ΟΜΙΛΙΑ
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ
ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ
Συζήτηση επί της αρχής, των άρθρων και του συνόλου του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Οικονομικών «Κανόνες τροποποιήσεως τίτλων, εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με συμφωνία των Ομολογιούχων»
Η προχθεσινή συμφωνία είναι σημαντική από κάθε άποψη και κλείνει έναν κύκλο που ξεκίνησε το 2008 και έφερε την Ελλάδα στο επίκεντρο μίας κρίσης που είχε την αφετηρία στον χρηματοοικονομικό τομέα χωρών έξω από τη ζώνη του ευρώ. Σύντομα όμως μετεξελίχθηκε σε μία κρίση οικονομικά κυρίαρχων κρατών που είχαν ως κύριο χαρακτηριστικό τους γνώρισμα την πολύχρονη παρουσία των δίδυμων ελλειμμάτων: διαχρονικού ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, έμπρακτη επιβεβαίωση της αδυναμίας επιτυχούς ένταξής τους στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, αλλά κι ενός διαχρονικού δημοσιονομικού ελλείμματος που χρόνο με το χρόνο συσσώρευε χρέος μέχρι που αυτό έφθασε σε επίπεδα που το κόστος εξυπηρέτησής του έγινε δυσβάσταχτο και οι αγορές το χαρακτήριζαν ως μη διατηρήσιμο. Γι’ αυτό, λοιπόν, τονίζω ότι οι επόμενες εβδομάδες θα είναι καθοριστικής σημασίας για την επιτυχή ολοκλήρωση της απομείωσης του χρέους που βαραίνει τη χώρα, ώστε οι πολίτες να απαλλαγούν από ένα σημαντικό κόστος που αφορά την εξυπηρέτηση του χρέους.
Παρακολουθώντας τη συζήτηση που έγινε σήμερα θεωρώ πως τελικά πρέπει να γίνει μία ειδική συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για την πορεία που ακολούθησε το δημόσιο χρέος τα τελευταία σαράντα χρόνια. Πρέπει να συζητήσουμε ποιες ήταν εκείνες οι δυσλειτουργίες στους θεσμούς, στο πολιτικό σύστημα, στη δημοσιονομική διαχείριση, που επέτρεψαν τη συσσώρευση ενός τόσο μεγάλου χρέους, καθώς και το γιατί δεν δημιουργήθηκαν ασφαλιστικές δικλίδες έτσι ώστε αν ξεφύγει το χρέος από ένα όριο, που θα προσδιοριζόταν ρητά, να ενεργοποιούνταν αυτόματα διαδικασίες παρέμβασης ώστε όχι μόνο να πάψει η ανοδική πορεία του δημόσιου χρέους αλλά να υπήρχαν και παρεμβάσεις που θα οδηγούσαν σε σταθεροποίηση και σε σταδιακή μείωσή του σε χαμηλότερα επίπεδα.
Διότι αν αυτό το οποίο προτείνω σήμερα είχε συμβεί πριν από είκοσι ή έστω πριν από δέκα χρόνια, κανείς από τους Έλληνες πολίτες σήμερα δεν θα ήξερε τις λέξεις «τρόικα» και «μνημόνιο». Κανείς δεν θα βρισκόταν αντιμέτωπος με τόσο μεγάλες απώλειες εισοδήματος. Και πρέπει να γίνει αυτή η συζήτηση για το χρέος, έτσι ώστε να αποκαλυφθεί ποιες ήταν εκείνες οι μαξιμαλιστικές και οικονομικά ανορθολογικές διεκδικήσεις που οδηγούσαν σε ετήσια ελλείμματα που με τη σειρά τους τροφοδοτούσαν το χρέος.
Άκουσα σήμερα Βουλευτές από την Αριστερά, που έχουν πολύ μεγαλύτερη κοινοβουλευτική παρουσία από πολλούς από εμάς που είμαστε νεότεροι Βουλευτές, να αποποιούνται την όποια ευθύνη για το πώς έφθασε εδώ η χώρα και το πώς έφθασε το χρέος σ’ αυτό το επίπεδο και να επιδιώκουν να επιμερίσουν τις ευθύνες μεταξύ του ΠΑ.ΣΟ.Κ. και της Νέας Δημοκρατίας.
Και ρωτώ, κύριοι συνάδελφοι της Αριστεράς, γιατί θέλετε να συσκοτίσετε μία άλλη πραγματικότητα ότι και με τη δική σας στάση, μέσα και έξω από τη Βουλή, στηρίζετε κάθε διεκδίκηση, ανεξάρτητα από το πόσο ρεαλιστική, από το πόσο λογική ήταν αυτή ή όχι. Και σας ερωτώ, γιατί ποτέ μέχρι σήμερα δεν αισθανθήκατε την αγωνία να προκαλέσετε μία συζήτηση στη Βουλή, με το ερώτημα γιατί κάθε χρόνο αυξανόταν το χρέος. Προκαλώ και σας προσκαλώ να καταθέσετε εάν κάνατε έστω και μία φορά ερώτηση με την προοπτική να γίνει ειδική συζήτηση στη Βουλή τα τελευταία είκοσι χρόνια με το πού βρίσκεται το χρέος, ποια ήταν η πορεία του και να ελέγχετε τις κυβερνήσεις που κυβέρνησαν, στις οποίες εσείς θέλετε να μεταθέσετε τις ευθύνες, για το τι θα κάνουν, για να σταθεροποιηθεί το χρέος ή ακόμα και να μειωθεί.
Δε με εκπλήσσει, λοιπόν, η σημερινή ανέξοδη σας στάση η αποφυγή στη διατύπωση ρεαλιστικών προτάσεων για το πώς η χώρα μπορεί να φύγει από την κρίση. Αυτά, για να απαντήσω σε όλους αυτούς, που προσπαθούν να επιμερίσουν τις ευθύνες μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας.
Να απαντήσω και σε ένα θέμα που τέθηκε από τη Νέα Δημοκρατία. Άκουσα ομιλητές από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας να λένε: «Και σε τελική ανάλυση τι πετυχαίνουμε με την προσπάθεια αυτή που γίνεται για απομείωση του χρέους; Το μόνο αυτό που πετυχαίνουμε είναι, μετά από αρκετά χρόνια το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ να επιστρέψει πίσω στο 120%».
Πολύ φοβάμαι ότι αυτή η λογική είναι μία διαστρεβλωτική λογική. Διότι η Νέα Δημοκρατία άφησε το έλλειμμα στο 15,8%. Και ξέρουμε ότι ο μόνος τρόπος για να σταματήσει να αυξάνεται το χρέος είναι να μηδενίζονται τα ελλείμματα. Και δεν γνωρίζω κανέναν, ο οποίος να διατύπωσε την πρόταση ότι θα μπορούσε το έλλειμμα να μηδενιστεί μόνο μέσα σε μία χρονιά.
Όσο, λοιπόν, η χώρα εξακολουθεί να έχει ελλείμματα την ίδια περίοδο θα έχουμε και αύξηση του χρέους. Αυτήν την πραγματικότητα πρέπει να την αναγνωρίσει οποιοσδήποτε θέλει να λέει ότι τοποθετείται υπεύθυνα και σοβαρά στη συζήτηση που κάνουμε στην Ολομέλεια.
Λέω, λοιπόν, ότι μετά το PSI μπορεί να ξεκινάει ένας νέος κύκλος για την Ελλάδα, να γίνει μία νέα προσπάθεια για την έξοδο της χώρας από την κρίση, με αφετηρία το γεγονός ότι θα έχουμε ένα μικρότερο χρέος. Να γίνει μία νέα προσπάθεια, καθώς θα αίρεται πλέον η αβεβαιότητα για τη μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας, αλλά και της προοπτικής της στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Να γίνει μία νέα προσπάθεια με την πρωτοβουλία για την ανακεφαλοποίηση του τραπεζικού συστήματος, μία πρωτοβουλία που θα διασφαλίζει ότι αυτό θα επανέλθει στον αναπτυξιακό του ρόλο, να χρηματοδοτεί δηλαδή επενδύσεις.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η χώρα θα κάνει τις προσπάθειες της για να ξεφύγει από την παγίδα των δίδυμων ελλειμμάτων, να μειώσει δηλαδή και τα δημοσιονομικά ελλείμματα, να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα της.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσω ότι αυτό δεν αρκεί, γιατί το πρόβλημα στην Ευρώπη δεν έχει την αφετηρία του στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας. Το πρόβλημα εντοπίζεται στον τρόπο λειτουργίας της ίδιας της ευρωζώνης. Όσο συνεχίζουμε να αγνοούμε το πρόβλημα αυτό, τόσο θα εμποδίζεται η επιστροφή σε ισορροπία. Όσοι έχουν ασχοληθεί με τη διατύπωση ή με τη διερεύνηση κανόνων για μία επιτυχή λειτουργία μίας νομισματικής ένωσης, έχουν καταλήξει σε ορισμένα συμπεράσματα. Και θα κάνω τρεις επισημάνσεις, για το τι λένε αυτοί που έχουν ασχοληθεί, με το πώς μία νομισματική ένωση μπορεί να λειτουργήσει επιτυχώς.
Πρώτη επισήμανση. Για να είναι επιτυχής μία νομισματική ένωση θα πρέπει να έχει ένα δημοσιονομικό, αναδιανεμητικό μηχανισμό, που θα στηρίζει χώρες, που βρίσκονται σε ύφεση με πόρους που προέρχονται από χώρες οι οποίες βρίσκονται σε ανάπτυξη. Με αυτόν τον τρόπο η προσαρμογή γίνεται πιο ήπια και το οικονομικό και πολιτικό κόστος συμμετοχής στη νομισματική ένωση δεν καθίσταται δυσβάσταχτο. Διαφορετικά η διαχρονική αποτίμηση κόστους-οφέλους από τη συμμετοχή επαναξιολογείται θέτοντας σε κίνδυνο τη λειτουργία της νομισματικής ένωσης. Υπενθυμίζω ότι βασική παραδοχή για μία επιτυχή λειτουργία ενός νομισματικού συστήματος είναι η μη αντιστρεψιμότητα του. Και δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αυτός ήταν ο λόγος για την μη εισαγωγή ρήτρας εξόδου στον καταστατικό χάρτη που διέπει τη λειτουργία της ΟΝΕ.
Μία δεύτερη επισήμανση. Κάθε νομισματική ένωση που λειτούργησε στο παρελθόν, κάθε νομισματικό σύστημα του παρελθόντος είχε στο επίκεντρό του μία οικονομία που αναλάμβανε ένα συντονιστικό ρόλο. Αυτό διασφάλιζε την επιτυχή λειτουργία της νομισματικής ένωσης. Για να κλείσω με την ιστορία των νομισματικών ενώσεων θα ήθελα να κάνω μία τρίτη επισήμανση. Κάθε νομισματική ένωση του παρελθόντος που επέβαλε ασύμμετρη διόρθρωση στις ανισσοροπίες που υπήρχαν στον εξωτερικό τομέα οικονομιών χωρών-μελών της Ευρωζώνης δεν άντεξε στο χρόνο.
Εάν, λοιπόν, μόνο οι χώρες που έχουν έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών καλούνται κάθε φορά να αναλάβουν το κόστος αποκατάστασης της ανισσοροπίας, τότε αυτό αποδυναμώνει τη λειτουργία της Νομισματικής Ένωσης.
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά, για να καταλαβαίνουν όλοι όσοι μας ακούνε; Χώρες όπως η Ελλάδα, αλλά και άλλες χώρες με ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πρέπει, για να ξεφύγουν από την κρίση, όχι μόνο να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, αλλά να τονώσουν και την εγχώρια παραγωγή για να υποκαταστήσουν τις εισαγωγές τους. Άρα, ουσιαστικά θα πρέπει να εκμηδενίσουν το έλλειμμα ή ακόμη να προχωρήσουν και σε πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Αυτό σημαίνει ότι χώρες με πλεονάσματα θα βρεθούν πλέον να χάνουν αυτά τα πλεονάσματα ή ξαφνικά να βρεθούν για πρώτη φορά στην ιστορία τους αντιμέτωπες με ελλείμματα.
Εκτός εάν κάποιοι σκέφτονται ότι είναι δυνατόν να αποκατασταθούν αυτές οι ανισσοροπίες στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, δημιουργώντας πλεονάσματα σε βάρος χωρών έξω από την Ευρωζώνη ή έξω από την Ευρωπαϊκή Ένωση, πράγμα που θα έφερνε σε σύγκρουση τις σχέσεις των χωρών της Ευρωζώνης ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις τρίτες χώρες.
Με αυτές τις επισημάνσεις για το πώς λειτουργεί επιτυχώς μία νομισματική ένωση, σας καλώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να ψηφίσετε το σημερινό νομοσχέδιο το οποίο θα δώσει τη δυνατότητα στη χώρα να προχωρήσει στην ομαλή υλοποίηση της Συμφωνίας της 26ης Οκτωβρίου.