Αθήνα, 27 Μαΐου 2011
ΟΜΙΛΙΑ
ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ
ΣΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗ ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ
Συζήτηση και λήψη απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 44 του Κ.τ.Β. επί της προτάσεως του Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς, Αλέξη Τσίπρα, για τη σύσταση επιτροπής «για το εθνικό θέμα του δημόσιου χρέους».
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ακούγοντας τον Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδος του ΣΥΡΙΖΑ, τον κ. Τσίπρα, διέγνωσα μία κρίση υπευθυνότητας και θέλω να τον συγχαρώ γι’ αυτήν του τη στάση. Διότι πρώτη φορά ακούω τον κ. Τσίπρα να ανησυχεί για το μέλλον και την προοπτική του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και να μας εγκαλεί γιατί εμείς δεν κάνουμε τα πρέποντα.
Όμως, εάν κάτι μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου από την πρόσφατη στάση των στελεχών του κόμματός του, είναι ότι με τις δημόσιες τοποθετήσεις τους καλλιεργούν, εάν δεν δημιουργούν, ανησυχίες στο καταθετικό κοινό, με προτάσεις για στάση πληρωμών, για έξοδο από το ευρώ, αδιαφορώντας, όταν καταθέτουν αυτές τις προτάσεις, για το ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες και για το τραπεζικό σύστημα, αλλά και για την ίδια την χώρα και την πορεία της.
Η Κυβέρνηση, κύριε Τσίπρα δεν χαμογελά σε κανέναν. Στέκεται στο ύψος των ιστορικών της ευθυνών, όπως και ο καθένας από εμάς, όταν τοποθετείται δημόσια.
Πέρυσι το Μάιο, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όταν συζητούσαμε για τη δανειακή σύμβαση των 110 δισεκατομμυρίων, είχα χαρακτηρίσει ιστορικές τις στιγμές που ζούσαμε. Είχα πει ότι κάποια στιγμή ο καθένας από τους τριακόσιους που είναι μέσα στη Βουλή θα κληθεί να απαντήσει στο ερώτημα ποια στάση τήρησε και τι υποστήριξε σε αυτές τις κρίσιμες και καθοριστικές για τη μελλοντική πορεία της χώρας και των πολιτών. Κάθε ημέρα τους τελευταίους μήνες εκτιμώ ότι τα μέλη του Ελληνικού Κοινοβουλίου συνομιλούν με την ιστορία, γιατί το μέγεθος των προβλημάτων της χώρας είναι πρωτόγνωρο και η ορθή ή μη αντιμετώπισή τους θα καθορίσει πού θα βρεθεί η χώρα μας στο μέλλον. Θεωρώ ότι όλοι έχουμε συναίσθηση της σημερινής πραγματικότητας και με αυξημένη αίσθηση της ευθύνης που μας αντιστοιχεί, τοποθετούμαστε σε αυτήν την Αίθουσα.
Παρακολούθησα με προσοχή τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ και θέλω, πριν τοποθετηθώ, να πω ότι θεωρώ πάρα πολύ χρήσιμες τις συζητήσεις που αφορούν τα δημόσια οικονομικά της χώρας. Όχι από προσωπικό ενδιαφέρον, διότι είναι το αντικείμενο με το οποίο ασχολήθηκα στη ζωή μου, ως οικονομολόγος, αλλά γιατί παρέχουν την ευκαιρία για μία αξιολόγηση, για έναν απολογισμό. Τις θεωρώ χρήσιμες, γιατί μας επιτρέπουν να καταγράψουμε την τρέχουσα κατάσταση, αλλά και τις απόψεις που διατυπώνονται για το πώς θα αντιμετωπίσουμε τα προβλήματά μας και τι πρέπει να γίνει, για να ελέγξουμε την πορεία του χρέους, για να βάλουμε σε τάξη τα δημοσιονομικά. Όμως, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως κατατίθεται, δεν αποσκοπεί σ' αυτήν την υποχρέωση που έχουμε απέναντι σε όλους τους Έλληνες πολίτες. Να περιγράψουμε ή να καταγράψουμε δηλαδή τι συμβαίνει και να δούμε ο καθένας, με βάση τις δικές του αξιακές αφετηρίες, ποιες είναι οι προτάσεις που καταθέτει προς αξιολόγηση εδώ στην Αίθουσα και απέναντι σε όλους τους Έλληνες πολίτες και μετά να αξιολογήσουν οι Έλληνες πολίτες τι ακριβώς λέει καθένας από εμάς. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως αντιλαμβάνομαι από τις δημόσιες τοποθετήσεις των στελεχών του, έχει πάρει έναν άλλο δρόμο που λέει το εξής: «εμείς θεωρούμε πως αυτό το χρέος δεν είναι χρέος όλων των Ελλήνων πολιτών, αλλά κάποιων επιτήδειων, οι οποίοι υφάρπαξαν για ίδιον όφελος το προϊόν του δανεισμού». Άρα, αντί να καταθέσουν σ' αυτή την Αίθουσα προτάσεις για το πώς θα βάλουμε σε τάξη τα δημόσια οικονομικά, αντί να καταθέσουν προτάσεις για το πώς θα αντιμετωπίσουμε την κρίση χρέους με την οποία βρισκόμαστε αντιμέτωποι, κλείνουν το μάτι στους πολίτες και λένε «ελάτε να αναζητήσουμε ποιοι οφείλουν αυτό το χρέος και να στείλουμε σε αυτούς το λογαριασμό». Είναι η λογική του «τζαμπατζή». Όσο η χώρα δανειζόταν εύκολα και χρηματοδοτούσε τα ελλείμματά της, δεν άκουσα ποτέ κάποιον από τον ΣΥΡΙΖΑ ή από οποιονδήποτε άλλο χώρο να λέει: «Μα, καλά, είναι δυνατόν να συνεχίζουμε να έχουμε συνέχεια ελλείμματα;». Δεν διαμαρτυρόταν κανείς.
Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς, όχι μόνο από τον ΣΥΡΙΖΑ –διότι θέλω να κάνω αυτοκριτική- αλλά από το σύνολο του πολιτικού κόσμου και από τον πολιτικό χώρο από τον οποίον προέρχομαι, πώς είναι δυνατόν να μπορεί μία χώρα να σταθεί στα πόδια της, όταν από το 1974 μέχρι και σήμερα κάθε χρόνο καταγράφει έλλειμμα; Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς γιατί συμβαίνει αυτό, ποιες είναι εκείνες οι παθογένειες στον τρόπο λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, που οδηγούν κάθε χρόνο την εκτέλεση του Προϋπολογισμού να είναι ελλειμματική; Εν πάση περιπτώσει, σε συζητήσεις που γίνονται από το 1974 και μετά -και θα ήταν χρήσιμο να παρακολουθήσουμε τι διατυπώθηκε σ' αυτή την Αίθουσα στις συζητήσεις για το χρέος για περισσότερα από τριάντα χρόνια- έβαλε κανείς το ερώτημα για πόσο μπορεί να συνεχίζεται αυτό; Μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον; Δηλαδή, μπορεί επ’ άπειρον μια χώρα να έχει συνέχεια ελλείμματα και να προσφεύγει στις διεθνείς αγορές και να δανείζεται; Τελικά, τι σημαίνει αυτό για τον πολίτη της χώρας; Διότι, όταν δανείζεσαι, πρέπει δύο πράγματα να λαμβάνεις υπ’ όψιν. Πρώτον, ότι αυξάνονται οι πληρωμές των τόκων πάνω στο χρέος και δεύτερον, ότι κάποια στιγμή κινδυνεύεις να βρεθείς αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο η εξυπηρέτηση του χρέους ουσιαστικά να απορροφά όλο τον προϋπολογισμό μεγάλο δηλαδή μέρος από τον πλούτο που παράγει μία χώρα και επομένως, ως χώρα, να είσαι παγιδευμένη και καταδικασμένη να μη μπορείς να ασκήσεις καμία πολιτική. Έγινε αυτή η συζήτηση; Και το λέω αυτό, διότι υπάρχουν ορισμένα δεδομένα τα οποία δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς, τα οποία και θα καταθέσω. Είναι τα δεδομένα τα οποία δείχνουν την πορεία του δημόσιου χρέους τα τελευταία τριάντα χρόνια. Είναι ένας πίνακας που δείχνει τι ακριβώς συνέβαινε χρόνο με το χρόνο στο χρέος της γενικής κυβέρνησης. Εδώ υπάρχουν ορισμένα πράγματα που είναι πολύ χαρακτηριστικά. Κάθε χρόνο το χρέος της χώρας αυξάνεται. Εάν υπάρχει ένα διακριτικό στοιχείο, το οποίο μπορεί κανείς να λάβει υπ’ όψιν του παρακολουθώντας τα δεδομένα, είναι το εξής. Θέλω να είμαι δίκαιος στην αποτίμηση. Έχουμε τρεις χρονικές στιγμές που έχουν κάποια χαρακτηριστικά. Είναι η περίοδος 1990-1992 όπου κάθε χρόνο η αύξηση του χρέους παραμένει σταθερή, είναι η περίοδος 1995-2000 όπου η αύξηση του χρέους σε μία προσπάθεια η χώρα να μπει στην ΟΝΕ βαίνει μειούμενη και βέβαια, είναι η περίοδος από το 2003 μέχρι και το 2009 όπου ετησίως η αύξηση του χρέους επιταχύνεται. Αυτή είναι η ιστορική πραγματικότητα. Και βέβαια δεν είναι τυχαίο ότι μετά από μία τέτοια διαδρομή η χώρα εμφανίζεται να έχει το μεγαλύτερο χρέος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Λέω, λοιπόν: Τώρα που ήρθε η ώρα του λογαριασμού, τώρα που η χώρα δυσκολεύεται να αντλήσει κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές, τώρα που πραγματικά συνειδητοποιούμε όλοι τις αδιέξοδες επιλογές που έφεραν τη χώρα σε αυτό το σημείο, ιδιαίτερα την αδιαφορία που επέδειξε η τελευταία Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της χώρας, έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ και τι λέει; Λέει: «Ευχαριστώ, αυτόν το λογαριασμό δεν θέλω να τον πάρω». Την ίδια στιγμή ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν γίνεται δημόσια συζήτηση για την περιουσία του δημοσίου, υποστηρίζει ότι αυτή ανήκει σε όλους τους Έλληνες. Δηλαδή, τι κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ; Το μεν ενεργητικό της χώρας, λέει, ανήκει σε όλους μας, ενώ το παθητικό της χώρας, οι υποχρεώσεις της χώρας, αυτές ανήκουν σε κάποιους. Μα, αυτή είναι η λογική του «τσαμπατζή»! Η περιουσία ανήκει σε όλους και αν υπάρχει μία ιστορική ευθύνη, είναι η ευθύνη -και πρέπει να την αναζητήσουμε- γιατί επιτρέπαμε όλα αυτά τα χρόνια από το 1974 και μετά να μην γίνεται σωστή και υπεύθυνη αξιοποίηση όλης της δημόσιας περιουσίας, όλου του δημόσιου πλούτου, έτσι ώστε η χώρα να μη φτάσει σε αυτό το σημείο στο οποίο βρίσκεται σήμερα. Και βέβαια, δεν θέλω να αναφέρω αυτό το οποίο πολλές φορές κατατίθεται από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ –είναι το κερασάκι στην τούρτα- όπου πέρα από το γεγονός ότι δεν θέλουν να πληρώσουν μέρος του χρέους, έρχονται και μας λένε, ότι ταυτόχρονα θα πρέπει να επιλέξουμε ως λύση τη στάση πληρωμών και την έξοδο από τη ζώνη του ευρώ. Δεν τα λέω εγώ αυτά, κύριε Τσίπρα, αλλά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Συζήτηση ολόκληρη γύρω από το ζήτημα αυτό γίνεται μέσα από τις σελίδες της ΑΥΓΗΣ, από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία συμμετέχουν σε αυτήν τη συζήτηση και καταδικάζουν τις προτάσεις που γίνονται από άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ότι αυτή είναι η πορεία, την οποία πρέπει να ακολουθήσει η χώρα. Αυτά σε ανύποπτο χρόνο. Σας τα κατέθεσα ως στοιχεία σε μία συζήτηση, την οποία κάναμε εδώ σε αυτήν την Αίθουσα και ήσασταν παρών. Βέβαια σήμερα, πήγατε προς στιγμήν να αρνηθείτε ότι πίσω από την πρότασή σας είναι η λογική να μην πληρώσουμε το σύνολο του χρέους. Και ενώ προς στιγμή αναθάρρησα και είπα, «α, να μία στάση υπευθυνότητας από την πλευρά του κ. Τσίπρα», αμέσως αυτοαναιρεθήκατε, όταν είπατε ότι υπήρχε ένα δεκαετές ομόλογο, το οποίο εκδόθηκε από την Κυβέρνηση του κ. Σημίτη, προκειμένου να χρηματοδοτήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Κάνατε δηλαδή το βήμα, είπατε ότι «εμείς δεν είμαστε εδώ για να τεκμηριώσουμε ότι δεν πρέπει οι Έλληνες να πληρώσουν κάποιο κομμάτι από το χρέος» και αμέσως μετά εσείς ο ίδιος ανατρέψατε την επιχειρηματολογία σας και είπατε, «για παράδειγμα, τι θα έκαναν οι Έλληνες πολίτες, εάν ήξεραν ότι ένα μέρος απ’ αυτά τα ομόλογα που εκδόθηκαν πριν από μία δεκαετία χρησιμοποιήθηκε –το προϊόν του δανεισμού- για να χρηματοδοτήσει την υλοποίηση των έργων που σχετίζονται με τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων;» Αυτή, όμως, είναι μια κοινοβουλευτική συζήτηση. Και εμείς πρέπει να αναρωτηθούμε ότι πέρα από τις πολιτικές σκοπιμότητες που εξυπηρετεί η πρόταση, την οποία κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ και που ενδεχομένως αποσκοπεί στο να καταδείξει στους Έλληνες πολίτες, ότι υπάρχουν και άλλες λύσεις, υπάρχουν κι άλλες εναλλακτικές προτάσεις για να αντιμετωπίσουμε το αδιέξοδο, πρέπει να δούμε και από κοινοβουλευτική σκοπιά τι ακριβώς μας λέει ο ΣΥΡΙΖΑ. Κατά τη δική μου την άποψη, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ συνιστά υποβάθμιση των διαδικασιών που προβλέπει το Σύνταγμα, αλλά και ο Κανονισμός της Βουλής, σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση στην εκτέλεση του Προϋπολογισμού, αλλά και στην υλοποίηση του δανειακού προγράμματος, όπως αυτός κατατίθεται. Διότι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ο δανεισμός του ελληνικού δημοσίου, οι χρηματοδοτικές ανάγκες του κρατικού προϋπολογισμού κάθε έτους αναγράφονται σε πίνακα της εισηγητικής έκθεσης, η οποία κατατίθεται με τον Κρατικό Προϋπολογισμό και ψηφίζεται κάθε Δεκέμβριο. Για παράδειγμα, εάν ένας πολίτης έχει πραγματικά ενδιαφέρον να δει τι ακριβώς προτίθεται να κάνει η χώρα το 2011, μπορεί να ανατρέξει στην εισηγητική έκθεση -την οποία συζητήσαμε εδώ σε αυτήν τη Βουλή το Δεκέμβριο του 2010- και να δει στη σελίδα 74, σε ένα συγκεκριμένο πίνακα και να πει ότι οι δανειακές ανάγκες της χώρας θα διαμορφωθούν από το έλλειμμα του Κρατικού Προϋπολογισμού, από τα χρεολύσια τα οποία πρέπει να πληρώσουμε, από τη χρηματοδότηση των χρεών του δημοσίου και βέβαια, από διάφορες προβλέψεις που γίνονται για την εξόφληση του βραχυπρόθεσμου χρέους. Είναι τίποτα μυστικό, είναι τίποτα κρυφό; Υπάρχουν ή δεν υπάρχουν μέσα στην Εισηγητική Έκθεση; Βεβαίως και υπάρχουν. Και όταν ερχόμαστε μετά να κάνουμε έναν απολογισμό σε ό,τι αφορά στο χρέος το οποίο παραλάβαμε στο τέλος μιας χρονιάς, σε σύγκριση με το χρέος στο τέλος της επόμενης χρονιάς, αυτό το οποίο προκύπτει είναι η μεταβολή στο χρέος, θέμα το οποίο συζητείται εντός της Βουλής, κατά τη συγκεκριμένη κοινοβουλευτική διαδικασία, όταν κάνουμε τη συζήτηση για την έγκριση του Απολογισμού και του Ισολογισμού. Εκεί πλέον το Σώμα ενημερώνεται και πληροφορείται για το τι ακριβώς συνέβη σε ό,τι αφορά την εκτέλεση του Προϋπολογισμού την προηγούμενη χρονιά, ποιες ήταν οι δανειακές πράξεις στις οποίες έχει προβεί η χώρα και επομένως, δίνεται έγκριση για τα πεπραγμένα. Δεν συμμετέχει ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτήν τη διαδικασία; Βεβαίως και συμμετέχει. Γιατί, λοιπόν, έρχεται σήμερα και λέει, «εδώ υπάρχουν κάποια μυστικά, τα οποία δεν τα ξέρουν οι Έλληνες πολίτες»; Γιατί υποκύπτει στον πειρασμό της συνομωσιολογίας, λέγοντας ότι «συνθήκες αδιαφάνειας διέπουν τον τρόπο δανεισμού της χώρας».
Ο τρόπος δανεισμού της χώρας είναι πολύ συγκεκριμένος, κύριες και κύριοι συνάδελφοι. Μέχρι και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ ο εξωτερικός δανεισμός του δημοσίου -και εάν θέλετε μπορώ κάλλιστα να σας καταθέσω όλο το σχετικό υλικό- γινόταν από τη Διεύθυνση Διεθνών Σχέσεων της Τράπεζας της Ελλάδος στο όνομα και για λογαριασμό βέβαια πάντοτε του δημοσίου, το οποίο εισέπραττε το προϊόν κάθε δανείου και εξοφλούσε το κεφάλαιο και τους τόκους. Αυτή ήταν η πραγματικότητα για όσο διάστημα η χώρα ήταν έξω από την ΟΝΕ. Ο εσωτερικός δανεισμός του δημοσίου γινόταν σε δραχμές και πάντοτε από τη Διεύθυνση Δημοσίου Χρέους του Γενικού Λογιστηρίου. Μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ ορίστηκε ότι το δημόσιο μπορεί να δανείζεται ελεύθερα, είτε από το εσωτερικό, είτε από το εξωτερικό σε αλλοδαπό νόμισμα ή και σε δραχμές και ότι ο Υπουργός Οικονομικών συνάπτει τα παραπάνω δάνεια και διαχειρίζεται το εσωτερικό και εξωτερικό χρέος για λογαριασμό του δημοσίου. Σε εκτέλεση αυτών των προβλέψεων, εξουσιοδοτήθηκε από τον Υπουργό των Οικονομικών η Διεύθυνση Διεθνών Σχέσεων της Τράπεζας της Ελλάδος να αναζητεί στις διεθνείς χρηματαγορές δάνεια σε ξένο νόμισμα και να προβαίνει στις απαιτούμενες ενέργειες. Μετά προχωρήσαμε στη δημιουργία του ΟΔΔΗΧ, ο οποίος ανέλαβε να πραγματοποιεί το δανεισμό αυτό για λογαριασμό του δημοσίου. Στην αρχή, λοιπόν -και εδώ είναι το θέμα της διαφάνειας, το οποίο θέτω- κάθε χρόνου καταρτίζεται από τον ΟΔΔΗΧ το ετήσιο πρόγραμμα δανεισμού και διαχείρισης του δημοσίου χρέους, το οποίο για ευνόητους λόγους δεν ανακοινώνεται, όπως σε όλες τις χώρες. Το πρόγραμμα αυτό αντιστοιχεί στην πρόβλεψη για τις δανειακές ανάγκες του δημοσίου και τις εν γένει οικονομικές συνθήκες στις χρηματαγορές. Με βάση το πρόγραμμα αυτό καταρτίζονται τριμηνιαία ή μηνιαία προγράμματα, τα οποία και ανακοινώνονται. Στα προγράμματα αυτά μπορεί να αναφέρεται η συγκεκριμένη ημερομηνία που το δημόσιο θα βγει στις αγορές για να συνάψει δάνεια. Μετά τη σύναψη ή έκδοση δανείου ή σύναψη άλλης πράξης διαχείρισης του χρέους, γίνεται ευρεία ανακοίνωση στον Τύπο, ως προς το ποσό και τους όρους του δανείου. Γιατί, λοιπόν, έρχεστε σήμερα και μας λέτε ότι «δεν ξέρουμε πώς δανείζεται το ελληνικό δημόσιο και από ποιους δανείζεται;» Ο ΟΔΔΗΧ στο κάτω-κάτω υπάγεται στο δημόσιο λογιστικό και ελέγχεται, όπως όλα τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, κατά τις οικείες διατάξεις του Συντάγματος και τις κείμενες, περί Ελεγκτικού Συνεδρίου, διατάξεις. Είπατε προηγουμένως να δούμε πού πήγαν τα χρήματα. Μα, τα χρηματικά ποσά των δανείων και όλων των πράξεων που συνάπτει ο ΟΔΔΗΧ περιέρχονται στο σύνολό τους στο λογαριασμό «200» του δημοσίου στην Τράπεζα της Ελλάδος. Δεν υπάρχει αντιστοίχιση ανάμεσα στα ποσά, τα οποία δανείζεται και στην εξυπηρέτηση κάποιας συγκεκριμένης σκοπιμότητας. Τα χρήματα αυτά τα οποία δανειζόμαστε μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να πληρώσουμε συντάξεις, είτε για να πληρώσουμε μισθούς, είτε για να τα χρησιμοποιήσουμε για να χρηματοδοτήσουμε την κατασκευή ενός σχολείου, είτε για να τα χρησιμοποιήσουμε για να χρηματοδοτήσουμε την κατασκευή κάποιου νοσοκομείου. Δεν υπάρχει στην Ελλάδα, με εξαίρεση τα στρατιωτικά δάνεια που είναι δάνεια ειδικού σκοπού και εκεί υπάρχει αντιστοίχιση ανάμεσα στο προϊόν του δανείου και στην εξυπηρέτηση κάποιας υποχρέωσης που έχει το ελληνικό δημόσιο, αντιστοίχιση ανάμεσα στο προϊόν του δανεισμού και σε συγκεκριμένη εξυπηρέτηση μιας οφειλής που έχει το ελληνικό δημόσιο, για να έρχεστε εδώ να εγκαλείτε τη Βουλή και να λέτε, ελάτε να δούμε πού πήγαν τα χρήματα αυτά. Τέλος, σε ό,τι αφορά τις συνθήκες της διαφάνειας και λογοδοσίας, με το άρθρο 38 του ν. 3871/2010 καθιερώθηκε η υποχρέωση του ΟΔΔΗΧ να υποβάλει στο τέλος κάθε χρόνου απολογιστική έκθεση, την οποία καταθέτει ο Υπουργός των Οικονομικών στη Βουλή. Πέρα, όμως, απ’ αυτό, ακριβώς επειδή πιστεύουμε στη διαφάνεια, ακριβώς επειδή πιστεύουμε στη λογοδοσία, τι κάναμε; Προτείναμε στην Επιτροπή Ισολογισμού-Απολογισμού και βεβαία ο Πρόεδρος της Επιτροπής ο συνάδελφος κ. Κουτμερίδης επικοινώνησε με τον Πρόεδρο της Βουλής και συμφωνήθηκε κάθε τρεις μήνες -με το που θα καταθέτει ο ΟΔΔΗΧ την πορεία των πεπραγμένων του- να πραγματοποιείται συζήτηση ανεξάρτητη για την πορεία του δημόσιου χρέους. Με αυτόν τον τρόπο θα δίνεται η δυνατότητα για πρώτη φορά στην ιστορία του Ελληνικού Κοινοβουλίου κάθε τρεις μήνες στους τριακόσιους της Βουλής να συμμετέχουν και να ενημερώνονται, σε συζήτηση που θα γίνεται, από τον υπεύθυνο Υφυπουργό των Οικονομικών για την πορεία του δημόσιου χρέους. Αντί, λοιπόν, να λάβετε υπ' όψιν ποιες είναι οι θεσμικές πρωτοβουλίες τις οποίες ανέλαβε αυτή η Κυβέρνηση για να ενισχύσει τη διαφάνεια, για να ενισχύσει τη λογοδοσία, έρχεστε εδώ και καταθέτετε την εμπειρία χωρών της Λατινικής Αμερικής, όπου δικτάτορες προέβαιναν σε δανεισμούς, έπαιρναν το προϊόν του δανεισμού, πήγαιναν και το κατέθεταν σε τράπεζες της Ελβετίας. Δικαίως οι νόμιμα και δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις αμέσως μετά αναζήτησαν ευθύνες απ’ όλους αυτούς που δάνειζαν αυτούς τους δικτάτορες, οι οποίοι δεν χρησιμοποίησαν τα χρήματα αυτά για να εξυπηρετήσουν ανάγκες των χωρών τους, αλλά τα χρησιμοποίησαν προκειμένου να εξυπηρετήσουν τις δικές τους σκοπιμότητες. Και θέλετε να μεταφέρετε την εμπειρία αυτή εδώ στην Ελλάδα, ταυτίζοντας την ιστορική εμπειρία των χωρών της Λατινικής Αμερικής με την Ελλάδα;
Θέλω να δώσω, όμως, και μια απάντηση στον Εισηγητή της Νέας Δημοκρατίας, ο οποίος στην τοποθέτησή του περιέγραψε ένα ακραίο υποθετικό σενάριο, τι θα συνέβαινε σε περίπτωση που το Σύνταγμα της χώρας δεν είχε μια συγκεκριμένη πρόβλεψη για το πώς εκλέγεται ο Πρόεδρος της Βουλής από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Αυτό που προσπάθησε προφανώς να αποδείξει είναι ότι η Νέα Δημοκρατία μέχρι και το 2009 έκανε σωστά όλα όσα όφειλε να κάνει προκειμένου να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της χώρας και ότι η θέση τους για τα οικονομικά της χώρας ήταν πολύ υπεύθυνη. Όμως, τον διαψεύδουν… Θέλω να του θυμίσω, όμως, τι ακριβώς λένε όσοι είχαν την ευθύνη για τα οικονομικά της χώρας, οι οποίοι τελευταία άρχισαν να τοποθετούνται. Τι μας έχουν πει; Ότι έγκαιρα είχαν ενημερώσει τον τότε Πρωθυπουργό της χώρας –και όταν λέμε έγκαιρα, δεν αναφερόμαστε στο 2009, αναφερόμαστε στο 2007, την επομένη των εκλογών- ότι η χώρα βρισκόταν αντιμέτωπη με τεράστια προβλήματα. Και ποια, λέει, ήταν η απάντηση του τότε Πρωθυπουργού; Ήταν: «Άστα αυτά στην άκρη. Δεν είναι τώρα η κατάλληλη στιγμή να συζητήσουμε». Επομένως, δεν χρειάζεται ο Εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας να μας λέει, ότι εάν το 2009 δεν είχαν γίνει εκλογές, θα ήμασταν σε αυτήν εδώ την Αίθουσα, η Νέα Δημοκρατία θα επέμενε να μείνουμε σε μια πολιτική παγώματος μισθών και συντάξεων και η Αξιωματική Αντιπολίτευση, η υποτιθέμενη, το ΠΑ.ΣΟ.Κ. θα καταδίκαζε τη Νέα Δημοκρατία γι’ αυτήν την αντιλαϊκή της στάση. Διότι η ευθύνη της Νέας Δημοκρατίας ήταν να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να μην φτάσει η χώρα στο σημείο αυτό από το 2007. Εάν το είχε κάνει αυτό, ειλικρινά σας λέω ότι πιθανότατα η χώρα θα είχε καταφέρει να ξεφύγει εντελώς από τα προβλήματα με τα οποία είμαστε αντιμέτωποι. Και το γεγονός ότι δεν έχουν συναίσθηση των ιστορικών ευθυνών, προκύπτει και από το γεγονός ότι σε αυτήν την τόσο κρίσιμη στιγμή για τη χώρα, όταν εμείς καλούμε τα κόμματα να συμμετέχουν σε ένα διάλογο για το μεσοπρόθεσμο, που είναι το εργαλείο το οποίο θεωρούμε ότι μπορεί να βοηθήσει τη χώρα να ξεφύγει από αυτήν την κρίση, έρχεται και λέει η Νέα Δημοκρατία «δεν προσέρχομαι σε αυτόν τον διάλογο διότι οι αποφάσεις έχουν ληφθεί. Θα πάω μόνη μου στο ΖΑΠΠΕΙΟ και θα καταθέσω εκεί τις προτάσεις όπου δεν υπάρχει αντίλογος, δεν υπάρχει αξιολόγηση». Τι προκύπτει όμως από αυτές τις προτάσεις; Προκύπτει ότι εάν κατά λάθος τις υιοθετούσαμε στο σύνολό τους έτσι όπως είναι, το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας θα επέστρεφε στα 36.000.000.000, εκεί δηλαδή που το παρέδωσε η Νέα Δημοκρατία το 2009.
Τώρα ως προς την ουσία του ζητήματος και της πρότασης εμείς δεν φοβόμαστε καμία συζήτηση. Γι’ αυτό και η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑ.ΣΟ.Κ. έχει καταθέσει επιστολή προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων με την οποία ζητεί να γίνει μια συζήτηση στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας για όλα τα ζητήματα, έτσι ώστε πραγματικά οι Έλληνες πολίτες να έχουν μια ξεκάθαρη εικόνα για το πώς φτάσαμε εδώ, για το πώς υπογράφτηκαν οι δανειακές συμβάσεις και για όλα τα ζητήματα τα οποία πραγματικά πρέπει να έχει υπεύθυνη ενημέρωση. Για να μπορεί να ξέρει σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή ο ελληνικός λαός ποια στάση τήρησαν τα κόμματα, τι υποστήριξε ο καθένας από εμάς και πώς ακριβώς αισθάνεται την ευθύνη που έχει απέναντι στους Έλληνες πολίτες.
Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε.