Μετά τις επιτυχίες που έχει σημειώσει το Πρακτορείο μας, από το 1980, και από το 2000 στο internet, συνεχίζουμε σταθερά, με νέα ρεκόρ δημοσιεύσεων και αναπαραγωγή των ρεπορτάζ μας στα ΜΜΕ στην Ελλάδα και στον κόσμο. www.vouli.net * Ανάρτηση των δελτίων τύπου σε 24ωρη βάση, καθώς και φωτογραφιών για την προβολή στα Μ.Μ.Ε. * Καταγράφουμε την πολιτική ιστορία του Ελληνισμού

12.10.11

Τετάρτη, 12 Οκτωβρίου 2011

Ομιλία Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης και Υπουργού Οικονομικών κ. Ευάγγελου Βενιζέλου στην κοινή συνεδρίαση της Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων και της Διαρκούς Επιτροπής Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης
 

Θέμα ημερήσιας διάταξης: Συνέχιση της επεξεργασίας και εξέτασης του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Οικονομικών «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, Ενιαίο Μισθολόγιο – Βαθμολόγιο, Εργασιακή Εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015». (2η συνεδρίαση)




Κυρίες και κύριοι βουλευτές, όπως είχε την ευκαιρία να πει χθές ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Ρέππας, το νομοσχέδιο που συζητείται προφανώς εξυπηρετεί πολύ συγκεκριμένους και επιτακτικούς δημοσιονομικούς στόχους, που συνδέονται με την επίτευξη όσο γίνεται πιο περιορισμένου δημοσιονομικού ελλείμματος του 2011 και με την επίτευξη, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, πρωτογενούς πλεονάσματος το 2012.

Έχω εξηγήσει πολλές φορές μιλώντας στην Επιτροπή, πόση μεγάλη σημασία έχει να είμαστε συνεπείς, αξιόπιστοι, να θωρακίζουμε τη χώρα απέναντι στη διαρκή αναπαραγωγή αρνητικών στερεοτύπων που προσβάλλουν και το έθνος μας και το λαό μας. Έχει, όμως, πάρα πολύ μεγάλη σημασία η εξυπηρέτηση των δημοσιονομικών αυτών στόχων και για λόγους εθνικής ασφάλειας. Η οικονομική και δημοσιονομική ασφάλεια της χώρας, στην πραγματικότητα συνδέεται με την γενικότερη ασφάλεια της χώρας, σε μια περίσταση πολύ μεγάλης αβεβαιότητας και νευρικότητας.

Βλέπουμε όλοι τι συμβαίνει διεθνώς, βλέπουμε όλοι τι συμβαίνει σε άλλες χώρες -όπως χθες, για παράδειγμα, την αρνητική έκβαση της ψηφοφορίας στη Σλοβακία- βλέπουμε πώς αντιδρούν οι πολύ μεγάλες χώρες που εκ των πραγμάτων ηγούνται της Ευρωζώνης. Μέσα σε αυτό το διεθνές περιβάλλον, η χώρα, η οποία είναι αυτή τη στιγμή αποδυναμωμένη, εξαρτάται από τη διεθνή βοήθεια και τον δανεισμό και πρέπει να εμφανίζει όσο γίνεται πιο καθαρό, πιο σαφές πρόσωπο. Πρέπει να στέλνουμε ένα μήνυμα ενωμένοι όλοι οι Έλληνες, πως ναι, έχουμε και τη βούληση και την εθνική ικανότητα να αποκαταστήσουμε τη δημοσιονομική ισορροπία, να αναδιαρθρώσουμε με τη χώρα, να την κάνουμε ανταγωνιστική, να κερδίσουμε το χαμένο έδαφος, να φέρουμε ξανά την Ελλάδα εκεί που της αξίζει, να την κάνουμε ένα πραγματικά ισότιμο μέλος της Ευρωζώνης, γιατί έχουμε όλα τα προσόντα, τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες.

Το νομοσχέδιο, όμως, δεν εξυπηρετεί μόνο αυτούς τους δημοσιονομικούς στόχους, οι οποίοι είναι πάρα πολύ σημαντικοί. Χωρίς το νομοσχέδιο -να είστε βέβαιοι- δεν μπορεί να καταρτιστεί και κυρίως, να εκτελεστεί ο προϋπολογισμός του 2012. Το νομοσχέδιο εξυπηρετεί και πάρα πολύ σημαντικούς διαρθρωτικούς στόχους. Επαναλαμβάνω ότι όσο πιο καλές επιδόσεις και όσο μεγαλύτερη συνέπεια έχουμε στην προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών, που είναι αναγκαίες προκειμένου να αυξηθούν οι ενδογενείς πόροι και να μπορέσει η χώρα να εμφανίσει υπέρ των πολιτών της μεγαλύτερο πλούτο, καλύτερα οικονομικά και αναπτυξιακά αποτελέσματα, όσο συνεπέστεροι, λοιπόν, είμαστε στην προώθηση των διαρθρωτικών στόχων, τόσο πιο επιεικής είναι και η διεθνής κρίση, συνολικά για την πορεία του προγράμματος, άρα και για την πορεία του δημοσιονομικού σκέλους του προγράμματος.

Οι αλλαγές, οι οποίες γίνονται με το νομοσχέδιο αυτό, αφορούν τον κορμό του κράτους. Το κράτος είναι το μεγάλο πρόβλημα και επειδή το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος έχει γεννηθεί ιστορικά πριν από την κοινωνία των πολιτών και πριν από τον λεγόμενο ιδιωτικό τομέα, για λόγους γενετικούς και ιστορικούς, η ιδιωτική οικονομία, η ίδια η κοινωνία, ακουμπά πάνω στο κράτος και εξαρτάται από το κράτος. Αυτό είναι ένα φαινόμενο, το οποίο διαχέεται σε όλους τους πόρους της κοινωνίας μας, σε όλους τους πόρους της αγοράς και της οικονομίας. Είναι κάτι περισσότερο από ένα διαρθρωτικό πρόβλημα. Είναι ένα γενετικό πρόβλημα που έχει το ελληνικό κράτος, η ελληνική οικονομία και η ελληνική κοινωνία.

Και επειδή στην ιστορία μας όλα διπλασιάζονται ως φαινόμενα, έχουμε μια οικονομία και μια παραοικονομία, έχουμε μια κοινωνία που λειτουργεί τυπικά και επίσημα και νόμιμα και μια κοινωνία, η οποία λειτουργεί άτυπα. Έχουμε ένα πολιτικό σύστημα που λειτουργεί θεσμικά και έχουμε μια εκτεταμένη παραπολιτική δραστηριότητα, η οποία κυριαρχεί ως νοοτροπία και ως πρακτική, πάνω στο θεσμικό σύστημα της χώρας.

Πρέπει τώρα να καταβάλουμε μια οργανωμένη, κολοσσιαία προσπάθεια να αποκτήσουμε ένα μόνο καθαρό πρόσωπο, αυτό που θα μας επιτρέψει τελικά να παρουσιάσουμε τα πλήρη μεγέθη, τα πραγματικά μεγέθη και του κράτους και της οικονομίας και της κοινωνίας. Αυτό δεν αφορά μόνο την φοροδιαφυγή και την παραοικονομία, δεν αφορά μόνον το πραγματικό μέγεθος του ΑΕΠ, δεν αφορά μόνον το πραγματικό μέγεθος των εισοδημάτων και άρα, της φορολογητέας ύλης. Αφορά κάτι πολύ περισσότερο. Αφορά την ίδια την εθνική και κοινωνική μας ταυτότητα.

Όλα, λοιπόν, ξεκινούν από το κράτος, άρα πρέπει η μεγάλη παρέμβαση να γίνει στη δημόσια διοίκηση και με την πρωτοβουλία του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, του κ. Ρέππα, του κ. Ρόβλια και του επιτελείου τους, με την βοήθεια και του Υπουργείου Οικονομικών, κάνουμε μια συστηματική και επώδυνη προσπάθεια, η οποία θα μπορούσε να γίνει υπό πολύ καλύτερες δημοσιονομικές συνθήκες, αλλά αμφιβάλλω αν θα υπήρχε η δεκτικότητα της κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος, να προχωρήσουμε υπό καλύτερες δημοσιονομικές και οικονομικές συνθήκες σε τόσο μεγάλες, αλλά απολύτως αναγκαίες τομές, σε σχέση με την συγκρότηση και την λειτουργία της δημόσιας διοίκησης.

Το νομοσχέδιο εξαγγέλλει μια συνολική διοικητική μεταρρύθμιση, μια συνολική από μηδενικής βάσης αξιολόγηση των υπηρεσιακών μονάδων, των οντοτήτων της γενικής κυβέρνησης, των νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όλων των δημοσίων υπαλλήλων και των εργαζομένων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Αυτό θα γίνει αξιοκρατικά, με διαφάνεια, υπό την εποπτεία του ΑΣΕΠ, με συλλογικά όργανα, τα οποία θα προβλεφθούν στον νόμο και στις κανονιστικές πράξεις, ώστε όλες οι διαδικασίες να είναι επιστημονικές, αντικειμενικές, απροσωπόληπτες, διαφανείς, δικαστικά ελέγξιμες, με την παρουσία των διεθνών μας εταίρων, με διεθνή τεχνική βοήθεια, με διεθνή τεχνογνωσία από τον ΟΟΣΑ, από το ΔΝΤ, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από χώρες-μέλη της ευρωζώνης που είναι πρόθυμες να βοηθήσουν.

Υπάρχουν χώρες στις οποίες έχουν εφαρμοστεί οι θεσμοί αυτοί. Η εργασιακή εφεδρεία για παράδειγμα, είναι κάτι που συμβαίνει συνήθως στο Βέλγιο, στον πιο ευαίσθητο χώρο της δημόσιας διοίκησης που είναι το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Συνεχής αξιολόγηση των εκπαιδευτικών λειτουργών, σε μια χώρα ίδιου πληθυσμιακού μεγέθους με την Ελλάδα, που γεννήθηκε ιστορικά την ίδια περίοδο με την Ελλάδα, στις αρχές του 19ου αιώνα. Θα μπορούσα να επικαλεστώ και πολλά άλλα συγκριτικά παραδείγματα.

Ποιος μπορεί να έχει αντίρρηση για την ανάγκη να δούμε ξανά το μέγεθος του κράτους, την σκοπιμότητα ύπαρξης νομικών προσώπων, υπηρεσιακών μονάδων, λειτουργιών; Ποιος δεν θέλει να ξανα-αξιολογήσουμε με σύγχρονες μεθόδους, με βάση τα διεθνή συγκριτικά δεδομένα και τις καλές πρακτικές, αυτό που λέγεται κράτος εν ευρεία εννοία και την κεντρική κυβέρνηση και την γενική κυβέρνηση;

Είμαι βέβαιος ότι όλοι οι Έλληνες συμφωνούν και επειδή πολύ συχνά επικαλούμαστε τις έρευνες της κοινής γνώμης, σ’ αυτό το σημείο υπάρχει συντριπτική αποδοχή από την κοινή γνώμη όποιου μέτρου κατατείνει στην εκλογίκευση του κράτους, σε ένα κράτος καλύτερο, μικρότερο, λειτουργικότερο, φθηνότερο, πιο φιλικό για τον πολίτη, πιο φιλικό για την ανάπτυξη και άρα, για τις επιχειρήσεις, τους εργαζομένους και τους ανέργους, οι οποίοι περιμένουν επενδυτικές πρωτοβουλίες για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.

Προκειμένου να γίνει αυτό, διαμορφώνουμε τώρα ένα πάρα πολύ σημαντικό προγεφύρωμα. Το προγεφύρωμα αυτό είναι το ενιαίο βαθμολόγιο και μισθολόγιο. Το ενιαίο βαθμολόγιο, πάνω στο οποίο έρχεται και προσαρτάται το ενιαίο μισθολόγιο. Το ενιαίο βαθμολόγιο δεν είναι απλά και μόνον μια ταξινόμηση των υπαλλήλων του Δημοσίου και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου με ενιαίους και καθαρούς όρους. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι ένα σύστημα διαρκούς αξιολόγησης, ένα σύστημα αύξησης της παραγωγικότητας, της αποδοτικότητας, της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης.

Ο κάθε δημόσιος υπάλληλος ξέρει με ποιες συνθήκες εισέρχεται στο σώμα των δημοσίων υπαλλήλων. Είναι κρατικός υπάλληλος, έχει την υποχρέωση να μετέχει σε μια οριζόντια κινητικότητα, ώστε οι υπάλληλοι να υπάρχουν εκεί όπου υπάρχουν οι ανάγκες. Σπάνε τα στεγανά και τα φέουδα της κάθετης αντίληψης περί δημόσιας διοίκησης ανά Υπουργείο και νομίζω ότι έτσι αποκτούμε ένα πολύ πιο σύγχρονο όργανο διοικητικής δράσης και διαχείρισης του δημόσιου τομέα.

Το βαθμολόγιο το παρουσίασε χθες ο κ. Ρέππας. Πάνω στο βαθμολόγιο έχουμε ένα μισθολόγιο, το οποίο εκλογικεύει την κατάσταση, αποκαθιστά αδικίες, καθιστά απολύτως διαφανείς τους κανόνες και απολύτως διαφανείς τις πρακτικές. Την μεγαλύτερη δυσκολία την έχουμε εμείς, στο Υπουργείο Οικονομικών, όπου πολύ υψηλά επιδόματα, οριζόντια επιδόματα, δημιουργούν μια καταφανή αίσθηση αδικίας σε σχέση με εργαζόμενους ίδιου αντικειμένου και ίδιων προσόντων σε άλλα Υπουργεία.

Δεν είναι δυνατόν ένας υπάλληλος, που απασχολείται σε βοηθητικές υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομικών -σε καθαρά βοηθητικές υπηρεσίες- να έχει μεγαλύτερες μηνιαίες αποδοχές από αυτές που έχει ένας λυκειάρχης ή από τις μηνιαίες αποδοχές που έχει ένας διευθυντής μιας μεγάλης περιφερειακής υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού, που διαχειρίζεται τον εθνικό μας πλούτο, την πολιτιστική μας κληρονομιά.

Αυτές είναι αδικίες, είναι μη λογικές καταστάσεις, που πρέπει τώρα να ισορροπήσουν με τον τρόπο που προβλέπει το νομοσχέδιο σε σχέση με το μισθολόγιο. Υπάρχουν προβλήματα στις μεταβατικές διατάξεις; Υπάρχουν προβλήματα στα κριτήρια και την διαδικασία ένταξης; Ναι, έχουν εντοπισθεί από την συζήτηση και φαντάζομαι ότι θα ακούσουμε και αργότερα στην ακρόαση των φορέων, διάφορα επιμέρους προβλήματα. Με καλή διάθεση, με καλοπιστία, με την αναγκαία ευελιξία, θα κάνουμε προσαρμογές, οι οποίες δεν ανεβάζουν το δημοσιονομικό κόστος, αλλά αποκαθιστούν το αίσθημα ότι μπορεί να έχουμε παραβλέψει κάτι, να έχουμε αδικήσει μια ειδική κατηγορία εργαζομένων.

Είναι δυνατόν να μην τιμήσουμε τους προσοντούχους υπαλλήλους, τους διδάκτορες, τους κατόχους μεταπτυχιακών διπλωμάτων, τους αποφοίτους της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης; Είναι δυνατόν να έχουμε αδικίες σε σχέση με τους υπηρετούντες και τους μελλοντικούς υπαλλήλους; Όχι, όπου εντοπίζονται τέτοια σημεία, αυτά τα σημεία θα διορθωθούν και το τελικό νομοθετικό προϊόν θα είναι αποτέλεσμα και της διαβούλευσης με τους φορείς και της συζήτησης στην Επιτροπή και στην Ολομέλεια.

Είμαστε ανοικτοί μέχρι την τελευταία στιγμή στην Ολομέλεια να αξιοποιήσουμε και να ενσωματώσουμε οποιαδήποτε καλή και τεκμηριωμένη πρόταση, η οποία ακούγεται εδώ είτε πρωτογενώς από τους Βουλευτές είτε επειδή υιοθετούν και μεταφέρουν μια κοινωνική άποψη που είναι σωστή, ορθή και τεκμηριώνεται. Πρόκειται για μια πολύ μεγάλη τομή. Αναμφίβολα, αυτό που κάνουμε έχει πολύ μεγάλο δημοσιονομικό όφελος, αλλά εδώ είμαστε αντιμέτωποι με δύο πολύ μεγάλες αντιφάσεις της κοινωνίας. Η κοινωνία πρέπει να αποφασίσει για να διευκολύνει και το πολιτικό σύστημα να πάρει μια απόφαση.

Όλοι είναι κατά της μονιμότητας, αλλά κανείς δεν θέλει επαναξιολόγηση. Όλοι θέλουν μειωμένο κράτος, αλλά κανείς δεν θέλει να μειωθεί το προσωπικό με εργασιακή εφεδρεία ή απολύσεις. Δεν γίνεται όμως και το ένα και το άλλο.

Πρέπει, λοιπόν, να πετύχουμε ένα αποτέλεσμα που είναι πανθομολογούμενα αναγκαίο με το μικρότερο δυνατό κόστος, με απόλυτη διαφάνεια και με διαδικασίες που είναι διεθνώς αποδεκτές, ελέγξιμες και διαφανείς. Θα πρέπει, όμως, να το κάνουμε αυτό. Πρέπει εμείς εδώ στη Βουλή ως εκπρόσωποι του ελληνικού λαού να αποφασίσουμε και δεν μπορεί να είμαστε αμφιρρέποντες, αμφίθυμοι, αβέβαιοι και τελικά να καθυστερούμε.

Έχουμε όλοι πολύ μεγάλη ευθύνη. Έχουμε την ευθύνη για την καθυστέρηση των 3,5 μηνών, που είμαι εγώ Υπουργός Οικονομικών και την αναλαμβάνω πλήρως. Έχουμε την ευθύνη για την καθυστέρηση των δύο ετών που την αναλαμβάνει η Κυβέρνησή μας. Υπάρχει η καθυστέρηση των προηγούμενων 6 ετών που έχει καταλογιστεί από τον ελληνικό λαό στις εκλογές. Υπάρχει η καθυστέρηση δεκαετιών που καταλογίζεται ιστορικά και την πληρώνει ο ‘Έλληνας πολίτης και οι μελλοντικές γενιές. Άρα, αυτή είναι η μεγάλη τομή της διοικητικής αναδιάρθρωσης, της συνολικής αξιολόγησης, του νέου βαθμολογίου και του νέου μισθολογίου.

Δίνουμε, όμως, και κίνητρα πάρα πολύ σημαντικά. Αυτά συνδέονται με την επίτευξη των στόχων του κράτους και, ιδίως, των δημοσιονομικών στόχων όχι μόνο για το Υπουργείο Οικονομικών, αλλά για κάθε υπηρεσία που συνδέεται με έσοδα του Δημοσίου, των ΟΤΑ, των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης και με τις αντίστοιχες υπηρεσίες ελέγχου των δαπανών, ώστε εκεί να έχουμε μετρήσιμο αποτέλεσμα, καθαρό, δηλαδή, δημοσιονομικό αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης.

Θα φέρουμε το οριστικό σχέδιο του Προϋπολογισμού που θα έχει ολοκληρωμένο Προϋπολογισμό της Γενικής Κυβέρνησης και όχι ερμηνευτικά συναγόμενο Προϋπολογισμό της Γενικής Κυβέρνησης, ώστε να διαρρέουν υπό τις γραμμές του Προϋπολογισμού της Κεντρικής Κυβέρνησης διάφορα κονδύλια, τα οποία ελέγχονται κατασταλτικά, αλλά τότε είναι πάρα πολύ αργά. Αυτή είναι, λοιπόν, η μεγάλη τομή.

Εδώ έρχεται το ζήτημα της εργασιακής εφεδρείας. Η εργασιακή εφεδρεία ηχεί πάρα πολύ σκληρή και είναι σκληρή. Παίρνεις ανθρώπους που έχουν ένα σχέδιο ζωής, είναι έτοιμοι να βγουν στη σύνταξη σε ένα ή δύο χρόνια, αυτή τη στιγμή είναι στην κορύφωση της εργασιακής τους καριέρας, πολλοί από αυτούς κατέχουν πολύ σημαντικές θέσεις στην πυραμίδα της δημόσιας διοίκησης και τους λες εσπευσμένα τώρα, ότι εντάσσονται σε ένα προσυνταξιοδοτικό καθεστώς, σε μια προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα με μειωμένες αποδοχές, για να διευκολύνουν το κράτος και την κοινωνία, να πετύχουμε στόχους και να ενισχύσουμε την αξιοπιστία. Δεν είναι τόσο το δημοσιονομικό αποτέλεσμα όσο είναι η ανάγκη να προσκομίσουμε τη απόδειξη ότι κάτι κινείται στη Δημόσια Διοίκηση, ότι κάτι αλλάζει διαρθρωτικά, ότι αλλάζουν οι όροι του παιχνιδιού.

Αυτή η κατηγορία υπαλλήλων τους οποίους απολύτως τιμάμε και τους οποίους έχουμε μέσα στην σκέψη μας, είναι αυτή που μπορεί να αντέξει, λόγω ηλικίας και σημείου διαδρομής, τον κραδασμό αυτό. Κανείς δεν θα μείνει ακάλυπτος γιατί είναι πλήρως διασφαλισμένη η σύνταξή τους, τα πλήρη συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα χωρίς να χάνουν ως προς το επίπεδο αναπλήρωσης λόγω της ένταξής τους στο καθεστώς προσυνταξιοδοτικής διαθεσιμότητας. Αυτό, όμως, είναι το μισό από τις 30.000. Το δεύτερο μισό είναι αυτό που θα προκύψει από την αναδιάρθρωση των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης και, βεβαίως, από την αξιολόγηση Υπηρεσιών και προσωπικού σύμφωνα με όσα είπα προηγουμένως και ανέπτυξε διεξοδικά χθες ο αρμόδιος Υπουργός κ. Ρέππας.

Στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Τρόικα θέσαμε και την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας. Θεώρησα ότι έχουμε υποχρέωση πολιτική και εθνική, εάν οι συνομιλητές μας, οι θεσμικοί μας εταίροι, αποδεχόντουσαν την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, να την αποδεχθούμε και να την υιοθετήσουμε και εμείς ως Κυβέρνηση. Επειδή μάλιστα δεν είχαμε εξουσιοδοτηθεί από τον κ. Σαμαρά εμείς να εκπροσωπήσουμε στη συζήτηση αυτή τις δικές του απόψεις, τους παρακάλεσα προσωπικά να τον επισκεφθούν μαζί με το επιτελείο του, ώστε να ακούσουν πρωτογενώς με αυθεντικό τρόπο την πρότασή του και να την αξιολογήσουν.

Ήξεραν, όμως, πάρα πολύ καλά ότι, εάν η πρόταση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης κρινόταν από τους θεσμικούς μας εταίρους, σοβαρή, συγκροτημένη, αποτελεσματική, δίκαιη, σύμφωνη με τις διεθνείς πρακτικές, η Κυβέρνηση εκ προοιμίου θα την είχε υιοθετήσει. Θα ήταν για μας μια ευκαιρία συναίνεσης, θα ήταν ευκαιρία να στείλουμε ένα πάρα πολύ πειστικό και θετικό μήνυμα εθνικής σοβαρότητας στο εξωτερικό, αλλά και στην ελληνική κοινωνία.

Εμείς μιλάμε για 30.000 σε εργασιακή εφεδρεία, εκ των οποίων οι 15.000 σε προσυνταξιοδοτικό καθεστώς. Η Νέα Δημοκρατία ξεκινάει από 100.000 σε εργασιακή εφεδρεία, καταλαμβάνει όλες τις ηλικίες, η εργασιακή εφεδρεία έχει μακρά διάρκεια και όχι περιορισμένη διάρκεια 12-24 μηνών και μπορεί να έχουμε εργαζόμενους ηλικίας 30-40 ετών σε μακρά εργασιακή εφεδρεία χωρίς καμία συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία. Λέτε εθελοντικά. Εθελοντικά, όμως, δεν φτάνει γιατί δεν θα βρεθούν 100.000 ή 200.000 εθελοντές για να υπαχθούν σε αυτό το καθεστώς. Εν πάση περιπτώσει, η πρόταση αυτή παρουσιάστηκε από την ίδια την Αξιωματική Αντιπολίτευση και μπορώ να σας πω ότι η αντίδραση της Τρόικας ήταν απολύτως και συμπαγώς αρνητική.

Αυτό που έχουμε διαμορφώσει μετά από πολύωρες, συνεχείς συζητήσεις στην αρμόδια διϋπουργική Επιτροπή έχοντας μελετήσει όλα τα στατιστικά δεδομένα της Δημόσιας Διοίκησης και όλα τα στοιχεία της απογραφής του πληθυσμού των δημοσίων υπαλλήλων και όλα τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του κράτους είναι ό,τι ηπιότερο, φιλικότερο και πρακτικότερο μπορούσε να γίνει .

Εξετάσαμε με πολύ μεγάλη ευαισθησία έχοντας στο μυαλό μας κάθε εργαζόμενο και την οικογένειά του πιθανά σενάρια και καταλήξαμε σε μια λύση που είναι η λιγότερη επώδυνη, η πιο δίκαιη, η πιο ισορροπημένη και η πιο εφικτή και πρακτική.

Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό το περιεχόμενο του νομοσχεδίου. Το νομοσχέδιο περιλαμβάνει τις φορολογικές διατάξεις που έχουμε σε σχέση με τα αφορολόγητα όρια και τις φορολογικές απαλλαγές.

Είπα και στον κοινοβουλευτικό τομέα εργασίας του ΠΑΣΟΚ ότι το αφορολόγητο όριο τοποθετείται στο μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο. Για το κατά κεφαλήν εισόδημα που έχει η χώρα μας το αφορολόγητο όριο δεν μπορούσε να είναι σε επίπεδο υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου και μάλιστα του μέσου όρου των 17 κρατών – μελών της Ευρωζώνης.

H προσαρμογή ορισμένων ειδικών αφορολογήτων έπρεπε να είναι ανάλογη. Αυτό αφορά την πιο ευαίσθητη κατηγορία που είναι οι τρίτεκνες και οι πολύτεκνες οικογένειες. Αυτοί είναι που υφίστανται πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον οποιοδήποτε φορολογικό βάρος και οποιοδήποτε εισοδηματικό περιορισμό.

Το δημογραφικό πρόβλημα, πρέπει να σας πω, δεν αντιμετωπίζεται τόσο με τη μεταχείριση των τριτέκνων και των πολυτέκνων, τους οποίους όλοι τιμάμε και σεβόμαστε, όσο με το κίνητρο για το δεύτερο παιδί. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα του έθνους. Το γεγονός, δηλαδή, ότι έχουμε πολλές οικογένειες με ένα παιδί και λίγες σχετικά οικογένειες με δύο παιδιά.

Όταν επιχειρούμε να επιλύσουμε θέματα κοινωνικής και δημογραφικής πολιτικής μέσω της φορολογίας οδηγούμαστε είτε σε αδικίες είτε σε αδιέξοδα, γιατί τα φορολογικά μέτρα είναι οριζόντια. Γιατί μια διαφορετική φορολογική μεταχείριση του τρίτεκνου ή του πολύτεκνου ανεξαρτήτως εισοδηματικού επιπέδου, κατ΄ αποτέλεσμα αδικεί αυτόν που είναι χαμηλόμισθος ή έχει μεσαία εισοδήματα.

Άρα, επεξεργαζόμαστε και θα είμαστε πολύ σύντομα σε θέση να παρουσιάσουμε, με ανεκτό δημοσιονομικό κόστος για τα δεδομένα μας, συγκεκριμένη λύση προνοιακής στήριξης των τρίτεκνων και πολυτέκνων, που αυτή τη στιγμή θίγονται, αλλά θίγονται πραγματικά, επειδή έχουν χαμηλά και μεσαία εισοδήματα από την νέα φορολογική ρύθμιση για το αφορολόγητο όριο και τα ειδικά αφορολόγητα. Αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία ως πρώτη πράξη διαχωρισμού των δύο πολιτικών, γιατί, εάν στο Εθνικό Φορολογικό Σύστημα που θα έρθει προς ψήφιση σε λίγες εβδομάδες, δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε αυτές τις πολιτικές από τις γενικές φορολογικές διατάξεις, θα εξακολουθούμε να ξοδεύουμε πάρα πολλά λεφτά για κοινωνική πολιτική, χωρίς να έχουμε αποτέλεσμα στη μείωση της απόλυτης και σχετικής φτώχειας.

Δεν έχουμε καλά στοχευμένες πολιτικές. Τα χρήματα διαχέονται, δεν πηγαίνουν στους καλά επιλεγμένους αποδέκτες τους και έτσι, έχουμε τη μικρότερη δυνατή επιρροή στην καταπολέμηση της απόλυτης και της σχετικής φτώχειας, ενώ ξοδεύουμε πάρα πολλά κονδύλια προς την κατεύθυνση αυτή, ενώ, θα μπορούσαμε, για παράδειγμα, με λιγότερο από μισό τοις εκατό του ΑΕΠ, να έχουμε οργανώσει το πλήρες σύστημα του εγγυημένου επίπεδου αξιοπρεπούς διαβίωσης για αυτούς που ζητούν βοήθεια και που έχουν ανάγκη, επί τη βάσει των πραγματικών συνθηκών της ζωής τους, από τη βοήθεια της Πολιτείας.

Έρχομαι τώρα σε ένα θέμα που έχει ενεργοποιήσει τις ευαισθησίες και τα αντανακλαστικά πάρα πολλών συναδέλφων και της Συμπολίτευσης και της Αντιπολίτευσης: Τι κάνουμε με τις εργασιακές σχέσεις και με την αγορά εργασίας, με τη συλλογική αυτονομία, στο πλαίσιο του άρθρου 22 του Συντάγματος; Θα μου επιτρέψετε να θυμίσω μερικά ζητήματα.

Ο κατώτερος μισθός στις χώρες της ΕΕ, καταρχάς, δεν είναι κατοχυρωμένος σε επίπεδο Κοινοτικού Δικαίου. Δυστυχώς, το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος δεν κατάφερε να κατοχυρώσει, με ευρωπαϊκή συλλογική σύμβαση η οποία να έχει κυρωθεί με Οδηγία, τον κατώτερο μισθό. Θυμάστε ότι υπάρχει ευρωπαϊκή συλλογική σύμβαση για τους συμβασιούχους ορισμένου χρόνου, που, από ένα σημείο και μετά, γίνονται αορίστου. Όμως, δεν υπάρχει ευρωπαϊκή Οδηγία και ευρωπαϊκή συλλογική σύμβαση για τον κατώτερο μισθό. Υπάρχουν χώρες όπου ο κατώτερος μισθός είναι νομοθετικά ρυθμισμένος, όπως η Γερμανία. Υπάρχουν χώρες, όπως η Γαλλία, όπου είναι κατοχυρωμένο το ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης, δηλαδή το ελάχιστο εισόδημα και υπάρχουν χώρες όπου υπάρχουν εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, όπως γίνεται στην Ελλάδα.

Η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα που υπάρχει διαχρονικά στη χώρα μας, σε σχέση με τις εργασιακές σχέσεις και το κοινωνικό κράτος. Βεβαίως, από το 2010, προβλέπουμε στη χώρα μας και κατώτερο μισθό του κατώτερου, το 80% του κατώτερου για την σύμβαση εμπειρίας και μαθητείας. Τώρα, αυτό που προβλέπει το Μνημόνιο είναι μια συζήτηση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων σε τριτοβάθμιο επίπεδο, δηλαδή μεταξύ των εταίρων της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, όχι για να θιγεί ο κατώτερος μισθός, αλλά για να συμφωνηθούν μέτρα τα οποία είναι αναγκαία για τη στήριξη της ανάπτυξης, για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και για την καταπολέμηση της ανεργίας.

Το μεγάλο ερώτημα είναι το εξής: Ποιος εκπροσωπεί τον άνεργο; Ποιος εκπροσωπεί τον νέο που σπουδάζει και που διεκδικεί μια θέση μέσα στην αγορά εργασίας, στη συλλογική αυτονομία, στη διαπραγμάτευση για την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Ποιος μιλάει εξ ονόματος των 800 και πλέον χιλιάδων ανέργων; Αυτό είναι που πρέπει να σκεφτούμε. Πρέπει, λοιπόν, εμείς, η Βουλή, η Πολιτεία, καθοδηγώντας τους κοινωνικούς εταίρους με σεβασμό στην αυτονομία τους, να λάβουμε υπόψη μας αυτό το μεγάλο πρόβλημα.

Έρχομαι τώρα στο δεύτερο θέμα. Τι συμβαίνει στην ελληνική έννομη τάξη τα τελευταία είκοσι χρόνια, για να μην πάω πιο πίσω, σε σχέση με την υπεροχή των επιμέρους κατηγοριών συλλογικών συμβάσεων; Θα μου επιτρέψετε να θυμίσω ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα από το 1990, από την περίοδο της κυβέρνησης Ζολώτα δηλαδή, της Οικουμενικής Κυβέρνησης, στο χώρο του Συλλογικού Εργατικού Δικαίου, υπάρχουν πέντε κατηγορίες συλλογικών συμβάσεων:

 Υπάρχει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
 Υπάρχουν κλαδικές συμβάσεις που αφορούν όλους τους εργαζόμενους μιας συγκεκριμένης κατηγορίας επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων σε τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό επίπεδο. Άρα, όταν μιλάμε για κλαδική σύμβαση, μπορεί άλλοτε να μιλάμε για τοπική, άλλοτε για περιφερειακή, άλλοτε για εθνικού επιπέδου.
 Τρίτον, υπάρχουν οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις.
 Τέταρτον, υπάρχουν οι ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις που δεν είναι κλαδικές. Όπως ξέρετε, ομοιοεπαγγελματική είναι μια σύμβαση που ρυθμίζει την αμοιβή των εργατοτεχνιτών σε μια κατηγορία επιχειρήσεων ή σε όλες τις κατηγορίες επιχειρήσεων ή των χειριστών φορτωτικών μηχανημάτων σε όλες τις κατηγορίες επιχειρήσεων.
 Τέλος, υπάρχουν και οι τοπικές ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις.

Αυτό που συμβαίνει πάντα από το 1990 έως σήμερα, είναι πως οι επιχειρησιακές συμβάσεις υπόκεινται στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, υπόκεινται στις κατά κυριολεξία κλαδικές, αλλά υπέρκεινται των ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων. Οι επιχειρησιακές συμβάσεις υπερισχύουν των ομοιοεπαγγελματικών. Στην ταξινόμηση των συλλογικών συμβάσεων γίνονται, πάρα πολύ συχνά, λάθη ως προς τον χαρακτηρισμό των συμβάσεων, ως ομοιοεπαγγελματικών ή κλαδικών, γιατί ο κόσμος δεν ξέρει και γιατί συνδικαλιστικά, οι ομοιοεπαγγελματικές συμβάσεις χαρακτηρίζονται ως κλαδικές. Δεν είναι όμως έτσι και δεν υπερισχύουν των επιχειρησιακών.

Το 2010, υπεγράφησαν, όλες και όλες, 34 συμβάσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ομοιοεπαγγελματικές ή κλαδικές. Από τις 34 αυτές συμβάσεις, οι 24 είναι ομοιοεπαγγελματικές. Άρα, δεν υπερισχύουν των επιχειρησιακών. Οι 5 είναι τοπικές κλαδικές και αφορούν ξενοδοχειακές μονάδες συγκεκριμένων Νομών, ιδίως την Κρήτη. Απομένουν μόνο 5 κατά κυριολεξία, εθνικές κλαδικές συμβάσεις: Των δημοτικών επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης, των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, των καπνοβιομηχανιών, των υπηρεσιών ασφάλειας και των ξένων αεροπορικών εταιρειών.

Το 2011, μέχρι στιγμής, έχουν υπογραφεί 33 συμβάσεις, από τις οποίες, οι 22 είναι ομοιοεπαγγελματικές και οι 9 θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι είναι κλαδικές. Από αυτές, έχουμε επανάληψη της σύμβασης για τις υπηρεσίες ασφάλειας και έχουμε τους εργαζόμενους στα βιβλιοδετεία, στα γραφεία μεσιτών ασφαλειών, στα πτηνοτροφία, στις εταιρείες διαχείρισης ποντοπόρων πλοίων, στις επιχειρήσεις πρακτόρευσης που είναι μέλη της Διεθνούς Ναυτιλιακής Ένωσης, στους εργαζόμενους σε επιχειρήσεις σφαγής ζώων και έχουμε και δύο πραγματικά μεγάλες κλαδικές συμβάσεις που είναι οι εμπορικές επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι Ιδιωτικού Δικαίου στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Στην πραγματικότητα, οι χώροι που έχουν, κατά κυριολεξία, κλαδικές συμβάσεις είναι τρεις: Οι εργαζόμενοι Ιδιωτικού Δικαίου στην τοπική αυτοδιοίκηση, οι ξενοδοχοϋπάλληλοι που είναι αμφίβολο εάν αυτή η σύμβαση είναι κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική γιατί ότι υπάρχει ο Κλάδος Εστίασης που δεν υπάγεται στη σύμβαση αυτή και οι εμπορικές επιχειρήσεις. Ακούσατε προηγουμένως ποιες είναι οι συμβάσεις του 2010.

Πού, λοιπόν, υπάρχει πρόβλημα με τις κλαδικές συμβάσεις; Υπάρχει εκεί όπου υπάρχει κρίση, εκεί όπου υπάρχει ανεργία, εκεί όπου υπάρχουν πολλές μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις με αδήλωτη εργασία, με συμβοηθούντα μέλη της οικογένειας, εκεί όπου είναι λίγες οι μεγάλες επιχειρήσεις του εμπορίου και πολλές οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Το πρόβλημα υφίσταται εκεί όπου ο εργαζόμενος ζει το πρόβλημα της επιχείρησης και το πρόβλημα του εργοδότη. Εάν το Α.Ε.Π. μας, βασίζεται στην κατανάλωση και εάν έχουμε μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος και αν έχουμε πρόβλημα κρίσης, φυσικά το έχουμε, σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, στον τομέα του εμπορίου.

Έρχεται, λοιπόν, η ρύθμιση του άρθρου 37 και λέει τα εξής πράγματα: Δεν θίγει σε τίποτα την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Σε τίποτα. Διευκολύνει τη σύναψη επιχειρησιακών συμβάσεων, γιατί όταν δεν υπάρχει σωματείο, επιτρέπει σε μια ένωση προσώπων, στην οποία μετέχει τουλάχιστον το ποσοστό των τριών πέμπτων των εργαζομένων μιας επιχείρησης, να συνάψει επιχειρησιακή σύμβαση.

Για τη διάρκεια εφαρμογής του προγράμματος στήριξης της οικονομίας μέχρι 31/12/2013, απαγορεύεται η επέκταση κρατικών συμβάσεων σε μη μέλη των συμβαλλομένων εταίρων με διοικητική πράξη. Δηλαδή, δεν μπορεί ο Υπουργός να επεκτείνει, ως διοικητικό όργανο, τη συλλογική σύμβαση. Αν θέλουν κάποιοι να προσχωρήσουν, μπορούν να προσχωρήσουν. Αν θέλουν να επαναδιαπραγματευτούν συμπληρωματικά, μπορούν να το κάνουν. Το κράτος κανονιστικά, ρυθμιστικά δεν μπορεί να το κάνει, αυτό λέει η ρύθμιση.

Τέλος, λέει ότι οι επιχειρησιακές συμβάσεις δεν κατισχύουν μόνο των πολλών ομοιοεπαγγελματικών, αλλά και των λίγων κλαδικών, που σας είπα ποιες είναι και τι περιεχόμενο. Αυτό είναι το περιεχόμενο του άρθρου 37 του νομοσχεδίου. Θέλω απλώς να αναφερθώ σε μίας σύμβαση, για την οποία υπάρχει μεγάλη συζήτηση για το τι είναι. Αυτή είναι η σύμβαση της ΟΤΟΕ, που λέει ο νόμος, πράγματι, το 1990, ότι είναι κλαδική χωρίς εργοδοτική οργάνωση. Ξέρετε ότι αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο πάντα δημιουργεί πολύ μεγάλη σύγκρουση.

Μιλάμε, όμως, για ένα χώρο στον οποίο αυτή τη στιγμή το κράτος έχει χορηγήσει εγγυήσεις, οι οποίες φτάνουν τα 120 δισ. ευρώ. Ένα χώρο στον οποίο το κράτος έχει αναλάβει υποχρέωση 120 δισ. ευρώ. Όταν λέμε κράτος εννοούμε τον Έλληνα φορολογούμενο των μελλοντικών γενεών. Νομίζω ότι το λιγότερο που έχουμε να κάνουμε είναι να σεβαστούμε αυτό το μελλοντικό Έλληνα φορολογούμενο και όλα όσα έχει επωμιστεί ως εγγυητικό κίνδυνο σε σχέση με το τραπεζικό σύστημα. Αυτή είναι η κατάσταση σε σχέση με το άρθρο 37.

Αυτά λέει το νομοσχέδιο, αυτά ισχύουν στην ελληνική έννομη τάξη, αυτά είναι τα αριθμητικά δεδομένα που έχουν οι υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας. Αυτό είναι το νομοσχέδιο και περί αυτού πρόκειται.

Αυτό το νομοσχέδιο θέλουμε να έχει ψηφιστεί μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής, προκειμένου να εμφανιστεί ο Πρωθυπουργός μπροστά στους ομολόγους του για να μπορέσει να επιχειρηματολογήσει στο ότι η Ελλάδα κάνει βήματα, ότι η Ελλάδα τηρεί τα συμφωνημένα, ότι είμαστε μία χώρα, η οποία μπορεί να μετάσχει σοβαρά στη συζήτηση για την βιωσιμότητα του χρέους της, την ελάφρυνση των υποχρεώσεων που έχει ο λαός της, για να μπορέσουμε να ορθοποδήσουμε και να πετύχουμε τους δημοσιονομικούς στόχους που εξυπηρετούν εμάς και τη δική μας εθνική ασφάλεια και ανεξαρτησία. Σταθμίστε τα δεδομένα, κρίνετε επί τη βάση αυτών.

Αυτό είναι το αποτέλεσμα των συζητήσεων και των διαπραγματεύσεων με την Τρόικα. Το άρθρο 37 έχει συμφωνηθεί μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις. Τα δημοσιονομικά στοιχεία έχουν ελεγχθεί και έχουν συμφωνηθεί. Υπάρχουν θέματα στα οποία, βεβαίως, μπορούμε να κάνουμε πολλές βελτιώσεις και θα εξαντλήσουμε το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας, ευελιξίας και καλοπροαίρετης διάθεσης διαλόγου που έχουμε, αλλά υπάρχουν και θέματα στα οποία η χώρα πρέπει να φανεί ενωμένη, συνεπής, υπεύθυνη και διορατική.

Εν πάση περιπτώσει, στο όνομα τίνος θα νομοθετήσουμε; Θα νομοθετήσουμε στο όνομα των πιο σίγουρων και διασφαλισμένων εργαζομένων του Δημοσίου, του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ορισμένων κλάδων που δεν θίγονται από την κρίση ή θα νομοθετήσουμε στο όνομα της νέας γενιάς, των ανέργων, οι οποίοι φοβούνται μήπως μείνουν μόνα και αβοήθητα θύματα της κρίσης. Έχουμε μία ουσιαστική και όχι συντεχνιακή ή συνδικαλιστική υποχρέωση κοινωνικών και εθνικής αλληλεγγύης. Η κοινωνική και εθνική αλληλεγγύη είναι έννοιες που υπερβαίνουν οποιαδήποτε επιμέρους συντεχνιακή ή συνδικαλιστική προσέγγιση. Αυτό σημαίνει γενικό συμφέρον και αυτό σημαίνει συνείδηση ευθύνης ενώπιον των συνθηκών στις οποίες βρισκόμαστε.
Μπορεί να μη συμφωνώ ούτε στο ελάχιστο με αυτά που λες,αλλά θα έδινα μέχρι και την τελευταία ρανίδα του αίματός μου για το δικαίωμά σου να συνεχίσεις να τα λες -ΒΟΛΤΑΙΡΟΣ