ΑΘΗΝΑ, 18 Μαΐου 2011
ΟΜΙΛΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ, κ. Γ.Ν. ΡΑΓΚΟΥΣΗ, ΣΤΗΝ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Νομίζω, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, ότι μετά την εμπεριστατωμένη και αναλυτική παρουσίαση του νομοσχεδίου από τον Εισηγητή μας, καθώς και με βάση τις πολλές τοποθετήσεις που έγιναν από τους συναδέλφους και της Συμπολίτευσης και της Αντιπολίτευσης, δύο είναι τα θεμελιώδη ερωτήματα, τα οποία εάν απαντήσουμε θα έχουμε πετύχει έναν βασικό μας σκοπό, να συμβάλουμε σε αυτή τη συζήτηση όσο το δυνατόν περισσότερο.
Το πρώτο ερώτημα είναι το γνωστό και αρκετά συνηθισμένο: Γιατί εισηγούμαστε αυτό το νομοσχέδιο; Ποια προβλήματα πάμε να λύσουμε; Από ποια κατάσταση της δημόσιας διοίκησης και του κράτους θέλουμε να φύγουμε; Σε ποια κατάσταση θέλουμε να πάμε; Το ερώτημα αυτό θα απαντηθεί αν με μεγάλη συντομία θυμίσει κανείς την κατάσταση την οποία σήμερα βιώνουν οι Έλληνες πολίτες. Και όταν λέω «σήμερα», εννοώ σήμερα και όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Κατ’ αρχήν, ένας πολίτης για να εξυπηρετηθεί σήμερα είναι αναγκαίο να έχει ο ίδιος αυτοπρόσωπη παρουσία στις υπηρεσίες του δημοσίου, στην καλύτερη περίπτωση γι’ αυτόν με εξουσιοδότηση. Αλλιώς δεν μπορεί να διεκπεραιώσει τις υποθέσεις του. Έχει την ευθύνη ο ίδιος να συλλέγει τα απαιτούμενα έγγραφα για να πετυχαίνει την όποια επιδίωξή του. Δεν μπορεί σήμερα και όλα τα προηγούμενα χρόνια, ο πολίτης να αναζητήσει πού έχει υποβάλει ή να ενημερωθεί για την πορεία της υπόθεσής του, εκτός εάν ο ίδιος ξανά αυτοπρόσωπα ή με εξουσιοδότηση πάει σε μία υπηρεσία. Δεν έχει πρόσβαση σε καμία περίπτωση σε κατάλληλα δομημένη και κρίσιμη γι’ αυτόν πληροφορία, μέσω των όποιων ηλεκτρονικών είτε διαδικτυακών είτε άλλων υπηρεσιών μπορεί να του παρέχει σήμερα το δημόσιο.
Άρα, τι συμβαίνει; Έρχεται αντιμέτωπος με γραφειοκρατικές διαδικασίες οι οποίες δημιουργούν την ανάγκη, πολλές φορές, για το γνωστό “γρηγορόσημο” και γίνονται αιτία για τη δημιουργία εστιών διαφθοράς. Γιατί, πέραν όλων των άλλων ο πολίτης δεν έχει και τη δυνατότητα της πραγματοποίησης μιας ηλεκτρονικής συναλλαγής. Όταν επιθυμεί και αυτό του είναι απαραίτητο, αναλαμβάνει ο ίδιος να υποκαταστήσει την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των υπηρεσιών, καθώς αυτές δεν λειτουργούν, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους ηλεκτρονικά. Και, βεβαίως -και αυτό δεν είναι λιγότερο σημαντικό- δεν έχει τη δυνατότητα να συμμετέχει στην βελτίωση των υπηρεσιών του δημοσίου. Δεν έχει, δηλαδή, τη θεσμοθετημένη δυνατότητα της ελληνικής πολιτείας να υποβάλει κάπου τις προτάσεις και τις παρατηρήσεις του, τα παράπονά του, τα προβλήματά του, αλλά και τις θετικές εμπειρίες που μπορεί να έχει αποκτήσει -και υπάρχουν και τέτοιες- από την επαφή των πολιτών με τη διοίκηση. Αυτή είναι η κατάσταση σήμερα, που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει μία γραφειοκρατική κατάσταση του ελληνικού δημοσίου, διαμορφωμένη εδώ και πολλές δεκαετίες.
Πού πρέπει να πάμε; Πρέπει να πάμε σε μία λειτουργία της δημόσιας διοίκησης -και αυτός είναι ο βασικός στόχος αυτού του νομοσχεδίου- που θα εκδίδονται όλες οι διοικητικές πράξεις ηλεκτρονικά. Και, βεβαίως θα εισαχθεί όχι μόνο ως πράξη, αλλά και ως νομική έννοια η ηλεκτρονική σύνταξη ενός εγγράφου, μίας πράξης, η ηλεκτρονική αρχειοθέτηση, η ηλεκτρονική διακίνηση, η ηλεκτρονική διαβίβαση, η ηλεκτρονική κοινοποίηση, η ηλεκτρονική ανακοίνωση όλων αυτών. Αυτά πρέπει να αποκτήσουν υπόσταση και πραγματική και νομική.
Επίσης, θα πρέπει οι υπηρεσίες να μπορούν να λειτουργούν ηλεκτρονικά μεταξύ τους, ώστε να μπορεί ο πολίτης στη συνέχεια να απαλλάσσεται από τη χρονοβόρα και μεγάλης ταλαιπωρίας διαδικασία επικύρωσης αντιγράφων, αναζήτησης υποθέσεων κ.ο.κ. Και όλα αυτά, γιατί όπως είπα και προηγουμένως, οι υπηρεσίες δεν επικοινωνούν μεταξύ τους ηλεκτρονικά και δεν μπορεί η μία να ζητάει έγγραφο από την άλλη.
Αυτό, λοιπόν, στο οποίο πρέπει να πάμε είναι η δυνατότητα επίσης μέσα από την καθιέρωση όλων των απαραίτητων διαδικασιών, να αποκτήσει και πραγματική, αλλά και νομική υπόσταση η έννοια της ηλεκτρονικής συναλλαγής, οι πάσης φύσεως ηλεκτρονικές οικονομικές συναλλαγές, πληρωμές κ.ο.κ. του πολίτη και του κράτους με τον πολίτη, ακόμη και η υποβολή προσφορών για συμμετοχή σε δημόσιους διαγωνισμούς που προκηρύσσουν χωρίς το δημόσιο τομέα.
Ακόμη πρέπει να πάμε σε μία δημόσια διοίκηση που θα είναι η έκδοση του ηλεκτρονικού πρωτοκόλλου μία αυτόματη διαδικασία, θα είναι μία διαδικασία που θα επιτρέπει στον πολίτη να ενημερώνεται για την πορεία της υπόθεσής του, ακριβώς επειδή θα είναι ηλεκτρονική.
Πρέπει να πάμε σε μία λειτουργία της δημόσιας διοίκησης που θα πρέπει οι ίδιοι οι φορείς του δημοσίου να φροντίζουν για την ασφάλεια και την αυθεντικότητα των δεδομένων, των ηλεκτρονικών εγγράφων, των αρχείων που παράγουν, διατηρούν και κάθε τόσο χρησιμοποιούν. Και όλα αυτά πάντοτε με τις απαραίτητες και αδιαπραγμάτευτες για την Κυβέρνηση, για τη Βουλή στο σύνολό της θεσμικές διασφαλίσεις που θα ενισχύουν και το επίπεδο προστασίας της ιδιωτικότητας σε όλες τις φάσεις και σε όλα τα στάδια αυτών των διαδικασιών, βεβαίως με την αδιαπραγμάτευτη προστασία των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων κ.ο.κ.
Επίσης, πρέπει να πάμε σε ένα δημόσιο το οποίο θα υποχρεούται για να μπορεί να αποκτήσει οποιοδήποτε νέο σύστημα είτε λογισμικού είτε από πλευράς τεχνικών μέσων, να έχει διασφαλίσει ότι τα τεχνικά και άλλα μέσα που ήδη διαθέτει το δημόσιο δεν αρκούν για κάτι τέτοιο.
Και, βεβαίως στο τέλος όλων αυτών να μπορεί ο πολίτης να έχει μία θεσμοθετημένη διαδικασία στην οποία να υποβάλει τις εμπειρίες του, θετικές και αρνητικές, από την επαφή του με τη δημόσια διοίκηση, να υποχρεούται η δημόσια διοίκηση αυτές τις εμπειρίες να τις λαμβάνει υπόψη για να μπορεί να διορθώνει και διαρκώς να βελτιώνει τη λειτουργία της.
Αυτά με δύο-τρία λόγια δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οδηγούν στην απλούστευση των διαδικασιών, οδηγούν στη μείωση των βαρών της γραφειοκρατίας, στην ελάφρυνση και πολιτών και επιχειρήσεων, στην ενίσχυση της λογοδοσίας και της ευθύνης του δημοσίου σε όλες τις διαδικασίες της καθημερινής του λειτουργίας, οδηγούν στην εμπέδωση της διαφάνειας και της χρηστής διαχείρισης, οδηγούν στην αφαίρεση σημαντικών και εκτεταμένων εστιών διαφθοράς, αυξάνουν την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας του κράτους και της δημόσιας διοίκησης και οπωσδήποτε ενισχύουν την αποδοτικότητα των δημοσίων υπηρεσιών.
Με βάση αυτά που μόλις σας είπα, ανακύπτει το δεύτερο θεμελιώδες ερώτημα. Χωρίς αυτό το σχέδιο νόμου -και με το καλό, εφόσον η πλειοψηφία του Κοινοβουλίου δώσει την έγκρισή της, χωρίς αυτό το νόμο- μετά από λίγες ημέρες μπορεί το ελληνικό κράτος, μπορεί το ελληνικό δημόσιο να μεταβεί από τη μία κατάσταση που είναι σήμερα στην άλλη που περιέγραψα πριν από λίγο και που περιέγραψαν και όλοι οι συνάδελφοι της Συμπολίτευσης με έναν ιδιαίτερα τεκμηριωμένο και αναλυτικό τρόπο; Η απάντηση είναι «όχι, δεν μπορεί».
Η Ελλάδα, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, ή θα αποκτήσει ένα στέρεο νομικό πλαίσιο σαν αυτό που εισηγούμαστε σήμερα και άρα θα μπορεί να φύγει από την εποχή τη γραφειοκρατική και να πάει στην εποχή της ηλεκτρονικής λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης ή δεν θα αποκτήσει ένα τέτοιο νομοσχέδιο, δεν θα αποκτήσει ένα τέτοιο νομικό πλαίσιο στη συνέχεια και άρα θα μείνει εδώ που είναι. Θα μείνει εδώ που είναι σήμερα, όπως ακριβώς περιγράψαμε προηγουμένως.
Άρα, υπάρχει ένα πολύ σημαντικό κατά τη γνώμη μας ερώτημα: Σε τι μπορεί να συνίσταται το «όχι» της Αντιπολίτευσης σε αυτό το νομοσχέδιο; Πού μπορεί να στηρίζεται και κυρίως πού μπορεί να οδηγεί, πέρα από το αυτονόητο συμπέρασμα ότι απλούστατα οδηγεί στο απόλυτο κενό; Το «όχι» σε αυτό το νομοσχέδιο οδηγεί στη συντήρηση της σημερινής γραφειοκρατικοποιημένης, μη αποδοτικής, μη αποτελεσματικής λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης για τον πολίτη. Εκεί οδηγεί. Διότι, παρά τα βήματα που έχουν γίνει στο παρελθόν σε πάρα πολλούς τομείς, το δημόσιο ως μηχανή ολοκληρωμένα και συντεταγμένα δεν μπορεί να πάει σε αυτήν την εποχή, δεν γίνεται. Δεν μπορεί να αποκτήσει ούτε πραγματική ούτε νομική υπόσταση η ηλεκτρονική δημόσια διοίκηση, πράγμα που σημαίνει ότι και η δικαιοσύνη θα μπορεί και θα υποχρεούται όλα αυτά τα έγγραφα, τις πράξεις κ.ο.κ., που με ηλεκτρονικό τρόπο θα διεκπεραιώνει πια το ελληνικό δημόσιο, να τα λαμβάνει υπ' όψιν της. Άρα, το «ναι» σε αυτό το νομοσχέδιο είναι ένα «ναι» για την πρόοδο και τη μετάβαση σε μια νέα εποχή της δημόσιας διοίκησης. Το «όχι» είναι στην πραγματικότητα η επιλογή να μείνουν τα πράγματα ως έχουν.
Εύλογο το τρίτο ερώτημα: Μπορούμε; Μπορεί η δημόσια διοίκηση να κάνει αυτό το βήμα μπροστά, που πιθανότατα δεν είναι απλώς βήμα, είναι άλμα; Η απάντηση είναι «ναι, μπορούμε», όπως μπορέσαμε μια σειρά από μεγάλες τομές που πραγματοποιήθηκαν, που εφαρμόστηκαν και οι οποίες ήδη αποδίδουν απτά, πραγματικά αποτελέσματα.
Όταν φέραμε το νόμο για την απόλυτη αξιοκρατία των προσλήψεων, αυτό ακούγαμε. «Μα μπορεί; Μπορεί στο δημόσιο να κλείσουν όλα τα παράθυρα; Μπορεί να μην γίνονται πια ευνοιοκρατικές και πελατειακές προσλήψεις;». Μπόρεσε. Όταν φέραμε τον ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ, λέγανε «Μα θα προλάβετε; Μα, θα γίνει μπάχαλο η Ελλάδα. Μα, θα αναβάλλετε τις εκλογές; Μα, δεν θα έχετε εγκρίνει τα είκοσι έξι Προεδρικά Διατάγματα και τις δεκάδες Υπουργικές Αποφάσεις». Και όμως όλα αυτά ήταν έτοιμα στην ώρα τους.
Όπως και όταν εισηγηθήκαμε το νόμο για τη ΔΙΑΥΓΕΙΑ. Εδώ είναι στα Πρακτικά της Βουλής, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, οι αιτιάσεις των Βουλευτών, οι φόβοι, οι ανησυχίες. Αλλά ας τις χαρακτηρίσουμε δικαιολογημένες εκείνη την εποχή, γιατί ήταν τα πρώτα βήματα και δεν υπήρχαν από την άλλη δείγματα γραφής, εφαρμογής και αποτελεσματικότητας νόμων που ψηφίζονται. Η ΔΙΑΥΓΕΙΑ εφαρμόζεται από αυτό το δημόσιο. Σας θυμίζω ότι το πρόγραμμα ΔΙΑΥΓΕΙΑ για να εφαρμοστεί απαιτούσε ένα εξειδικευμένο λογισμικό, μία εξειδικευμένη τεχνογνωσία που μέχρι πρότινος δεν υπήρχε.
Όμως, η απάντηση για το ότι μπορούμε δεν είναι μόνο αυτή. Η απάντηση - και θα έχουμε την ευκαιρία και στη δευτερολογία και στη συζήτηση επί των άρθρων να σας ενημερώσουμε αναλυτικά - βρίσκεται και εκεί που ήδη έχουμε ανακοινώσει και στη διάρκεια των συζητήσεων στην Επιτροπή, δηλαδή βρίσκεται και στον οδικό χάρτη εφαρμογής αυτού του νομοσχεδίου που έχουμε ήδη ετοιμάσει και τον οποίο θα τον δώσουμε σε όλους σας, θα τον καταθέσουμε στα Πρακτικά, γιατί πριν και όσο μπορούμε ακόμη -γιατί έχουμε έτσι και αλλιώς ένα μεταβατικό στάδιο- να περιμένουμε την ψήφιση του νόμου, θα σας δοθεί και θα μας δοθεί η ευκαιρία να έχουμε και τις δικές σας προτάσεις, υποδείξεις και παρατηρήσεις γι’ αυτόν τον οδικό χάρτη.
Άρα, στην πραγματικότητα, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, είμαστε μπροστά σε μία εναρκτήρια στιγμή, σε μία ιδρυτική πράξη μιας νέας φάσης λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, η οποία θα καταγράψει ένα «ναι» της Συμπολίτευσης, η οποία παίρνει την ευθύνη να πάρει πάνω της το βάρος που απαιτεί όλο αυτό το εγχείρημα, αλλά θα καταγράψει και ένα «όχι» αυτή η εναρκτήρια στιγμή, το οποίο νομίζω ότι θα είναι ένα «όχι» το οποίο πολύ δύσκολα θα καταφέρνει κανείς διαρκώς να το υπερασπίζεται από ένα εύλογο χρονικό διάστημα και μετά.
Σήμερα, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, χρειαζόμαστε μια αποφασιστική πολιτική γενναίων αλλαγών για να νικήσουμε σε αυτήν τη μάχη που δίνει η χώρα. Χρειαζόμαστε -και εμείς αυτήν την εντολή έχουμε πάρει και από τον ελληνικό λαό και από την Κοινοβουλευτική μας Ομάδα- μια πολιτική αρχών και μια αντιπαράθεση αρχών, που δυστυχώς τις περισσότερες φορές δεν την έχουμε. Χρειάζεται να επιβάλουμε κανόνες για όλους. Τελειώνουμε με το κράτος των εξαιρέσεων, με το κράτος των παραθύρων. Θεμελιώνουμε διαρκώς -γιατί αυτό είναι το καθήκον μας- ένα κράτος απόδοσης, δουλειάς, αποτελεσμάτων, δηλαδή σε τελική ανάλυση σεβασμό του πολίτη, με δίκαιη αμοιβή, αξιολόγηση, αλλά και διαφάνεια. Βάζουμε τέλος στο κράτος και κυρίως στη λογική της ήσσονος προσπάθειας, του παρασιτισμού, σε τελική ανάλυση, σε βάρος ποιών; Σε βάρος των φορολογουμένων, των εργαζομένων φορολογουμένων και όχι μόνο, άρα της ισοπέδωσης σε τελική ανάλυση ευσυνείδητων υπαλλήλων που συντελείται εδώ και πολλά χρόνια από τους όποιους -που υπάρχουν και τέτοιοι- επίορκους. Γιατί όλα αυτά; Γιατί θέλουμε ένα δημόσιο που να υπηρετεί τον πολίτη. Και ξέρουμε ότι αυτό το πετυχαίνουμε, υπερασπιζόμενοι το δημόσιο λειτουργό.
Επειδή εδώ και πολύ καιρό εξελίσσεται μια συζήτηση, η οποία το τελευταίο διάστημα, όπως είναι λογικό, έχει ενταθεί, μια συζήτηση γύρω από το θέμα «απολύσεις, όχι απολύσεις» κ.ο.κ., θέλω να διατυπώσω τις θέσεις της Κυβέρνησης αλλά με ένα τρόπο όχι απλώς διακηρυκτικό.
Έχει κανείς σας, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, καμιά αμφιβολία για το τι θα γινόταν σήμερα, αν δεν είχαμε από την πρώτη κιόλας μέρα σταματήσει, τι; Τις ατελείωτες προσλήψεις από τα παράθυρα που συντελούνταν στο ελληνικό κράτος μέχρι τον Οκτώβριο του 2009. Αν δεν είχαμε σταματήσει τα περίφημα πελατειακά stage της ομηρίας τόσων χιλιάδων νέων ανθρώπων. Τι θα γινόταν σήμερα, αν δεν είχαμε σταματήσει τις δεκάδες χιλιάδες ψευδεπίγραφες συμβάσεις που ακολουθούνταν από τις περίφημες ευνοιοκρατικές και απαράδεκτες νομιμοποιήσεις. Αν δεν είχαμε σταματήσει τις αθρόες αναξιοκρατικές προσλήψεις που έφτασαν το μισθολογικό κόστος στο δημόσιο το 2009 στα είκοσι τρία περίπου δισεκατομμύρια ευρώ. Αν δεν είχαμε δηλαδή καταργήσει τη λογική του κράτους-λάφυρου που «επειδή κερδίσαμε τις εκλογές, είναι δικό μας και το κάνουμε ό,τι θέλουμε». Αν δεν τα είχαμε σταματήσει όλα αυτά, χωρίς να χάσουμε ούτε μία ημέρα από το 2009, τότε όλοι μπορούν να φανταστούν πού θα βρισκόμασταν σήμερα και θα σας πω στη συνέχεια. Θυμάστε όλοι πολύ καλά πότε τραβήξαμε την κόκκινη γραμμή: Με τον πρώτο νόμο που έφερε ουσιαστικά αυτή η Κυβέρνηση σε αυτό το Κοινοβούλιο θεσμικού περιεχομένου και χαρακτήρα, το νόμο για την απόλυτη αξιοκρατία των προσλήψεων, που ψηφίστηκε τον Δεκέμβρη του 2009, ένα νόμος που και τότε η Αντιπολίτευση καταψήφισε.
Αν όλοι αυτοί που δάνεισαν τη χώρα μέσω του μηχανισμού στήριξης πέρυσι 110 δισεκατομμύρια για να μπορεί να συνεχίζει το κράτος να λειτουργεί, να πληρώνει μισθούς και συντάξεις, αν όλοι αυτοί αυτό που σήμερα έβλεπαν είναι ότι όλο αυτό το διάστημα εμείς δεν είχαμε μειώσει δραστικά τον αριθμό των ανθρώπων που μισθοδοτούνται από το δημόσιο, αν αυτός ο αριθμός με πολύ συντηρητικούς υπολογισμούς -και θα τους αναφέρω στη συνέχεια- δεν υπερέβαινε τους εκατό χιλιάδες τουλάχιστον ανθρώπους και δεν έφθανε στα επίπεδα των εκατόν πενήντα χιλιάδων, αν δεν έβλεπαν τη ριζική αναμόρφωση της αυτοδιοίκησης, μιλώντας για το δικό μας τομέα, με τη μείωση των δήμων κατά επτακόσιους -προχθές ολοκληρώθηκε η διαδικασία με την κατάργηση τεσσάρων χιλιάδων δημοτικών επιχειρήσεων- αν δεν έβλεπαν την εφαρμογή, όχι απλώς την ψήφιση του ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ, από την οποία έχει ήδη ωφεληθεί το ελληνικό δημόσιο, κατ’ επέκταση ο Έλληνας φορολογούμενος, με τουλάχιστον 1.400.000.000 ευρώ, αν δεν έβλεπαν μία απόλυτη συνέπεια χωρίς καμία εξαίρεση σε αυτές τις πολιτικές, σήμερα έχει κανείς καμία αμφιβολία ότι ένα και μόνο θα ήταν το κεντρικό ζήτημα, το κεντρικό αίτημα, έως και ο εκβιασμός απέναντι στη χώρα;
Αυτή είναι η αλήθεια, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι. Όμως, αυτό δεν θα γίνει. Δεν θα γίνει καμία απόλυση στο δημόσιο, γιατί πετύχαμε μία τεράστια μείωση του μισθολογικού κόστους, γιατί τσακίσαμε τη λογική των πελατειακών αθρόων προσλήψεων, γιατί σταματήσαμε πάνω από 30.000 Stage, γιατί μειώσαμε κατά 75.000 τον αριθμό των συμβασιούχων που μέχρι το 2009 κάθε χρόνο προσλαμβάνονταν στο δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, κόστους άνω του 1.300.000.000 ευρώ.
Γιατί μόνο από πέρυσι, σε σύγκριση με φέτος, μειώσαμε όσους υπηρετούν ως δημόσιοι υπάλληλοι στο ελληνικό κράτος κατά 50.000, κόστους άνω του 1.000.000.000 ευρώ, γιατί μόνο από τον «ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ» καταργήσαμε περίπου 40.000 μισθοδοτούμενες θέσεις, θέσεις ευθύνης αιρετών και άλλων στις διάφορες φάσεις και εκφάνσεις λειτουργίας της αποκεντρωμένης δημόσιας διοίκησης, αλλά και της αυτοδιοίκησης. Αυτό το κράτος που είχατε αναλάβει να επανιδρύσετε, αγαπητοί συνάδελφοι της Νέας Δημοκρατίας, αυτό το κράτος μας παραδώσατε.
Και να μην έχει κανείς καμιά αμφιβολία, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, ότι αν από την πρώτη κιόλας μέρα του Οκτωβρίου του 2009 δεν είχαμε ξεκινήσει -όπως είχαμε αναλάβει την ευθύνη απέναντι στον ελληνικό λαό- αυτές τις πολιτικές, πολιτικές με μεγάλο πολιτικό κόστος, σήμερα πράγματι θα υπήρχε μείζον θέμα, μείζον δίλημμα για τη χώρα και δεν θα ήταν άλλο από το δίλημμα, το ερώτημα, τον εκβιασμό «ή απολύετε 200.000 δημοσίους υπαλλήλους ή χρεοκοπείτε».
Αυτή θα ήταν η πραγματικότητα σήμερα στη χώρα. Ιδίως δε αν ακολουθούσαμε τη δική σας πολιτική, την αλόγιστη εγκληματική πολιτική των πεντέμισι τελευταίων ετών, όλα αυτά τα στοιχεία και τα προβλήματα θα είχαν πολλαπλασιαστεί.
Έτσι, λοιπόν, πετύχαμε αυτήν τη στιγμή να μη χρειάζεται καμία απόλυση, ούτε μόνιμου ούτε και ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου εργαζομένου. Χρειάζεται, όμως, να μικρύνει και άλλο το κράτος από τη μία πλευρά. Από την άλλη χρειάζεται αυστηρή, δίκαιη αξιολόγηση όλων χωρίς εξαιρέσεις. Κανείς πια δεν μπορεί να φαντάζεται το δημόσιο να λειτουργεί χωρίς αυστηρή αξιολόγηση, από την πρόσληψη, τη μετάταξη -και το υπογραμμίζω αυτό- την προαγωγή, τη μισθολογική, αλλά και τη βαθμολογική εξέλιξη.
Για να χρησιμοποιήσω και ένα γνωστό σε όλους μας σύνθημα «τίποτα δεν μπορεί πια να χαρίζεται». Όλα μπορούν να κατακτιούνται, αλλά με κόπο και με απόδειξη της αξίας. Τέλος -γιατί το εθνικό συμφέρον το επιβάλλει- στα αυτόματα, τα αυτοδίκαια, τα χωρίς αξιολόγηση. Ούτε μισθοί, ούτε βαθμοί, ούτε μετατάξεις, δεν μπορούν να αποδίδονται πια χωρίς αξιολόγηση, η οποία τελικά οδηγούσε μόνο στην αδικία, στην ισοπέδωση, στο τέλμα.
Εμείς πιστεύουμε βαθιά ότι τώρα είναι η ώρα της σκληρής δουλειάς, της ευθύνης, των αποτελεσμάτων και της αξιολόγησης για τον καθένα μας. Έτσι πιστεύουμε, αγαπητές και αγαπητοί συνάδελφοι, ότι χτίζουμε ένα κράτος, χτίζουμε στην πραγματικότητα μία δημόσια διοίκηση, από την οποία αυτό που τελικά προκύπτει είναι η θεμελίωση ενός νέου σεβασμού προς τη δημόσια διοίκηση και το κράτος, η θεμελίωση μιας νέας αξιοπρέπειας για το δημόσιο λειτουργό, δηλαδή μιας νέας εμπιστοσύνης των πολιτών για το κράτος, που δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι είναι θεμέλιο και για την πολιτική σταθερότητα και για την κοινωνική συνοχή, βεβαίως και για την οικονομική ανάπτυξη.
Κλείνοντας, κυρία Πρόεδρε -και σας ευχαριστώ για την ανοχή- θέλω να πω ότι συναίνεση τουλάχιστον στα αυτονόητα γίνεται με πράξεις και όχι με εύκολα λόγια, πράξεις όπως το να υπερψηφίσει κανείς ή όχι αυτό το νομοσχέδιο για να περάσει η δημόσια διοίκηση σε μια ηλεκτρονική εποχή.
Τα λόγια έχουν τελειώσει, ιδίως τα εύκολα λόγια. Τώρα είναι ώρα για πολύ σκληρή δουλειά, για αποτελέσματα και όχι εκλογές. Εμείς παρά τα «όχι» σας είμαστε αποφασισμένοι να φέρουμε εις πέρας την εθνική αποστολή που έχουμε αναλάβει. Η Κυβέρνηση, ο Πρωθυπουργός και η Κοινοβουλευτική μας Ομάδα, ενωμένοι σ’ αυτόν το στόχο, θα πετύχουν.
Σας ευχαριστώ.