Η χώρα διανύει μια περίοδο
ιδιαιτέρως κρίσιμη. Αυτό που διακυβεύεται είναι η συμφωνία με τους δανειστές
για τη συνέχιση του προγράμματος προσαρμογής, αλλά και ο τρόπος της συνέχισης
του προγράμματος. Στόχος μας είναι μια πολιτική συμφωνία προς το μέλλον, που θα
δημιουργεί ένα πλαίσιο βιώσιμης λύσης από οικονομική και κοινωνική άποψη.
Ο εύκολος αντιπολιτευτικός λόγος
που εκμεταλλεύεται τις πιεστικές και
δύσκολες για τους πολίτες καταστάσεις για να αλιεύσει ψήφους, δεν ήταν ποτέ
χρήσιμος, αλλά πολύ περισσότερο σήμερα δεν είναι υπεύθυνος. Δεν θα περιπέσουμε
σε ένα τέτοιο λόγο.
Δεν μας αφορά η προοπτική να
διαδραματίσουμε έναν ανορθωτικό ρόλο μετά την καταστροφή. Θέλουμε να
συμβάλλουμε να μην υπάρξει η καταστροφή.
Εμείς θα επιμείνουμε στη μόνη
ρεαλιστική πολιτική γραμμή που αναγνωρίζει ότι η δανειακή σύμβαση αποτελεί ένα
δεσμευτικό πλαίσιο για τη χώρα και ταυτόχρονα παλεύει σοβαρά και συγκροτημένα
να το αλλάξει. Δεν θα υπονομεύσουμε την παραμονή της χώρας στο ευρώ με
ερασιτεχνισμούς και καλλιέργεια φρούδων ελπίδων, ότι δήθεν είναι δυνατή η άμεση
απαλλαγή από το μνημόνιο με την καταγγελία του και την στάση πληρωμών.
Είναι αβάσιμη η αντίληψη ότι
δήθεν όλα ήσαν προαποφασισμένα, ότι δεν γίνεται διαπραγμάτευση, αλλά ένα
«θέατρο» για τα μάτια του κόσμου.
Με τη συμμετοχή μας στην
κυβέρνηση καταβάλαμε τεράστιες προσπάθειες και πιστεύουμε ότι διαδραματίσαμε
εποικοδομητικό και σταθεροποιητικό ρόλο στο συνεργατικό κυβερνητικό σχήμα. Η
συμβολή μας δεν ήταν και δεν είναι ζήτημα αριθμητικό, αλλά βαθύτατα πολιτικό.
Συμφωνήσαμε να υπάρξει μια
διαδικασία αναδιαπραγμάτευσης, που αφενός θα υλοποιήσει το πρόγραμμα
προσαρμογής και αφετέρου θα το τροποποιήσει, σε συμφωνία με τους εταίρους, με
στόχο να γίνει :
·
οικονομικά
αποτελεσματικό , συνδεόμενο με την ανάπτυξη και
·
κοινωνικά βιώσιμο ,
με ορθολογικό επιμερισμό των βαρών, λήψη μέτρων ελάφρυνσης των βαρών και
ανακούφισης των κοινωνικά αδύναμων.
Αναγνωρίσαμε ότι η υλοποίηση της
προγραμματικής συμφωνίας συναρτάται με τις συνεχείς διαπραγματεύσεις με την
τρόικα και το γενικότερο δυναμικά εξελισσόμενο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής
αντιμετώπισης της κρίσης.
Δεν καλλιεργήσαμε αυταπάτες ότι η
δημοσιονομική εξυγίανση μπορεί να γίνει χωρίς αντιμετώπιση των παθογενειών
που χαρακτηρίζουν την οικονομική και πολιτική συγκρότηση της χώρας, χωρίς
υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Αναλάβαμε την ευθύνη για τη λήψη
δημοσιονομικών μέτρων, γνωρίζοντας ότι συναντούν , μεγάλες αντιδράσεις. Είχαμε
διατυπώσει και προεκλογικά τη διαφωνία μας για το χαρακτήρα μέτρων και ένα
πλαίσιο οικονομικής πολιτικής που δίνει την εντύπωση ότι οι θυσίες χάνονται στο
πιθάρι των Δαναΐδων. Μετά τη συγκρότηση της κυβέρνησης εργαζόμαστε συστηματικά
με την κατάθεση εναλλακτικών προτάσεων για να ενισχυθούν οι διαστάσεις της
εξυγίανσης και του εξορθολογισμού και να υπάρξει η μικρότερη δυνατή επιβάρυνση
σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα.
Θεωρήσαμε απαραίτητη την ενίσχυση
της διαπραγμάτευσης και σε πολιτικό επίπεδο με τους εταίρους για μια συμφωνία δημοσιονομικής
προσαρμογής, που να περιλαμβάνει τη χρονική επιμήκυνση, την ένταξη της ρήτρας
αντικατάστασης ιδιαιτέρως επαχθών μέτρων από όλα εκείνα τα οποία θα προκύπτουν
ως προϊόν εσόδων, την ενίσχυση της με αναπτυξιακές παρεμβάσεις για την
αντιμετώπιση της ύφεσης.
Επίσης τονίσαμε με προκαταβολική
σαφήνεια τη θέση μας για « .. ανακοπή της επίθεσης που γίνεται από την τρόικα
και μέρος των εργοδοτικών δυνάμεων για διάλυση των εργασιακών σχέσεων και
περαιτέρω υποβάθμιση των δικαιωμάτων…».
Κάποιοι επιχειρούν να πείσουν ότι
τα εργασιακά είναι ένα δευτερεύον ζήτημα.
Δεν είναι όμως αυτή η
πραγματικότητα. Τα εργασιακά θέματα αποτελούν τον οδικό χάρτη για την εικόνα
της χώρας μετά τη δημοσιονομική εξυγίανση. Η συγκεκριμένη εκδοχή εργασιακών
σχέσεων προωθεί ρυθμίσεις που διαμορφώνουν για τους εργαζόμενους ένα περιβάλλον
αποσαρθρωμένων δικαιωμάτων.
Η υποτίμηση που δείχνουν και
επιχειρούν κάποιοι για τα ζητήματα, όπως
το επίδομα γάμου, οι προσαυξήσεις από τις τριετίες και η διευθέτηση του χρόνου
εργασίας, δείχνουν ότι δεν κατανοούν τη
ζωή πολλών εργαζομένων που ζουν στα όρια ή κάτω από τα όρια της φτώχειας. Και
βεβαίως πρωτίστως αναδεικνύουμε το θέμα της επεκτασιμότητας των συμβάσεων γιατί
η κατάργηση τους θα απομειώσει περαιτέρω τους μισθούς και γενικότερα την αμοιβή
εργασίας.
·
Δεν μπορώ να δεχθώ την επί της
ουσίας κατάργηση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ως ένα
αναγκαίο επίπεδο ρύθμισης της αγοράς
εργασίας .
·
Δεν μπορώ να δεχθώ την πλήρη
αποδυνάμωση των κλαδικών συμβάσεων , αφού πολλές επιχειρήσεις θα διαγραφούν από
τους εργοδοτικούς φορείς για να ρυθμίζουν μόνες τους τις εργασιακές σχέσεις με
το προσωπικό τους .
·
Δεν μπορώ να δεχθώ πως με το
πέρας της ισχύος τους εργαζόμενοι επί σειρά ετών θα δουν τα ήδη μειωμένα
εισοδήματα τους να μειώνονται περαιτέρω.
·
Δεν μπορώ να δεχθώ πως οι νέοι
μας θα εργάζονται χωρίς να δικαιούνται μέρισμα από την ανάκαμψη.
Αυτές οι ρυθμίσεις, που δεν έχουν
σχέση με τη δημοσιονομική προσαρμογή και τις αναγκαίες διαρθρωτικές
μεταρρυθμίσεις, συγκροτούν - με την υποστήριξη τμήματος των εργοδοτικών
δυνάμεων της χώρας - μια επιχείρηση πολιτικής-ιδεολογικής επιβολής ενός
νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανταγωνιστικότητας και εργασιακών σχέσεων.
Τα δημοσιονομικά μέτρα,
αναμφισβήτητα, είναι βαριά. Έχουμε πει βεβαίως ότι οι πολιτικές δημοσιονομικής
εξυγίανσης πρέπει να τροποποιηθούν και έχουμε καταθέσει προτάσεις επί αυτού. Τα
μέτρα υπηρετούν την εκταμίευση των 31,5
δις ευρώ για την περαιτέρω πορεία της οικονομίας , σε σχέση και με την ανάπτυξη
που πρέπει να υπάρξει για την δημιουργία θέσεων εργασίας και για την προοπτική
εξόδου από την κρίση. Θέλουμε τις μεταρρυθμίσεις και τις αναδιαρθρώσεις στον
ευρύτερο δημόσιο τομέα, μη υπολογίζοντας
αντιστάσεις και αρνήσεις για την ύπαρξη της όποιας μεταρρύθμισης.
Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να
γίνουν. Δεν μπορεί η χώρα να μείνει καθηλωμένη.
Η δημοσιονομική εξυγίανση όμως
δεν πρόκειται να ωφεληθεί από την υποβάθμιση των εργασιακών δικαιωμάτων και τη
μείωση των μισθών. Το αντίθετο μάλιστα. Θα υπάρχει αρνητικό δημοσιονομικό
αποτύπωμα, αφού οι μειώσεις στους μισθούς και στις ασφαλιστικές εισφορές θα
μειώσουν περαιτέρω τις εισπράξεις των ταμείων αλλά και τα έσοδα από την
φορολογία.
Επιμένοντας εξ αρχής στα
εργασιακά δεν αναζητούσαμε το «αριστερό αντίβαρο» στο πακέτο των μέτρων για τα
δημοσιονομικά. Εκείνο που διεκδικούσαμε και διεκδικούμε είναι να μην
αποδυναμωθούν ακόμα περισσότερο τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Η αντιπαράθεση που διεξάγεται
γύρω από τα εργασιακά αφορά το ζήτημα αν η τρόικα, οι εταίροι και οι δανειστές
μας, αποδέχονται ότι σε ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής μπορούν να
υπάρξουν αλλαγές. Είναι γνωστό ότι το πρόγραμμα δεν θα έχει τα επιθυμητά
αποτελέσματα, όχι μόνο γιατί δεν προωθήθηκαν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, αλλά
και γιατί είχε αρκετά προβληματικά στοιχεία στη δομή του.
Οι δηλώσεις στελεχών του ΔΝΤ αλλά
και της ευρωπαϊκής τράπεζας που παραδέχονται ότι υποεκτιμούσαν τις επιπτώσεις
της λιτότητας στην οικονομική ανάπτυξη, και η παραδοχή ότι το χρέος θα γίνει
βιώσιμο μόνο μέσω ενός άλλου μίγματος πολιτικής, δείχνει ότι οι τροποποιήσεις
στο πρόγραμμα είναι μια αδήριτη ανάγκη. Η λογική συνέχεια αυτών των
διαπιστώσεων δεν μπορεί να είναι η κατηγορηματική άρνηση τροποποιήσεων του
προγράμματος. Αντίθετα η στάση της τρόικα και των ευρωπαίων πολιτικών ηγετών
στα εργασιακά δείχνει ότι αφενός επιδιώκεται να μην υπάρξει καμιά βασική αλλαγή
στο πρόγραμμα προσαρμογής και αφετέρου υποτιμάται πλήρως η ανάγκη να υπάρξει η
βασική κοινωνική συναίνεση στη δημοσιονομική εξυγίανση.
Εμείς πιστεύουμε πραγματικά ότι
το ζητούμενο δεν είναι να εμφανίσουμε την εικόνα του κράτους που
ευθυγραμμίζεται πλήρως με τις επιλογές της τρόικα. Το ζητούμενο είναι να
αποδείξουμε ότι είμαστε υπεύθυνη χώρα, με γνώση και ευθύνη για το πρόγραμμα
προσαρμογής, αλλά και την κοινωνική – πολιτική ισορροπία.
Η εξαίρεση των εργασιακών δεν θα
δημιουργούσε κρίση. Δεν θα έδειχνε ένα
κράτος που λέει «δεν πληρώνω» και αθετεί τις υποχρεώσεις του. Θα έδειχνε την
απαίτηση ενός κράτους που αναλαμβάνει να υλοποιήσει μία δέσμη μέτρων
και ταυτόχρονα δεν δέχεται να υποβαθμίσει περαιτέρω τη ζωή των πολιτών
και την προοπτική τους με την αποσάρθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων, με τρόπο
που σε αρκετά σημεία παραβιάζει το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Θα έδινε τη δυνατότητα
να υπάρχει διαπραγμάτευση στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο, μπροστά στους λαούς
της Ευρώπης. Και εκεί υπάρχουν πάρα πολλοί σύμμαχοι από όλο το πολιτικό φάσμα.
Τη στιγμή που η ίδια η Κομισιόν εκφράζει επιφυλάξεις και αντιρρήσεις για
αυτές τις ανατροπές και την συμβατότητά
τους με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη στιγμή που αποδεδειγμένα αυτές
δεν επηρεάζουν το δημοσιονομικό αποτέλεσμα, ούτε αποτελούν μεταρρυθμιστικό στόχο, εμείς, η Δημοκρατική
Αριστερά, δεν μπορούμε παρά να αποκρούσουμε αυτή την
επιχείρηση πολιτικής και ιδεολογικής επιβολής ενός νεοφιλελεύθερου μοντέλου
ανταγωνιστικότητας. Δεν μπορεί μόνος ο κόσμος της εργασίας να σηκώσει το βάρος
της προσαρμογής. Δεν μπορούμε να δεχθούμε πως προωθείται η αναταγωνιστικότητα
μέσω της αποσάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων,
τη στιγμή που όλες οι αναλύσεις αναφέρουν πως δεν είναι αυτές το εμπόδιο
της επιθυμητής ανάπτυξης.
Είχαμε καταστήσει σαφές , με
απόλυτη πολιτική ειλικρίνεια , ότι η ΔΗΜΑΡ θα καταψηφίσει τα εργασιακά μέτρα
και αυτό το ήξεραν όλοι. Η θέση μας παραμένει αμετακίνητη.
Επιλέξαμε ήδη - και δεν το
αναιρούμε - να υπάρξει κυβέρνηση, να μην δημιουργηθεί πολιτική αστάθεια, με
ό,τι αυτό συνεπάγεται για την κοινωνία και να υπηρετήσουμε την παραμονή της
χώρας στην ευρωζώνη και στο ευρώ και όχι την επιστροφή στην δραχμή. Αυτή μας η
επιλογή παραμένει. Και όποιος επιχειρεί να την συμψηφίσει με την σταθερή μας
θέση να υπερασπιζόμαστε τα εργασιακά δικαιώματα, κάνει τουλάχιστον λάθος.
Η σταθερή μας θέση για τα
εργασιακά μας υπαγορεύει να μην ψηφίσουμε το σχέδιο νόμου και να δηλώσουμε
«παρών» στην ψηφοφορία.