Αθήνα, 31 Μαΐου 2010
Βασικά σημεία:
«Υπό τη σκιά αυτής της κρίσης έχω ακούσει και έχω διαβάσει πολλές φορές την άποψη ότι οι δημοσιονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε σήμερα συνεπάγονται και απώλεια διεθνούς ισχύος». «Αν οι θέσεις αυτές δεν στοιχειοθετούνται, τότε δεν πρόκειται για τίποτα παραπάνω από συνθήματα - τίποτα παραπάνω από κραυγές, που απηχούν αυτήν ακριβώς την λαϊκιστική προσέγγιση σε μείζονα θέματα εξωτερικής πολιτικής, την οποία εμείς ως κυβέρνηση αγωνιζόμαστε να υπερβούμε».
· «Τα ίδια όμως λέγονται και από κάποιους κύκλους στο εξωτερικό, και δη στην άμεση γειτονιά μας». «Αν τα λένε αυτά για να θωπεύσουν τα αυτιά της κοινής τους γνώμης και να συγκαλύψουν τις δικές τους πολιτικές ευθύνες, πρόκειται για προπαγάνδα του χειρίστου είδους. Αν τα λένε, επειδή πραγματικά τα πιστεύουν και οι ίδιοι, τότε, δυστυχώς, σχεδιάζουν τις κινήσεις τους και την τακτική τους με βάση εντελώς εσφαλμένα δεδομένα».
· «Η Ελλάδα διαθέτει επαρκή ισχύ στη διεθνή πολιτική σκηνή, ώστε και να προστατεύσει τα συμφέροντά της και να συνδιαμορφώνει τα τεκταινόμενα στην περιοχή του άμεσου ενδιαφέροντός της». «Η Ελλάδα σήμερα αξιοποιεί την ισχύ που της προσδίδει η διεθνής της υπόληψη ως χώρας που ασκεί μια εξωτερική πολιτική σταθερών αρχών. Την ισχύ που βασίζεται στους δεσμούς που διατηρεί με φίλια κράτη και στη συμμετοχή της σε διεθνείς οργανισμούς. Την ισχύ που προκύπτει από τη γεωπολιτική της θέση. Την ισχύ που έχει αποκτήσει από την κατοχύρωση στρατηγικών θέσεων στις οικονομίες και στις αγορές των περιοχών, όπου εντοπίζονται τα άμεσα συμφέροντά της. Την ισχύ που στηρίζεται στον ίδιο τον ελληνικό λαό, ο οποίος επιδεικνύει εθνική ομοψυχία και αποφασιστικότητα για να ανταπεξέλθει στις σύγχρονες προκλήσεις. Την ισχύ, τέλος, που της εγγυάται μια υπεύθυνη και ικανή πολιτική ηγεσία».
· «Το μεγαλύτερο και ακόμη αναξιοποίητο απόθεμα διεθνούς ισχύος της Ελλάδας βρίσκεται μέσα στην ίδια την ελληνική κοινωνία». «Στη χώρα αυτή υπάρχουν ακόμη χρυσές εφεδρείες, υπάρχουν παραγωγικές δυνάμεις, υπάρχουν νέα και φρέσκα μυαλά, τα οποία επιζητούν την ευκαιρία να δείξουν τί αξίζουν. Ό,τι γίνεται σήμερα, ό,τι μέτρα λαμβάνει η κυβέρνηση, ό,τι θυσίες καλούμαστε να κάνουμε σήμερα, γίνονται για αυτούς. Ώστε, στο μέλλον, όχι πολύ μακριά από σήμερα, να απελευθερώσουν τις δικές τους δυνάμεις. Προσωπικά, τρέφω την ελπίδα ότι αυτοί οι νέοι άνθρωποι θα είναι και ο μεγαλύτερος πολλαπλασιαστής διεθνούς ισχύος της χώρας μας».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της ομιλίας:
Κύριε Πρόεδρε,
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Η επίκαιρη ερώτηση, επί της οποίας καλούμαι να τοποθετηθώ σήμερα διατρέχει ουσιαστικά όλα τα βασικά ζητήματα που απασχολούν την ελληνική εξωτερική πολιτική. Θα απαντήσω επί της ουσίας και συγκεκριμένα στα επί μέρους ερωτήματα.
Επιτρέψτε μου όμως πρώτα να παρατηρήσω ότι βασική υποκείμενη σκέψη των επερωτώντων βουλευτών φαίνεται ότι είναι μια ανησυχία ότι η κυβέρνηση δήθεν ετοιμάζεται να κάνει μεγάλους συμβιβασμούς σε εθνικά θέματα υπό την πίεση των δημοσιονομικών συνθηκών.
Αναμφισβήτητα, η πρώτιστη πρόκληση που εκλήθη να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε καθήκοντα ήταν η οξεία δημοσιονομική κατάσταση της χώρας. Και την αντιμετωπίζει όχι μόνο με μέτρα άμεσου και επιτακτικού χαρακτήρα για την προστασία της χώρας από τις διεθνείς κερδοσκοπικές επιθέσεις, αλλά σχεδιάζει και υλοποιεί και τις απαραίτητες διαρθρωτικές παρεμβάσεις στο βασικό κορμό της εθνικής μας οικονομίας. Και το κάνει με πολιτική τόλμη και υπευθυνότητα. Διότι είναι χρέος μας έναντι των μελλοντικών γενεών και εμείς είμαστε έτοιμοι να το επωμιστούμε.
Δεν θα σταθώ, όμως, σε αυτό σήμερα. Θα ήθελα να αξιοποιήσω αυτή την ευκαιρία για να αναφερθώ στις ανησυχίες που εκφράζονται υπό το βάρος της επικαιρότητας για την εξωτερική πολιτική της χώρας.
Υπό τη σκιά αυτής της κρίσης έχω ακούσει και έχω διαβάσει πολλές φορές την άποψη ότι οι δημοσιονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε σήμερα συνεπάγονται και απώλεια διεθνούς ισχύος. Η άποψη αυτή λέγεται και γράφεται με διάφορες παραλλαγές και φτάνει σε μερικές περιπτώσεις σε ακραίες - και βέβαια αναπόδεικτες -υποθέσεις: ότι θα απεμπολήσουμε κυριαρχικά μας δικαιώματα, ότι θα υποχωρήσουμε από θέσεις αρχής, ότι, με λίγα λόγια, θα τα ξεπουλήσουμε δήθεν όλα στο βωμό της εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους.
Κι αυτά λέγονται στο εσωτερικό, από συμπατριώτες μας, είτε υπό την ιδιότητά τους ως απλών πολιτών, είτε υπό την ιδιότητά τους ως δημοσίων προσώπων, είτε υπό την ιδιότητά τους ως γενικώς δημοσιολογούντων. Είναι ασφαλώς αναφαίρετο και δημοκρατικό δικαίωμά τους, αν και φέρουν και το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών τους. Εμείς ακούμε κάθε άποψη με ενδιαφέρον, αρκεί βέβαια να υποστηρίζεται από επιχειρήματα. Γιατί αν οι θέσεις αυτές δεν στοιχειοθετούνται, τότε δεν πρόκειται για τίποτα παραπάνω από συνθήματα - τίποτα παραπάνω από κραυγές, που απηχούν αυτήν ακριβώς την λαϊκιστική, θα μου επιτρέψετε να πω, προσέγγιση σε μείζονα θέματα εξωτερικής πολιτικής, την οποία εμείς ως κυβέρνηση αγωνιζόμαστε να υπερβούμε.
Τα ίδια όμως λέγονται και από κάποιους κύκλους στο εξωτερικό, και δη στην άμεση γειτονιά μας. Ισχυρίζονται ενώπιον της κοινής τους γνώμης ότι λόγω της δύσκολης δημοσιονομικής συγκυρίας, η Ελλάδα θα υποχωρήσει από πάγιες θέσεις της. Ότι πρέπει για τον ίδιο λόγο οι εταίροι και οι σύμμαχοί μας να μας ασκήσουν πίεση, λένε, γιατί δήθεν υπό το δημοσιονομικό βάρος θα είμαστε πιο υποχωρητικοί. Αν τα λένε αυτά για να θωπεύσουν τα αυτιά της κοινής τους γνώμης και να συγκαλύψουν τις δικές τους πολιτικές ευθύνες, πρόκειται για προπαγάνδα του χειρίστου είδους. Αν τα λένε, επειδή πραγματικά τα πιστεύουν και οι ίδιοι, τότε, δυστυχώς, σχεδιάζουν τις κινήσεις τους και την τακτική τους με βάση εντελώς εσφαλμένα δεδομένα.
Η χώρα αυτή δεν βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο απώλειας έστω και τμήματος του διεθνούς της κύρους και του διαπραγματευτικού της κεφαλαίου. Δε δέχομαι και δεν θα δεχθώ ποτέ ότι η Ελλάδα είναι «ανίσχυρη». Η Ελλάδα είναι μια ισχυρή χώρα που έκανε κακή διαχείριση της ισχύος και των δυνατοτήτων της στο παρελθόν. Δεν βρισκόμαστε σε μειονεκτική θέση και κοιτάμε πάντα τους συνομιλητές μας στα μάτια, στα ίσια.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Αντίθετα με ό,τι λέγεται, εγώ θα ήθελα σήμερα να υποστηρίξω ότι η Ελλάδα διαθέτει επαρκή ισχύ στη διεθνή πολιτική σκηνή, ώστε και να προστατεύσει τα συμφέροντά της και να συνδιαμορφώνει τα τεκταινόμενα στην περιοχή του άμεσου ενδιαφέροντός της.
Η ισχύς μπορεί βέβαια να είναι ένα μέγεθος σχετικό. Δεν εκφράζεται με ποσοτικούς όρους. Υπάρχει όμως και εκδηλώνεται ως συνισταμένη κάποιων παραγόντων, οι οποίοι σήμερα συντρέχουν, τολμώ μάλιστα να πω σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι κατά το πρόσφατο παρελθόν.
Η Ελλάδα σήμερα αξιοποιεί την ισχύ που της προσδίδει η διεθνής της υπόληψη ως χώρας που ασκεί μια εξωτερική πολιτική σταθερών αρχών.
Την ισχύ που βασίζεται στους δεσμούς που διατηρεί με φίλια κράτη και στη συμμετοχή της σε διεθνείς οργανισμούς.
Την ισχύ που προκύπτει από τη γεωπολιτική της θέση.
Την ισχύ που έχει αποκτήσει από την κατοχύρωση στρατηγικών θέσεων στις οικονομίες και στις αγορές των περιοχών, όπου εντοπίζονται τα άμεσα συμφέροντά της.
Την ισχύ που στηρίζεται στον ίδιο τον ελληνικό λαό, ο οποίος επιδεικνύει εθνική ομοψυχία και αποφασιστικότητα για να ανταπεξέλθει στις σύγχρονες προκλήσεις.
Την ισχύ, τέλος, που της εγγυάται μια υπεύθυνη και ικανή πολιτική ηγεσία.
Όλα αυτά τα στοιχεία - ηγεσία, λαός, συμμαχίες, γεωπολιτική θέση, διεθνής υπόληψη και οικονομική επιρροή - είναι αναμφισβήτητοι συντελεστές ισχύος για τη χώρα μας.
Ας μου επιτραπεί να ξεκινήσω από τη διεθνή μας υπόληψη ως χώρας που πολιτεύεται στη διεθνή ζωή με βάση τις αρχές της. Αρχές που είναι συγχρόνως και αρχές που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο. Πράγματι, η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν είναι η συνισταμένη συγκυριακών στοιχείων. Βασίζεται σε θέσεις, στις οποίες είμαστε πάντοτε συνεπείς και τις οποίες διατυπώνουμε με σαφήνεια και με κάθε αφορμή, όπως και σήμερα σε ό,τι αφορά το θέμα της Γάζας. Γι’ αυτό η φωνή μας έχει αξιοπιστία και λαμβάνεται υπόψη από τους συνομιλητές μας.
Χαρακτηριστικό πεδίο εφαρμογής της αρχής αυτής είναι το Κυπριακό. Συνεπείς στις αρχές μας, συνεπείς στις επιταγές του διεθνούς δικαίου, θα συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε ενεργά τις προσπάθειες του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, κ. Δημήτρη Χριστόφια για την εξεύρεση μίας δίκαιης, βιώσιμης και λειτουργικής λύσης, κυπριακής πατρότητας, βασισμένης στις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και στην πλήρη εφαρμογή του κοινοτικού κεκτημένου.
Και επειδή η ερώτηση των κυρίων Βουλευτών αναφέρεται συγκεκριμένα στο ειδικότερο ζήτημα του σχεδίου κανονισμού για το ‘απ’ευθείας εμπόριο’ με τα κατεχόμενα, θα ήθελα να σημειώσω ότι η Ελλάδα έχει συμπαρασταθεί στις προσπάθειες της Κύπρου στο θέμα αυτό από την αρχή, ήδη από το 2004. Εξ αρχής εκφράσαμε τις αντιρρήσεις μας σχετικά με την πρόταση αυτή της Επιτροπής. Η πρόταση, άλλωστε, εκκρεμεί ακριβώς, αφ’ενός, χάρη στις προσπάθειές μας και, αφ’ετέρου, λόγω των εγγενών νομικών και πολιτικών αδυναμιών της. Το ζήτημα σε καμία περίπτωση δεν έχει κριθεί. Θα συνεχίσουμε την προσπάθεια σε πλήρη συντονισμό με τη Λευκωσία και με γνώμονα την αποφυγή μιας εξέλιξης η οποία δυσκολεύει και τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις και τη μελλοντική επανένωση της Κύπρου.
Θα προσέθετα σε αυτό το πλαίσιο και ένα στοιχείο ακόμη, το οποίο αν θέλετε, συνιστά και την ειδοποιό διαφορά αυτής της κυβέρνησης. Προσπαθούμε να ενισχύσουμε την αξιοπιστία μας αναλαμβάνοντας έναν ενεργότερο ρόλο σε ό,τι αφορά τα τεκταινόμενα στην άμεση περιοχή μας. Διότι δεν είναι αρκετό οι θέσεις και οι αρχές που προανέφερα να προβάλλονται μόνο όταν αισθανόμαστε ότι διακυβεύονται άμεσα τα συμφέροντά μας. Η εξωτερική πολιτική δεν είναι μια μάχη χαρακωμάτων. Αν θέλουμε να προσδώσουμε αξιοπιστία στο λόγο μας, πρέπει να βγούμε μπροστά, να προωθήσουμε τις θέσεις μας αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες. Να δημιουργήσουμε εμείς οι ίδιοι το πλαίσιο, εντός του οποίου θα εξελιχθούν τα μελλούμενα.
Αυτή είναι και η βασική φιλοσοφία που διέπει τις πρωτοβουλίες που έχουμε αναλάβει, μεταξύ άλλων, στην προώθηση της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων με την “Agenda 2014”, αλλά και στις ελληνο -τουρκικές σχέσεις.
Είχα προ ολίγων ημερών την ευκαιρία να ενημερώσω εκτενώς την Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας για τα αποτελέσματα της πρόσφατης επίσκεψης του Πρωθυπουργού κ. Ερντογάν στη χώρα μας. Η ομιλία μου και η συζήτηση που ακολούθησε νομίζω ότι απαντούν επαρκώς στις ανησυχίες που εκφράζουν οι κύριοι Βουλευτές με το πρώτο τους ερώτημα και δεν θα επεκταθώ, σεβόμενος την οικονομία της συζήτησης, αλλά είμαι βέβαια στη διάθεσή σας να απαντήσω σε επιπλέον ερωτήσεις κατά τη δευτερολογία.
Στοιχείο όμως διεθνούς ισχύος της χώρας μας είναι και ισχυροί δεσμοί που μας ενώνουν με φίλια κράτη, καθώς και η συμμετοχή μας σε διεθνείς οργανισμούς.
Η Ελλάδα δεν είναι μόνη στον κόσμο. Αυτό ακούγεται αυτονόητο, αλλά δεν είναι. Κατακτήσαμε τη θέση μας, δεν μας χαρίστηκε. Η ωριμότητα ένταξης μια χώρας στη διεθνή κοινωνία δεν προκύπτει ούτε από τον αριθμό των κρατών με τα οποία έχει συνάψει διπλωματικές σχέσεις, ούτε φυσικά από τον αριθμό των διεθνών οργανισμών, στους οποίους συμμετέχει. Δεν αρκεί η τυπική ιδιότητα του μέλους. Η ιδιότητα αυτή συνεπάγεται και ορισμένες υποχρεώσεις, οι οποίες μάλιστα είναι αυξημένες όταν μια χώρα καλείται να ασκήσει ένα θεσμικό ρόλο, όπως για παράδειγμα είναι η Προεδρία ενός διεθνούς οργάνου.
Η Ελλάδα έχει αποδείξει στη σύγχρονή της ιστορία ότι στους διεθνείς οργανισμούς που είναι ενταγμένη δεν συμπεριφέρεται με μόνο και αποκλειστικό γνώμονα την προώθηση του στενού εθνικού της συμφέροντος. Σε όσες ευκαιρίες της δόθηκαν, προώθησε το γενικό συμφέρον του οργανισμού και των κρατών μελών τους, επιδιώκοντας τη δημιουργία συναινέσεων.
Για να αναφερθώ σε δύο μόνο παραδείγματα, αρκεί εδώ να θυμίσω την «Agenda της Θεσσαλονίκης», που αμέσως παραπέμπει στην Ελληνική Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2003, αλλά και στη «Διαδικασία της Κέρκυρας», που παραπέμπει στην επιτυχημένη Ελληνική Προεδρία του ΟΑΣΕ το περασμένο έτος. Με αυτά τα επιτεύγματα μας έχουν συνδέσει οι εταίροι και οι σύμμαχοί μας και όχι για κάποια ανώριμη απόπειρα να προωθήσουμε την εθνική μας ατζέντα εις βάρος του κοινού συμφέροντος των μελών ενός διεθνούς οργανισμού.
Στοιχείο διεθνούς ισχύος της χώρας μας είναι φυσικά και η γεωστρατηγική της θέση, στις υπώρειες της Βαλκανικής Χερσονήσου και στο Νοτιο-Ανατολικό τμήμα της Μεσογείου. Η γεωστρατηγική θέση της χώρας μας, όμως, δεν είναι μια στατική έννοια. Είναι κάτι το οποίο ως πολιτική ηγεσία έχουμε ευθύνη να το αξιοποιήσουμε, αναδεικνύοντάς το καταλλήλως.
Το ερώτημα είναι, θέλουμε να είμαστε μια απλή επαρχία των Βαλκανίων ή η βασική πύλη των βορείων γειτόνων μας προς τις αγορές του κόσμου και η ατμομηχανή της παραγωγικής τους δραστηριότητας; Θέλουμε μόνο να πουλάμε ήλιο και θάλασσα στα νησιά του Αιγαίου ή να αποτελεί η χώρα μας και υπολογίσιμο γεωπολιτικό παράγοντα στην ευαίσθητη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου; Η κυβέρνηση έχει στρατηγική αντίληψη για τα ζητήματα αυτά. Όλα όσα κάνουμε, από την προώθηση των σχεδίων διέλευσης μεγάλων ενεργειακών διαύλων δια της ηπειρωτικής χώρας ως την συμμετοχή του πολεμικού μας ναυτικού σε διεθνείς ειρηνευτικές αποστολές στη Μεσόγειο, εντάσσονται στο πλαίσιο αυτό.
Σε ό,τι τώρα αφορά την οικονομική επιρροή της Ελλάδας ως στοιχείο ισχύος μας, θα ήθελα για λίγο να στρέψω την προσοχή σας προς τις επενδυτικές και εμπορικές δραστηριότητες των επιχειρήσεών μας, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή.
Τείνουμε, νομίζω, υπό τη σκιά της δημοσιονομικής κρίσης που αντιμετωπίζουμε, να παραβλέπουμε ότι στις αγορές των χωρών αυτών έχουμε κατακτήσει ισχυρά μερίδια σε διάφορους κλάδους της οικονομίας. Ένα μεγάλο και πολύ δυναμικό τμήμα των οικονομικών μας δυνάμεων τοποθετήθηκε στις οικονομίες της Νοτιο - Ανατολικής Ευρώπης και μάλιστα σε εποχές που άλλες χώρες, θα έλεγε κανείς ανταγωνιστικές προς εμάς, δεν το τολμούσαν.
Στο πλαίσιο αυτό, μου δίδεται η ευκαιρία να απαντήσω και στο σκέλος της ερώτησης που αφορά στη βελτίωση της κατάστασης των Ομογενών μας στην Αλβανία.
Η ισχυρή και διαρκής οικονομική παρουσία της Ελλάδος στην Αλβανία και τα σημαντικά αναπτυξιακά προγράμματα και έργα υποδομής που χρηματοδοτούμε εκεί συμβάλλουν στη δημιουργία συνθηκών κατάλληλων για την συγκράτηση των Ομογενών μας στις εστίες τους και για την εν καιρώ επιστροφή όσων απομακρύνθηκαν εξ ανάγκης.
Για την ενίσχυση της θέσης των Ομογενών μας και την προοπτική επιστροφής και άλλων, ιδιαίτερα σημαντική είναι η επίλυση των ιδιοκτησιακών προβλημάτων στην Αλβανία. Για το σκοπό αυτό, το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών συγχρηματοδοτεί πρόγραμμα του ΟΑΣΕ για την πρώτη και πλήρη καταγραφή των περιουσιών στη νότια ακτή της Αλβανίας.
Σε κάθε περίπτωση, καίριας σημασίας για το μέλλον των ελληνο - αλβανικών σχέσεων θα είναι η ευρωπαϊκή πορεία της Αλβανίας. Η πρόοδος της χώρας σε αυτή την κατεύθυνση διασφαλίζει και τα συμφέροντα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας. Η Αλβανία έχει δεσμευθεί έναντι της ΕΕ, μεταξύ άλλων, και για την διενέργεια απογραφής πληθυσμού το 2011, όπως ορθά επισημαίνουν οι επερωτώντες βουλευτές. Και εκτιμούμε θετικά το γεγονός ότι στο ερωτηματολόγιο που προετοιμάζεται από τις αλβανικές Αρχές έχει συμπεριληφθεί ερώτημα για την εθνική καταγωγή, το οποίο είναι μόνιμο αίτημα της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας.
Τέλος, όπως ξέρετε, βασικός παράγοντας διεθνούς ισχύος μιας χώρας είναι ο λαός και η ηγεσία του. Και επιτρέψτε μου να πω ότι όποτε ο ελληνικός λαός εκδήλωσε την εγγενή του ευψυχία, όποτε επέδειξε ομοθυμία αντιμετώπισε με επιτυχία μεγάλες προκλήσεις στην ιστορία του. Σε αυτό το πλαίσιο θέλω να συμπεριλάβω και τους ομογενείς μας. Μοναδικό συγκριτικό πλεονέκτημα της Ελλάδας και του Ελληνισμού στο διεθνή ανταγωνισμό ισχύος, είναι οι διαδοχικές γενεές Ελλήνων μεταναστών, οι πλέον πρόσφατες, αλλά και οι παλαιότερες, που εγκαταστάθηκαν και πρόκοψαν στις νέες τους πατρίδες.
Τα ίδια ισχύουν και για την πολιτική ηγεσία της χώρας. Δεν θέλω να φανώ εδώ μικρόψυχος και να περιοριστώ στο κόμμα μου. Είναι ένα κεκτημένο του πολιτικού μας πολιτισμού - και το έχω τονίσει επανειλημμένως - ότι η πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα συζητούμε και συμφωνούμε στις βασικές γραμμές της εξωτερικής πολιτικής. Αυτό, για οποιονδήποτε τυχαίνει να βρίσκεται επικεφαλής του διπλωματικού μας μηχανισμού, είναι ένα αναμφισβήτητο στοιχείο ισχύος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ζήτημα της ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Η ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί την σταθερή πολιτική που έχουμε χαράξει μαζί με την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων της χώρας μας. Έχουμε καθορίσει και καταστήσει σαφές προς όλους το πλαίσιο λύσης για την ονοματολογική διαφορά στο οποίο η ελληνική πλευρά μπορεί να συναινέσει: μια ονομασία, με γεωγραφικό προσδιορισμό για χρήση έναντι όλων.
Και μια και το θίγετε στην ερώτησή σας, η απάντηση είναι ναι, το «Βόρεια Μακεδονία» συγκαταλέγεται στις ιδέες τις οποίες κατά καιρούς έχει εκφράσει ο διαμεσολαβητής του ΟΗΕ κ. Nimetz. Είναι σαφές ότι εντάσσεται στο προκαθορισμένο από εμάς πλαίσιο και μπορεί να αποτελέσει βάση διαπραγμάτευσης για την ελληνική πλευρά.
Δυστυχώς, όμως, δεν αρκεί να επιδεικνύει μόνο η Ελλάδα τη βούλησή της για την επίλυση της χρονίζουσας αυτής διαφοράς. Η άλλη πλευρά με τη στάση και τις πρόσφατες δηλώσεις της δεν έχει ακόμα αποδείξει ότι επιθυμεί ειλικρινά να διαπραγματευτεί. Κι αυτό είναι κάτι που γίνεται αντιληπτό σε όλη τη διεθνή κοινότητα.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Το μεγαλύτερο και ακόμη αναξιοποίητο απόθεμα διεθνούς ισχύος της Ελλάδας βρίσκεται μέσα στην ίδια την ελληνική κοινωνία. Βρίσκεται εγκλωβισμένο μέσα στο πλέγμα νεποτισμού, διαφθοράς, κοινωνικής ανευθυνότητας, εγωισμού και ασυδοσίας που, δυστυχώς, αφέθηκε να επικρατήσει τα τελευταία χρόνια. Που διέβρωσε τη συνοχή της κοινωνίας και τον παραγωγικό μηχανισμό της οικονομίας.
Κι όμως, στη χώρα αυτή υπάρχουν ακόμη χρυσές εφεδρείες, υπάρχουν παραγωγικές δυνάμεις, υπάρχουν νέα και φρέσκα μυαλά, τα οποία επιζητούν την ευκαιρία να δείξουν τί αξίζουν. Ό,τι γίνεται σήμερα, ό,τι μέτρα λαμβάνει η κυβέρνηση, ό,τι θυσίες καλούμαστε να κάνουμε σήμερα, γίνονται για αυτούς. Ώστε, στο μέλλον, όχι πολύ μακριά από σήμερα, να απελευθερώσουν τις δικές τους δυνάμεις. Προσωπικά, τρέφω την ελπίδα ότι αυτοί οι νέοι άνθρωποι θα είναι και ο μεγαλύτερος πολλαπλασιαστής διεθνούς ισχύος της χώρας μας.
Σας ευχαριστώ.