ΟΜΙΛΙΑ
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ
(7 Σεπτεμβρίου)Διαρκής Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων με θέμα ημερήσιας διάταξης: Συνέχιση της επεξεργασίας και εξέτασης του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Οικονομικών «Ενισχυμένα μέτρα εποπτείας και εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων - Ρύθμιση θεμάτων χρηματοπιστωτικού χαρακτήρα - Κύρωση της Σύμβασης – Πλαισίου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και των τροποποιήσεων της και άλλες διατάξεις» (3η συνεδρίαση).
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θεωρώ ουσιαστική τη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στην απογευματινή συνεδρίαση της Επιτροπής. Εάν κάποιος αναζητήσει έναν κοινό παρανομαστή σε πολλές από τις προβλέψεις που υπάρχουν στο παρόν νομοσχέδιο, θα μπορούσε κάλλιστα να διαπιστώσει ότι σε ένα μεγάλο βαθμό είναι, αν θέλετε, απόρροια της μεγάλης κρίσης με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η παγκόσμια οικονομία από το 2008.
Αν δει κάποιος τι είναι αυτό που μας καθοδηγεί στη λήψη πρωτοβουλιών για την ενίσχυση του εποπτικού ρόλου της Τράπεζας της Ελλάδος, ή τι είναι αυτό που οδηγεί τις χώρες της Ε.Ε στο να δημιουργήσουν το EFSF, θα διαπιστώσει ότι όλα αυτά σχετίζονται με τη μεγάλη κρίση, την κρίση του 2008, η οποία πραγματικά οδήγησε πολλές χώρες να αναθεωρήσουν τις απόψεις τις οποίες είχαν υιοθετήσει στο παρελθόν σε ότι αφορά τη δυνατότητα των αγορών να αυτορυθμίζονται, ή τις απόψεις τους για το πώς διασφαλίζεται η αποτελεσματική εποπτεία.
Θα ήθελα να ξεκινήσω από τις τελευταίες διατάξεις του νομοσχεδίου, διότι διαπίστωσα και από την τοποθέτηση του εισηγητή της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης αλλά και των εισηγητών των υπολοίπων κομμάτων, ότι εξακολουθούν να εκφράζουν τις επιφυλάξεις τους και για τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου και για το ζήτημα του EFSF. Μόλις άκουσα το συνάδελφο κύριο Παπαδημούλη να εκφράζει τις επιφυλάξεις του, για το τι ακριβώς θα έπρεπε να έχει γίνει σε επίπεδο Ευρωπαϊκό. Ας μου επιτραπεί, να κάνω μια μικρή αναδρομή σε ότι αφορά τα της ΟΝΕ, να δούμε πραγματικά ποιες ήταν εκείνες οι αδυναμίες οι οποίες υπήρχαν από την αρχή στο θεσμικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη λειτουργία της ΟΝΕ. Τι ακριβώς έχει συμβεί το τελευταίο χρονικό διάστημα μετά το ξέσπασμα της κρίσης που οδήγησε στη δημιουργία του ελληνικού μηχανισμού, στις 2 Μαΐου 2010, του EFSF στις 9 Μαΐου 2010 και βέβαια μόλις πρόσφατα είχαμε τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου.
Όσοι είχαν τη δυνατότητα και από επιστημονική σκοπιά να ασχοληθούν με το ζήτημα των Νομισματικών Ενώσεων ξέρουν ότι η απόφαση ορισμένων χωρών να συμμετάσχουν σε μια Νομισματική Ένωση πηγάζει από ένα τμήμα της οικονομικής θεωρίας που προσπαθεί να εντοπίσει ποια είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά, τα οποία θα επιτρέψουν σε μια ομάδα χωρών, να συμμετάσχουν σε μια Νομισματική Ένωση κατά έναν τρόπο αποτελεσματικό και ουσιαστικό για τη μελλοντική πορεία των οικονομιών τους. Η θεωρία αυτή είναι η θεωρία των άριστων νομισματικών περιοχών. Όσοι λοιπόν προσπάθησαν να κάνουν κάποια εμπειρική έρευνα πάνω στο ζήτημα αυτό και να ελέγξουν αν οι 17 χώρες της Ευρωζώνης συνιστούν μια άριστη νομισματική περιοχή, όπως προβλέπει η θεωρία, πολύ πριν ψηφιστεί η Συνθήκη του Μάαστριχτ που ουσιαστικά δημιούργησε τις προϋποθέσεις για να προχωρήσουμε στη Νομισματική Ενοποίηση της Ευρώπης, οι περισσότεροι από τους ερευνητές έλεγαν ότι οι χώρες της σημερινής Ευρωζώνης δύσκολα τεκμαίρεται ότι συνιστούν μια άριστη νομισματική περιοχή. Εξ ου και το συμπέρασμα εκείνης της περιόδου ότι η απόφαση των χωρών να προχωρήσουν στη συγκρότηση της νομισματικής περιοχής της Ευρωζώνης, ήταν μια απόφαση πρωτίστως πολιτική, ότι θα δηλαδή η νομισματική ενοποίηση θα λειτουργούσε ως ένας προθάλαμος ο οποίος αργά ή γρήγορα θα οδηγούσε σε βαθύτερη πολιτική συνεργασία των χωρών της Ευρωζώνης. Κατανοούσαν, όμως, τις δυσκολίες οι οποίες υπήρχαν στο εγχείρημα αυτό, έλεγαν ότι το θεσμικό πλαίσιο το οποίο διέπει τη λειτουργία της Ευρωζώνης είναι αδύναμο και από τότε είχε κατατεθεί σειρά προτάσεων προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό. Ποια ήταν η ιδιαίτερη ανησυχία; Η άποψη που υπήρχε ήταν η εξής: ότι οι χώρες που συμμετέχουν σε μια Νομισματική Ένωση, από τη στιγμή που μεταβιβάζουν την άσκηση της αρμοδιότητας για τη νομισματική πολιτική στην Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα, η οποία έχει την ευθύνη για τον καθορισμό των επιτοκίων και τις συναλλαγματικές ισοτιμίες του κοινού νομίσματος, μένουν ουσιαστικά μόνο με ένα εργαλείο πολιτικής στη διάθεση τους.
Ποιο είναι αυτό το εργαλείο πολιτικής; Είναι η δημοσιονομική πολιτική. Εδώ τίθεται ένα ερώτημα: είναι το όπλο αυτό, της δημοσιονομικής πολιτικής, διαθέσιμο πάντα και για όλες τις χώρες; Δηλαδή, μπορεί μια χώρα με το εργαλείο της δημοσιονομικής πολιτικής να αντιμετωπίσει μια αρνητική διαταραχή; Επειδή εκτιμήθηκε ότι αυτό το εργαλείο είναι διαθέσιμο για τις χώρες με υγιή δημοσιονομικά μεγέθη τέθηκε τότε ένας περιορισμός ως προς τα δημοσιονομικά μεγέθη τα οποία θα πρέπει να πληροί μια χώρα προκειμένου να συμμετάσχει στην Νομισματική Ένωση. Διότι κρίθηκε ότι θα πρέπει μια χώρα η οποία συμμετέχει στη Νομισματική Ένωση, να έχει ένα χαμηλό χρέος να έχει μια παράδοση χαμηλών ελλειμμάτων, έτσι ώστε σε περίπτωση που βρεθεί αντιμέτωπη με μια κρίση ζήτησης να μπορεί να ανταπεξέλθει χρησιμοποιώντας το εργαλείο της δημοσιονομικής πολιτικής.
Βεβαίως, υπήρχαν άλλες προσεγγίσεις γύρω από το ζήτημα αυτό, που κατατέθηκαν από ερευνητές, οι οποίοι λαμβάνοντας υπόψη τους την εμπειρία της πιο επιτυχημένης Νομισματικής Ένωσης που είναι αυτή των ΗΠΑ, έλεγαν ότι για να είναι αποτελεσματική αυτή η συγκεκριμένη Νομισματική Ένωση θα πρέπει να υπάρχει ένας Ομοσπονδιακός Δημοσιονομικός Αναδιανεμητικός Μηχανισμός, ο οποίος θα δίνει τη δυνατότητα οι πλούσιες περιοχές - και είμαι πολύ προσεκτικός όταν αναφέρομαι σε περιοχές και όχι σε κράτη - να συνεισφέρουν στον κοινοτικό προϋπολογισμό και να διευκολύνονται ή να βοηθούνται οι φτωχές περιοχές, οι οποίες βρίσκονται αντιμέτωπες με τις συνέπειες κάποιας κρίσης έτσι ώστε να μπορεί να υπάρχει μια αποτελεσματικότητα στη λειτουργία μιας Νομισματικής Ένωσης. Διότι καταλαβαίνετε, ότι ούτε το νόμισμα τους μπορούν να υποτιμήσουν οι χώρες που βρίσκονται αντιμέτωπες με μια κρίση, ούτε επιτόκιο ειδικά για αυτές τις χώρες μπορεί να υπάρξει από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αυτά είχαν κατατεθεί τότε, αλλά ήταν μια απόφαση των χωρών που συγκρότησαν την Ευρωζώνη ότι δεν ήταν ώριμες οι συνθήκες να προχωρήσουν στη λήψη τέτοιων αποφάσεων και ξεκίνησε τη λειτουργία της η Ευρωζώνη χωρίς να έχει αντιμετωπίσει ένα κομβικό πρόβλημα.
Βεβαίως, υπήρχαν τότε πολλοί μελετητές, οι οποίοι είχαν καταθέσει την άποψη, ότι η μόνη ιστορική περίπτωση επιτυχούς νομισματικής ένωσης ήταν η περίπτωση των νομισματικών ενώσεων, οι οποίες στο τέλος συνοδεύτηκαν και από πολιτική ενοποίηση. Δηλαδή, δεν έχουμε κανένα ιστορικό προηγούμενο όπου μία νομισματική ένωση χωρών, οδηγήθηκε σε μακροημέρευση, χωρίς στο μεταξύ να μεσολαβήσει και μία πολιτική ενοποίηση.
Έχουμε, στην περίπτωση της Ευρώπης δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα, δηλαδή, δύο προσπαθειών που έγιναν από χώρες της Ευρώπης να προχωρήσουν στη συγκρότηση νομισματικών ενώσεων που απέτυχαν και αυτές ήταν η Σκανδιναβική νομισματική ένωση και η Λατινική νομισματική ένωση. Και οι δύο και για λόγους που δεν είναι του παρόντος να συζητήσουμε, απέτυχαν. Οι μόνες, οι οποίες πέτυχαν, ήταν η ενοποίηση της Γερμανίας, όπου, πραγματικά τα διάφορα κρατίδια με την πολιτική ενοποίηση, διασφάλισαν και την επιτυχία της νομισματικής ένωσης και βέβαια, οι Ηνωμένες πολιτείες Αμερικής.
Στην περίπτωση της ευρωζώνης, δεν πάρθηκαν αποφάσεις προς αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι, φτάσαμε, μετά το ξέσπασμα της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης το 2008, να βρεθεί μια χώρα της ευρωζώνης και αναφέρομαι συγκεκριμένα στην περίπτωση της Ελλάδος, αντιμέτωπη με μία μεγάλη κερδοσκοπική επίθεση. Αυτό ήταν άλλωστε και το επιχείρημα το οποίο αναδείξαμε τους εταίρους μας, από την πρώτη στιγμή. Μία άποψη, η οποία δεν έγινε αποδεκτή από την πρώτη στιγμή από τους εταίρους μας και χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Πιστεύω ότι η ροή των πραγμάτων θα μπορούσε να ήταν διαφορετική, αν υπήρχε μία πιο άμεση ανταπόκριση όταν για πρώτη φορά θέσαμε το ζήτημα αυτό στους εταίρους. Αντιλαμβάνομαι ότι είναι δύσκολο όταν εμπλέκονται 17 χώρες - 17 κοινοβούλια να έχουμε την δυνατότητα να περιμένουμε, άμεσες και αποτελεσματικές παρεμβάσεις, από το σύνολο των χωρών της ευρωζώνης. Αυτό, όμως, το οποίο καταγράφεται πλέον ως εμπειρία, είναι ότι, ενώ ξεκινήσαμε αυτήν τη συζήτηση για τα προβλήματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η Ελλάδα από τις αρχές του 2010, όταν εκδηλώθηκαν οι πρώτες κερδοσκοπικές επιθέσεις, οι οποίες οδηγούσαν ολοένα και σε υψηλότερα επιτόκια, κάθε φορά που η Ελλάδα έβγαινε στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου για να δανειστεί, η αντίδραση της ευρωζώνης ήταν ότι, «θα πρέπει να αντιμετωπίσετε τα προβλήματα σας», κάτι το οποίο εμείς ουδέποτε αμφισβητήσαμε ως ανάγκη. Δηλαδή, ανεξάρτητα από το αν υπήρχε κερδοσκοπική επίθεση σε βάρος της χώρας μας και η παρέμβαση από τη μεριά της ευρωζώνης κρινόταν από εμάς ως αναγκαία, βεβαίως και η χώρα είχε υποχρέωση να αντιμετωπίσει τα μεγάλα προβλήματα που υπήρχαν και στο παραγωγικό της πρότυπο και τα οποία, καταγράφονταν μέσα από τα συνεχή ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αλλά και στα δημοσιονομικά της μεγέθη, διότι συσσώρευε συνεχώς χρέος και βεβαίως, υπήρχανε διογκούμενα ελλείμματα στο δημόσιο τομέα.
Τελικά, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να προχωρήσει στη συγκρότηση του ελληνικού μηχανισμού και να στηρίξει την Ελλάδα, παίρνοντας τη μεγάλη απόφαση να προχωρήσει σε συνεργασία πάντοτε με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την πρώτη δόση των 113 δισεκατομμυρίων. Ακριβώς, επειδή, υπήρξε καθυστέρηση στην αντίδραση, υποχρεώθηκε μόλις επτά ημέρες μετά, δηλαδή, στις 9 με 10 Μαΐου να προχωρήσει στην συγκρότηση του EFSF, διότι τότε και μόνον τότε έγινε κατανοητό ότι πλέον η κρίση είχε ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια της Ελλάδος, απειλούσε και άλλες χώρες, πέρα από την Ελλάδα και βεβαίως, κατάλαβαν ότι η λειτουργία του ελληνικού μηχανισμού και η επανάληψή τους, στην περίπτωση άλλων χωρών που θα βρισκόταν αντιμέτωπες με το πρόβλημα, δεν αρκεί, με αποτέλεσμα να προχωρήσουνε στη δημιουργία του EFSF. Το οποίο, εάν θέλετε διευκόλυνε μετά και την αντίδραση της Ευρώπης προκειμένου να διαχειριστεί την κρίση με την οποία βρέθηκαν αντιμέτωπες δύο άλλες χώρες της ευρωζώνης, οι οποίες και αυτές υποχρεώθηκαν να προσφύγουν στο μηχανισμό στήριξης και αναφέρομαι ποιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση της Πορτογαλίας αλλά και της Ιρλανδίας.
Παρά το γεγονός ότι προβλήματα με τα οποία βρισκόταν αντιμέτωπες αυτές οι δύο χώρες, ήταν προβλήματα διαφορετικής φύσεως. Γιατί, η οικονομία της Ιρλανδίας, για παράδειγμα είχε λύσει τα προβλήματα της ανταγωνιστικότητας, αλλά είχε ιδιαίτερα προβλήματα που σχετίζονταν με τον τρόπο που λειτούργησε ο τραπεζικός τομέας. Ενώ, στην περίπτωση της Πορτογαλίας, βεβαίως, υπήρχαν διαρθρωτικά προβλήματα σε ό,τι αφορά στον τρόπο λειτουργίας της οικονομίας, αλλά το δημόσιο χρέος της Πορτογαλίας δεν ήταν τόσο μεγάλο όσο ήταν στην περίπτωση της Ελλάδος. Βέβαια, οι αναταραχές συνεχίστηκαν, παρά την παρέμβαση και την δημιουργία του EFSF, παρά τη δημιουργία ενός μονιμότερου μηχανισμού από το 2013 και μετά, ακριβώς επειδή οι αποφάσεις αυτές - ας μου επιτραπεί να το καταθέσω - ήρθαν με κάποια καθυστέρηση - και επειδή τέθηκε το ζήτημα της συμμετοχής των ιδιωτών το οποίο απέκτησε και ένα κομβικό ρόλο στο μόνιμο μηχανισμό που θα λειτουργήσει μετά το 2013. Κατά την άποψη ορισμένων έπρεπε να υιοθετηθεί αυτή η θέση διότι με αυτόν τον τρόπο αντιμετωπίζονταν, ο ηθικός κίνδυνος. Ποια είναι η επιχειρηματολογία που κατέθεσαν οι υποστηρικτές της άποψης της συμμετοχής των ιδιωτών; Έλεγαν, ότι εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε ένα συστημικό πρόβλημα.
Μέχρι τώρα, υπήρχε η αντίληψη ότι οι αγορές θα τιμολογούν ακριβά το κόστος δανεισμού μιας χώρας, η οποία δεν παίρνει τα αναγκαία μέτρα για να προστατευτεί και έτσι, οι ίδιες οι αγορές, θα δημιουργούσαν έναν μηχανισμό με τον οποίο θα τιμωρούσαν χώρες με μεγάλα ελλείμματα και με μεγάλα χρέη. Αποδείχθηκε ότι η προσέγγιση αυτή, δηλαδή, ότι οι αγορές θα μπορούσαν να περιορίσουν τον δανεισμό ορισμένων χωρών, δε λειτούργησε. Από την πρώτη στιγμή λειτουργίας των χωρών της ευρωζώνης, οι περισσότερες χώρες δανείζονταν με επιτόκια που ήταν παρεμφερή με επιτόκια τα οποία δανείζονταν και η Γερμανία, δηλαδή, οι αποκλίσεις ήταν οριακού χαρακτήρα των 20 ή των 30 μονάδων βάσης, με αποτέλεσμα, βρίσκοντας πολλές χώρες της ευρωζώνης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, αυτό τον φτηνό δανεισμό, προχώρησαν σε επίπεδα τα οποία ήταν πολλές φορές αδικαιολόγητα.
Αλλά αυτό οφείλονταν σε ένα μεγάλο βαθμό, επειδή υπήρχε όλη τη δεκαετία υπερπροσφορά κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο, υπήρχαν πάρα πολύ χαμηλά επιτόκια, που σημαίνει ότι οι αγορές, δεν λειτούργησαν όπως εκτιμούσαν κάποιοι. Τώρα έρχονται οι χώρες οι οποίες ανέδειξαν αυτόν το ηθικό κίνδυνο και είπαν ότι εμείς θεωρούμε ότι πρέπει να υπάρξει και μια τιμωρία όλων αυτών των δανειστών οι οποίοι δεν συμπεριφέρονται κατά έναν τρόπο ορθολογικό, συνεχίζουν να δανείζουν δανειολήπτες οι οποίοι δεν πληρούν κάποια συγκεκριμένα κριτήρια, γι' αυτό και επέμειναν στην εισαγωγή της συμμετοχής των ιδιωτών και στο μηχανισμό του ESM. Όπως καταλαβαίνετε, αυτό δημιούργησε μεγαλύτερη αβεβαιότητα, δημιούργησε μεγαλύτερη ανασφάλεια, αλλά είχε και ως αποτέλεσμα να προχωρήσει η Ευρώπη στην λήψη μιας δεύτερης μεγάλης απόφασης, που ήταν η απόφαση της 21ης Ιουλίου, όπου δεσμεύτηκε για την τοποθέτηση ενός νέου πακέτου χρημάτων ύψους 109 δισεκατομμυρίων ευρώ, τα οποία αθροιζόμενα στα 110, καταλαβαίνετε ότι πρόκειται για ένα ασύλληπτο μέγεθος, διότι ακριβώς κατανοήθηκε, ότι θα πρέπει με κάθε τρόπο να διασφαλιστεί, ότι χώρες όπως η Ελλάδα, θα πρέπει να μείνουν έξω από τις αγορές κεφαλαίου για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, προκειμένου να προχωρήσουν σε όλες εκείνες τις διαρθρωτικές αλλαγές, αλλά και τις δημοσιονομικές προσαρμογές, για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους και βεβαίως, όταν αντιμετωπίσουν αυτά τα προβλήματά τους, θα μπορέσουν να βγουν και με ευνοϊκότερους όρους. Και μάλιστα μέρος των αποφάσεων, πέρα από το πακέτο των 109 δισεκατομμυρίων, ήρθε να δώσει και απάντηση στο ερώτημα το οποίο κυριαρχεί σε πάρα πολλούς αναλυτές, για το εάν το χρέος που έχει η Ελλάδα είναι διατηρήσιμο, εάν μπορεί να εξυπηρετηθεί, διότι οι αποφάσεις οδηγούν σε πολύ φθηνότερο δανεισμό για λογαριασμό της Ελλάδος, αλλά και επιμηκύνεται μέσα από τη συμμετοχή των ιδιωτών η μέση ληκτότητα του χρέους, δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές προβλέπουν ότι τα παλιά ομόλογα όλων των ιδιωτών που θα συμμετάσχουν στο πρόγραμμα το οποίο ανακοινώθηκε την 21η Ιουλίου και αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη, θα αντικατασταθούν με ομόλογα 30ετους διάρκειας.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι αμέσως μετά τη λήψη της απόφασης, τόσο ο Πρωθυπουργός, όσο και ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και Υπουργός Οικονομικών, τονίζουν, σε κάθε περίπτωση, ότι αυτό το οποίο έχει ανάγκη η χώρα είναι να υλοποιηθούν οι αποφάσεις της 21ης Ιουλίου, οι οποίες πραγματικά θα βοηθήσουν τη χώρα να αντιμετωπίσει κατά τρόπο αποτελεσματικότερο σειρά προβλημάτων που σχετίζονται με το πρόβλημα ρευστότητας με το οποίο βρίσκεται αντιμέτωπο το τραπεζικό σύστημα, δηλαδή με την έλλειψη ρευστότητας, αλλά και το ελληνικό δημόσιο να αντιμετωπίσει σειρά των προβλημάτων του. Και έχω πει, ότι μέρος της συμφωνίας για τα 109 δισεκατομμύρια ευρώ, προβλέπει, ότι η χώρα θα πάρει και χρήματα με τα οποία θα μπορέσει να αποπληρώσει και ληξιπρόθεσμες οφειλές. Δηλαδή, ήταν ένα πακέτο το οποίο λύνει και αντιμετωπίζει όλα τα μεγάλα προβλήματα της χώρας.
Βεβαίως, από τη στιγμή εκείνη και μετά, μεσολάβησαν μια σειρά από άλλες αρνητικές εξελίξεις στο διεθνή οικονομικό περίγυρο, μεταξύ των οποίων και η απόφαση ενός αξιολογικού οίκου, να προχωρήσουν στην υποτίμηση των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, κάτι το οποίο είναι πρωτοφανές ως γεγονός, συν το γεγονός, ότι υπάρχουν εκτιμήσεις, ότι η παγκόσμια οικονομία βυθίζεται σε ύφεση. Άρα, χώρες υποχρεώνονται η μία μετά την άλλη, καθώς βρίσκονται στο επίκεντρο μεγάλων κερδοσκοπικών επιθέσεων, να προχωρήσουν στην υιοθέτηση προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής, κάτι το οποίο δημιουργεί ένα τοπίο γκρίζο. Διότι όπως καταλαβαίνετε, αν σε μια νομισματική ένωση, το σύνολο των χωρών ακολουθεί μία συσταλτική δημοσιονομική πολιτική τότε χώρες όπως η Ελλάδα, οι οποίες πρέπει να κάνουν συσταλτική δημοσιονομική πολιτική και προσπαθούν να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους προκειμένου να εξάγουν αγαθά και υπηρεσίες στις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης, θα βρεθούν σε μια δύσκολη θέση, διότι που θα εξάγει η Ελλάδα τα αγαθά και τις υπηρεσίες της, όταν το σύνολο των υπολοίπων χωρών της ευρωζώνης ακολουθεί και αυτό συσταλτικές δημοσιονομικές πολιτικές;
Η Ελλάδα έχει έναν διττό στόχο, πρέπει να προχωρήσει σε δημοσιονομική προσαρμογή, πρέπει να προχωρήσει σε ενίσχυση των προϋποθέσεων για επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά αυτό όλο θα πρέπει να ενταχθεί σε μια γενικότερη ευρωπαϊκή πολιτική, η οποία θα στοχεύει στο να διατηρήσει η Ε.Ε. και η ευρωζώνη θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, έτσι ώστε οι διαρθρωτικές αλλαγές τις οποίες κάνει η Ελλάδα για να ενισχύσει τον ανταγωνισμό της, να της επιτρέψουν να εξασφαλίσει νέες αγορές και στο εσωτερικό της ευρωζώνης και στο εσωτερικό της Ε.Ε., αλλά και έξω από την Ε.Ε..
Με βάση, λοιπόν, αυτό το σκεπτικό, επικροτήσαμε τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου και βεβαίως, αισθανόμαστε, σε κάθε στιγμή, την ανάγκη να επιμείνουμε, ότι αυτά τώρα θα πρέπει να εφαρμοστούν.
Θεωρώ, ότι οι αποφάσεις αυτές είναι θετικές. Δεν λέω ότι αντιμετωπίζουν τα δομικά προβλήματα που υπάρχουν στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της ευρωζώνης. Συνιστούν, όμως, μια θεσμική κατάκτηση σε σχέση με το παρελθόν και βέβαια, όλοι όσοι έχουμε ασχοληθεί με την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ξέρουμε, ότι μέσα από τις κρίσεις, οι χώρες της Ε.Ε. πραγματοποιούσαν κατακτήσεις. Ποτέ, καμιά κατάκτηση, καμία απόφαση, σε επίπεδο πολιτικό της Ε.Ε., δεν ήρθε από μόνη της. Ηρθαν οι κρίσεις η μία μετά την άλλη, οι κρίσεις στο τέλος δεκαετίας του ΄70, οι κρίσεις στο τέλος της δεκαετίας του΄80, που ωθούσαν τις χώρες της Ευρώπης, της Ε.Ε., να προχωρήσουν στο επόμενο βήμα, που οδήγησε τελικά στη διαδικασία της δημιουργίας της ΟΝΕ.
Και δέχομαι αυτό που είπε ο συνάδελφός μου, ο κ. Παπαδημούλης, ότι ενδεχομένως, το «Ο» της ΟΝΕ να μην έχει αποκτήσει την ίδια βαρύτητα με το «Ν», δηλαδή, ότι έχουμε νομισματική ενοποίηση, αλλά δεν έχουμε οικονομική και νομισματική ενοποίηση, αλλά νομίζω, ότι αυτό αποτελεί και έναν οδηγό για το που θα μπορούσε να προχωρήσει η Ευρώπη, και βεβαίως, σε μεγαλύτερο βαθμό οικονομικής συνεργασίας, αλλά και σε μεγαλύτερο βαθμό πολιτικής συνεργασίας, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της.
Παρόλα αυτά, οι συγκεκριμένες αποφάσεις, τα συγκεκριμένα εργαλεία που θέτει στη διάθεση των χωρών της ευρωζώνης, είναι αποφάσεις οι οποίες δίνουν τη λύση στα προβλήματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη και εμείς, με αυτό το σκεπτικό, καλέσαμε τους συναδέλφους της Βουλής, να υπερψηφίσουν τις αποφάσεις αυτές. Για τα υπόλοιπα ζητήματα, θα μου δοθεί η ευκαιρία να τοποθετηθώ στην β΄ ανάγνωση.