η μείωση των ελλειμμάτων που κάνουμε, είναι μία πολιτική που οδηγεί σε επενδύσεις και άρα, στην ανάπτυξη. Αυτό είναι το πρώτο στοιχείο που δεν πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ. Και μάλιστα, το πόσο σημαντικό είναι αυτό το στοιχείο, μπορεί κάποιος να το αντιπαραβάλει με την επεκτατική πολιτική που είχε για αρκετά χρόνια η Νέα Δημοκρατία, η οποία μας οδήγησε όχι σε υψηλότερους, αλλά σε χαμηλότερους αναπτυξιακούς ρυθμούς. Όλα είναι θέμα εμπιστοσύνης.
Δεύτερο στοιχείο για την ανάπτυξη είναι, βέβαια, ότι για να υπάρξει ανάπτυξη, πρέπει να απελευθερώσουμε το δυναμικό της ελληνικής οικονομίας. Και όλες οι μεγάλες αλλαγές που κάνουμε, από το πιο δίκαιο φορολογικό σύστημα, από τις αλλαγές που κάνουμε, ανοίγοντας τα κλειστά επαγγέλματα, τις αλλαγές που κάνουμε στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, τις αναδιαρθρώσεις των επιχειρήσεων, όλα αυτά συντελούν στο να δώσουν μία ώθηση και να δώσουν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Και το τρίτο στοιχείο είναι ότι πλέον αρχίζουμε και βλέπουμε ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Βλέπουμε ενδιαφέρον από ξένους για επενδύσεις, αρχίζουν να διαμορφώνονται προτάσεις και επενδυτικές πρωτοβουλίες και από κράτη και από ιδιώτες που δείχνουν ότι η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, αν συνεχίσει το δρόμο τον οποίο πήρε, θα έχει ένα πολύ μεγάλο αναπτυξιακό δυναμικό, το οποίο θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας και απασχόλησης.
Τώρα, ακούγοντας τις τοποθετήσεις, δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ ότι είναι προφανές ότι πλησιάζουμε στις εκλογές. Και όσο πλησιάζουμε στις εκλογές, θα ανέβουν οι τόνοι. Εγώ δεν θα ακολουθήσω. Δεν πρόκειται να ακολουθήσω σε ορισμένα από τα ζητήματα, τα οποία ετέθηκαν. Απλώς, θα επιχειρήσω να μείνω στην ουσία γύρω από ορισμένα ζητήματα που τέθηκαν.
Ένα από τα μεγάλα ζητήματα που τέθηκε, είναι το περίφημο θέμα της διαφθοράς. Τέθηκε από αρκετά κόμματα, τέθηκε από τη Νέα Δημοκρατία. Το μόνο που θα κάνω, είναι να σας διαβάσω κάτι. Θα σας διαβάσω μία λίστα, η οποία, ξεκινάει με χώρες όπως είναι η Νέα Ζηλανδία και η Δανία, συνεχίζει με χώρες, όπως η Βρετανία, η Αμερική, το Βέλγιο, το Κατάρ, παρακάτω Ισπανία, Πορτογαλία, Πόρτο Ρίκο, Μποτσουάνα, Ταιβάν, Μαυρίκιος, Κόστα Ρίκα, παρακάτω, Μάλτα, Μπαχρέιν, Ουγγαρία, Μπουτάν, Ιορδανία, Πολωνία, συνεχίζω, Τσεχία, Λιθουανία, Σεϋχέλλες, Νότια Αφρική, Μαλαισία, Ναμίμπια, Σλοβακία, Κούβα, Τουρκία, Σαουδική Αραβία, Τυνησία, Κροατία, Γεωργία, Κουβέιτ, Γκάνα, Μοντενέγκρο, Βουλγαρία, πρώην Δημοκρατία της Μακεδονίας, τα Σκόπια, και , η Ελλάδα! Κάπου εκεί ανάμεσα στα Σκόπια και στην Κολομβία. Αριθμός 71 στη διεθνή λίστα για τη διαφθορά το 2009. Το 2004 ήταν στη θέση 49. Είκοσι δύο θέσεις πιο πάνω. Μέσα σε έξι χρόνια έπεσε είκοσι δύο θέσεις. Το καταθέτω στα Πρακτικά, για όποιο κόμμα ενδιαφέρεται να μιλήσει πραγματικά για τη διαφθορά στην Ελλάδα.
Μένω, λοιπόν, τώρα στα ζητήματα που έχει θέσει η Νέα Δημοκρατία, όχι μόνο στη σημερινή συζήτηση, αλλά και ευρύτερα. Μια σειρά από πραγματικά, εξαιρετικά ενδιαφέροντα πράγματα που έχουμε ακούσει από την Αξιωματική Αντιπολίτευση, να θυμίσουμε, την παράταξη η οποία κυβέρνησε τη χώρα επί έξι χρόνια, μέχρι να την παραδώσει στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Το πρώτο και πιο ενδιαφέρον απ’ αυτά που ακούμε είναι τα περί μηδενισμού του ελλείμματος, μέχρι το τέλος του 2011, ενός ελλείμματος που ,βεβαίως, δεν είναι αυτό που είναι, αλλά είναι εκείνο το έλλειμμα –προσέξτε, θέλει λίγη προσοχή για να το παρακολουθήσουμε αυτό- που θα είχαμε, αν θα είχαμε μία άλλη κυβέρνηση τους τελευταίους δύο μήνες του 2009, ένα έλλειμμα που δεν είναι καν όσο το έλεγε η ίδια αυτή η παράταξη, δύο μήνες πριν αποχωρήσει από την κυβέρνηση. Γιατί τώρα δέχονται ότι τελικά δεν ήταν 6% και λένε ότι είναι 9,9%. Προσέξτε, πώς λέμε «αγοράζω κάποια προϊόντα 2,99;» Έτσι είναι και το έλλειμμα με τη Νέα Δημοκρατία. Είναι 9,9%. Αυτό, λοιπόν, το έλλειμμα μας λέει σήμερα η Νέα Δημοκρατία ότι θα μηδενιστεί. Πώς θα μηδενιστεί; Θα μηδενιστεί χωρίς μέτρα μείωσης των δαπανών και χωρίς μέτρα αύξησης των εσόδων. Για την ακρίβεια, με αύξηση των δαπανών και με μείωση των φόρων. Μάλιστα.
Εγώ να συμφωνήσω ότι υπό άλλες συνθήκες μία επεκτατική πολιτική θα μπορούσε να στηρίξει την ανάπτυξη. Υπό συνθήκες που μπορούσαμε να δανειστούμε στις αγορές. Αλλά, δυστυχώς, η Νέα Δημοκρατία το θυμήθηκε αυτό πάρα πολύ αργά. Γιατί κατάφερε τα τελευταία δύο χρόνια της διακυβέρνησής της το ακατόρθωτο. Να αυξάνονται οι δαπάνες, να μειώνονται τα έσοδα και να υποχωρεί η ανάπτυξη. Μία επεκτατική πολιτική που συρρικνώνει την οικονομία. Πραγματικά είναι πρωτότυπο.
Δυστυχώς, αυτά τα οποία ακούμε, αυτές οι ιστορίες τις οποίες ακούμε από την Αξιωματική Αντιπολίτευση, δεν είναι το χειρότερο. Το χειρότερο είναι ότι ψάχνουν να φορτώσουν τα ατοπήματα περίπου έξι ετών στους πρώτους μήνες διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ. Το χειρότερο είναι, όπως το είπε και ο Πρωθυπουργός, ότι οι εμπρηστές κατηγορούν τους πυροσβέστες, γιατί το σπίτι έπιασε φωτιά. Τι μας λένε; Μας λένε, «έκλεισαν οι αγορές». Για το ότι έκλεισαν οι αγορές δεν φταίει το έλλειμμα που ξεπέρασε τα 30 δισ. ευρώ, αλλά το ότι αποτυπώθηκε το έλλειμμα αυτό στον Προϋπολογισμό. Δεν φταίει το χρέος που ξεπέρασε τα 300 δισ. ευρώ και χρειαζόμαστε 50 με 60 δισ. κάθε χρόνο, για να το αναχρηματοδοτούμε, αλλά το ότι δεν τα δανειστήκαμε αυτά τα 50 - 60 δισ. όλα μαζί τον Ιανουάριο, με επιτόκιο 6% ή 7%, για να κλείσουν οι αγορές αμέσως, μία ώρα νωρίτερα, πριν ακόμα είναι έτοιμος ο μηχανισμός στήριξης για την Ελλάδα. Με άλλα λόγια, να ωθούσαμε τη χώρα στη χρεοκοπία τον Ιανουάριο. Αυτό μας λένε. Μας λένε, βέβαια, ότι δεν φταίνε και για το έλλειμμα, φταίει η κρίση. Για το έλλειμμα του 2007, φταίει η κρίση; Δεν είχαμε κρίση το 2007. Για το έλλειμμα του 2008, φταίει η κρίση; Και ποιος φταίει που, ενώ έλεγαν ότι το έλλειμμα είναι 3% με 4%, κατέληξε να είναι 14% και βάλε; Και ποιος φταίει που ένα έλλειμμα που, ήδη, είχε φθάσει τον Οκτώβριο σε διψήφιο νούμερο, το είπαν επισήμως στους Ευρωπαίους εταίρους ως 6%, δύο ημέρες πριν από τις εκλογές; Φυσικά, μας λένε ότι δεν φταίνε και για το χρέος, φταίνε οι τόκοι. Είναι ένα από τα αγαπημένα θέματα το ζήτημα αυτό. Να θυμίσουμε ότι χρέος, χωρίς τόκους, δεν υπάρχει και να θυμίσουμε ότι παρέλαβαν τις δαπάνες για τόκους στα ιστορικά χαμηλότερα επίπεδα, περίπου 9 δισ. ευρώ –κάτω από το 5% του ΑΕΠ- και τους παρέδωσαν στα 13 δισ. ευρώ. Να θυμίσουμε ότι για όλη την περίοδο της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, από το ’94 και πέρα, είχαμε πρωτογενή πλεονάσματα, μέχρι την περίοδο που ήρθε η Νέα Δημοκρατία στην εξουσία, όπου αρχίσαμε να έχουμε πρωτογενή ελλείμματα.
Η χώρα, λοιπόν, είχε χρέος 180 δισ. ευρώ. Το έφτασε η Νέα Δημοκρατία στα 300 δισ. Η χώρα είχε ανάπτυξη πάνω από 15% και κάθε χρόνο μειωνόταν επί Νέας Δημοκρατίας και τελικά έγινε ύφεση. Η χώρα –το είπα ήδη- έχασε 22 θέσεις στο δείκτη διαφθοράς, 30 και πλέον θέσεις στο δείκτη ανταγωνιστικότητας. Βρέθηκε με ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πάνω από το 14% του ΑΕΠ. Επί μήνες παλεύουμε να αποδείξουμε ότι οι Έλληνες ζουν σε μία χώρα που δεν είναι η χώρα των ψεύτικων στατιστικών, ότι δεν είναι η χώρα παράσιτο, όπως δυστυχώς πίστεψαν πολλοί στο εξωτερικό, αλλά μία Ελλάδα που προσπαθεί, που αναγνωρίζει τα προβλήματά της και τα λύνει. Δεν είναι η χώρα που δεν τηρεί τις δεσμεύσεις της, δεν είναι η χώρα που άλλα λέει στους εταίρους της και άλλα κάνει. Και δεν είναι η χώρα που κορόιδεψε για να μπει στην ΟΝΕ, γιατί αυτό εμείς δεν θα το αποδεχθούμε ποτέ.
Δυστυχώς, αυτή είναι η στάση που αντιμετωπίζαμε όλους αυτούς τους μήνες, αυτή ήταν η εικόνα που είχε δημιουργήσει η προηγούμενη Κυβέρνηση. Και είναι εξαιρετικά θετικό ότι αυτή η εικόνα αρχίζει και αλλάζει. Μετά από την πλήρη απαξίωση και την ανυποληψία σε οτιδήποτε φέρνει την ελληνική σφραγίδα, πλέον η διεθνής κοινότητα αρχίζει και αναγνωρίζει τις θυσίες των Ελλήνων πολιτών. Όχι αυτά που κάνει η ελληνική Κυβέρνηση, αλλά τις θυσίες των Ελλήνων πολιτών. Έχουμε καταφέρει να αυξάνονται οι φωνές και οι σύμμαχοι που λένε ότι η Ελλάδα θα τα βγάλει πέρα. Και αυτό δεν είναι επίτευγμα προσώπων, αλλά είναι επίτευγμα μιας ολόκληρης χώρας.
Θέλω να είμαι ξεκάθαρος. Η κατάσταση είναι ακόμη κρίσιμη και η επιλογή των περισσοτέρων στελεχών της αντιπολίτευσης δείχνει να είναι η άρνηση και η πόλωση. Εμείς δεν θα τους ακολουθήσουμε. Έχουμε δέσμευση και χρέος απέναντι στους πολίτες, από τους οποίους έχουμε ζητήσει θυσίες, να κάνουμε αυτό το οποίο λέμε, η «διάσωση της Ελλάδας», η «αλλαγή της Ελλάδας» να γίνει προοπτική και ανάπτυξη και να πετύχει και θα πετύχει.
Ευχαριστώ πολύ.