ΟΜΙΛΙΑ
«ΕΠΙΛΟΓΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΣΤΙΣ ΚΟΡΥΦΑΙΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΤΟΥ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ»
ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ
Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι
Η συνταγματική κατοχύρωση, της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, και των δικαστικών λειτουργών στην Ελλάδα είναι, σε θεσμικό επίπεδο από τις πληρέστερες στην Ευρώπη.
Παρατηρείται εν τούτοις το φαινόμενο, να αμφισβητείται διαρκώς η ανεξαρτησία αυτή, και να υποσκάπτεται έτσι το κύρος της δικαιοσύνης στα μάτια του λαού.
Μάλιστα, το τελευταίο διάστημα, έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα το κύρος της Δικαιοσύνης.
Είναι λοιπόν καθήκον όλων μας, να συμβάλουμε στην ανόρθωση του κύρους και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης.
Το νομοσχέδιο αυτό είναι η απαρχή των μελλοντικών πρωτοβουλιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης και της Κυβέρνησης, για νέες νομοθετικές ρυθμίσεις, που είναι αναγκαίες, για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, μόλις ολοκληρώσουν το έργο τους οι νομοπαρασκευαστικές επιτροπές που έχει συστήσει ο Υπουργός.
Κύριο σημείο, όπου εντοπίζονται οι επιθέσεις και οι αμφισβητήσεις, της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, είναι ο τρόπος επιλογής των προεδρείων των ανωτάτων δικαστηρίων, που θεωρείται ότι προωθεί την εξάρτηση των επιλεγόμενων δικαστών από την εκάστοτε Κυβέρνηση.
Το υπό συζήτηση Νομοσχέδιο του Υπ Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κινείται στη σωστή κατεύθυνση, επιχειρεί δύο σημαντικές αλλαγές βάζοντας σαν κύριο στόχο την διασφάλιση της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, που αποτελεί προεκλογική μας δέσμευση και προτεραιότητα της κυβέρνησης μας.
Η πρώτη αλλαγή αφορά το τρόπο ανάδειξης της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων και η δεύτερη αλλαγή επαναφέρει το αυτοδιοίκητο στους μεγάλους Δικαστικούς σχηματισμούς.
Η αλλαγή στον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης, η αποδέσμευση της Δικαστικής εξουσίας από την επιρροή της Εκτελεστικής, η διαφάνεια στις επιλογές και η αξιοκρατία είναι αίτημα της κοινωνίας, στη δύσκολη φάση που διέρχεται η χώρα μας. Οι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, που καταλαμβάνουν τις ηγετικές θέσεις της δικαιοσύνης, πρέπει να επιλέγονται με πιο διαφανείς διαδικασίες και εγγυήσεις.
Πολιτικοί, πανεπιστημιακοί καθηγητές, δικαστικές ενώσεις, δικηγορικοί σύλλογοι, και διάφοροι άλλοι κοινωνικοί φορείς προτείνουν, από πολλά χρόνια, την αλλαγή του συστήματος αυτού.
Σχεδόν κανείς δεν το έχει δημόσια υπερασπιστεί, ενώ όλοι μας σχεδόν το έχουμε ανάλογα με τη συγκυρία επικρίνει, αυτό το ίδιο και τα αποτελέσματά του.
Βέβαια, μια ριζική αλλαγή απαιτεί Συνταγματική αναθεώρηση, που δεν είναι δυνατή τη στιγμή αυτή.
Το ισχύον Σύνταγμα προβλέπει ότι η επιλογή γίνεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Ωστόσο ακόμα και σε αυτό το περιορισμένο πλαίσιο η συμμετοχή της Βουλής είναι εφικτή.
Η Κυβέρνηση συνεπής προς τις προεκλογικές της δεσμεύσεις, προσφέρεται σε έναν αυτοπεριορισμό, όσο αυτός είναι εφικτός στο υφιστάμενο συνταγματικό πλαίσιο.
Αντί δηλαδή να προβεί, σύμφωνα με το ισχύον σύστημα, μόνη της στις επιλογές αυτές, εισάγει προς ψήφιση το παρόν νομοσχέδιο.
Έτσι στο άρθρο 1 προβλέπεται ότι οι προαγωγές των Ανωτάτων Δικαστών στις θέσεις
Του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας
Του Προέδρου και του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και
Του Προέδρου και του Γενικού Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
γίνονται με προεδρικό διάταγμα, μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, το οποίο ύστερα από την έκφραση γνώμης της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης, επιλέγει τους προαγόμενους μεταξύ εκείνων, που έχουν τα νόμιμα προσόντα.
Με αυτή τη ρύθμιση, δεν θίγεται η αποφασιστική αρμοδιότητα του υπουργικού συμβουλίου, παρεμβάλλεται η γνωμοδοτική αρμοδιότητα της Βουλής και μάλιστα της διάσκεψης των Προέδρων της, με ομοφωνία ή αυξημένη πλειοψηφία των 4/5 των μελών της, που από μόνη της, υποχρεώνει σε συναινέσεις αντί για μονοκομματικές επιλογές.
Οι προτεινόμενες αλλαγές στον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, γίνονται όπως προείπα, στα πλαίσια του άρθρου 90 παράγραφος 5 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι οι προαγωγές στις κορυφαίες θέσεις της δικαιοσύνης, ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, με επιλογή μεταξύ των μελών του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου, όπως ο νόμος ορίζει.
Κατά το Σύνταγμα, εξουσιοδοτείται ο κοινός νομοθέτης, να εξειδικεύσει τη διαδικασία, και εφόσον το κρίνει σκόπιμο, και τα κριτήρια, βάση των οποίων το Υπουργικό Συμβούλιο επιλέγει τους Δικαστικούς Λειτουργούς, που καταλαμβάνουν τις κορυφαίες θέσεις της δικαστικής εξουσίας.
Ο κοινός νομοθέτης λοιπόν, έχει από το Σύνταγμα την εξουσία, τόσο να προβλέψει, όσο και να εξειδικεύσει τη διαδικασία επιλογής, αλλά και να καθορίσει τα κριτήρια της επιλογής.
Μπορεί επίσης να ορίζει, πρόσθετες ουσιαστικές προϋποθέσεις, όπως είναι ο καθορισμός χρόνου υπηρεσίας στον κατεχόμενο βαθμό, ή ο προσδιορισμός ως υποψηφίων ενός πολλαπλασίου του αριθμού των εκάστοτε προς πλήρωση θέσεων, είτε να θεσπίσει περαιτέρω πρόσθετες διαδικασίες, για την επιλογή των Δικαστικών Λειτουργών στις κορυφαίες θέσεις της Δικαιοσύνης, με τον περιορισμό βέβαια ότι η τελική απόφαση παραμένει στην αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου.
Άλλωστε, τέτοια πρόσθετη διαδικασία σύμφωνη με το Σύνταγμα, προβλέπει ήδη ο νομοθέτης, αυτήν, της εισήγησης του Υπουργού Δικαιοσύνης στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Τέτοια πρόσθετη διαδικασία είναι και η γνωμοδότηση της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής.
Η έκφραση γνώμης από τη Διάσκεψη των Προέδρων, είναι απολύτως σύμφωνη με το Σύνταγμα, και τούτο διότι η αποφασιστική αρμοδιότητα της επιλογής των προαγόμενων, εξακολουθεί να ανήκει στο Υπουργικό Συμβούλιο, αφού ο Υπουργός Δικαιοσύνης δεν δεσμεύεται από η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων κατά τη διατύπωση της εισήγησής του προς το Υπουργικό Συμβούλιο.
Άλλωστε η Βουλή είναι ο σημαντικότερος προσδιοριστικός παράγοντας του πολιτεύματος μας και ο πιο αντιπροσωπευτικός πολιτειακός θεσμός.
Η επιλογή της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής για την έκφραση γνώμης, γίνεται διότι το όργανο αυτό έχει ιδιαίτερο θεσμικό βάρος, λόγω της σύνθεσης του, των αρμοδιοτήτων και των λειτουργιών του.
Εξάλλου η ομοφωνία ή η ισχυρή πλειοψηφία των 4/5 των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, δημιουργεί τις ευρύτερες δυνατές συναινέσεις.
Ακόμη εδραιώνει τη διαφάνεια και την αξιοκρατία των επιλογών, βοηθά στην αντικειμενικότερη και καλύτερη αξιολόγησή των υποψηφίων, και δρα ευεργετικά στο κύρος και το συμφέρον της Δικαιοσύνης, χωρίς να θίγει την ισορροπία του πολιτεύματος, αφού το Υπουργικό Συμβούλιο, έχει την ευθύνη της τελικής επιλογής.
Με το άρθρο 4, έχουμε τη δεύτερη αλλαγή, που επιφέρει το παρόν σχέδιο νόμου, για τη διασφάλιση της Ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης.
Με την αλλαγή αυτή, έχουμε την επαναφορά του θεσμού του ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΤΟΥ των Δικαστηρίων, στους μεγάλους Δικαστικούς Σχηματισμούς.
Ο θεσμός του αυτοδιοίκητου, δηλαδή η εκλογή των προέδρων και των μελών των συμβουλίων των μεγάλων δικαστηρίων, από τις ολομέλειες των οικείων δικαστηρίων, είναι θεσμός δημοκρατικός, που ενισχύει τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών.
Είναι θεσμός, που ενισχύει το φρόνημα και το κύρος των Δικαστικών Λειτουργών, που υπηρετούν σε αυτά τα Δικαστήρια.
Εξάλλου σήμερα όλα τα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια,
το ΔΕΚ (Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων),
το ΠΕΚ (Πρωτοδικείο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων),
το ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), και
η EUROJUST, διευθύνονται από Δικαστές που εκλέγονται από συναδέλφους τους του ιδίου βαθμού.
Ο θεσμός αυτός είχε καθιερωθεί και στη χώρα μας με τον Ν. 1756/1988, αλλά καταργήθηκε με Ν. 3689/2008.
Μετά τη κατάργηση του θεσμού, επανήλθε το πριν του 1993 καθεστώς, δηλαδή της διεύθυνσης των μεγάλων δικαστηρίων της χώρας από δικαστικούς λειτουργούς ανωτέρου βαθμού, οι οποίοι ορίζονταν από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Με τον τρόπο αυτό, του ορισμού των προϊσταμένων των μεγάλων Δικαστηρίων της χώρας, υπήρχε έλλειμμα στη λειτουργική ανεξαρτησία των Δικαστών και των Εισαγγελέων.
Σωστά λοιπόν επαναφέρεται ο θεσμός του αυτοδιοίκητου των Δικαστηρίων, που ήταν πάγιο αίτημα των δικαστικών ενώσεων, με βελτιώσεις όμως, και ασφαλιστικές δικλείδες, προκειμένου να αποφευχθούν δυσλειτουργίες, που προέκυψαν στο παρελθόν.
Οι βελτιώσεις που εισάγονται είναι οι ακόλουθες:
Το αυτοδιοίκητο των Δικαστηρίων, επανέρχεται μόνο στους μεγάλους δικαστικούς σχηματισμούς της χώρας, όπου ο αριθμός των υπηρετούντων και εν δυνάμει εκλόγιμων δικαστικών λειτουργών υπερβαίνει τους δέκα (10).
Προτείνεται να ισχύσει, στο πολιτικό και διοικητικό εφετείο Αθηνών, στο πολιτικό εφετείο Θεσσαλονίκης, στα πρωτοδικεία, πολιτικά και διοικητικά Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά και στα ειρηνοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης.
Τα δικαστήρια αυτά θα διευθύνονται από τριμελές συμβούλιο.
Η Αρχαιότητα, είναι το βασικό κριτήριο εκλογιμότητας.
Επιτρέπεται, η εκλογή, για μια μόνο φορά, για μια μόνο διετία. Ενισχύεται έτσι η εναλλαγή των προσώπων. Επιτρέπεται όμως, η εκλογή του ίδιου προσώπου, τόσο για τον επόμενο βαθμό από αυτόν που κατείχε, όσο και στον δεύτερο βαθμό.
Ο πρόεδρος και ο Εισαγγελέας δεν επιτρέπεται να μετατεθούν, για κανένα λόγο.
Επίσης, εισάγονται και κωλύματα εκλογής, διότι θέλουμε ακέραιους και καταρτισμένους δικαστές, να διευθύνουν τους μεγάλους δικαστικούς σχηματισμούς της χώρας.
Καθιερώνεται το ασυμβίβαστο, μεταξύ προέδρου, εισαγγελέα, ή μέλους του συμβουλίου, και μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, δικαστικών Ενώσεων.
Σε περίπτωση εκλογής, προβλέπεται δικαίωμα επιλογής, μιας εκ των δύο θέσεων.
Ο θεσμός του αυτοδιοίκητου, θα ισχύσει με την δημοσίευση του παρόντος νόμου.
Κυρίες και Κύριοι συνάδελφοι
Το παρόν νομοσχέδιο, το οποίο προήλθε μετά από ένα γόνιμο, και εξαντλητικό διάλογο, με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, αποτελεί τομή στη λειτουργία της δικαιοσύνης, εισάγει δύο μεγάλες αλλαγές, και είναι σίγουρο, ότι προάγει την ανεξαρτησία, και το κύρος της Δικαιοσύνης.
Γι αυτό και εισηγούμαι στο σώμα την υπερψήφισή του.