Ομιλία του Υπουργού Οικονομικών, Γιάννη Στουρνάρα, στη συζήτηση που
διοργάνωσαν οι Επιτροπές Οικονομικών και Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής και η
Γενική Γραμματεία Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με θέμα: «Στήριξη των
οικονομικά αδυνάτων- Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα»
Κυρίες
και κύριοι Βουλευτές,
Είναι μεγάλη τιμή και χαρά που
είμαι σήμερα μαζί σας και με τον Υπουργό Εργασίας, με τον οποίο έχουμε πολύ καλή
συνεργασία τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, που μαζί τραβήξαμε, ας μου επιτραπεί η
έκφραση, το «κάρο» μίας μεγάλης προσπάθειας και λειτουργούμε πάντα σε
συντονισμό.
Η
χώρα μας έχει διανύσει μια πολύ μεγάλη διαδρομή τα τελευταία χρόνια, υλοποιώντας
μια σειρά από δημοσιονομικές και διαρθρωτικές τομές.
Μια
σειρά από αλλαγές, που αποκατέστησαν τόσο την εγχώρια όσο και τη διεθνή
εμπιστοσύνη στην Ελλάδα και στους θεσμούς της. Αν δείτε όλους τους δείκτες από
πέρυσι μέχρι φέτος υπάρχει μία σημαντικότατη βελτίωση, τόσο σε δείκτες χρηματοπιστωτικούς
όσο και σε δείκτες πραγματικής οικονομίας. Ναι μεν είμαστε σε ύφεση ακόμη αλλά
η ύφεση μετριάζεται γρήγορα.
Η
δυσχερής κατάσταση στην οποία βρέθηκε η χώρα όμως, όπως έχει ειπωθεί πολλές
φορές, αποτελεί ευκαιρία να επισημάνουμε και να διορθώσουμε τις στρεβλώσεις και
τις ανισότητες που χαρακτήριζαν χρόνια τη δομή του ελληνικού κράτους.
Η
κοινωνική πολιτική της χώρας εμφάνιζε μη ικανοποιητική αποτελεσματικότητα
δαπανών στην αντιμετώπιση της φτώχειας και του αποκλεισμού, αφού δεν υπήρχε
στόχευση των πολιτικών στους ανθρώπους που έχουν πραγματικά ανάγκη.
Για
αυτό πρέπει να αξιολογούμε και να επανασχεδιάζουμε με βάση την ανάλυση
κόστους-οφέλους την επίπτωση κάθε παροχής στις ωφελούμενες πληθυσμιακές ομάδες.
Στο
πλαίσιο της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του
οξύτατου δημοσιονομικού προβλήματος και των διαρθρωτικών αδυναμιών της
ελληνικής οικονομίας, η ελληνική κοινωνία κλήθηκε να σηκώσει επιπλέον βάρη.
Και
ομολογουμένως, η κατανομή αυτή δεν απέφυγε αδικίες.
Και
ομολογουμένως, η ζωή των πολιτών άλλαξε σε πολλές περιπτώσεις δραματικά.
Στη
διάρκεια μιας οικονομικής κρίσης, η πρώτη σοβαρή επίπτωση είναι η επιδείνωση
των κοινωνικών δεικτών.
Η
βαθιά και παρατεταμένη οικονομική ύφεση στη χώρα επιβεβαίωσε δυστυχώς το
πρόβλημα ότι το σύστημα κοινωνικής προστασίας, όπως είναι σήμερα δομημένο δεν
είναι σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα κοινωνικά προβλήματα, που
προκαλεί η κρίση.
Σε
αυτό το εξαιρετικά δυσμενές πλαίσιο, η κυβέρνηση καταβάλλει μια συνεχή
προσπάθεια, ώστε τα μέτρα περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής που
λαμβάνονται, να επιβαρύνουν όσο το δυνατό λιγότερο τους οικονομικά
ασθενέστερους.
Σχετικά
με αυτό που είπε ο υπουργός Εργασίας, ότι το υπουργείο Εργασίας αποφασίζει και
το Οικονομικών χρηματοδοτεί, θα ήθελα να πω ότι πέρυσι στις προγραμματικές
δηλώσεις το υπουργείο Οικονομικών έθεσες το θέμα του ελάχιστου εγγυημένου
εισοδήματος.
Σε
ό,τι αφορά το πεδίο αρμοδιοτήτων του Υπουργείου Οικονομικών, υιοθετήθηκαν,
μεταξύ των άλλων, μέτρα όπως η διατήρηση της εισοδηματικής ενίσχυσης
νοικοκυριών ορεινών και μειονεκτικών περιοχών με χαμηλά εισοδήματα, η διατήρηση
φοροαπαλλαγών για ειδικές ομάδες πληθυσμού, η εξαίρεση κάποιων χαμηλών
συντάξεων από τις περικοπές, η διατήρηση του ΕΚΑΣ και η δυνατότητα
διευκολύνσεων τμηματικής καταβολής των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων οφειλών
προς το Δημόσιο σε περιπτώσεις οικονομικής αδυναμίας, η θέσπιση του επιδόματος
θέρμανσης.
Παράλληλα,
η ελληνική Πολιτεία συνεχίζει να εφαρμόζει τα παραδοσιακά προγράμματα
προστασίας για συγκεκριμένες ευπαθείς ομάδες πληθυσμού (εισοδηματική κάλυψη,
παροχές σε είδος, κοινωνικές υπηρεσίες).
Τώρα
που έχει αποκατασταθεί η πολιτική και δημοσιονομική σταθερότητα, μπορούμε με
νηφάλιο τρόπο να επιταχύνουμε όλες εκείνες τις μεταρρυθμίσεις, που θα
διορθώσουν τις στρεβλώσεις του παρελθόντος.
Η
κυβέρνηση επεξεργάζεται ήδη μια νέα ολοκληρωμένη Στρατηγική Κοινωνικής Ένταξης,
η οποία θα προωθήσει μια σειρά από συνεκτικές και αλληλοσυμπληρούμενες
μεταρρυθμίσεις του κοινωνικού κράτους.
Μια
στρατηγική που αποσκοπεί στο να ανακουφίσει και να ενισχύσει τόσο τις
κοινωνικές ομάδες που λάμβαναν παραδοσιακά κρατική αρωγή, όσο και τις νέες
κατηγορίες πολιτών που βρέθηκαν αντιμέτωποι με το φάσμα της φτώχειας, λόγω της
δημοσιονομικής και της παρεπόμενης οικονομικής κρίσης.
Μια από αυτές τις μείζονες μεταρρυθμίσεις
είναι η υιοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, κάτι που έπρεπε να
υιοθετήσουμε εδώ και πολλά χρόνια.
Η
συγκεκριμένη μεταρρύθμιση θα
εξασφαλίζει ότι όσοι συμπολίτες μας έχουν βρεθεί στο περιθώριο της κοινωνίας,
θα έχουν την δυνατότητα να αποφύγουν την ακραία φτώχεια και την εξαθλίωση.
Στο
Μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικών μέτρων για το 2013-2016, εκτός από τις
περικοπές δαπανών, προβλέπεται η εφαρμογή πιλοτικού προγράμματος ελάχιστου
εγγυημένου εισοδήματος, το οποίο θα αρχίσει να εφαρμόζεται εντός του 2014.
Το
κόστος του πιλοτικού προγράμματος ανέρχεται σε 20 εκ. ευρώ (σύμφωνα με τον
ν.4111/2013), τα οποία έχουν εγγραφεί ήδη στον προϋπολογισμό του 2014.
Αυτή
η θεσμοθέτηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος είναι μια σημαντική
υποχρέωση της Ελληνικής Πολιτείας που καθυστέρησε σημαντικά.
Αλλά
η άμεση εφαρμογή της είναι επιτακτική - όχι γιατί έχει πραγματοποιηθεί ήδη στα
υπόλοιπα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης - αλλά γιατί αποτελεί μια αδήριτη
αναγκαιότητα, με αναπτυξιακή και κοινωνική διάσταση.
Είναι μια υποχρέωση, ας μου επιτραπεί να
πω, βαθύτατα αναπτυξιακή.
Κανείς
δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι οι σύγχρονες αστικές Δημοκρατίες στήριξαν την
ανάπτυξη μεταξύ άλλων και στην ύπαρξη του κοινωνικού κράτους. Ενός κράτους που
εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή και την αναδιανομή του πλούτου προς όφελος των
αδύνατων κοινωνικών ομάδων.
Είναι μια υποχρέωση απέναντι στην κοινωνία.
Η
ελληνική κοινωνία, οι ελληνικές οικογένειες, με τις θυσίες τους και τον αγώνα
τους, κράτησαν όρθια την πατρίδα και στήριξαν την ελληνική Πολιτεία, όταν τα
θεμέλια της σχεδόν κλονίστηκαν από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2009 αλλά και
τους ισχυρούς μετασεισμούς που έπληξαν την Ελλάδα περισσότερο από οποιαδήποτε
άλλη χώρα της Ευρώπης και της Ευρωζώνης.
Παράλληλα
η ελληνική οικογένεια για ακόμη μια φορά λειτούργησε συμπληρωματικά προς το
κοινωνικό κράτος.
Αυτήν
την ελληνική οικογένεια, πρέπει σταδιακά η Ελληνική Πολιτεία να την απαλύνει
και να την στηρίξει.
Για
αυτό, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα θα πρέπει να μην υποκαθιστά αλλά να
λειτουργήσει συμπληρωματικά προς τις λοιπές προνοιακές πολιτικές.
Στην
ουσία έρχεται να καταστήσει πιο συνεκτικό και δυνατό το κοινωνικό δίχτυ, που
αναπτύσσεται για να αποτρέψει τον κοινωνικό αποκλεισμό των συμπολιτών μας, που
βρίσκονται αντιμέτωποι με την ακραία φτώχεια.
Αλλά
πρέπει να μιλήσουμε με λόγια καθαρά και χωρίς περιστροφές.
Η
πρωτοβουλία για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα πρέπει να γίνει με μεθοδικό
τρόπο, αποφεύγοντας λάθη του παρελθόντος.
Η
ορθή πιλοτική εφαρμογή και η προσεκτική ανάλυση των αποτελεσμάτων της έχουν
τεράστια σημασία, ώστε να μπορέσουμε να εφαρμόσουμε το μέτρο αυτό σε όλη την
επικράτεια.
Πρέπει
να εργαστούμε με μεθοδικότητα και βάσει των επιστημονικών εργαλείων, που έχουμε
στη διάθεσή μας αλλά και την εμπειρία από την ως σήμερα άσκηση της προνοιακής
πολιτικής, ώστε να εντοπίσουμε ποιες είναι οι πληθυσμιακές ομάδες που διαβιούν
σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και να παρέχουμε στους δικαιούχους, εισοδηματική
ενίσχυση, συνδυαζόμενη με δράσεις κοινωνικής ένταξης.
Στόχος
μας είναι να καταγράψουμε τον πληθυσμό που χρήζει της βοήθειας αυτής και
εξασφαλίσουμε ότι όλη η βοήθεια θα παρασχεθεί στοχευμένα με τη μέγιστη δυνατή
ωφέλεια, ώστε στη συνέχεια να μπορέσουμε να προβούμε και στην πανελλαδική
επέκταση του προγράμματος.
Και θέλω να επισημάνω το εξής:
Μια βασική διαφορά του ελάχιστου εγγυημένου
εισοδήματος, τόσο στην πιλοτική του όσο και στην καθολική του εφαρμογή, είναι
ότι χρηματοδοτείται από το πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού.
Γιατί, μέσα από τον πλεονασματικό
προϋπολογισμό εξασφαλίζεται στην πράξη η κοινωνική αλληλεγγύη και η αναδιανομή
του πλούτου.
Επιδοματική κοινωνική πολιτική με δανεικά,
η οποία στέλνει το λογαριασμό αόριστα στην επόμενη γενιά δεν είναι ούτε δίκαιη
ούτε αναδιανεμητική.
Και
σε αυτό το σημείο, επιτρέψτε μου να επισημάνω ότι η ευθύνη του Υπουργείου
Οικονομικών, τόσο στην εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος όσο και
στο σύνολο της κοινωνικής πολιτικής, δεν είναι η έγκριση των σχετικών
πιστώσεων.
Ένα
από τα σοβαρότερα εμπόδια για την ορθή στόχευση της κοινωνικής πολιτικής, είναι
ο κίνδυνος, το δηλωθέν εισόδημα των αιτούντων να εμφανίζεται χαμηλό, όχι λόγω
πραγματικής ανάγκης, αλλά λόγω φοροδιαφυγής.
Προς
αυτήν την κατεύθυνση, η πλήρης λειτουργία ενός περιουσιολογίου, για το οποίο
έχουμε ξεκινήσει να εργαζόμαστε, θα είναι σημαντική:
Α. Κατ’ αρχάς το περιουσιολόγιο θα
αποτελέσει ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό εργαλείο ενάντια στη φοροαποφυγή και
φοροδιαφυγή.
Τα
έσοδα από αυτές τις πηγές θα δώσουν την απαραίτητη ευρωστία στα δημοσιονομικά
μεγέθη της χώρας, ώστε να ασκηθούν πιο ενεργητικές κοινωνικές πολιτικές.
Β. Η δεύτερη μεγάλη συνεισφορά του
περιουσιολογίου θα είναι η δυνατότητα να εκτελεστούν οι προνοιακές πολιτικές με
το βέλτιστο δυνατό τρόπο, καθώς οι τελικοί δικαιούχοι των κοινωνικών
προγραμμάτων δεν θα αναδεικνύονται μόνο βάσει της φορολογικής δήλωσής τους,
αλλά βάσει της πραγματικής οικονομικής τους κατάστασης.
Έτσι,
πλέον, η αναδιανομή του πλούτου θα πραγματοποιείται υπέρ όσων συμπολιτών μας
πραγματικά βρίσκονται αντιμέτωποι με τη φτώχεια και όχι υπέρ αυτών που
καταφέρνουν να φοροδιαφύγουν, ενώ παράλληλα ωφελούνται διπλά και ως αποδέκτες
προνοιακών ωφελημάτων.
Βεβαίως,
θέλω να επισημάνω ότι το περιουσιολόγιο ακόμη και στην πλήρη εφαρμογή του δεν
θα είναι πανάκεια.
Τα
πραγματικά κοινωνικά προβλήματα που χρήζουν αντιμετώπισης από μια Πολιτεία δεν
μπορούν να αποτυπωθούν και να εντοπιστούν μόνο με εξισώσεις και πληροφοριακά
συστήματα.
Για
αυτό θα είναι πάντα απαραίτητο ένα σοβαρό δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών, οι
οποίες με συγκεκριμένα μεθοδολογικά εργαλεία, θα εντοπίζουν το κοινωνικό
πρόβλημά ακόμη και όταν αυτό συγκαλύπτεται ή δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμο.
Σε
αυτό το πεδίο εκτιμώ ότι, παράλληλα με τις υφιστάμενες κοινωνικές δομές, πρέπει
να δραστηριοποιηθούν ακόμη περισσότερο οι φορείς της πρωτοβάθμιας
αυτοδιοίκησης, που ούτως ή άλλως μέχρι σήμερα συνέβαλαν στην παροχή κοινωνικών
υπηρεσιών.
Νομίζω
ότι σε αυτό το πεδίο πολιτικής, με την αρωγή της Κεντρικής Διοίκησης θα πρωταγωνιστήσει η τοπική αυτοδιοίκηση του
μέλλοντος.
Θα
ήθελα κλείνοντας να επισημάνω, αυτό που είπα στην αρχή της ομιλίας μου.
Η
χώρα είχε πολλές στρεβλώσεις που απαιτούν χρόνο για να τις διορθώσουμε.
Οι
στρεβλώσεις αυτές έφεραν την χώρα κοντά στην κατάρρευση αλλά χάρη στις θυσίες
των Ελλήνων πολιτών, αυτό το αποτρέψαμε.
Τώρα
πρέπει να δουλέψουμε συγκροτημένα και συντεταγμένα για να ξανακτίσουμε ένα
αποτελεσματικό και σταθερό κοινωνικό κράτους δικαίου.
Η
εφαρμογή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος
θα είναι ένα μικρό αλλά σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση αυτή.
-Οι
κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, παρά την κρίση και παρά τις
περικοπές, παραμένουν ακόμη πάνω από τον κοινοτικό μέσο όρο. Το πρόβλημα είναι η
έλλειψη επαρκούς στόχευσης. Γι αυτό έχουμε το παράδοξο, ενώ έχουμε σχετικά
υψηλές σε σχέση με το μέσο όρο κοινωνικές δαπάνες, το ποσοστό στην Ελλάδα είναι
υψηλότερο από το μέσο όρο. Αυτό ακριβώς προσπαθεί να αντιμετωπίσει η κοινωνική
πολιτική που σχεδιάζουμε με το Υπουργείο Εργασίας. Πρέπει να είναι στοχευμένη η
κοινωνική πολιτική και όχι διάσπαρτη παντού.
-Το
Eurogroup βλέπει νομίζω
θετικά την κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα. Είναι χώρες που έχουν ισχυρή
κοινωνική πολιτική, έχουν όλες ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, άρα δεν μπορούν
παρά να το βλέπουν θετικά. Βέβαια, είναι θέμα του κάθε κράτους –μέλους να την
εφαρμόσει. Δεν υπεισέρχεται το Eurogroup
στο πώς πρέπει να γίνει η κοινωνική πολιτική. Παίζουν ρόλο οι δημοσιονομικές
συνθήκες κάθε χώρας και οι στόχοι που
έχει θέσει.
Δεν
υπάρχει πρόβλημα να κάνουμε ό,τι κοινωνική πολιτική θέλουμε αρκεί να έχουμε
τους πόρους. Σήμερα παίρνουμε πιο πολλά χρήματα από το ΕΣΠΑ και επίσης έχουμε
μία πολύ μεγάλη δανειακή σύμβαση. Άρα, δεν θα έλεγα ότι δεν μας ενισχύουν.
-Στο
ερώτημα για το πού κυμαίνεται το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα στις χώρες του
Νότου, στην Ισπανία το άτομο είναι στα 420 ευρώ περίπου, που αυξάνεται για τις
οικογένειες, στην Πορτογαλία 200 ευρώ. Άρα, και σε χώρες που είναι δίπλα η μία
στην άλλη υπάρχει μεγάλη διαφορά.
-Η
ασφάλεια για τους Έλληνες πολίτες είναι ένα μετρήσιμο μέγεθος. Μετριέται με το
αν παίρνουν καταθέσεις από τις τράπεζες ή αν τις επιστρέφουν σε αυτές. Σήμερα,
η ασφάλεια των Ελλήνων πολιτών νομίζω ότι είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι στο
πρόσφατο παρελθόν. Επιστρέφουν καταθέσεις, δεν φεύγουν. Έχει αποκατασταθεί η
εμπιστοσύνη.
-Συμφωνώ
ότι πρέπει να «αλλάξει η συνταγή» αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να μπορέσουμε
να σταθούμε στα πόδια μας, να έχουμε πρωτογενές πλεόνασμα, να βγούμε στις αγορές και να μπορούμε
αυτοδύναμα να καθορίσουμε την πολιτική μας μέσα, βέβαια, σε συνετά
δημοσιονομικά πλαίσια.
-Οι
τράπεζες θέλουν να εισπράττουν, όχι να απομακρύνουν τον πελάτη και το
προσπαθούν στο πλαίσιο που έχουν. Δεν μπορούν, ωστόσο, να κάνουν κοινωνική πολιτική,
να μηδενίσουν το επιτόκιο, να «σπρώξουν» 50 χρόνια πίσω τα δάνεια γιατί θα
χρειαστούν κεφάλαια και αυτά δεν υπάρχουν εύκολα σήμερα. Η κρίση έχει επηρεάσει
και τις τράπεζες, οι οποίες έχουν ίδιο συμφέρον να κάνουν ρυθμίσεις δανείων και
το κάνουν σε αρκετά μεγάλη έκταση. Υπάρχουν και ειδικά προγράμματα για
πλημμυροπαθείς, για συνανθρώπους μας που έχουν θιγεί από πυρκαγιές. Όπως
ξέρετε, το κράτος δίνει εγγύηση στο πλαίσιο του εφικτού πάντα. Ας μην ξεχνάμε
ότι είμαστε μέσα στην κρίση και έχουμε ένα σοβαρό δημοσιονομικό περιορισμό. Με
δεδομένο το πρόβλημα κάνουμε ό,τι καλύτερο. Δεν υπεισέρχεται η τρόικα σε αυτά.
Έχουμε συγκεκριμένο απόθεμα που μπορούμε να ενισχύσουμε τις τράπεζες. Έχει
ληφθεί από το μεγάλο δάνειο των 50 δισ., από τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί
μέχρι σήμερα τα 39 δισ. ευρώ. Άρα, δεν μπορούμε αυθαίρετα να επιβάλουμε ως
κράτος στις τράπεζες να κάνουν επεκτάσεις λήξεων.