Αθήνα, 24 Νοεμβρίου 2011
ΟΜΙΛΙΑ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ
ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΣΑΧΙΝΙΔΗ
ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ
23 Νοεμβρίου
Διαρκής Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων με θέμα ημερήσιας διάταξης «Συνέχιση της εξέτασης του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Οικονομικών «Κύρωση του κρατικού προϋπολογισμού και των προϋπολογισμών ορισμένων ειδικών ταμείων και υπηρεσιών οικονομικού έτους 2012» (3η συνεδρίαση)».
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, με τον προϋπολογισμό του έτους 2012 η χώρα συνεχίζει τη μεγάλη προσπάθεια για να αποκαταστήσει τη δημοσιονομική ισορροπία και να δρομολογήσει την επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Προϋποθέσεις, που με τη σειρά τους, διασφαλίζουν την επιτυχή πορεία σε όρους απασχόλησης και εισοδημάτων στο εσωτερικό της ευρωζώνης.
Ο προϋπολογισμός αυτός θα εκτελεστεί σε περιβάλλον υψηλών αβεβαιοτήτων, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Η οικονομία και το 2012 θα βρίσκεται σε ύφεση για πέμπτη συνεχή χρονιά, γεγονός που επηρεάζει την αποτελεσματικότητα του Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής. Με λίγα λόγια, παρεμβάσεις ύψους εκατό ευρώ μειώνουν, τελικά, το έλλειμμα κατά εβδομήντα ευρώ περίπου. Επιπλέον, πέρα από την αβεβαιότητα που υπάρχει στο εσωτερικό και του γεγονότος της ύφεσης που επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα του Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής, στην ευρωζώνη η καθυστέρηση στην αντιμετώπιση των προβλημάτων έχει διαταράξει την ομαλότητα στην αγορά των ομολόγων, με ότι αυτό συνεπάγεται για το κόστος δανεισμού των χωρών που δανείζονται, προκειμένου να δανείσουν τη χώρα μας. Θα αναφερθώ, χαρακτηριστικά, στις εξελίξεις που έλαβαν χώρα σήμερα σε μία δημοπρασία που πραγματοποίησε η Γερμανία, όπου στην προσπάθειά της να αντλήσει 6 δισ. ευρώ από τη δημοπρασία δεκαετών τίτλων, άντλησε τελικά μόνο 3,6 δισ. ευρώ με μέση απόδοση 1.98%. Επικαλούμαι το ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters, το οποίο χαρακτηρίζει τη συγκεκριμένη δημοπρασία ως μία από τις χειρότερες δημοπρασίες γερμανικών ομολόγων από την έναρξη του Ευρώ. Η Γερμανική Κεντρική Τράπεζα αναγκάστηκε να αγοράσει το 39% της έκδοσης, προκειμένου να διασφαλίσει ότι δεν θα ματαιωθεί η δημοπρασία.
Σύμφωνα δε με αναλυτές, η χαμηλή απόδοση του γερμανικού δεκαετούς τίτλου απέτρεψε τους επενδυτές κυρίως λόγω των αυξανόμενων ανησυχιών για το κόστος που θα κληθεί να καλύψει η Γερμανία, λόγω της επιδείνωσης της κρίσης χρέους. Σκεφτείτε ότι η Γερμανία είναι μία από τις χώρες η οποία συνεισφέρει καθοριστικά στο δανεισμό των υπολοίπων χωρών.
Έρχομαι τώρα και συνυπολογίζω στη σημερινή εξέλιξη το υψηλό κόστος με το οποίο άντλησε κεφάλαια βραχυπρόθεσμα η Ισπανία στη χθεσινή δημοπρασία. Παρακολουθώντας τις εξελίξεις και στα δεκαετή ομόλογα της Ιταλίας και της Ισπανίας, αντιλαμβάνεται κανείς πώς οι εξελίξεις στη διαδικασία αντιμετώπισης της κρίσης χρέους επηρεάζουν τις λειτουργίες των αγορών. Το χειρότερο είναι ότι η κατάσταση αυτή επιτείνεται, καθώς καθημερινά ερχόμαστε αντιμέτωποι με πολλαπλά σενάρια για την αντιμετώπιση της κρίσης και την τύχη της ευρωζώνης. Αναμφίβολα, αυτό αντανακλά την πολυφωνία στο εσωτερικό της ευρωζώνης, στην οποία συμμετέχουν πολλά μέλη με διαφορετικές απόψεις για το πώς μπορεί να λυθεί το πρόβλημα της κρίσης χρέους. Πάντως, αυτό που συμπεραίνει κανείς είναι ότι στις κρίσιμες αυτές στιγμές, η πολυφωνία τείνει να μετατραπεί σε κακοφωνία, που κάθε άλλο παρά καλό κάνει στην ίδια τη λειτουργία της ευρωζώνης. Ωστόσο, αποτελεί κοινή αγωνία όλων των χωρών της ευρωζώνης η μελλοντική πορεία του κοινού νομίσματος, που θα καθορίσει και τις προοπτικές των πολιτών όλων των χωρών που μετέχουν στην Ευρωζώνη. Αυτό αφορά όχι μόνο την Ελλάδα ή τις υπόλοιπες χώρες με οξυμένα προβλήματα στο δημοσιονομικό πεδίο ή σε θέματα ανταγωνιστικότητας, αλλά αφορά και τις πλεονασματικές χώρες της ευρωζώνης που, αναμφίβολα, η συμμετοχή τους στην ευρωζώνη τους έχει αποδώσει πολλά. Διότι τα δικά τους πλεονάσματα, που δημιουργούν θέσεις απασχόλησης στις χώρες που έχουν αυτά τα πλεονάσματα, αντικρίζονται με τα ελλείμματα των υπολοίπων χωρών και την καταστροφή θέσεων εργασίας στις χώρες που έχουν τα ελλείμματα. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι κάθε φορά που γίνεται αναφορά στη στήριξη που παρέχουν οι χώρες που έχουν τη δυνατότητα να αντλούν κεφάλαια από τις αγορές με χαμηλότερα επιτόκια προς χώρες που δεν έχουν πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου, όπως είναι η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ιρλανδία, αυτή η στήριξη δεν παρέχεται δωρεάν. Για τα κεφάλαια που δανείζονται οι χώρες οι οποίες έχουν ενταχθεί σε μηχανισμό στήριξης, πληρώνονται τόκοι προς τις δανείστριες χώρες.
Τέλος, η εμπειρία από αυτήν την κρίση πρέπει να αποτελέσει και τη βάση για μια νέα πορεία στη Ευρώπη, μακριά από εκείνες τις αντιλήψεις αναφορικά με την αποτελεσματικότητα των αγορών που οδήγησαν σε πλημμελή εποπτεία τόσο του χρηματοοικονομικού χώρου όσο και του σκιώδους χρηματοοικονομικού τομέα, επιλογές που συνέβαλαν στην κρίση του 2008, η οποία μετεξελίχθηκε σε μία γενικότερη κρίση ύστερα και από την εκδήλωση της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη.
Τέλος, θα πρέπει να αξιοποιήσουμε την εμπειρία της κρίσης στην ευρωζώνη, για να θωρακίσουμε ακόμη περισσότερο το πολιτικό μας σύστημα, αλλά και τον τρόπο λειτουργίας των κοινοβουλευτικών κομμάτων. Η κρίση αυτή δεν μπορεί να λειτουργήσει ούτε να ξεπεραστεί σε βάρος της Δημοκρατίας, όπως πολλοί ανιστόρητοι μπήκαν στον πειρασμό να εισηγηθούν. Διότι υπήρξαν εισηγήσεις από ορισμένους, οι οποίοι είπαν ότι σε χώρες με πλημμελή δημοσιονομική αντιμετώπιση, θα πρέπει να περιοριστούν οι δημοκρατικές ελευθερίες. Πρόκειται για εισηγήσεις που μόνο επικίνδυνοι άνθρωποι θα μπορούσαν να διατυπώσουν.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, παρακολούθησα με ιδιαίτερη προσοχή τις απόψεις που κατέθεσαν οι συνάδελφοι, από όλες τις πτέρυγες του Κοινοβουλίου, αναφορικά με τα προβλήματα στην ομαλή εκτέλεση του προϋπολογισμού, αλλά και πώς οι υποθέσεις εργασίας, που ενσωματώνονται στο συγκεκριμένο προϋπολογισμό, μπορούν να επηρεάσουν την εκτέλεση του προϋπολογισμού του έτους 2012. Εάν κάποιος θελήσει να συγκεντρώσει τους προβληματισμούς αυτούς όπως διατυπώθηκαν από τους συναδέλφους, νομίζω ότι μπορεί να πει ότι υπάρχουν δύο ερωτήματα.
Το πρώτο ερώτημα είναι αν η μείωση των ελλειμμάτων είναι αυτή που προκάλεσε την ύφεση με την οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η Ελλάδα.
Το δεύτερο ερώτημα είναι μήπως θα έπρεπε να πάμε πιο αργά στη μείωση των ελλειμμάτων και αυτό θεωρούν κάποιοι ότι ίσως ήταν ένας αποτελεσματικότερος τρόπος για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από την ύφεση, η οποία δημιούργησε αρκετές αποκλίσεις στην υλοποίηση του προγράμματος οικονομικής πολιτικής.
Θέλω να είμαι ξεκάθαρος και υπεύθυνος απέναντι στους συναδέλφους που παρακολουθούν αυτή τη συζήτηση, ως προς τις επιπτώσεις που είχε η μεγαλύτερη από την αναμενόμενη ύφεση στην εκτέλεση του Προϋπολογισμού. Πέσαμε έξω στις εκτιμήσεις. Όχι κατ’ ανάγκη η Κυβέρνηση. Όπως ξέρετε οι εκτιμήσεις για το ποια θα ήταν η ύφεση το 2011 δεν ήταν εκτιμήσεις, οι οποίες διαμορφώθηκαν αυθαίρετα από το Υπουργείο Οικονομικών. Ήταν εκτιμήσεις για τις οποίες υπήρξε συνεργασία ανάμεσα στο Υπουργείο Οικονομικών και στους θεσμικούς εταίρους του προγράμματος οικονομικής πολιτικής, οι οποίοι όλοι μαζί συνέκλιναν στο ποια θα είναι η ύφεση για το 2011. Αυτή τη στιγμή έχουμε εκτιμήσεις, οι οποίες δείχνουν ότι η ύφεση τελικά το 2011, θα είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ αυτήν που είχε αρχικά εκτιμηθεί και αυτό βεβαίως, όπως είναι λογικό και αναμενόμενο, έχει πολλαπλές επιπτώσεις. Έχει επιπτώσεις στα έσοδα του Προϋπολογισμού, τα οποία σαφώς είναι πολύ λιγότερα. Έχει όμως, επιπτώσεις και στο σκέλος των δαπανών. Επειδή πολλές φορές άκουσα συναδέλφους να επικαλούνται ότι ξέφυγε ο έλεγχος των δαπανών, προσκάλεσα όλους τους συναδέλφους να προσδιορίσουν στο σκέλος των πρωτογενών δαπανών, ποιες είναι αυτές οι δαπάνες – σπατάλες, όπως τις χαρακτηρίζουν, οι οποίες έχουν ξεφύγει. Διότι με στοιχεία που έχω καταθέσει και στην Επιτροπή Απολογισμού – Ισολογισμού, έδειξα καθαρά τους τομείς πάνω στους οποίους έχουν ξεφύγει οι δαπάνες το 2011. Αυτές οι αποκλίσεις που παρατηρήθηκαν και καταγράφηκαν στο δεκάμηνο, που εκτιμώ ότι θα αφορούν και το σύνολο του δωδεκάμηνου, σχετίζονται με την ενίσχυση που προσέφερε ο κρατικός Προϋπολογισμός προς τα ασφαλιστικά ταμεία, διότι εξαιτίας της μεγαλύτερης ύφεσης και της μεγαλύτερης ανεργίας σε σχέση με αυτή που είχε αρχικά εκτιμηθεί, στερήθηκαν ασφαλιστικά έσοδα τα ασφαλιστικά ταμεία, γεγονός που τα κατέστησε αδύναμα να συνεχίσουν να καταβάλουν ομαλά τις πληρωμές για συντάξεις.
Ερωτώ τους συναδέλφους που μου απεύθυναν πολλές φορές αυτό το ερώτημα, η δική τους η εισήγηση ποια ήταν; Να σταματήσει το Γενικό Λογιστήριο και το Υπουργείο Οικονομικών την ενίσχυση των ασφαλιστικών ταμείων για να μην ξεφύγουν οι δαπάνες; Διότι αν εντοπίζεται κάποια δαπάνη σε κάποιο άλλο σκέλος των δαπανών, το οποίο σηματοδοτεί σπατάλη, με μεγάλη χαρά αφού επισημανθεί, να σπεύσω να υιοθετήσω τις προτάσεις αυτές.
Θέλω να τονίσω ότι προτού καταλήξω σε ορισμένες προτάσεις που θα ακολουθήσουμε, θα ήθελα πρώτα να αποτυπώσουμε τα δεδομένα και να συμφωνήσουμε ποια είναι αυτά, έτσι ώστε να μπορούμε από κοινή αφετηρία να αξιολογήσουμε αν οι προτάσεις πολιτικής που ενσωματώνονται στον συγκεκριμένο Προϋπολογισμό, είναι προτάσεις πολιτικής που έχουν κάποια λογική ή είναι εντελώς παράλογες. Μετά βεβαίως, αν υπάρχουν εναλλακτικές προτάσεις, είμαστε διατεθειμένοι να τις συζητήσουμε.
Θα καταθέσω, κύριε Πρόεδρε, στοιχεία τα οποία αποτυπώνουν πραγματικά ποιο είναι εκείνο το σκέλος των πρωτογενών δαπανών που έχει ξεφύγει και έχει οδηγήσει σε απόκλιση σε σχέση με τους στόχους που έχουν τεθεί. Είναι η επιχορήγηση προς τα ασφαλιστικά ταμεία, καθώς και η πρόσθετη ενίσχυση του ΟΑΕΔ, διότι προφανώς πολιτική της Κυβέρνησης είναι να στηρίξει όλους αυτούς, οι οποίοι βγήκαν στην ανεργία και να συνεχίσει η καταβολή των επιδομάτων ανεργίας. Αντιλαμβάνομαι ότι όλοι έχουμε την ίδια ακριβώς ευαισθησία απέναντι στους συνταξιούχους και επομένως, θέλουμε όλοι να συνεχίσει να υπάρχει αυτή η ροή πόρων από τον Κρατικό Προϋπολογισμό προς τα ασφαλιστικά ταμεία για να μπορούν να συνεχίζουν να καταβάλουν τις συντάξεις και βεβαίως, όλοι έχουμε την ίδια ευαισθησία απέναντι σ’ αυτόν που μένει άνεργος και ξαφνικά βρίσκεται χωρίς εισόδημα. Το γεγονός ότι εμείς αρχικά είχαμε προϋπολογίσει ένα μικρότερο ποσό για τον ΟΑΕΔ, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε την υποχρέωση να δώσουμε τους πρόσθετους πόρους που έχει ανάγκη ο ΟΑΕΔ, προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι θα συνεχίσει απρόσκοπτα την καταβολή των επιδομάτων ανεργίας.
Θα πρέπει δε εδώ, να τονίσω ότι επιπρόσθετα υπάρχει και ένα κονδύλι, το οποίο το 2011 σε σχέση με το 2010 έχει ξεφύγει. Αυτό σχετίζεται με τις πληρωμές των τόκων. Άρα ναι, οι δαπάνες αυξήθηκαν, αλλά να ξεκαθαρίσουμε ότι αυξήθηκαν και εξαιτίας της αύξησης των τόκων; Οι τόκοι αυξήθηκαν γιατί αυξάνεται το χρέος. Πολλές φορές ακούω να διατυπώνεται η άποψη, ότι ενώ έχει υποστεί τόσες θυσίες ο ελληνικός λαός, οι συνταξιούχοι και οι εργαζόμενοι, ενώ έχουν γίνει όλες αυτές οι περικοπές, το χρέος συνεχίζει να αυξάνεται. Μα αυτό είναι ταυτολογία. Το χρέος θα συνεχίζει να αυξάνεται όσο υπάρχουν ελλείμματα. Ο μόνος τρόπος για να σταματήσει να αυξάνεται είναι να μηδενιστούν τα ελλείμματα, που είναι ο κύριος παράγοντας τροφοδοσίας του χρέους.
Θέλω να απαντήσω ως προς το πρώτο ερώτημα που έβαλα: φταίει η περιστολή, η δημοσιονομική προσαρμογή, για το γεγονός ότι έχουμε οδηγηθεί σε ύφεση ή όχι; Κάτω από την πίεση των γεγονότων, πολλοί μπορεί να βιαστούν να πουν ότι, ναι, αυτή είναι η σωστή προσέγγιση των πραγμάτων. Ότι δηλαδή η δημοσιονομική προσαρμογή είναι αυτή, η οποία οδήγησε στην ύφεση. Τα στοιχεία λένε το εξής. Το 2007 η χώρα είχε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης 3% και είχαμε και έλλειμμα 6,5%. Το 2008 το έλλειμμα ξέφυγε από το 6,5% και πήγε στο 10%. Δεν έχουμε δημοσιονομική προσαρμογή, έχουμε δημοσιονομική επέκταση. Άρα, με βάση αυτή την προσέγγιση θα περίμενε κανείς να δει την οικονομία να διατηρείται σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Δυστυχώς, δεν είναι αυτή η πραγματικότητα. Το 2008 η οικονομία μπαίνει για πρώτη φορά σε ύφεση με 0,2. Άρα ενώ το έλλειμμα φεύγει από το 6,5% και πάει στο 10%, η οικονομία μπαίνει για πρώτη φορά σε ύφεση. Το 2009 φεύγουμε από το 10% και πάμε στο 15,8% και η ύφεση πηγαίνει από το μείον 0,2 στο μείον 3,2. Εάν η άποψη αυτή είναι σωστή, εάν δηλαδή η δημοσιονομική συστολή ευθύνεται η δημοσιονομική επέκταση θα έπρεπε να ανασχέσει την ύφεση. Όταν έχεις ένα έλλειμμα της τάξης του 10%, το κάνεις 15,8% και δεν καταφέρνεις να ανασχέσεις την ύφεση, βάζω πολύ απλά το ερώτημα: Πόσο θα έπρεπε να φτάσει το έλλειμμα το 2009 για να μην καταγράψουμε ύφεση του μείον 3,2%; Να το πάμε πού; Να το πάμε στο 20%; Και έναντι ποιου οφέλους; Προφανώς, τα προβλήματα τα οποία οδήγησαν στην ύφεση δεν ήταν συγκυριακά. Ήταν διαρθρωτικά. Δεν το λέω εγώ. Υπήρχαν πρόδρομοι δείκτες που εξηγούσαν προς τα πού κατευθύνεται η ελληνική οικονομία, άλλο αν κανείς δεν ήθελε να τους αξιολογήσει σωστά.
Θα καταθέσω δυο διαγράμματα. Το ένα έχει τα δίδυμα ελλείμματα, είναι το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Εκείνο που βλέπει κανείς είναι ότι το 2007 και το 2008, η Ελλάδα έφτασε στο μεγαλύτερο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μετά τον πόλεμο.
Όποιος παρακολουθεί οικονομικά γνωρίζει ότι, ελλείμματα αυτού του ύψους έχουν άμεση επίπτωση στο εισόδημα και στην απασχόληση αμέσως μετά από λίγο. Εάν είχαμε δε εθνικό νόμισμα, δεν θα άντεχε η οικονομία μας. Σας υπενθυμίζω ότι το 1983, το 1985, αλλά και το 1998 προχωρήσαμε σε υποτιμήσεις μετά από επιθέσεις, που εκδηλώθηκαν όταν το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν πολύ μικρότερο. Οι πρόδρομοι δείκτες υπήρχαν από το 2001 και μετά, που έδειχναν ότι η ελληνική οικονομία αδυνατούσε, να προσαρμοστεί. Τα ίδια δείχνει και ένας άλλος δείκτης. Εδώ παρακολουθούμε την πορεία, που υπήρχε στην εξέλιξη του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, όχι στην Ελλάδα, αλλά σε όλες τις χώρες του μεσογειακού νότου. Τι δείχνει αυτό; Δείχνει ότι, η Ελλάδα βαθμιαία έχανε ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες μέσα στην ευρωζώνη, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα, να δημιουργηθούν μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και τα μεγάλα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της τάξης των 15% μετατράπηκαν σε ύφεση και ανεργία.
Εκείνο, το οποίο λέω, λοιπόν, είναι ότι: εάν μια οικονομία βρίσκεται σε ένα σημείο οριακό και αυτό που χαρακτηρίζω «οριακό σημείο» είναι: εάν μια χώρα έχει τόσο μεγάλο έλλειμμα, όπως είναι το 15,8% και έχει ένα τόσο μεγάλο χρέος, που είναι πάνω από 120%, όσο κι αν προσπαθήσει μέσα από μια επεκτατική πολιτική μέσα σε μια νομισματική ένωση με τόσο μεγάλη ελευθερία στη ροή των αγαθών και των κεφαλαίων, η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική δε θα επιτύχει να ανασχέσει την ύφεση. Φοβάμαι ότι, πολύ λίγα θα καταφέρει και αυτό καταδεικνύει η εμπειρία της Ελλάδας.
Πάμε, λοιπόν, στο δεύτερο ερώτημα. Το δεύτερο ερώτημα είναι: «γιατί δεν προσπαθήσαμε ως Κυβέρνηση, όταν διαπραγματευτήκαμε μια πιο αργή δημοσιονομική προσαρμογή». Είναι ερώτημα, το οποίο πολλές φορές τέθηκε από συναδέλφους και μέσα στην αίθουσα και εκτός αιθούσης. Πάντοτε ξεκινώ καλή τη πίστη, γιατί έχουμε ευθύνη απέναντι στους Έλληνες πολίτες και όλους τους συναδέλφους, να συζητάμε με βάση κάποια δεδομένα αντικειμενικά και λέω: μήπως θα έπρεπε η χώρα, να επιδιώξει μια πιο αργή δημοσιονομική προσαρμογή;
Δηλαδή, κάποιος μπορεί να πει ότι, «σωστά ξεκίνησε η Ελλάδα την προσπάθεια, να κάνει τη δημοσιονομική προσαρμογή, ήταν αναγκαίο, αλλά τίθεται ένα ζήτημα ταχύτητας της δημοσιονομικής προσαρμογής». Η απάντησή μου είναι: «ναι, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες μια πιο αργή δημοσιονομική προσαρμογή μπορεί, να ήταν πιο αποτελεσματική. Στην περίπτωση της Ελλάδας, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτό προϋπέθετε ορισμένα ζητήματα, για τα οποία η χώρα δεν είχε ισχυρά διαπραγματευτικά περιθώρια».
Ποια είναι αυτά τα ζητήματα: Πρώτον, «ποιος θα κάλυπτε το χρηματοδοτικό κενό»; Διότι, όταν πραγματοποιήσαμε τη συζήτηση με την τρόικα, για να εξασφαλίσουμε τα χρήματά του πρώτου προγράμματος, αυτό το οποίο ειπώθηκε είναι ότι, τα χρήματα είναι 109 δισ.. Εάν, λοιπόν, η χώρα διεκδικούσε μια πιο αργή δημοσιονομική προσαρμογή, αυτό πρακτικά θα σήμαινε ότι, τα 109 δισ. θα έπρεπε, να είναι πολύ περισσότερα, για να διασφαλισθεί ότι η δημοσιονομική προσαρμογή, θα είχε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, για να μπορέσει, ν’ αποφέρει τα αποτελέσματα. Επιπρόσθετα, θα πρέπει, να υπενθυμίσω σε όλους επικαλούνται την συγκεκριμένη άποψη ότι, εδώ θα πρέπει να συνυπολογίσουν και πώς θα επηρεαζόταν η δυναμική του χρέους. Διότι αύξηση του χρόνου προσαρμογής θα έχει ως αποτέλεσμα, να έχουμε υψηλά ελλείμματα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό θα επηρέαζε το χρέος θα επηρέαζε τον τρόπο, με τον οποίο θα προσλάμβαναν οι αγορές το ερώτημα, «εάν το χρέος το ελληνικό είναι διατηρήσιμο ή όχι».
Τέλος, υπήρχε και ένα ζήτημα αξιοπιστίας. Είτε το θέλουμε είτε όχι, αυτή είναι μια πραγματικότητα. Υπήρχε ένα θέμα αξιοπιστίας, ως προς τον τρόπο, τον οποίο η Ελλάδα αποτύπωνε τα στατιστικά της στοιχεία και, επομένως, κάτω από αυτές τις συγκεκριμένες συνθήκες τα περιθώρια, τα οποία είχαμε για μια πιο αργή δημοσιονομική προσαρμογή ήταν πάρα πολύ περιορισμένα.
Έχω ακούσει και ένα άλλο επιχείρημα, το οποίο, επίσης, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Έχει να κάνει με το μείγμα της πολιτικής, που ακολουθεί κάποιος, όταν ακολουθεί μια πολιτική προσαρμογής δημοσιονομικής. Δηλαδή, ειπώθηκε πάρα πολλές φορές - και είναι και ένα συμπέρασμα, που βγαίνει σε πάρα πολλές μελέτες από τη διεθνή εμπειρία – ότι, «όταν προσπαθείς, να μειώσεις τα ελλείμματα, θα πρέπει, η προσπάθεια αυτή να επικεντρώνεται στο σκέλος των δαπανών και να προκύπτει η περικοπή των ελλειμμάτων κατά 2/3 από το σκέλος των δαπανών και κατά 1/3 μέσα από τη μείωση των φόρων». Δεν θα μπορούσα, να αντιτάξω πάρα πολλά πράγματα πάνω στο συγκεκριμένο επιχείρημα. Όντως η διεθνής εμπειρία οδηγεί προς αυτό το συμπέρασμα. Αλλά κάποιος θα πρέπει, να αξιολογήσει και την θέση της Ελλάδος σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες. Ποια είναι η εμπειρία της Ελλάδος; Από το 2001 μέχρι και το 2012 η χώρα μας μονίμως υστερεί ως προς τα έσοδα ως ποσοστό του Α.Ε.Π. σε σχέση με την ευρωζώνη, τουλάχιστον κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες». Χρησιμοποιώ ως περίοδο αναφοράς για να βγάλω κάποια συμπεράσματα, την περίοδο από την ημέρα που η χώρα μπήκε στην ΟΝΕ. Θα ήταν, λοιπόν, λάθος κάποιος, να υπερασπιζόταν την άποψη ότι, «η προσαρμογή στην Ελλάδα πρέπει να γίνει αποκλειστικά και μόνο από το σκέλος των δαπανών και όχι από το σκέλος των εσόδων». Βεβαίως και υπάρχει περιθώριο στο σύνολο των δαπανών. Ας δούμε τι συνέβη στις πρωτογενείς δαπάνες την ίδια περίοδο. Όπου οι πρωτογενείς δαπάνες - και επιμένω στις πρωτογενείς, για να αφαιρέσω την επίδραση των τόκων - το 2001 ήταν στο 39,2% για να φτάσει το 2009 στο 48,7%. Αυτό σημαίνει ότι, η Ελλάδα ενώ ξεκίνησε με τρεις ποσοστιαίες μονάδες πρωτογενείς δαπάνες κάτω από το μέσο όρο της ευρωζώνης, το 2009 έφτασε την ευρωζώνη. Το καταθέτω και αυτό, γιατί όταν έχουμε στοιχεία σε βάθος δεκαετίας, μπορείς να βγάλεις και εύλογα συμπεράσματα.
Όταν λέω ότι «είμαστε ανοιχτοί σε αυτή τη συζήτηση», θέλω κιόλας να εξειδικεύω. Αναζητώ στοιχεία για τους φόρους, για να δω πού είναι το πρόβλημα της χώρας, είναι στους έμμεσους ή είναι στους άμεσους φόρους; Τελικά, διαπιστώνουμε ότι, τα έσοδα από άμεσους φόρους και ασφαλιστικές εισφορές στην Ελλάδα είναι τρεις με τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες του Α.Ε.Π. χαμηλότερα από το μέσο όρο της Ευρώπης. Δεν μπορώ, λοιπόν, αυτό το εύρημα να το αγνοήσω. Το καταθέτω και αυτό, διότι δείχνει και προς τα πού πρέπει να κινηθούμε. Επίσης, ένα άλλο στοιχείο, που έχει να κάνει με την κατανομή των δαπανών. Η κατανομή των δαπανών, αποτυπώνεται σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης - και θα το τονίσω αυτό - ότι αυτός ο προϋπολογισμός είναι ο πρώτος προϋπολογισμός γενικής κυβέρνησης, που έχει κατατεθεί στη χώρα από το 2001 και μετά. Θέλω να συγχαρώ τα στελέχη του Γενικού Λογιστηρίου, γιατί αυτό είναι κάτι, το οποίο τιμά και αναβαθμίζει το ρόλο που έχει στην παρακολούθηση των δαπανών της χώρας. Για πρώτη φορά η χώρα έχει τη δυνατότητα, να καταθέσει έναν προϋπολογισμό γενικής κυβέρνησης, ο οποίος εντάσσεται στο πλαίσιο ενός μεσοπρόθεσμου. Για πρώτη φορά κατατίθεται προϋπολογισμός ενός έτους, που αποτελεί τμήμα ενός πολυετούς προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως είναι το επικυρωμένο μεσοπρόθεσμο. Ο συγκεκριμένος προϋπολογισμός περιλαμβάνει τον προϋπολογισμό του έτους της γενικής κυβέρνησης του 2012, αλλά και το επικαιροποιημένο μεσοπρόθεσμο πλαίσιο.
Λέω, λοιπόν, ότι όταν οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης είναι ανελαστικές σε ποσοστό, που ξεφεύγει του 80%, να συμφωνήσω με όλους αυτούς, που λένε, να προχωρήσουμε σε περιστολή των δαπανών, θέλω όμως προτάσεις συγκεκριμένες ως προς τον τομέα των δαπανών, που μπορεί κάποιος, πραγματικά, να κάνει προσαρμογές.
Σε κάθε περίπτωση και στην Επιτροπή Απολογισμού - Ισολογισμού και στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων, είπα ότι εάν υπάρχουν προτάσεις για άλλο μείγμα , αυτές μπορούν να αξιολογηθούν από την ομάδα που ασχολείται με το Μεσοπρόθεσμο στο Γενικό Λογιστήριο και να δούμε εάν μπορούν να επιτύχουν το ίδιο δημοσιονομικό αποτέλεσμα. Με λίγα λόγια δεν έχουμε κανέναν δογματισμό, εάν η προσαρμογή πρέπει να έρθει από τους φόρους ή αν πρέπει να έρθει από τις δαπάνες. Εκείνο που λέμε είναι να βάλουμε στόχευση ως προς τη μείωση των ελλειμμάτων και αν κάποια συγκεκριμένα εργαλεία πολιτικής παράγουν καλύτερα αποτελέσματα, τότε λοιπόν να σπεύσουμε να υιοθετήσουμε εκείνες τις προτάσεις πολιτικής, αλλά να συμφωνήσουμε ότι θα πρέπει να έχουμε την ίδια στόχευση ως προς την επίτευξη του στόχου της μείωσης των ελλειμμάτων.
Να κλείσω με μια παρατήρηση που διατυπώθηκε από τη συνάδελφο, κυρία Κατσέλη, αναφορικά με το θέμα της υπόθεσης για την ανάπτυξη, στην οποία εδράζεται ο Προϋπολογισμός. Είπε η συνάδελφος ότι η εκτίμηση για την ύφεση που ενσωματώνεται στον Προϋπολογισμό, 2,8%, είναι αισιόδοξη εκτίμηση. Η ίδια κατέθεσε την άποψη με βάση μία προσέγγιση που έκανε ότι θα είναι της τάξης του – 5,5%. Βέβαια, αναρωτήθηκε αν αυτό προκύπτει μέσα από κάποια μοντέλα και η ίδια είπε ότι χρησιμοποίησε έναν μηχανικό τρόπο προσέγγισης για να κάνει αυτή την εκτίμηση. Και τόνισε ότι εάν υπάρχει ένα ενδεχόμενο απόκλισης, πιθανότατα αυτό να σχετίζεται με την λανθασμένη υπόθεση, στην οποία εδράζεται ο προϋπολογισμός σε ότι αφορά την ανάπτυξη. Θα μου επιτρέψει να της υπενθυμίσω αυτό που η ίδια διδάσκει στα πανεπιστήμια. Ένας οικονομολόγος που θεμελίωσε την νεοκλασική μακροοικονομική σχολή, ο Robert Lucas, είπε ότι «σε συνθήκες σαν τις τωρινές, όπου πλέον το παρελθόν δεν έχει καμία σχέση με το παρόν και το μέλλον, όλα τα μοντέλα τα οποία μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει δεν έχουν καμία προβλεπτική ικανότητα». Άρα, είναι λάθος να έρθει κάποιος σε ένα τόσο ρευστό τοπίο και να πει «έχω το καλύτερο μακροοικονομικό μοντέλο που υπάρχει αυτή τη στιγμή στον κόσμο και στη βάση αυτού του μακροοικονομικού μοντέλου μπορώ να κάνω εκτιμήσεις για το πού θα πάνε τα πράγματα μετά από ένα ή δύο χρόνια». Θα έλεγα ότι εάν υπάρχει κάποιο κομμάτι της οικονομικής θεωρίας που έχει μεγαλύτερη βάση αυτή τη στιγμή, είναι η θεωρία «της αυτοεκπληρούμενης προφητείας». Δηλαδή, είναι πολύ πιο πιθανό εάν όλοι πιστέψουν την εκτίμηση της κυρίας Κατσέλη, ότι η ύφεση θα είναι - 5,5%, να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους έτσι ώστε να επιβεβαιωθεί αυτό που με μηχανιστικό τρόπο που υπέδειξε, παρά να επιβεβαιωθεί κάτι το οποίο προκύπτει μέσα από σύνθετα μακροοικονομικά, μοντέλα των 300 και 400 εξισώσεων. Αυτό το οποίο λέω είναι, ότι με βάση τις εκτιμήσεις, κάτι το οποίο από μία οπτική γωνία μπορεί να φαίνεται πολύ αισιόδοξο, από μια άλλη μπορεί να φαίνεται πολύ απαισιόδοξο. Δέχομαι ότι είναι ανοιχτή στην κριτική η υπόθεση εργασίας του – 2,8%, αλλά θεωρώ ότι είναι ένα μέγεθος στο οποίο συγκλίνουν οι εκτιμήσεις και θεωρώ ότι μπορεί να θεωρηθεί λογική μία απόκλιση έως το -3,1%. αλλά να φύγουμε από το -2,8% και να φτάσουμε ξανά στο - 5,5%, εκτιμώ ότι η απόκλιση είναι πάρα πολύ μεγάλη και θεωρώ ότι δεν θα επιβεβαιωθεί.
Και να σας πω τη δική μου ανησυχία. Εσείς εστιάσατε την προσοχή σας και την τοποθέτησή σας κυρίως στις επιπτώσεις που έχει η δημοσιονομική πολιτική πάνω στην ανάπτυξη. Ας μου επιτρέψετε να εκφράσω το δικό μου προβληματισμό ως προς τις αιτίες που μπορούν να έχουν επίπτωση επάνω στην ύφεση. Σχετίζονται με την απομόχλευση της οικονομίας. Θεωρώ ότι οι επιπτώσεις από την απομόχλευση των τραπεζών μπορεί να έχουν πολύ μεγαλύτερη επίπτωση στην οικονομική επίδοση της οικονομίας απ’ ότι η ίδια η δημοσιονομική προσαρμογή. Το λέω αυτό γιατί εάν σύμφωνα με τα όσα διατυπώνονται, κληθούν οι ελληνικές τράπεζες με βίαιο τρόπο μέσα στα επόμενα τρία χρόνια να μειώσουν το βαθμό εξάρτησης σε όρους ρευστότητας από το ευρωσύστημα σε επίπεδα που θα τις επαναφέρουν στο βαθμό εξάρτησης που υπήρχε πριν το ξέσπασμα της κρίσης, τότε είναι σίγουρο ότι μία τέτοια βίαιη απομόχλευση σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα, θα έχει πολύ μεγαλύτερες επιπτώσεις στο χαρακτήρα της ύφεσης απ’ ότι μπορεί να έχει η δημοσιονομική προσαρμογή.
Θα επισημάνω σ' αυτό το σημείο ότι είναι πάρα πολύ σωστή η άποψη ότι δημιουργείται ένα τεράστιο έλλειμμα αξιοπιστίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, όταν η διαμόρφωση των μεγεθών του προϋπολογισμού στηρίζεται όχι στα πραγματικά διαθέσιμα στοιχεία, αλλά σε στοιχεία τα οποία δεν είναι ρεαλιστικά. Οδηγούν μετά σε μη ρεαλιστικά μεγέθη για τα έσοδα, είτε τα φορολογικά, είτε τα ασφαλιστικά, σε μη ρεαλιστικά έσοδα για την απασχόληση, σε μη ρεαλιστικές εκτιμήσεις για το πώς θα εξελιχθούν μια σειρά από μεγέθη. Αυτόματα αυτό θα δημιουργήσει ένα πρόβλημα στην εκτέλεση του Προϋπολογισμού σε σχέση με τους τεθέντες στόχους και εκ των πραγμάτων μπορεί να υποχρεώσουν τη χώρα μας σε νέες παρεμβάσεις προκειμένου να καταφέρει να τα αντιμετωπίσει. Γι αυτό και είναι πάρα πολύ σημαντικό να έχουμε όσο το δυνατόν καλύτερες εκτιμήσεις οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν ως σημείο αναφοράς για να μη βρεθούμε αντιμέτωποι με αυτό το οποίο μόλις περιέγραψε η κυρία Κατσέλη.
Ο Προϋπολογισμός της Γενικής Κυβέρνησης που κατατίθεται στη χώρα μας, λέει ότι το 2012 το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης κάτω από μια συγκεκριμένη υπόθεση που γίνεται για το ποιοι θα είναι οι τόκοι που θα καταβάλει η χώρα, θα διαμορφωθεί στο 5,4% του Α.Ε.Π. και έχει τεθεί ως στόχος το πέρασμα σε ένα θετικό πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης στο 1,1% του Α.Ε.Π..
Και εδώ κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, έρχομαι να απαντήσω στο συνάδελφο που μόλις προηγουμένως μίλησε και είπε μα αυτή η πολιτική πήγε χαμένη. Κάνετε λάθος. Η πολιτική δεν πήγε χαμένη, οι θυσίες των πολιτών δεν πήγαν χαμένες. Γιατί δεν πήγαν χαμένες; Οι θυσίες των πολιτών δεν πήγαν χαμένες γιατί για πρώτη φορά μετά από δύο χρόνια η χώρα καταφέρνει να περάσει σε θετικό πρωτογενές αποτέλεσμα. Η τελευταία φορά που είχαμε πρωτογενές θετικό αποτέλεσμα ήταν το 2002. Από το 2003 και μετά έχουμε μονίμως αρνητικό πρωτογενές αποτέλεσμα. Άρα στο ερώτημα που έχουνε θέσει πάρα πολλοί, εάν έπιασαν τόπο οι θυσίες των Ελλήνων πολιτών. Η απάντηση είναι κατηγορηματικά, ναι. Γιατί, για πρώτη φορά έχουμε τη δυνατότητα να οδηγήσουμε τη χώρα σε πρωτογενές θετικό αποτέλεσμα. Και τι σηματοδοτεί αυτό; Την απαρχή μιας σταθεροποιητικής πορείας της οικονομίας που αποτελεί καθαρά ένδειξη ότι ως χώρα θα μπορέσουμε σταδιακά να απεξαρτηθούμε από τα δάνεια προκειμένου να ικανοποιήσουμε τις βασικές λειτουργικές μας ανάγκες.
Βεβαίως, ξέρω ότι το τελικό αποτέλεσμα για το πώς θα διαμορφώνονται από δω και πέρα τα ελλείμματα, δεν θα επηρεάζονται μόνο από το πρωτογενές αποτέλεσμα, αλλά και ποια θα είναι η επιβάρυνση που θα έχουμε κάθε χρόνο στον Προϋπολογισμό από τους τόκους που βεβαίως έχει να κάνει με το πώς θα πάει το ζήτημα της υλοποίησης των αποφάσεων της 26ης και της 27ης Οκτωβρίου. Δεν είναι τυχαίο ότι σε σχέση με το 2010 που οι τόκοι ήταν στα 16.380, θα δούμε το 2011 να περιορίζονται κάτω, στο 12.750. Άρα αυτή είναι μια σημαντική ωφέλεια που έχει και ο Προϋπολογισμός και οι φορολογούμενοι πολίτες από την υλοποίηση των αποφάσεων της 26ης και 27ης του Οκτώβρη. Διότι χωρίς αυτά οι τόκοι πλέον θα γινόταν ένα μεγάλο βάρος στην πλάτη των Ελλήνων πολιτών.
Εκείνο λοιπόν που είναι το μεγάλο ζητούμενο και είναι αν θέλετε και η υπόσχεση που έχει δώσει η Κυβέρνηση ευρύτερης συνεργασίας που συγκροτήθηκε υπό τον Πρωθυπουργό Λουκά Παπαδήμο στους Έλληνες πολίτες, είναι να προχωρήσει στην διαπραγμάτευση για τη νέα δανειακή σύμβαση. Αυτή θα επιτρέψει στη χώρα να εισπράξει τα 130 δισ., τα οποία θα δώσουν τη δυνατότητα να προχωρήσουμε στην ανταλλαγή των παλαιών ομολόγων με τα νέα ομόλογα και με αυτόν τον τρόπο η χώρα να επωφεληθεί, μετά την υλοποίηση των συγκεκριμένων αποφάσεων.
Και βέβαια γι' αυτό το πράγμα απαιτείται, όπως αναφέρθηκε και από τον Υπουργό των Οικονομικών, συντονισμός και συγχρονισμός σε όλα τα επίπεδα έτσι ώστε η χώρα μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα να μπορέσει να υλοποιήσει όλες τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει. Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πριν από περίπου δύο βδομάδες, τρία Κόμματα της Ελληνικής Βουλής προσέφεραν Ψήφο Εμπιστοσύνης προκειμένου η Κυβέρνηση του Πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου να προχωρήσει στην εκπόνηση και κατάθεση του Προϋπολογισμού Γενικής Κυβέρνησης του 2012. Στην υλοποίηση υποχρεώσεων οικονομικής πολιτικής τις οποίες έχει αναλάβει η χώρα μας στο πλαίσιο του Πρώτου Προγράμματος. Στη διαπραγμάτευση για τη νέα Δανειακή Σύμβαση και στην επικύρωσή της από τη Βουλή, στη διαμόρφωση του τεχνικού κειμένου το οποίο θα καθορίσει τη διαδικασία της ανταλλαγής των ομολόγων.
Και θέλω να απαντήσω σε πάρα πολλούς συναδέλφους, οι οποίοι έθεσαν θεωρώ ρητορικά το ερώτημα, διότι πιστεύω ότι και οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ότι η Κυβέρνηση αυτή δεν πρόκειται να δεχτεί ως επιτόκιο στα νέα ομόλογα είτε αυτό το 7%, είτε το 8%. Διότι, όπως έχω πει και άλλες φορές σε δημόσιες τοποθετήσεις μου ένα επιτόκιο αυτού του ύψους θα ακύρωνε την ίδια τη συμφωνία της 26ης και της 27ης Οκτωβρίου, δεν τίθεται ζήτημα η Ελληνική Κυβέρνηση να δεχτεί ένα τέτοιο επιτόκιο στα νέα τα ομόλογα. Γι' αυτό λοιπόν και λέω ότι έχουμε μια σημαντική ευθύνη ως Κυβέρνηση να διαπραγματευτούμε αποτελεσματικά το νέο τεχνικό κείμενο.
Η Κυβέρνηση λοιπόν ευρύτερης συνεργασίας και η συγκρότηση της δεν σημαίνει σύγκλιση προγραμματική ή ιδεολογική. Είναι το αποτέλεσμα μιας συναντίληψης επί των προτεραιοτήτων που έχει θέσει η χώρα προκειμένου να διασφαλίσει τη μελλοντική της ομαλή πορεία αλλά και να διασφαλίσει την παραμονή της στην Ευρωζώνη. Όταν λοιπόν αναλαμβάνεις μια δέσμευση έναντι της Βουλής, όταν αναλαμβάνεις μια δέσμευση έναντι των πολιτών της χώρας, το κάνεις με ένα αίσθημα ευθύνης παρά τις όποιες επιφυλάξεις ή διαφορές που μπορεί να έχεις. Η συζήτηση στη Βουλή πολλές στιγμές έδειξε μια δυσκολία κατανόησης αυτής της πραγματικότητας από πολλούς συναδέλφους. Άκουσα τοποθετήσεις Βουλευτών που παραπέμπουν σε μια πρόσληψη εκ μέρους τους, της Κυβέρνησης, ως μια χαλαρή συνομοσπονδία χωρίς συντονισμό προς τις προτεραιότητες των τριών Κομμάτων. Άκουσα όμως και τοποθετήσεις που αναγνωρίζουν τα όσα νέα δεδομένα ανέφερα αλλά και την προσπάθεια που γίνεται. Δεν ζητώ από κανένα συνάδελφο να εγκαταλείψει τις απόψεις του.
Δεν το επιθυμώ, γιατί, δεν είμαι διατεθειμένος να εγκαταλείψω τις προσωπικές μου απόψεις. Ζητώ, όμως, από τους βουλευτές των τριών Κομμάτων που στηρίζουν την Κυβέρνηση της ευρύτερης συνεργασίας που συγκροτήθηκε, προκειμένου, να επιτευχθεί η υλοποίηση των συμφωνιών της 26ης Οκτωβρίου και που πραγματικά, διασφαλίζουν, το μέλλον και την προοπτική της χώρας, να το κάνουν με την ίδια διάθεση, που έκαναν, όταν έδωσαν ψήφο εμπιστοσύνης στην συγκεκριμένη Κυβέρνηση.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η κοινωνία περιμένει από το πολιτικό σύστημα της χώρας, θετικά σημάδια. Και θέλω να σας πω ότι κάθε φορά που υπάρχει μία θετική εξέλιξη στον πολιτικό στίβο, υπάρχει και μία αντανάκλαση στην κοινωνία. Και θέλω, να αναφέρω ενδεικτικά ένα στοιχείο: Πριν από δύο - τρεις ημέρες, για πρώτη φορά ξανά καταγράφηκε μία σημαντική επιστροφή καταθέσεων, στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Θέλω αυτό να το καταγράψετε, ως μία απάντηση της κοινωνίας, απέναντι σε σειρά πρωτοβουλιών που λαμβάνονται σε πολιτικό επίπεδο. Είναι δική μας ευθύνη, να διασφαλίσουμε, το μέλλον και την προοπτική της χώρας. Είναι δική μας ευθύνη, να διασφαλίσουμε, ότι αυτή η χώρα θα μπορεί να συνεχίσει να παράγει και να δημιουργεί θέσεις εργασίας, για να εξασφαλίσουν όλοι οι Έλληνες πολίτες ένα ικανοποιητικό εισόδημα παραμένοντας μέλη της ευρωζώνης. Και αύριο, μεθαύριο, ως προς αυτό θα κριθούμε, και από τους πολίτες όταν προσέλθουν στις κάλπες να ψηφίσουν, αλλά και από την ιστορία, η οποία θα αξιολογήσει τα πεπραγμένα των βουλευτών της συγκεκριμένης κοινοβουλευτικής περιόδου, σε ό,τι αφορά την στάση που τήρησαν σε αυτή την τόσο κρίσιμη στιγμή για την χώρα.